«Το μέλλον της εργασίας μετά το μνημόνιο» ήταν ο τίτλος του συνεδρίου που πραγματοποίησε ο ΣΕΒ την Τρίτη 24 Οκτώβρη 2017, με σκοπό τη διατύπωση των θέσεών του για τα εργασιακά. Προηγήθηκε η έκθεση με τίτλο «Το μέλλον της εργασίας», στις 26 σελίδες της οποίας ο ΣΕΒ προσπάθησε να ορίσει το πλαίσιο της συζήτησης γύρω από τα εργασιακά, με μανδύα «αντικειμενικής καταγραφής» της κατάστασης και των τάσεων που κυριαρχούν. Με αυτή τη μεθόδευση, ο ΣΕΒ, εκπροσωπώντας τα κοινά συμφέροντα του σημαντικότερου μέρους της ντόπιας άρχουσας τάξης, επιχειρεί να δώσει χαρακτηριστικά «αντικειμενικής αλήθειας» σε μια πολιτική με ξεκάθαρο ταξικό στόχο την αμφισβήτηση κάθε εργασιακού δικαιώματος και την ισοπέδωση των εργατικών κατακτήσεων. Ταυτόχρονα, θέλει να κερδίσει κάτι από το χαμένο κύρος του και να αποκτήσει λόγο στη διαμόρφωση των κεντρικών πολιτικών κατευθύνσεων, που τα προηγούμενα χρόνια επιβλήθηκαν με την άμεση και φανερή εμπλοκή των ιμπεριαλιστών. Γιατί πράγματι έτσι το ντόπιο κεφάλαιο κατοχύρωσε έναν πολύ πιο συντριπτικό συσχετισμό σε βάρος των εργαζομένων της χώρας, βυθίστηκε ωστόσο ακόμα πιο βαθιά στην εξάρτηση και είδε τον ρόλο και τη θέση του στην περιοχή να υποβαθμίζεται.
Η έκθεση του ΣΕΒ αποτελεί την πρώτη από μια σειρά εκθέσεων με ορίζοντα τον Αύγουστο του 2018 και το -υποτιθέμενο- τέλος του 3ου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής (μνημόνιο). Αξιοποιεί τη συγκυρία της τρίτης αξιολόγησης και τη συζήτηση για τα εργασιακά που περιλαμβάνεται σε αυτή. Παρουσιάζεται επίσης ως υπεύθυνη και ρεαλιστική ανταπόκριση του ΣΕΒ στο κάλεσμα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ-ILO) για συζήτηση για το μέλλον της εργασίας σε διεθνές επίπεδο, με ένα καθαρά φιλοεργοδοτικό πλαίσιο. Στην ουσία, η έκθεση στρώνει το έδαφος για την επιχειρηματολογία των βιομηχάνων ώστε ο εργασιακός μεσαίωνας που διαμόρφωσαν τα μνημόνια να επεκταθεί: σε κάθε κλάδο και επιχείρηση, και σε ακόμα χειρότερη μορφή.
Σαν αντικειμενική βάση των αλλαγών στους όρους δουλειάς και τις εργασιακές σχέσεις παρουσιάζεται η λεγόμενη «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση». Οι ερευνητές και τα στελέχη του ΣΕΒ αναμασούν τις ονειρώξεις ορισμένων «δεξαμενών σκέψης» των ιμπεριαλιστικών κέντρων που παίρνουν τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα: αναζητούν με αγωνία -αλλά μάταια με τα σημερινά δεδομένα- τεχνολογικές αλλαγές που θα φέρουν αλματώδη αύξηση της παραγωγικότητας, για να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια δομική κρίση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η ανάπτυξη του διαδικτύου, των υπολογιστών και των κινητών λοιπόν φταίνε για την εξαθλίωση των εργαζομένων και όχι η ολομέτωπη επίθεση στρατηγικού χαρακτήρα των δυνάμεων του συστήματος απέναντι στον κόσμο της δουλειάς, που μαίνεται εδώ και δεκαετίες ενόσω η εργατική τάξη και το κίνημα παραμένουν αποσυγκροτημένα.
Σε αυτή τη βάση, ο εργαζόμενος (κατά τον ΣΕΒ) καλείται να είναι ευέλικτος και προσαρμοστικός, να αυτο-αναπτύσσεται διαρκώς για να παραμένει «απασχολήσιμος» και να αποδέχεται στωικά τις απολύσεις, καθώς «ο μέσος χρόνος ζωής μιας επιχείρησης είναι 17 χρόνια». Να δουλεύει σε οποιοδήποτε καθεστώς ελαστικής δουλειάς, αναφέρει η έκθεση (συμβάσεις πληθοπορισμού, μηδενικών ωρών, κατά παραγγελία, ανά χαρτοφυλάκιο, βάσει δελτίων/κουπονιών, από απόσταση, εν κινήσει, μικροσυμβάσεις και ένα σωρό ακόμα) και να πιστοποιεί τις αναβαθμισμένες δεξιότητές του για να μπορεί να τις μεταφέρει «σε διαφορετικά εργασιακά περιβάλλοντα και περιοχές του πλανήτη», γιατί έτσι απαιτούν τα «νέα επιχειρησιακά μοντέλα» και η «συνεργατική οικονομία». Οι κοινωνικοί εταίροι καλούνται, μέσω θεματικά διευρυμένου κοινωνικού διαλόγου, να προσαρμόσουν την εργατική νομοθεσία ώστε να αναγνωρίσει και να νομιμοποιήσει κάθε λογής αυθαιρεσία, για να μην αναγκάζονται οι εργοδότες να παρανομούν.
Αν η έκθεση του ΣΕΒ ήταν γενικόλογη και «αποστασιοποιημένη» από τα τρέχοντα, οι τοποθετήσεις στο συνέδριό του ήταν συγκεκριμένες και «μαλλιαρές». Ο πρόεδρος, Θ. Φέσσας, περιέγραψε τα βασικά σημεία της «εθνικής στρατηγικής» που προτείνουν οι βιομήχανοι, ξεκινώντας από τον στόχο: την ανάπτυξη των τομέων που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες προς εξαγωγή (συμπεριλαμβάνεται κι ο τουρισμός). Με έναν τρόπο, αυτό αποτελεί και απάντηση στους προβληματισμούς που διατυπώνονται από διάφορες μεριές για τις συνέπειες της φτωχοποίησης του ελληνικού λαού στην εγχώρια κατανάλωση και στην ντόπια παραγωγή. Στο ίδιο πλαίσιο τίθεται η κατεύθυνση αύξησης της συμμετοχής των ελληνικών επιχειρήσεων στις «παγκόσμιες αλυσίδες αξίας», δηλαδή η περαιτέρω παραρτημοποίηση της χώρας, αλλά και η ενθάρρυνση των μεγάλων ξένων επενδύσεων για καλύψουν το τωρινό κενό. Τα υπόλοιπα σημεία του ΣΕΒ έρχονται να συμπληρώσουν, καθώς, όπως είπε κι ο ίδιος ο πρόεδρος, «εφόσον διακηρυγμένος στόχος όλων μας είναι η ελληνική οικονομία να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της στις εξαγωγές, θα πρέπει και η αγορά εργασίας να υπηρετεί αυτόν τον στρατηγικό στόχο».
Καμία επιστροφή στο καθεστώς εργασιακών ρυθμίσεων που ίσχυε πριν την κρίση, επομένως. Αντίθετα, οι μισθοί πρέπει να συνδέονται αποκλειστικά με την παραγωγικότητα, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη ο πληθωρισμός (δηλαδή οι ανάγκες των εργαζομένων), πόσο μάλλον η κατεύθυνση σύγκλισης των μισθών με τους ευρωπαϊκούς. Επιπλέον, όλες οι ευέλικτες μορφές εργασίας πρέπει να νομιμοποιηθούν, ώστε να γίνουν διαθέσιμες ακόμα και στις μεγάλες επιχειρήσεις, και όχι μόνο στις μικρές που μπορούν ευκολότερα να παρακάμψουν τη νομοθεσία. Συνολικά η νομοθεσία που αφορά τις επιχειρήσεις πρέπει να αναθεωρηθεί, μειώνοντας τα κόστη, τη φορολογία και γενικά τις δεσμεύσεις. Το τελευταίο συνδέεται και με τον ανταγωνισμό που έχει προκύψει μεταξύ παραδοσιακών και νέων επιχειρήσεων τύπου AirBnB, TaxiBeat κ.ά. (οι οποίες βέβαια σύντομα εξαγοράζονται από παραδοσιακές), για την εξισορρόπηση του οποίου ο ΣΕΒ προτείνει τη νομοθέτηση αντίστοιχης ασυδοσίας και στις δύο περιπτώσεις. Για να προχωρήσουν όλα αυτά χωρίς δυσκολίες, ο ΣΕΒ καλεί σε εκτεταμένη συζήτηση για το μέλλον της εργασίας μέσα από τον -αγαπημένο στους εργατοπατέρες- κοινωνικό διάλογο.
Μετά την τοποθέτηση του προέδρου, ο σύμβουλος διοίκησης, Χ. Κυριαζής, ανέλαβε τον σχετικά άχαρο ρόλο της κεντρικής εισήγησης για τις θέσεις του ΣΕΒ στα συγκεκριμένα ζητήματα που έχουν ανοίξει για τα εργασιακά στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης. Σε σχέση με τον κατώτατο μισθό, ο ΣΕΒ συμφωνεί με τη ΓΣΕΕ στον καθορισμό του με την Εθνική Γενική ΣΣΕ, «με την προϋπόθεση ότι οι κοινωνικοί εταίροι έχουν αποδεχτεί τις αδυναμίες του συστήματος που εφαρμόστηκε τις δεκαετίες του 1990 και του 2000». Δεν βρίσκει λόγο μεταβολής του βέβαια, αφού «βρίσκεται σε ένα επίπεδο ισορροπίας της αγοράς», που δεν επιβλήθηκε -λέει- από τους δανειστές αλλά από την ύφεση και τα λουκέτα.
Οι «αδυναμίες» του προηγούμενου συστήματος για τον ΣΕΒ ήταν το καθεστώς των Συλλογικών Συμβάσεων, οι οποίες πρέπει να «απελευθερωθούν». Προτείνει λοιπόν την κατάργηση της υποχρεωτικής διαιτησίας (της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής). Επιπλέον, τη μη επέκταση των κλαδικών ΣΣΕ, ακόμα κι αν δίνεται δυνατότητα αιτιολογημένης εξαίρεσης (“opt-out”) , γιατί δεν διασφαλίζεται αυξημένο ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από τα συνδικαλιστικά όργανα που τις υπογράφουν και γιατί μπορεί να οδηγήσει σε λουκέτα τις μικρότερες επιχειρήσεις ενός κλάδου. Για τις, δε, ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, δεν συζητάει καν την επέκτασή τους, καθώς θα διαστρέβλωνε την -ιερή- συσχέτιση με την παραγωγικότητα κάθε επιχείρησης. Στο θέμα της συρροής, ο ΣΕΒ επιθυμεί τη διατήρηση της υπερίσχυσης των επιχειρησιακών ΣΣΕ σε βάρος των κλαδικών, για να επιζήσουν οι επιχειρήσεις.
Στο ζήτημα των ομαδικών απολύσεων, ο Χ. Κυριαζής δήλωσε ικανοποίηση για τον ν. 4472/2017 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επισημαίνοντας ότι μπορεί να χρειαστεί στην επόμενη διετία. Για τον συνδικαλιστικό νόμο, ο ΣΕΒ θεωρεί πρόβλημα την προστασία των συνδικαλιστών και ζητά τον περιορισμό του αριθμού και της διάρκειας προστασίας, όπως και των συνδικαλιστικών αδειών. Το κυρίαρχο όμως παραμένει το δικαίωμα στην απεργία, εστιάζοντας στην απαίτηση μεγαλύτερης συμμετοχής στις Γενικές Συνελεύσεις που αποφασίζουν κήρυξη απεργιακών κινητοποιήσεων. Ζήτησε η χρηματοδότηση προγραμμάτων και φορέων να επιβαρύνει και τους εργαζόμενους εκτός από τους εργοδότες (πχ. για κατάρτιση), ενώ έκλεισε με κριτική στα «75 σημεία της ΓΣΕΕ», που -όπως λέει- επαναφέρουν την κατάσταση στο 2009.
Το ντόπιο κεφάλαιο δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίζει τον συσχετισμό που έχει διαμορφώσει απέναντι στους εργαζόμενους, έστω και με τη βοήθεια των ιμπεριαλιστών που το προστατεύουν. Αξιοποιεί την αδυναμία του κινήματος να αντισταθεί, ώστε να οδηγήσει τους εργαζόμενους σε ακόμα χειρότερη θέση. Επιτίθεται και στο ιδεολογικό πεδίο, φτάνοντας να παρουσιάζει τον ΣΕΒ ως δύναμη «προόδου» ενάντια στον «συντηρητισμό» και να μιλάει για «χειραφέτηση των ατόμων» μέσω της ελαστικής δουλειάς. Απέναντι στις δυνάμεις της εκμετάλλευσης, της εξάρτησης, του εργασιακού και κοινωνικού μεσαίωνα, η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι, οι παραγωγοί του πλούτου της κοινωνίας, έχουν ανάγκη να προτάξουν τους αγώνες τους. Να χτίσουν τη δική τους ιδεολογία, που δεν θα θαμπώνεται από ψευτο-επιστημονικές «μελέτες» ούτε θα καταπίνει τοποθετήσεις σαν αυτή του προέδρου του ΣΕΒ, που λέει ότι «κάθε δικαίωμα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τη δυνατότητα ή την αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί σε αυτό από πλευράς υλικών όρων και διαθέσιμων πόρων». Να παλέψουν αποφασιστικά για τις δικές τους ανάγκες. Να διεκδικήσουν όλα τους τα δικαιώματα, πέρα κι έξω από τα μηδαμινά όρια αυτού του σαπισμένου συστήματος που δεν έχει καμιά προοπτική.