Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 897)
Τετάρτη 16 του Ιούνη πραγματοποιήθηκε η περιβόητη συνάντηση κορυφής Μπάιντεν – Πούτιν στη Γενεύη. Παίρνοντας υπόψη τη συγκυρία, αυτή θα πρέπει να ειδωθεί σε συνάρτηση με τις επαφές του Μπάιντεν που προηγήθηκαν: Τζόνσον, ΕΕ, G7, ΝΑΤΟ.
Το πλαίσιο της συνάντησης δεν διαμορφώθηκε από τις κυβερνοεπιθέσεις στη Solar Winds*, την υπόθεση Ναβάλνι, τις στρατιωτικές ασκήσεις στα σύνορα της Ουκρανίας, τις εσωτερικές εξελίξεις στην Λευκορωσία κ.λπ. Διαμορφώθηκε από τις «υπό διαμόρφωση» στρατηγικές κατευθύνσεις των ΗΠΑ στην τρέχουσα δεκαετία, εξαιτίας της δυναμικής ανόδου της Κίνας που με τη σειρά της θέτει το ζήτημα της αναπροσαρμογής των αμερικονορωσικών σχέσεων. Κρίσιμο ζήτημα για τα επιτελεία των ΗΠΑ, όχι μόνο η εξισορρόπηση ανάμεσα στη συσπείρωση του ΝΑΤΟ απέναντι σε ένα κοινό «αντίπαλος δέος» (Ρωσία) αλλά και η ανάγκη σταθεροποίησης και προβλεψιμότητας των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας.
Ερμηνεύοντας τις δηλώσεις του Μπάιντεν (γιατί πέρα από το «επικοινωνιακό» υπάρχει και κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο σε αυτές), δείχνει ότι θέλει να βασιστεί στις υπάρχουσες συμμαχικές δομές, επιδιώκοντας ένα ανεκτό από όλους «modus vivendi» με τη Ρωσία. Και σε αυτό σίγουρα επιζητούσε μια επιβεβαίωση των «συμμάχων», πριν συναντήσει τον ρώσο ομόλογό του.
Ωστόσο το συνολικό πακέτο που προωθούν οι ΗΠΑ, διαμορφώνοντας τη νέα στρατηγική τους, περικλείει πολλές αντιφάσεις. Προς το παρόν το κοινό μέτωπο της Δύσης σε Κίνα – Ρωσία μόνο σε ιδεολογικό – πολιτικό επίπεδο μπορεί να κινηθεί, υπό τον τίτλο «αυταρχικά καθεστώτα». Για το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ο αμερικανός πρόεδρος είπε ότι θα βρίσκονται «πάντα στο τραπέζι» και συμπλήρωσε: «Το θέμα δεν είναι για να στοχοθετηθεί η Ρωσία όταν τα παραβιάζει. Αυτό αφορά το ποιοι είμαστε εμείς»! Αλλά το «θέμα» είναι και το πώς το αντιλαμβάνονται οι σύμμαχοι και όχι μόνο η διοίκηση Μπάιντεν.
Οι υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ Δύσης και Ρωσίας χαρακτηρίζονται από στοιχεία συνεργασίας και αντιπαράθεσης, αλλά σταδιακά τα πρώτα φαίνεται να υπερισχύουν στα δεύτερα. Πριν από περίπου δύο χρόνια βλέπαμε τον Μακρόν να δηλώνει: «Δεν μπορούμε να ανοικοδομήσουμε την Ευρώπη χωρίς την ανοικοδόμηση μιας σχέσης με τη Ρωσία, αλλιώς η Ρωσία θα κινηθεί πιο κοντά σε άλλες δυνάμεις»!
Αρχικά, οι φιλοδοξίες της Ρωσίας για διευρυμένο ρόλο στο διεθνές σύστημα λειτούργησαν συσπειρωτικά για τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, έστω στο επίπεδο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή. Ωστόσο, για τις «μικρότερες χώρες», από τον Ατλαντικό μέχρι τη Βαλτική, και με βάση διαχρονικότερα γεωγραφικά/ιστορικά κριτήρια, οι προσλαμβάνουσες της ρωσικής απειλής ήταν διαφορετικές. Είναι γεγονός ότι οι δυτικές κυβερνήσεις δεν ανέπτυξαν ομοιότροπα τις σχέσεις τους με τη Μόσχα, πράγμα που δυσκολεύει τη σύγκλισή τους απέναντι στο ρόλο που διεκδικεί η μετασοβιετική Ρωσία τόσο στο κεντρικό όσο και στο περιφερειακό σύστημα. Ιδιαίτερα η «περιφερειακή τάξη» δίχως την προσμέτρηση των ρωσικών συμφερόντων αποδεικνύεται ιδιαίτερα επισφαλής.
Με τη φράση: «Δεν είναι ώρα για αγκαλιές, αλλά ούτε και για Ψυχρό Πόλεμο» ο Μπάιντεν θέλησε να συμπυκνώσει όσα συνέβησαν στη συνάντηση της Γενεύης με τον Πούτιν. Μπορεί να μην αποτελεί την απαρχή ενός συνολικού επαναπροσδιορισμού των σχέσεων των δύο χωρών, ωστόσο σηματοδοτεί ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της επανάληψης διαλόγου μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας. «Προσπαθούμε να καθορίσουμε πού έχουμε κοινά συμφέροντα και πού μπορούμε να συνεργαστούμε. Και, όταν δεν συμβαίνει αυτό, να καθορίσουμε έναν προβλέψιμο τρόπο για να διαχειριζόμαστε τις διαφωνίες μας οι δύο μεγάλες δυνάμεις». Το τελευταίο προκάλεσε αίσθηση, δεδομένου ότι επί Ομπάμα, του οποίου ο Μπάιντεν υπήρξε αντιπρόεδρος, η Ρωσία χαρακτηριζόταν «περιφερειακή δύναμη».
Ωστόσο, σύμφωνα με αμερικανούς και ρώσους διπλωμάτες, ο πήχης κρατήθηκε χαμηλά. Και αυτό φαίνεται και στο κοινό ανακοινωθέν το οποίο περιλαμβάνει ένα μόνο θέμα. Αυτό της στρατηγικής σταθερότητας, στο οποίο επαναλαμβανόταν η σημασία της αποφυγής επικίνδυνων κινήσεων και επισημαινόταν ότι «σε μία πυρηνική σύγκρουση δεν θα υπάρξουν νικητές». Ως αναμενόμενα και μικρότερης σημασίας αποτελούν τα συμφωνηθέντα για επιστροφή των πρεσβευτών στις έδρες τους ( που ανακλήθηκαν όταν ο Μπάιντεν είπε ότι πίστευε πως ο Πούτιν ήταν «δολοφόνος»), η έναρξη των διαβουλεύσεων για την κυβερνοασφάλεια και η αμοιβαία αναγνώριση των εμβολίων.
Ο Μπάιντεν (στη δική του συνέντευξη) σημείωσε ότι με τον ομόλογό του θα επανεξετάζουν την πρόοδο των διμερών σχέσεων σε τακτά διαστήματα τριών έως έξι μηνών. Επίσης και οι δύο δήλωσαν πως ελπίζουν ότι οι συνομιλίες τους μπορούν να οδηγήσουν σε πιο σταθερές και προβλέψιμες σχέσεις, παρόλο που παραμένουν σε διαφωνία… για τα πάντα, επιδιώκοντας ένα είδος «ελεγχόμενης» αντιπαράθεσης. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο. Τι σημαίνει προβλεψιμότητα για τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις; Ποιες κινήσεις μπορεί να θεωρηθούν προβλέψιμες και μη; Αρκούν συμφωνίες σε κάποιους τομείς να μετατρέψουν την ανταγωνιστική σχέση σε σταθερή ή προβλέψιμη;
Για τα πυρηνικά, και παρά τις κατά καιρούς αντεγκλήσεις, είναι γεγονός ότι η διατήρηση της ισορροπίας αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο της μεταπολεμικής και μεταψυχροπολεμικής διεθνούς τάξης και εξακολουθεί να αποτελεί κοινό τόπο για Ουάσιγκτον και Μόσχα.
Όμως, σε ό,τι αφορά κινήσεις προς ανατροπή συσχετισμών, μονομερείς ενέργειες και τετελεσμένα, δεν αποτελούν αντικείμενο πρόβλεψης αλλά πολιτικής αναγκαιότητας.
Η ρωσική, αμεσότερη ή εμμεσότερη, στρατιωτική παρέμβαση και η χρησιμοποίηση στρατιωτικών μέσων αποτελούν όρους της σημερινής της ανάκαμψης. Η «επίλυση» του τσετσένικου ζητήματος το 2000, ο πόλεμος με τη Γεωργία το 2008, οι επεμβάσεις στην Ουκρανία το 2014, τη Συρία το 2015 και τη Λιβύη, αλλά και η πρόσφατη διπλωματική κάλυψη προς τη Λευκορωσία δείχνουν πως η Μόσχα είναι αποφασισμένη να αντιστρέψει, στο μέτρο του δυνατού, τις συνέπειες της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ και να ανακτήσει, ώς έναν βαθμό, τη θέση της ως παγκόσμιας δύναμης, που απώλεσε τότε, και όλοι αναγνωρίζουν ότι έχει τα στρατιωτικά μέσα υποστήριξης των φιλοδοξιών της. Πάντως σήμερα οι αμερικανορωσικές σχέσεις επηρεάζονται όχι μόνο από διαχρονικότερα αλλά και νεοφανή ζητήματα, ενισχύοντας τη διμερή ατζέντα. Όπως, για παράδειγμα, ο ενεργειακός τομέας που εμφανίστηκε ως πεδίο συνεργασίας μεταξύ Μόσχας και κυρίως ευρωπαϊκών χωρών, σήμερα έχει εξελιχθεί σ’ ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ.
Συμπερασματικά, στη συνάντηση αυτή ο Μπάιντεν έθεσε διάφορες οριοθετήσεις και χάραξε «κόκκινες γραμμές» προς ενίσχυση της συσπείρωσης των Δυτικών, και ο Πούτιν υπενθύμισε ότι η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη. Βέβαια απέχει σημαντικά από αυτό που ήταν η Σ.Ε. τη δεκαετία του 1960-1980, όμως αυτή καθαυτή η συνάντηση αποτελεί μια συμβολική αναγνώριση της γεωπολιτικής ισοτιμίας της Ρωσίας με τις ΗΠΑ. Με αυτά τα δεδομένα και οι δύο πλευρές δείχνουν ικανοποιημένες.
Πάντως, για το πώς διαγράφεται το μέλλον των αμερικανορωσικών σχέσεων, λίγα πράγματα μπορεί να φωτίσει αυτή η συνάντηση. Σίγουρα ωστόσο έχει αναδειχθεί η αναγκαιότητα αναπροσαρμογών τακτικών στόχων των δύο πλανητικών ανταγωνιστών, στο πλαίσιο αναζήτησης στρατηγικών διεξόδων.
Από ό,τι φαίνεται ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχει να διαχειριστεί σήμερα μια δύσκολη εξίσωση στρατηγικής. Αν υιοθετήσει μια πιο επιθετική πολιτική απέναντι στη Μόσχα, θα ικανοποιήσει ορισμένους από τους συμμάχους του και βέβαια τα δικά του περιφερειακά συμφέροντα, αλλά θα επιταχύνει και ενδεχομένως θα εμβαθύνει την προσέγγιση Κίνας–Ρωσίας. Αν προσπαθήσει να τραβήξει τη Μόσχα μακριά από το Πεκίνο – που εξελίσσεται σε βασικό ανταγωνιστή του σήμερα – θα πρέπει να προσαρμοστεί με κάποιες από τις ρωσικές απαιτήσεις, κατάσταση που θα υπονομεύσει τις σχέσεις του με ορισμένους παραδοσιακούς, και πιο πρόσφατους, συμμάχους στην Ευρώπη.
Ενώ λοιπόν η Ρωσία παραμένει πλανητικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ (σε στρατηγική ισχύ) και η Κίνα περιφερειακός, ορισμένες φορές η ρητορική των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια δείχνει να το αντιστρέφει, επιζητώντας μετάθεση του κέντρου βάρους της δράσης της στη Νοτιοανατολική Ασία. Ωστόσο, προσεγγίζοντας με το αναλυτικό πρίσμα του τρόπου που διαχρονικά ενεργούν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας και ΗΠΑ θα πρέπει να θεωρηθεί μία αναμενόμενη και προβλέψιμη εξέλιξη.
ΣΗΜ.: Η Solar Winds Inc. είναι αμερικανική εταιρεία που αναπτύσσει λογισμικό για επιχειρήσεις στη διαχείριση των δικτύων και των υποδομών της τεχνολογίας πληροφοριών.
ΧΒ