Ένας νέος κύκλος αγώνων άνοιξε από το 2000 και έπειτα. Ένας κύκλος αγώνων παγκόσμια, με λαϊκά και ταξικά χαρακτηριστικά από άκρη σε άκρη της γης. Από το Μεξικό, την Χιλή, την Γαλλία, την Ινδία, τις Φιλιππίνες, τις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Τουρκία, την Κίνα, την Νότια Κορέα, το Αφγανιστάν, τον Λίβανο, το Ιράκ, την Συρία, την Παλαιστίνη, την Βραζιλία, την Τυνησία, την Ισπανία, την Νικαράγουα, την Αίγυπτο, την Ελλάδα. Αγώνες εργατικοί, φοιτητικοί, νεολαιϊστικοι, λαϊκοί, που έβγαλαν τις λαϊκές μάζες στο προσκήνιο της ταξικής και λαϊκής πάλης σε μία περίοδο όπου η ήττα του κομμουνιστικού επαναστατικού κινήματος δεν έχει ξεπεραστεί μεν αλλά όπου αναδεικνύονται νέα μονοπάτια, ανοίγονται, άλλοτε δειλά και άλλοτε θαρρετά, νέοι δρόμοι πρός τον προορισμό της κοινωνικής απελευθέρωσης. Τα δύο βασικά στοιχεία που καθορίζουν την περίοδο που διανύουμε, από την πλευρά του συστήματος, είναι η δομική του κρίση και η συνέπεια της, ο οξυμένος ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστών. Η επίθεση του συστήματος στους λαούς σε όλα τα επίπεδα, εργασιακό, παιδεία, υγεία, δημοκρατικά δικαιώματα, ειρήνη, αυτοδιάθεση, ανεξαρτησία, είναι δεδομένη. Ο κύκλος αγώνων που έκλεισε με την πτώση των σοσιαλ-ιμπεριαλιστικών καθεστώτων της πρώην ΕΣΣΔ, έδωσε νέες δυνατότητες στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να επεκτείνουν την επιρροή τους, να αυξήσουν την ένταση της, έδωσε νέα πεδία κερδοφορίας σε ένα διαφορετικό γεωπολιτικό σκηνικό. Και φυσικά, δεν είναι να αναπολούμε (όπως πολλοί άλλοι κάνουν) τις «καλές» εποχές όπου υπήρχε το αντίπαλο δέος (στους ιμπεριαλιστές) της δήθεν σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ του ‘56 και μετά, με την ίδια λογική που κάποιος μπαίνει στην διαδικασία των εκπτώσεων, δηλαδή της ηττοπάθειας και μοιρολατρίας, της αναπόλησης της ανάδειξης του ΠΑΣΟΚ έναντι της ΝΔ το ’81 ή του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της ΝΔ σήμερα, αλλά έχει μέσα του το αδικαίωτο αίσθημα ενός αριστερού/ής, αυτό το αίσθημα ότι όλα μπορούν να διασκεδαστούν εν τέλει, πάνω στον φόβο επι της ουσίας της απώλειας των προνομίων ή «προνομίων» που απολαμβάνει. Όταν κάποιος χάνει, κάποιος άλλος κερδίζει και με αυτή την έννοια έχει αποτυπωθεί με όλους τους τρόπους η προσπάθεια απο μεριάς των προσωρινών νικητών, να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Τα καταφέρνουν ; Όχι, αλλά ακόμη και αν φαίνεται ότι τα καταφέρνουν σε κάποιους, είναι το γεγονός της χάρτινης κυριαρχίας τους απουσία του λαϊκού παράγοντα που τους καταβάλλει και πειθαναγκάζει, είναι η ψευδαίσθηση της «παντοδυναμίας» ενός συστήματος που με όλα τα μέσα προσπαθεί να αποπροσανατολίσει, να διχάσει και να τρομοκρατήσει. Αν τα κατάφερναν τόσο καλά, όπως πιστεύουν όλων των ειδών οι απολογητές, δεξιοί και «αριστεροί», δεν θα είμασταν μάρτυρες των εξεγέρσεων και των αγώνων που έλαβαν χώρα αυτές τις 3 δεκαετίες και κυρίως τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια. Ακόμη και στην χειρότερη δυστοπία, ακόμη και στο χειρότερο σενάριο, όπου υπάρχει καταπίεση και εκμετάλλευση θα γεννηθεί αντίσταση και όταν γίνει οργανωμένη, συνειδητή και μαζική θα είναι τόσο σφοδρή που θα σαρώσει όλες τις αυταπάτες. Από την άλλη μεριά, η πρωτοβουλία των κινήσεων είναι στην μεριά των ιμπεριαλιστών και των εξαρτημένων αστικών τάξεων, μόνο και μόνο επειδή οι λαοί και η εργατική τάξη δεν έχουν ακόμη βρει τα πατήματα τους, δεν έχουν οργανωθεί, δεν έχουν πολιτικοποιηθεί, δεν έχουν ανέλθει στις απαιτήσεις που επιβάλλει η ταξική επίθεση από την μεριά του αντιπάλου. Όπως κυνικά είχε δηλώσει ο κυφήνας-μεγιστάνας Γουόρεν Μπάφετ, «διεξάγεται ταξικός πόλεμος, αλλά είναι η τάξη μου, οι πλούσιοι, η οποία τον διεξάγει και η οποία τον κερδίζει». Αυτή η συνειδητοποίηση από τη μεριά των αστικών τάξεων ανά τον κόσμο, είναι εμφανής, και έχουμε ως λαοί αργήσει να συνειδητοποιήσουμε το βάθος και την σημαντικότητα που της αναλογεί. Και το «αργήσει», είναι μία έννοια σχετική, που αποκτάει μόνο νόημα αν την αντιπαραβάλλουμε στην αποφασιστικότητα που επιδεικνύει ο αντίπαλος, μόνο τότε μπορεί να δωθεί μία μη-μικροαστική (μη ανυπόμονη) διάσταση στον χαρακτηρισμό «αργήσει». Όπως ο χρόνος δεν υφίσταται σε συνθήκες παντελούς ακινησίας, έτσι και η κίνηση της ανασυγκρότησης των λαών πρέπει να συνδέεται με την επιθετική κίνηση του αντιπάλου. Τα τελευταία χρόνια, αν μπορεί κάποιος να το εκτιμήσει, από το 2008 και ύστερα, παρατηρούμε την αποστoίχιση λαϊκών μαζών από τα κυρίαρχα αστικά κόμματα στην Ελλάδα, τα κόμματα εκείνα που ήταν οι πυλώνες του συστήματος στην αρχή της πετραιλαϊκής κρίσης του ΄70 παγκόσμια και άρχισε να ξετυλίγεται με το τέλος της ανοικοδόμησης και της καπιταλιστικής ανάπτυξης που έφερε η καταστροφή του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου η οποία κρίση και εκφράστηκε το 2008. Σήμερα, το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν είναι σε θέση να βρεί εκείνη την δυναμική ισορροπία, λόγω του ότι η κρίση πρέπει να φορτωθεί στις πλάτες των λαών, πρέπει να καταστραφούν παραγωγικές δυνάμεις και μέσα, πρέπει να συμπιεστεί η εργατική δύναμη, να παρθούν πίσω δικαιώματα και κατακτήσεις. Όχι μόνο στην βάση του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστών, αλλά στην δομική αδυναμία που αντιμετωπίζει διεθνώς, και εδώ έχει σημασία να τονιστεί ότι οι ατμομηχανές της ανάπτυξης τους είναι βασικά οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν εκείνα τα εμπορικά δίκτυα την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους και το στελεχικό δυναμικό να σχεδιάσει, να οργανώσει και να κυκλοφορήσει τα εμπορεύματα όπως επίσης έχουν το στρατό, τις συμμαχίες και τις μυστικές υπηρεσίες να επιβάλλουν και να ελέγξουν. Πολλές φορές γίνεται καταχρηστικά, όχι απο μας, αναφορά στο σύστημα γενικά κλπ, κάτι το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι δεν είναι κατανοητό το πως κινείται η οικονομία διεθνώς και τι συμβαίνει. Οπως και από το 1950 και μετά ο ιμπεριαλιστικός καταμερισμός ήταν εκείνος που έδωσε εκείνες τις ανάσες στους ρυθμούς ανάπτυξης διεθνώς και όχι γενικά και αόριστα μεμονωμένα διεθυντήρια ή γενικώς και αορίστως το «κεφάλαιο» χωρίς σημαίες, χωρίς στρατούς χωρίς νομικά πλαίσια, χωρίς συγκροτημένες αστικές τάξεις ιμπεριαλιστικές, χωρίς εμπορικά δίκτυα κοκ, έτσι, αποτυπώνεται μία διαφορά στην ανάλυση του τι είναι το «σύστημα» διεθνώς, δίνονται απαντήσεις στα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει και πώς αυτό προσπαθεί να δώσει τις «λύσεις». Αδυνατεί να δώσει διέξοδο μέσω της επανεπένδυσης της υπεραξίας στην παραγωγή, μία παραγωγική διαδικασία που μεταφέρεται σε μεγάλο βαθμό σε χώρες με απάνθρωπους εργασιακούς όρους, με όρους μεσαίωνα. Δεν υπάρχουν εκείνες οι δυνατότητες για μεγάλο κέρδος, όπως υπήρχαν το 1970 πχ με την ανάδειξη του κλάδου των υπολογιστών. Μίας παραγωγικής διεξόδου, νέων κλάδων, που δημιουργούν ολόκληρες δομές μέχρι και τον τριτογενή τομέα κλπ. Και εδώ έρχεται να αποτυπωθεί το τι κάνουν αυτές οι «μία χούφτα χώρες», ανάλυση η οποία έχει γίνει στο κομμάτι των θέσεων για τα διεθνή και θα χωρούσε μία περαιτέρω διάνθιση του ζητήματος της Κίνας. Δεν επαφύεται και δεν είναι πραγματοποιήσιμη μία αυτονομημένη ανάπτυξη πλήρως διαρθρωμένη από μία εξαρτημένη χώρα στις συνθήκες που διαμορφώνει το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό πλέγμα. Π.χ, η Ελλάδα, δεν θα μπορέσει ποτέ, να αποκτήσει σε συνθήκες εξάρτησης (άρα σε συνθήκες καπιταλιστικές) πλήρως διαρθρωμένη παραγωγή, απο τη βαριά βιομηχανία και την παραγωγή μηχανών, παραγωγή ανταγωνιστικών οπλικών συστημάτων και τεχνολογιών αιχμης εφάμιλλων με αυτές των ιμπεριαλιστών, όχι μόνο γιατί άμεσα οι ιμπεριαλιστές θα μπουν εμπόδιο αλλά γιατί μία εξαρτημένη αστική τάξη, όπως επίσης με ένα καλό τρόπο πιάνεται στο κείμενο για την οικονομία της Ελλάδας, δεν έχει τον βασικό παραγωγικό ιστό που απαιτούν αυτού του είδους οι ποιοτικές μεταβολές και η συγκρότηση της ως εξαρτημένη δεν της δίνει τα περιθώρια να έχει τέτοιου είδους στρατηγικό σχεδιασμό στην οικονομία και την παραγωγή, παρά τυχοδιωκτικά και χωρίς συγκεκριμένο πλάνο τα μονοπώλια Ελληνικών συμφερόντων επεκτείνονται στο εσωτερικό τόσο και όσο τους αφήνουν ως περιθώριο οι ιμπεριαλιστές, με αυξημένο τον ρόλο των αμερικάνων ιμπεριαλιστών στην εσωτερική αγορά τα τελευταία χρόνια με τις ΑΞΕ να έχουν αυξηθεί απο μεριάς τους. Αυτό δε σημαίνει ότι η προοπτική του σοσιαλισμού σε μία εξαρτημένη χώρα δεν έχει βάση, ειδικά σήμερα οι δυνατότητες είναι τεράστιες σε παραγωγικό επίπεδο από τη στιγμή που τα μέσα παραγωγής άρα η πολιτική εξουσία θα είναι στην εργατική τάξη και το λαό. Είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα το πώς θα σταθεί ένας λαός μετά την επανάσταση και δεν μπορεί να προσεγγιστεί από τώρα, γιατί το γεωπολιτικό σκηνικό και οι συμμαχίες που μπορεί να υπάρχουν δεν μπορεί να προβλεφτούν. Δεν είναι δηλαδή ένα θέμα λογιστικής και οικονομίας, καταρχήν και κύρια είναι ζήτημα ταξικό, ποιά τάξη θα ηγεμονεύει της επαναστατικής διαδικασίας, πχ εργατική τάξη με σύμμαχα στρώμματα ή μία πιο ρευστή συμμαχία διαννοούμενων-μικρομεσαίων-αγροτών-εργατών, και κατά δεύτερον έχει να κάνει, σε σχέση με το κρίσιμο πρώτο διάστημα, με το τι θα συμβαίνει στην ευρύτερη «γειτονιά» την περίοδο εκείνη, καθώς επίσης και διεθνώς. Αν θα υπάρχουν άλλοι επαναστατημένοι λαοί κοντά, δίκτυα, αλληλεγγύη σε στρατιωτικο-οικονομικό-εμπορικό επίπεδο κλπ. Αδύνατο να προβλεφθεί. Αν κάποιος όμως θέλει να το δει σε επίπεδο δυνατοτήτων παραγωγής και μόνο, η απάντηση είναι πιο εύκολη. Υπάρχουν εκείνες οι δυνατότητες για ένα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό πολύ περισσότερο από ότι 100 χρόνια πριν σε τεχνολογικό επίπεδο-τεχνογνωσία. Ο Σοβιετικός λαός ήταν ο μόνος ο οποίος μέσα σε 2-3 δεκαετίες κατάφερε να απελευθερώσει τη μεγαλύτερη παραγωγική δυναμική που εχει καταγραφεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος ήταν σε συνθήκες κρίσης και να οργανώσει μία μέχρι πριν ανύπαρκτη σχεδόν παραγωγική δομή πολύ κοντά σ’αυτές των ευρωπαϊκών και αμερικάνικων αστικών δημοκρατιών (και να τις ξεπεράσει τα επόμενα χρόνια), κάτω από τον κεντρικό σχεδιασμό, την εργατική τάξη και τον λαό στο τιμόνι (όσο ήταν και με τις τρομερές ελλείψεις κλπ). Έχει ορισμένη σημασία το τι σημαίνει ο ιμπεριαλισμός σαπίζει, στο επίπεδο της παραγωγής, γιατί έχει στραφεί στην πλασματική-εικονική οικονομία και γιατί δε μπορεί να πάει αλλιώς. Έχει πιάσει τα όρια του και φυσικά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι θα οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή του, είναι τόσο σουρεαλιστικό που δεν μπορεί να αποδωθεί παρά μόνο σε ευσεβείς πόθους ή ψευδαισθήσεις. Οι λαοί και οι εργατικές τάξεις ανά τον κόσμο είναι εκείνοι που καθορίζουν το «πόσα ψωμιά» έχει να φάει αυτό το σύστημα ακόμη, αυτό είναι κεκτημένο στο σώμα τον θέσεων μας ιστορικά. Αυτό σημαίνει ότι ο ιμπεριαλισμός θα συνεχίζει ακάθεκτος να ματοκυλίζει λαούς και να καταστρέφει ότι μπορεί στο βωμό του κέρδους του και στη βάση του ανταγωνισμού τους. Αυτή η κατάσταση, δημιουργεί ανασφάλεια στους λαούς, ανεμπιστοσύνη προς τα κυρίαρχα κόμματα, τα οποία δεν μπορούν πλέον να «εξασφαλίσουν αυτά που εξασφάλιζαν». Είναι μία διαδικασία που δημιουργεί ταξικές ανισότητες, συμπιέζει την μεσαία τάξη και τα μικροαστικά στρώμματα και συγκεντρώνει πλούτο όλο και περισσότερο στα χέρια όλο και λιγότερων. Βλέπουμε ότι στο πεδίο της αστικής πολιτικής, οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην σοσιαλδημοκρατία και την δεξιά χάνονται καθώς οι πολιτικές αυτές έχουν κοινό παρονομαστή και κοινή στόχευση, τους λαούς και τους εργαζόμενους. Με αυτή την έννοια, έχει μετατοπιστεί το πολιτικό σκηνικό στα δεξιά, δεν υπάρχει εκείνο το περιθώριο για «κοινωνική πολιτική» ή για ρουσφέτια και πελατειακή πολιτική, το καρότο έχει λιγοστέψει πολύ και κυρίως χτυπάει το μαστίγιο (δεν αμελείται ο παράγοντας κίνημα που πίεζε την σοσιαλδημοκρατία προς τα αριστερά, ένα κίνημα όμως που είχε αρχίσει να εκφυλίζεται από τα τέλη 70 και έπειτα). Η ακροδεξιά και οι φασίστες έρχονται να παίξουν τον ρόλο της απορρόφησης των κραδασμών της κρίσης, να αποτρέψουν τμήματα του λαού να ριζοσπαστικοποιηθούν. Το σκηνικό της φασιστικοποίησης της δημόσιας ζωής είναι μία πολιτική επιλογή απο τη μία μεριά του συστήματος αλλά κυρίως βρίσκει έδαφος στο πολιτικό κενό που έχουν αφήσει τα ενσωματωμένα κόμματα ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση πλέον, στο σύστημα. Αριστερά μόνο κατ΄επίφαση, έχοντας παράσχει πολλές δεκαετίες τώρα, υπηρεσίες ανεκτίμητες στο σύστημα, διασπώντας το κίνημα, μπαίνοντας εμπόδιο στην ανάπτυξη του και προσανατολίζοντας το σε μεταρρυθμιστικές και οικονομίστικες λογικές όταν δεν το ξεπουλούσαν κανονικά. Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά δεν είναι ενιαία όπως επίσης και η αναρχία και δεν έχει μεγάλο νόημα να αποδωθούν εδώ οι βασικές ευθύνες σαν να έχουν παίξει τον καθοριστικό ρόλο στο πρόβλημα, κάτι το οποίο δεν ισχύει, με βάση το ότι δεν έχουν ανάλογη γείωση με τα κοινοβουλευτικά «αριστερά» κόμματα (έχουν σοβαρές ευθύνες φυσικά, αλλά δεν έχουν καθορίσει σε επίπεδο μαζών την κατεύθυνση). Η έλλειψη του επαναστατικού υποκειμένου, και η υπερπροσφορά των «αριστερών» καλοθελητών δημιουργεί εκείνο το έδαφος πάνω στο οποίο οι φασίστες δημαγωγούν και χειραγωγούν λαϊκά στρώμματα. Εδώ έχει σημασία να αναδείξουμε 3 επίπεδα. Την επιλογή του φασισμού μίας ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, όπως Γερμανία αρχές 1930, σαν ένα πρώτο επίπεδο, την κάνει η ίδια, ως στρατηγική επιλογή σε συνθήκες κρίσης (με το κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς στα πάνω του) οργανωμένα, συνειδητά, προετοιμαζόμενη για πόλεμο στη μοιρασιά που ξαναγίνεται, ενώ την επιλογή του φασισμού για μία εξαρτημένη αστική τάξη την κάνουν τα αφεντικά της (καμία έκπληξη εδω, μεταξάς, παπαδόπουλος-μακαρέζος-πατακός). Την επιλογή της ανάδειξης φασιστικών οργανώσεων, πχ χρυση αυγη, μία εξαρτημένη αστική τάξη, είτε μία ιμπεριαλιστική πχ AFD κλπ, την κάνει ως συμπλήρωμα στο αστικό πολιτικό σκηνικό, τόνωσης εθνικισμών αποτροπή για ριζοσπαστικοποίηση στρωμμάτων. Το τρίτο επίπεδο είναι η φασιστικοποίηση στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, σαν μία ενδιάμεση κατάσταση, όπου έχουμε διώξεις, ποινικοποίηση αγώνων κλπ σε μία σιδηρόφρακτη αστική δημοκρατία, ανάλογα πάντα με το τι «χρειάζεται», δηλαδή ανάλογα με την φάση ανάπτυξης του κινήματος και κατά πόσο μπορεί μία αστική δημοκρατία να το φέρει στα μέτρα της για τις όποιες επιδιώξεις της, μέσω της ενσωμάτωσης, εξαγοράς, διώξεων, καταστολής κλπ. Μέχρι στιγμής, ούτε στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν χρειάζεται να επιλεγεί μία ανοιχτά φασιστική λύση σε επίπεδο καθεστώτος γιατί δεν έχει προκύψει κάποιου είδους μη διαχειρίσιμο πρόβλημα. Εδω φαίνεται γιατί αυτό που λέμε η κυρίαρχη αντίθεση ιμπεριαλισμός-λαοί και η βασική κεφάλαιο-εργασία (από την οποία πηγάζει και η κυρίαρχη) καθορίζουν τα πάντα. Από το επίπεδο της οικονομίας μέχρι την φασιστικοποίηση, την επιλογή του φασισμού σα λύση στο φόντο της κρίσης κλπ, το πόσο σημαντική ειναι μία ανάλυση για την εξήγηση των φαινομένων που εξελίσσονται σε όλα τα επίπεδα. Η αντιφασιστική πάλη θα ενταθεί και έχει αρχίσει να γίνεται στοιχείο της κατεύθυνσης στο σήμερα. Η κατάσταση δεν είναι για να υποτιμηθεί αλλά ούτε και να υπερτιμηθεί τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.Το στοιχείο της απο-πολιτικοποίησης, κυρίως σαν απέχθεια προς την κυρίαρχη πολιτική έκφραση όπως επίσης και σαν απαισιοδοξία και αντικομμουνισμό είναι ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της αποστοίχισης τμημάτων των λαϊκών μαζών από τα μεγάλα αστικά κόμματα. Ο Γιάννης Χοντζέας έγραφε παλιότερα (παραφράζω), το πέρασμα από το στάδιο της παθητικής άμυνας στην ενεργητική αντίσταση είναι εκείνο το στοιχείο που μπορεί να δώσει απαντήσεις στο σήμερα απο τη μεριά του κινήματος. Αυτή η φράση, ενεργητική αντίσταση, είναι που ενδεχομένως να μπορεί να περιγράψει τα επόμενα βήματα που πρέπει να κάνουν οι λαοί και η εργατική τάξη. Και πάνω, και σε αυτό το σκεπτικό, επηρεάζεται αυτό το κείμενο. Έχει όμως σημασία να αναδειχτούν συγκεκριμένα αρνητικά δεδομένα της περιόδου, σε σχέση με το κίνημα και τις πρακτικές που συναντάμε μπροστά μας, δεδομένα τα οποία στην άρνηση τους μπορούν να βοηθήσουν, έστω και με ελλειπή τρόπο, στην απελευθέρωση μίας λαϊκής δυναμικής.
Η πολιτικοποίηση που λείπει και η ανάδειξη πλατιών μορφών πάλης στο κίνημα
Είναι χαρακτηριστικό της περιόδου η γενικευμένη απο-πολιτικοποίηση, σαν συνέπεια της κινηματικής νηνεμίας και της διάχυτης σύγχυσης. Αποτελεί απαραίτητο στοιχείο σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης από το πιο πλατύ ώς το πιο στενό, η συγκρότηση άποψης σε αγωνιστική επαναστατική κατεύθυνση. Το προηγούμενο διάστημα παρατηρήσαμε μία σειρά κινητοποιήσεων με πιο πλατιά στοιχεία, όπως επίσης μία ανάδειξη ζητημάτων εποικοδομήματος και ειδικά του αντιφασιστικού ως ζητήματα πάλης, κυρίως λόγω μίας δυσκολίας που αναδεικνύεται από ένα τμήμα του λαού που θέλει να αντισταθεί, δυσκολία στην τοποθέτηση ζητημάτων ταξικών-αντιιμπεριαλιστικών που απαιτούν και άλλου είδους ανάλυση και στόχευση. Το αντιφασιστικό πχ τοποθετείται κυρίως ενάντια στην χρυσή αυγή και όχι στο σύστημα και την καταστολή, ή εστιάζει στα δημοκρατικά δικαιώματα μόνο, απονευρωμένο και εύπεπτο. Κυρίως εκφράζονται τα δημοκρατικά αντανακλαστικά τα οποία δεν μπολιάζονται με μια αγωνιστική κατεύθυνση, η οποία να τα συνδέει με την συνολικότερη επίθεση, από τις διάφορες εκδοχές του α/α χώρου ο οποίος κινείται στις γνωστές κοντόθωρες λογικές πλην ελάχιστων εξαιρέσεων. Υπάρχει μία διάθεση πολιτικής αναζήτησης από αρκετό νέο κόσμο ο οποίος έχει αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά και εμφορείται από την σύγχυση που προωθεί το σύστημα. Ένα δυναμικό της νεολαίας που πραγματικά θέλει να βρει χώρους πολιτικής έκφρασης και πάλης με πιο πλατιά μεν αλλά αγωνιστικά δε χαρακτηριστικά όπως επίσης αναζητάει απαντήσεις και σε ζητήματα προοπτικής και ιδεολογίας. Αναγνωρίζοντας αυτά τα χαρακτηριστικά, και άλλα που δεν αναφέρονται, έχει σημασία η πολιτικοποίηση των σημερινών πλατιών/μετωπικών μορφών πάλης να γίνεται σε αντιστοίχιση με αυτά. Το παλιό στυλ, σεντονιών και υπεραναλυτικών δύσκολων τοποθετήσεων φαίνεται να μην αποτελεί στοιχείο προωθητικό στην παρέμβαση σε τέτοιες κινήσεις, αλλά οι στοχευμένες τοποθετήσεις που αποδομούν τις συστημικές αντιλήψεις, χωρίς να τα «βάζουν όλα στο τραπέζι» μάλλον λειτουργούν αποτελεσματικότερα. Αυτό, μαζί με το πιο δύσκολο στοιχείο, της πραγματικής αποδοχής της κατάστασης του κινήματος και της αληθινής διάθεσης για συνύπαρξη/κοινή δράση με ετερόκλητες ομάδες ή και λαϊκό κόσμο, σημαίνει υπομονή και μη-φοβική στάση απέναντι στο διαφορετικό, είναι νέα στοιχεία στην διαδικασία σύνδεσης με τέτοιες κινήσεις. Η αποδοχή της ύπαρξης αυτών των αρνητικών στοιχείων στην παρέμβαση, των πολλών ταχυτήτων και της απο-πολιτικοποίησης καθώς επίσης και του αντικομμουνισμού, δεν συνιστά υποχώρηση αλλά ίσα-ίσα δείχνει έμμεσα ότι οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα σε αυτές είτε θα στοιχίζεται προσπαθώντας να μπολιάσει η θα ξεβράζεται και θα περιθωριοποιείται. Η σεμνότητα/μαχητικότητα που απαιτείται μαζί με μία συνέπεια και κατανόηση των συνθηκών είναι βασικές παράμετροι για την συμμετοχή σε οτιδήποτε πλατύ/μετωπικό.
Πιο μαχητική αντίσταση πιο γειωμένη διεκδίκηση
Το πολιτικό κενό που υπάρχει, λόγω κάποιων από των στοιχείων που αναφέρθηκαν και άλλων που δεν αναφέρονται, σίγουρα δεν μπορεί να καλυφθεί έτσι απλά, ή με κάποια «φαεινή» να δωθούν εύκολες απαντήσεις, ούτε σε επίπεδο προγραμμάτων και σχεδίων επι χάρτου, ούτε και σε επίπεδο διαμόρφωσης όρων ακολουθητών και ταγών, σίγουρα όχι με όρους ακτιβισμού και εικονικής παρέμβασης. Όλη η δυσκολία της κατάστασης, μέσω της οποίας πρέπει να δωθεί ξανά νόημα σε αξίες και ιδανικά, όπως συλλογικότητα, οργάνωση, αλληλεγγύη, αγώνας, δεν είναι μία γραμμική διαδικασία όπου κάποιοι λίγοι θα πείσουν τους πιο πολλούς να κινηθούν. Αντίθετα, όσοι στέκονται με συνέπεια στο δρόμο του αγώνα πρέπει να βρουν εκείνους τους τρόπους να ξεκλειδώσουν όποια, μικρή ή πιο μεγάλη δυναμική υπάρχει μέσα στις μεγάλες δυνατότητες του λαού και της νεολαίας τα επόμενα χρόνια κάνοντας την συνειδητή και οργανωμένη. Να διαμορφωθούν αγωνιστές, μέσα από την συμμετοχή τους σε αγώνες, μέσα από την συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας και σε ένα πρώτο επίπεδο με την σύνδεση με τον δικό μας κόσμο, τον λαϊκό κόσμο. Ήδη, διαμορφώνονται αγωνιστές, ακόμη και τα δύστοκα αυτά χρόνια, αγωνιστές που σ΄αυτές τις δύσκολες συνθήκες για το κίνημα, επιλέγουν το δρόμο της αντίστασης στην επίθεση. Βασικό στοιχείο έλλειψης από τη μεριά του κινήματος σήμερα, είναι η γείωση με τις λαϊκές γειτονιές, με την εργατική τάξη, με τον λαϊκό κόσμο. Αποτελεί μόνιμο και διαρκές πρόβλημα το με ποιό τρόπο θα μπορέσει να υπάρξει μία τέτοια σύνδεση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η θεατρικού τύπου και εκλογικά στοχευμένη κίνηση ενάντια στους πλειστηριασμούς. Εκεί, όπου η στόχευση είναι σωστή με επιτροπές από τα κάτω, φαίνεται να υπήρχε γενικά ζήτημα στην εμπλοκή ενός κόσμου άμεσα ενδιαφερόμενου, σίγουρα και πάνω στη βάση του ότι διεξάγονται ηλεκτρονικά αλλά όμως και στο ότι οι μορφές παρέμβασης ήταν, από τους βασικούς εκφραστές, εικονικού χαρακτήρα. Τα ζητήματα της πρόσβασης στους δημόσιους χώρους, όπως επίσης και περιβαλλοντικά και όχι μόνο ζητήματα, έδειξαν αγωνιστικά αντανακλαστικά σε ολόκληρες περιοχές, λευκίμη, κερατέα, χαλκιδική και πραγματικά ενέπλεξαν τμήματα του λαού στο δρόμο του αγώνα χωρίς όμως να υπάρχουν εκείνα τα καύσιμα, εκείνη η παρακαταθήκη μέσα από τον αγώνα που να αφήσει πίσω του σταθερές μορφές οργάνωσης, αυτό συνέβη κυρίως γιατί τα κινήματα προέκυψαν πρώτα αυθόρμητα και μετά συνειδητά. Χωρίς να γίνει κύκλος στην επιχειρηματολογία, το αυθόρμητο στοιχείο που τα γέννησε δεν είχε τα ποδάρια (δε θα μπορούσε), την οργάνωση, ή τη στόχευση σε τέτοιο βαθμό που να τα μετασχηματισουν. Σε τι θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν; Σε σημεία αναφοράς για τον τόπο τους, επιτροπές κατοίκων, συνελεύσεις, ή όπως θέλει να το ονομάσει κάποιος, δραστήριες, με δράση και άνοιγμα ζητήματων πλέον πέρα από το ζήτημα που τις συγκρότησε, σε πολλά επίπεδα. Οι γειτονιές σήμερα, περισσότερο είναι σπίτια τοποθετημένα το ένα δίπλα/πάνω στο άλλο, παρά τόποι συνεύρεσης και ανταλλαγής απόψεων, ή ακόμα και συλλογικής χαράς και γλεντιού με όσα λίγα μέσα διαθέτουν. Το ότι έχουμε απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο, αρχικά πρέπει να σπάσει έστω σε πρωτόλυο επίπεδο. Η αναζήτηση πλατιών μορφών παρέμβασης/οργάνωσης, οι οποίες να δημιουργούν γεγονότα στη γειτονιά, πολιτιστικά-πολιτικά, να συνδιαμορφώνουν και να αναδεικνύουν τοπικά ζητήματα θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην σύνδεση με ένα κόσμο. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι η γείωση με έναν κόσμο να γίνεται πάνω σε μαχητά αιτήματα, τα οποία να συσπειρώνουν και να μπορούν να μαζικοποιούν, σε αιτήματα που ένας κόσμος αισθάνεται ότι είναι σημαντικά για την καθημερινότητα του να τα παλέψει. Από αξιοποίηση/υπεράσπιση χώρων για τη γειτονιά μέχρι και σημαντικότερα ζητήματα όπως πχ αυτά που έγιναν στην κερατέα,χαλκιδική. Συγκέντρωση δυνάμεων σε περιοχές και δημιουργία κρίσιμης μάζας όπου θα δινεται η δυνατότητα παρέμβασης αποτελεσματικότερα, με μία ποιοτική ανακατανομή των καθηκόντων, λιγότερα καθήκοντα αλλά αποτελεσματικότερη δουλειά, ωστε το «μεγάλη προσπάθεια μικρά αποτελέσματα» να αρχίσει να αλλάζει. Εδώ τον πρώτο ρόλο τον έχουν τα μεγάλα αστικά κέντρα, σε επίπεδο πρωτοπόρων παρεμβάσεων και πλατιών μορφών οργάνωσης. Η παράβλεψη του αρνητικού συσχετισμού δύναμης όταν αυτό απαιτείται και το γεγονός ότι οι καιροί απαιτούν και θα απαιτούν πιο έντονα, την απάντηση από τη μεριά του κινήματος σε πιο δύσκολες συνθήκες. Η σύγκρουση, όπως και την έχουμε δώσει όπου χρειάστηκε, θα μπαίνει πιο έντονα πλέον σε μια πιο φασιστικοποιημένη δημόσια ζωή. Σε επίπεδο παρέμβασης στα σωματεία, στις γειτονιές, στις σχολές, σε κινητοποιήσεις. Περισσότερο όμως η πιο μαχητική αντίσταση που απαιτείται έχει να κάνει με μία προσπάθεια από τη μεριά όσων θέλουν να οικοδομήσουν κινημα, στην ανοιχτή προσέγγιση σε πρωτοβουλίες, σωματεία, συλλόγους κοκ και στο χτύπημα του φόβου μέσω της προσπάθειας εμπλοκής τμημάτων του λαού στην πάλη. Τα βασικά στοιχεία, μίας πιο ενεργητικής αντίστασης, είναι να διαμορφώνονται κρίσιμες μάζες αγωνιστών οι οποίες θα προσπαθούν με αντιδογματικό και μη-φοβικό τρόπο στη σωστή κατεύθυνση να ανοίγουν ζητήματα από τη μεριά των λαϊκών συμφερόντων και των εργατών. Οι διαχωριστικές γραμμές θα πρέπει να μπαίνουν κάθε φορά με το μόνο κριτήριο, το αν μία κίνηση μπορεί να αποκτήσει αγωνιστικά χαρακτηριστικά και να εμπλέξει κόσμο, και όχι με το πολιτικό μάξιμουμ. Όχι ένας επιφανειακός κινηματισμός, αλλά μία δυναμική διαδικασία διαμόρφωσης μορφών οργάνωσης και πάλης με σταθερότητα και επιμονή, ως τμήματα του μετώπου αντίστασης που θα αποκτούν μόνιμα χαρακτηριστικά και όχι ευκαριακά. Έχει επίσης σημασία να γίνουν κάποιες επιπλέον επισημάνσεις. Παρατηρείται σήμερα μία ανησυχία, από τη μεριά του κινήματος, ανησυχία η οποία εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Λόγω του ότι κανένας χώρος δεν έχει καταφέρει, να δείξει ένα δρόμο στο κίνημα, να βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις και να εμπνεύσει πλατύτερο κόσμο, κυριαρχεί μία διάχυτη αμφισβήτηση. Αμφισβήτηση η οποία έχει να κάνει και με προσωπικούς φόβους, του καθενός, στη βάση του ότι η κατάσταση είναι απαιτητική και δύσκολη, σε σχέση με το ποιά ζωή είχε μάθει κάποιος να κάνει και το τι καλείται σήμερα να αλλάξει, αμφισβήτηση και στη βάση της κινηματικής νηνεμίας, προσπάθεια απόδοσης ευθυνών που πολλές φορές δεν μπορούν να αποδοθούν. Πέρα από λάθη και αδυναμίες που υπάρχουν και είναι αρκετά/ές, φαίνεται να υπάρχει μία διάθεση απολυτοποίησης εννοιών, δημιουργίας τεχνητών σχημάτων θεωρητικών κλπ. Φαίνεται μία αναζήτηση που υπάρχει στο τι να κάνουμε, σε επίπεδο κινήματος να βρίσκει ένα «ασφαλές λιμάνι» (κάποιες φορές) σε μία στείρα αντιπαράθεση όπου θα πρέπει να εμμείνει κάποιος, ακόμη και αν είναι λάθος, στην άποψη που εκφράζει ως στοιχείο «κρατήματος» και συγκρότησης του στις δυσκολίες της κατάστασης, μία αμυντική στάση πολιτικά και καχύποπτη. Εκφράζεται κυρίως μία αμφισβήτηση η οποία γίνεται στη βάση αδυναμιών, προσωπικών-συλλογικών και παίρνει γενικευμένη μορφή πολλές φορές, γίνεται θεωρητικό εργαλείο. Εδω πρέπει να ειπωθεί ότι έχουν γίνει πολύ σοβαρά βήματα στη σωστή κατεύθυνση από την οργάνωση μας, ισχυροποίησης της, εξοπλισμού της ιδεολογικοπολιτικά, εμπειρίας από την παρέμβαση της στη ταξική και λαϊκή πάλη καθώς και το ότι ο απολογισμός γενικά είναι θετικός ανάμεσα στις 2 συνδιασκέψεις. Οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλότερα αλλά το ένα δεν αναιρεί το άλλο και δεν πρέπει να το αναιρεί. Η γκρίνια αυτή, η οποία παίρνει διάφορα περιεχόμενα, έχει να κάνει και με την λειψή καταννόηση της κατάστασης από τη μία και εμπεριέχει και ένα αρκετά αντιδιαλεκτικό στοιχείο-σχήμα, το νέο-παλιό. Είναι μία από το παράθυρο λάθος αντίληψη, η οποία δεν έχει μία ιστορική ματιά στα πράγματα και μία ανοιχτή κατά κάποιο τρόπο διάθεση ανάλυσης των νέων δεδομένων με βάση την πείρα του κομμουνιστικού κινήματος. Παίρνει χαρακτηριστικά υποτίμησης των κλασσικών, της πείρας που έχει παραχθεί στην ταξική πάλη αυτά τα 150 και χρόνια, σαν κείμενα που δεν απαντάνε στο σήμερα, είτε που είναι αναχρονιστικά κλπ. Ο τροχός δεν μπορει να ανακαλυφθεί ξανά και όσο άγχος υπάρχει για το τι δε γίνεται σωστά, αυτό πρέπει να φιλτράρεται μέσα από την μέχρι τώρα πείρα του κινήματος και την κατάσταση στον κόσμο σήμερα. Ο ιδεολογικο-πολιτικός εξοπλισμός είναι απαραίτητο και καθοριστικό στοιχείο όχι μόνο στην παρέμβαση, αλλά στην ίδια καταννόηση της κατάστασης. Τα αποφασιστικά βήματα για την δημιουργία κινηματικών γεγονότων του λαού και των εργαζομένων, στο δώσιμο απαντήσεων στα ζητήματα των βασικών κατευθύνσεων μας αντιιμπεριαλιστικος-αντικαπιταλιστικός-αντισυνδιαχειριστικός και αντιφασιστικός αλλά και σε επιμέρους ζητήματα του εποικοδομήματος είναι σήμερα εκείνα που πρέπει να μας απασχολήσουν και ειναι και εκείνα που σε ένα μεγάλο βαθμό θα απαντήσουν και στους φόβους και αμφιβολίες στα πλαίσια του κινήματος. Οι κομμουνιστές, που βλέπουν τον αγώνα και την επαναστατική προοπτική σαν δικό τους καθήκον, πρέπει να αντιληφθούμε ότι μέχρι στιγμής έχουμε διανύσει μία απόσταση μικρή σχετικά, στο ξεπέρασμα της ήττας για το μεγάλο δρόμο της λαϊκής υπόθεσης, πρέπει να είμαστε για τα δύσκολα και έχουμε διαμορφωθεί σε συνθήκες ήπιας και χλιαρής καταστολής. Ο φόβος που μπορεί να υπάρχει, δεν είναι παράλογος. Ο λαός και εμείς σαν κομμάτι του, έχει παράξει αυτούς τους αγωνιστές και θα παράξει χιλιάδες χιλιάδων ακόμη. Μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορούμε να υπηρετήσουμε και να παίξουμε πρωτοπόρο ρόλο στα ταξικά συμφέροντα μας, μέσα από αυτή τη διαδικασία θα ψηθούμε παραπάνω στο καμίνι της ταξικής και λαϊκής πάλης, θα ξεπηδήσουν τα νέα συνειδητά κινήματα. Η κρίση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος πρέπει να θέλουμε να οξυνθεί, αυτός είναι ο συνεπής δρόμος που πάντα έμπαινε, είμαστε εδω για να παράξουμε μαζί με το λαό λύσεις για μας και το εμάς είναι η συντριπτική πλειοψηφία.
Ο.Ν.
………………………
Σχόλιο του Π.Γ.
Ο σ. ΟΝ καταπιάνεται με πλευρές των πολιτικών μας εκτιμήσεων καθώς και της κινηματικής μας παρέμβασης. Δίνει έμφαση στην έλλειψη πολιτικοποίησης που υπάρχει στις κινηματικές εκφράσεις που εμφανίζονται σήμερα με «ετερόκλητες ομάδες ή και λαϊκό κόσμο», όπως αναφέρει, και στην αναζήτηση πλατιών κινηματικών μορφών πάλης που απαιτούνται καθώς και στο φαινόμενο της φασιστικοποίησης. Θέτει ως άμεση επιδίωξη την συγκρότηση μιας κρίσιμης μάζας αγωνιστών «οι οποίες θα προσπαθούν με αντιδογματικό και μη-φοβικό τρόπο στη σωστή κατεύθυνση να ανοίγουν ζητήματα από τη μεριά των λαϊκών συμφερόντων και των εργατών».
Ανεξάρτητα αν σε κάποιες πλευρές της τοποθέτησης δεν έχουμε πλέρια συμφωνία είναι βέβαιο ότι ο προβληματισμός του συμβάλει στην αναζήτηση απαντήσεων στα σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια οργάνωση που επιμένει σε μια κατεύθυνση που επιδιώκει να συμβάλει στην αποτίναξη των σκουριασμένων, συμβιβαστικών και αποπροσανατολιστικών λογικών που για δεκαετίες καλλιέργησε στις εργατικές και λαϊκές συνειδήσεις ο ρεφορμισμός και η πολιτική της μεταρρυθμιστικής προτασεολογίας που χαρακτηρίζει πολύ μεγάλο κομμάτι της αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς.
Θα επισημάνουμε μόνο κάποια ζητήματα που θέλουμε να διευκρινίσουμε την άποψή μας.
Όμως η μέχρι τα σήμερα στάση μας στα νέα αυτά ξεσπάσματα που συμμετέχει κόσμος με ετερόκλιτο πολιτικό στίγμα (Γρηγορόπουλος, πλατείες, Χαλυβουργική, Χαλκιδική, Κερατέα κλπ) κάθε άλλο παρά ως φοβική μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντίθετα παλεύτηκε κόντρα στο σύνολο σχεδόν των ρεφορμιστικών και α/α δυνάμεων που παρέβηκαν επίσης. Αυτό δεν αναιρεί ότι η τακτική και η μορφή καλύτερης γείωσης με αυτά τα ξεσπάσματα είναι διαρκώς αναζητούμενη. Πάντως ποτέ δεν σκεφτήκαμε να τους «γυρίσουμε την πλάτη» ή να φοβηθούμε εμπρός στο «διαφορετικό», επειδή δεν είχαν την «καθαρότητα» που κάποιοι περιμένουν σε αυτά. Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι πως επιτυγχάνεται η πολιτικοποίηση και μάλιστα σε μια κατεύθυνση κομμουνιστικής προοπτικής για να μην μένει απλώς κινηματισμός. Και αυτό επιτείνεται με μια άλλη διαπίστωση του σ. παρακάτω: «Οι διαχωριστικές γραμμές θα πρέπει να μπαίνουν κάθε φορά με το μόνο κριτήριο, το αν μία κίνηση μπορεί να αποκτήσει αγωνιστικά χαρακτηριστικά και να εμπλέξει κόσμο, και όχι με το πολιτικό μάξιμουμ.». Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε μια τόσο γενικόλογη διατύπωση όπως και με την παραπάνω «όχι όλα στο τραπέζι» αλλά και πάλι αυτό δεν θα μας βοηθούσε να προχωρήσουμε σε κάτι ποιοτικά καλύτερο. Αγωνιστικά χαρακτηριστικά υπήρχαν στο Σύνταγμα όπως υπάρχουν και στις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων. Το κρίσιμο είναι και παραμένει μέσα από σειρά ανάλογων κινητοποιήσεων πού επενδύονται, σε ποιο πολιτικό καλάθι αθροίζονται και με ποιους μαζί. Πχ στο Σύνταγμα κυριάρχησε η λογική « η κάτω πλατεία είναι της αριστεράς που δεν θέλει τα μνημόνια και τα μεσοπρόθεσμα και στην πάνω πλατεία οι ανοικτοί ή συγκαλυμμένοι φασίστες, που επίσης φωνάζουν ενάντια στην κυβέρνηση και τα μνημόνια και ενίοτε μάλιστα συγκρούονται και με τα ΜΑΤ. Αρα όλοι μαζί να πέσει η κυβέρνηση». Ανάλογα συμπτώματα έχουμε με τον Μακρόν. Συμφωνώντας για το πολιτικό μάξιμουμ είναι φανερό ότι δεν αρκεί για την πολιτικοποίηση των ξεσπασμάτων ούτε γενικά η μαζική συμμετοχή, ούτε απλά τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά. Απαιτείτε το πολιτικό στίγμα που συγκρούεται με το σύστημα αλλά και τις λαθεμένες γραμμές (πέρα από φασίστες). Χωρίς αυτό η κοινή δράση μετατρέπεται σε κινηματισμό και μάλιστα σκέτο ακολουθητισμό.
Συμφωνούμε απόλυτα με την διαπίστωση: «Αντίθετα, όσοι στέκονται με συνέπεια στο δρόμο του αγώνα πρέπει να βρουν εκείνους τους τρόπους να ξεκλειδώσουν όποια, μικρή ή πιο μεγάλη δυναμική υπάρχει μέσα στις μεγάλες δυνατότητες του λαού και της νεολαίας τα επόμενα χρόνια κάνοντας την συνειδητή και οργανωμένη.»