Κατατέθηκε στις αρχές Απριλίου στο αμερικανικό Κογκρέσο πρόταση νόμου με τίτλο «Σχέδιο για την Ασφάλεια και την Ενεργειακή Συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο». Αυτή η πρόταση συνιστά μια διακομματική πρόταση που κατατέθηκε από κοινού από τον Μπομπ Μενέντεζ, γερουσιαστή και επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Σώματος, και τον Ρεπουμπλικάνο Μάρκο Ρούμπιο, μέλος της ίδιας επιτροπής, γνωστούς για τις ακραίες –ακόμα και για την πολιτική ζωή των ΗΠΑ- θέσεις τους. Ωστόσο, στην εποχή της διοίκησης Τραμπ, οι θέσεις τους μάλλον χαίρουν ευρύτερης εκτίμησης, ενώ πολλά είναι τα δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για μια πρόταση νόμου που προετοιμάζεται εδώ και καιρό στα αμερικανικά επιτελεία με τη συμβολή του αμερικανο-ισραηλινού και του νεοσύστατου αμερικανο-ελληνικού λόμπι. Και η οποία «βρήκε το δρόμο» προς το Κογκρέσο μετά και την πρόσφατη τριμερή σύνοδο Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ με την «προεδρία» του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, οι στοχεύσεις της πρότασης νόμου πραγματικά ταιριάζουν με όλες τις στρατηγικές αλλά και τις τακτικές των ΗΠΑ στην περιοχή, αποτελώντας συνέχεια και κλιμάκωσή τους. Βασικά στοιχεία της πρότασης αυτής (όπως τα αντιγράφουμε από την «Εφ.Συν.» του φύλλου της 13-14 Απριλίου) είναι:
-Άρση του εμπάργκο για την πώληση αμερικανικών όπλων στην Κύπρο.
-Ενεργή συμμετοχή των ΗΠΑ στην ενεργειακή διπλωματία της περιοχής.
-Αύξηση της χρηματοδότησης του προγράμματος «Διεθνούς Στρατιωτικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης» και επανεισαγωγή τής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα μέσω του προγράμματος «Χρηματοδότηση Ξένων Ένοπλων Δυνάμεων».
-Επαναδιατύπωση των περιορισμών στη μεταφορά των μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία καθώς και παρακολούθηση της χρήσης αμερικανικών όπλων από την Τουρκία εναντίον των συμμάχων και των εταίρων της Ουάσιγκτον.
-Παρακολούθηση της ρώσικης δραστηριότητας στην περιοχή.
Στο δεύτερο σημείο περιλαμβάνεται η πρόθεση των ΗΠΑ να προστατέψουν το έργο του αγωγού East Med, στο οποίο συμμετέχει η Exxon Mobil, «από κάθε ξένη τρομοκρατική απειλή (φωτογραφίζεται η λιβανέζικη Χεζμπολάχ) και από άλλους παράγοντες». Το νομοσχέδιο κάνει ειδική αναφορά στον ρόλο των αμερικανικών βάσεων στη Σούδα και στη Λάρισα, ενώ σαν «κερασάκι στην τούρτα» προβλέπει την κατάθεση από τον εκάστοτε ΥΠΕΞ λίστας προς το Κογκρέσο με τον αριθμό των παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου και της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ολοφάνερα οι ΗΠΑ και συνακόλουθα το ΝΑΤΟ επείγονται να βαθύνουν την παρουσία τους, να επεκτείνουν τον έλεγχο και να κλιμακώσουν την εμπλοκή τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Που στρατηγικά και γεωπολιτικά την αντιμετωπίζουν σαν ένα συνεχές με Μέση Ανατολή-Βόρεια Αφρική από τη μια και με Βαλκάνια-Αιγαίο-Μαύρη Θάλασσα από την άλλη. Μια περιοχή από την οποία θέλουν να περιορίσουν και -αν είναι δυνατόν- να διώξουν τη Ρωσία. Που έχει αυξήσει παρουσία και δυνατότητες λόγω της Συρίας, ενώ εξακολουθεί να παίζει σοβαρό ρόλο στην παροχή υδρογονανθράκων. Όπως και να αντιμετωπίσουν τις κινήσεις της Κίνας που αντιμετωπίζει την Ελλάδα σαν πύλη εισόδου της στην Ευρώπη, αλλά και να κάνουν βήματα στην –βαλτωμένη– εκστρατεία ενάντια στον περιφερειακό ρόλο και το ίδιο το ιρανικό καθεστώς.
Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί σε πολλαπλά επίπεδα. Με την επέκταση των βάσεων στην επικράτειά της και την αναβάθμιση των υφιστάμενων (Σούδα, Λάρισα) να αποτελέσει μια κρίσιμη πλατφόρμα πολεμικών εξορμήσεων και προώθησης των σχεδιασμών των ΗΠΑ για την περιοχή. Μέσω των τριμερών στο Νότο να στηρίξει το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ, να βοηθήσει την πλευροκόπηση της Αιγύπτου, να πιέσει παραπέρα με την απειλή τού ενεργειακού αποκλεισμού την Τουρκία. Συνολικά η ενεργειακή πολιτική και της Ελλάδας να στοιχηθεί στη στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ για ενεργειακή απομόνωση της Ρωσίας. Όλα αυτά με αντάλλαγμα τη στήριξη της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στο λαό αλλά και με ανάκτηση μέρους του ρόλου που είχε προ μνημονίων στην περιοχή. Και φυσικά με το βλέμμα στην ανταγωνίστρια αστική τάξη της Τουρκίας.
Ιδιαίτερη θέση στην αμερικανική σκέψη κατέχει φυσικά η στήριξη του Ισραήλ, που μετά τη ρήξη του με την Τουρκία και τις αναταράξεις στον αραβικό κόσμο βλέπει στην Ελλάδα και την Κύπρο τα νέα στηρίγματα του κράτους-χωροφύλακα της Μέσης Ανατολής.
Επίσης, όσον αφορά την Κύπρο, το λιγότερο είναι η αναφορά στην άρση εμπάργκο όπλων προς το νησί. Το πιο σπουδαίο που έχει τεθεί προς διερεύνηση αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Μεγαλόνησος θα γίνει το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της εγκληματικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο και στήριγμα ταυτόχρονα του Ισραήλ. Από αυτή την άποψη, εύγλωττος είναι ο τίτλος του άρθρου του Ντέιμον Ουίλσον, αντιπροέδρου του Atlantic Council (Ατλαντικού Συμβουλίου), από τις πιο σημαντικές αμερικανικές «δεξαμενές σκέψης» που χρηματοδοτείται από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία και το οποίο αναρτήθηκε τις ίδιες μέρες: «Να ενταχθεί η Κύπρος στο ΝΑΤΟ. Ναι, η Κύπρος!».
Σχεδόν ταυτόχρονα με την κατάθεση της πρότασης νόμου στο Κογκρέσο είχαμε, διόλου τυχαία, την αυστηρή προειδοποίηση της ηγεσίας των ΗΠΑ προς την Τουρκία για το ασύμβατο –για ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο- της αγοράς των ρώσικων S-400. Επίσης σ’ αυτήν ακριβώς τη χρονική συγκυρία διαρρέουν συζητήσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Αθήνας για την αναζήτηση από τις ΗΠΑ «ευέλικτων επιλογών για τη συνέχιση της παρουσίας κρίσιμων οπλικών συστημάτων, πόρων και άλλων υλικών στην περιοχή», υπονοώντας ότι έχει τεθεί ζήτημα Ιντσιρλίκ και της στάθμευσης εκεί μιας σειρά οπλικών συστημάτων.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, να υπογραμμίσουμε πως οι ΗΠΑ θα ήταν οι τελευταίοι που θα σκέπτονταν να αποχωρήσουν από τη στρατηγική τους βάση στο Ιντσιρλίκ, ενώ και μια κίνηση αντίστοιχου χαρακτήρα από την πλευρά της Τουρκίας δεν είναι από αυτά που αποφασίζονται και πολύ περισσότερο υλοποιούνται εύκολα…
Ισχυριζόμαστε λοιπόν πως αυτές οι «διαρροές», τα σημεία στο νομοσχέδιο που αναφέρονται στην ενίσχυση της Κύπρου και της Ελλάδας και πολύ περισσότερο οι άμεσες αναφορές στην Τουρκία και εν τέλει η ίδια η πρόταση νόμου έχει ως μια από τις σημαντικότερες πλευρές της την προσπάθεια των Αμερικανών να αυξήσουν σημαντικά την πίεση και τους εκβιασμούς προς την Τουρκία, διότι εκτός των άλλων η παράδοση των S-400 λέγεται πως πλησιάζει (Ιούνιος 2019). Ώστε με κάποιον τρόπο η τούρκικη ηγεσία είτε να αναιρέσει την αγορά των S-400 είτε ακόμα και να τους παραλάβει χωρίς να τους χρησιμοποιήσει (κάτι γνωρίζει η ελληνική αστική τάξη για το θέμα, που αναγκάστηκε και απέσυρε τους S-300 στην Κρήτη). Γενικότερα η Τουρκία πιέζεται και εκβιάζεται ώστε να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό, έως και να σταματήσει, τα «πάρε–δώσε» με τον στρατηγικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ, δηλαδή με τη Ρωσία, και μάλιστα σε κρίσιμους τομείς. Διόλου τυχαίο δεν είναι που ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία επανέλαβε τη βαρυσήμαντη πρόσφατη θέση του αμερικανού αντιπροέδρου Μάικ Πενς στο πλαίσιο της Συνόδου των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον:
«Η Τουρκία πρέπει να επιλέξει: θέλει να παραμείνει ένας κρίσιμος εταίρος στην πιο επιτυχημένη στρατιωτική συμμαχία στην ιστορία ή θέλει να διακινδυνεύσει την ασφάλεια της εταιρικής αυτής σχέσης, κάνοντας απερίσκεπτες επιλογές που υπονομεύουν τη συμμαχία μας;».
Την περασμένη εβδομάδα, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο προειδοποίησε με αντίποινα την Άγκυρα για την αγορά των S-400 με βάση τη νομοθεσία κυρώσεων γνωστή ως CAATSA (Νόμος για την Αντιμετώπιση Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων). Υπό την πίεση αυτή, μάλλον, ο τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ έστειλε αυτή την εβδομάδα από την Ουάσιγκτον το μήνυμα ότι η αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 είναι μια μεμονωμένη απόφαση που υπαγορεύεται αποκλειστικά από λόγους εθνικής ασφαλείας και δεν θέτει υπό αίρεση τις γεωπολιτικές επιλογές της Τουρκίας.
Παράλληλα, έχει, όπως φαίνεται, επιταχυνθεί εξαιτίας και του εν λόγω νομοσχεδίου η αναζήτηση μιας φόρμουλας «συνύπαρξης» της ανάγκης των ΗΠΑ να χρησιμοποιούν τους Κούρδους του YPG και της ανάγκης να παρέχονται εγγυήσεις ασφάλειας στο τούρκικο καθεστώς. Φόρμουλα με την οποία επιχειρείται να συνδυαστεί η «ζώνη ασφαλείας» που ζητά η Τουρκία με μια προσπάθεια απομάκρυνσης των κούρδικων πληθυσμών από τα συροτουρκικά σύνορα αλλά και μια –ανομολόγητη- προσπάθεια μείωσης του ειδικού βάρους των YPG στην αραβοκουρδική συμμαχία των SDF.
Τα διακυβεύματα είναι πολλά, μεγάλης σημασίας και πάνω απ’ όλα εξόχως επικίνδυνα για την ειρήνη και την προκοπή των λαών της περιοχής.