Μέσα στον Αύγουστο δήλωσε ο υπ. Παιδείας ότι οι πρώτες διαγραφές θα γίνουν κανονικά μέχρι την 1η Σεπτέμβρη, κόντρα σε όσους διατυμπάνιζαν –αφελώς ή μη– ότι θα βρεθεί κάποια ήπια λύση.
Σύμφωνα με τον νόμο του 2007, οι πρώτοι που διαγράφονται είναι οι εγγεγραμμένοι σε σχολές πριν από το 2003, δηλαδή 180.000 φοιτητές και σπουδαστές, ώστε στη συνέχεια να προχωρήσει η εκκαθάριση των μητρώων για τους υπόλοιπους.
Σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού και διάσπασης της σπουδάζουσας νεολαίας, η τελική ψηφισμένη τροπολογία της Τετάρτης 3 Σεπτέμβρη εξαιρεί 30.000 φοιτητές και μεταθέτει σαν «μπόνους» τη διαγραφή τους για την 1η Απρίλη, μια και εγγράφονταν στα εξάμηνά τους κανονικά.
Η απάντηση στο γιατί η κυβέρνηση επιλέγει να ανοίξει άλλο ένα μέτωπο μπορεί να δοθεί μονάχα αν θεωρηθούν οι πολιτικές που περνούν στα πανεπιστήμια κάτω από το πρίσμα των γενικών πολιτικών, τόσο στο Δημόσιο όσο και ευρύτερα.
Στην προσπάθεια αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε συνθήκες κρίσης και οξυμένων ανταγωνισμών και με δεδομένη την καμπή του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καταβαραθρώνονται βίαια μέσω της φασιστικοποίησης της δημόσιας και πολιτικής ζωής όσα κεκτημένα υπήρχαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες εξαρτημένες χώρες, όπου συμπυκνώνονται και οξύνονται ακόμα περισσότερο όλες οι αντιθέσεις, οι μεταβολές στη βάση και στο εποικοδόμημα είναι πολύ πιο απότομες και ραγδαίες σε σχέση με τις ιμπεριαλιστικές.
Το Δημόσιο έχει βρεθεί προ πολλού στη δίνη του κυκλώνα, με τη συρρίκνωσή του, τη σκλήρυνση του κρατικού ελέγχου ως προς την πολιτική λειτουργία του και την απόσυρση του κράτους από οικονομικής πλευράς, με πλευρές του Δημοσίου να περνάνε σε μερίδες του κεφαλαίου, με στόχο την εκμετάλλευσή τους. Αποδέκτης αυτών των πολιτικών δεν θα μπορούσε να είναι άλλος πέρα από την εργατική τάξη και τον λαό της χώρας, τόσο σε σχέση με την πρόσβαση όσο και με τη μετακύλιση ενός νέου κόστους πάνω τους, μετά την υφαρπαγή της υπεραξίας και τη φορολογία.
Σαν σύνδεση και σαν συνέχεια των πολιτικών που έχουν οδηγήσει στην αποβιομηχάνηση και στο χτύπημα στο Δημόσιο, έρχονται και τα νομοθετήματα που αφορούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αν και πάντοτε το ελληνικό πανεπιστήμιο αδυνατούσε σε μεγαλύτερο βαθμό –σε σχέση με άλλα πανεπιστήμια ιμπεριαλιστικών χωρών – να προσαρμοστεί στην παραγωγή της χώρας και πάντοτε λειτουργούσε στο πλαίσιο της παραρτημοποιημένης οικονομίας και των βλέψεων της ντόπιας αστικής τάξης, σήμερα η αδυναμία της όποιας προσαρμογής κορυφώνεται.
Πλέον γίνεται ξεκάθαρο για το κεφάλαιο ότι ο αριθμός των σχολών και η μάζα των αποφοίτων είναι μεγέθη άχρηστα και πρόβλημα γι’ αυτό. Όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αλλά καθώς η εκπαίδευση δυναμικού δεν έχει αντίκρισμα ούτε για τη στελέχωση των υπαρχόντων δομών ούτε και ως προς την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, δεδομένης της κρίσης και της αποσυγκρότησης του κινήματος, η κερδοφορία του κεφαλαίου συντελείται κύρια μέσα από τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και όχι μέσα από την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, όπως μπορεί να συνέβαινε σε κάποιο βαθμό παλιότερα.
Με βάση αυτά και με ουσιαστικό στοιχείο ότι το πανεπιστήμιο αποτελεί έναν άριστο ιδεολογικό μηχανισμό, απαιτείται από το σύστημα μια άμεση και βίαιη προσαρμογή στις σημερινές συνθήκες.
Άρα το πανεπιστήμιο που οικοδομείται σήμερα πρέπει να καλύπτει πιο αναβαθμισμένα τόσο το ταξικό του στοιχείο, πρόσβασης και αποφοίτησης, όσο και αυτό της πειθάρχησης των εκπαιδευόμενων.
Οι διαγραφές έρχονται λοιπόν να συμβάλουν στην οικοδόμηση αυτού του πανεπιστημίου. Για το σύστημα δεν αποτελούν τόσο πρόβλημα οι 180.000, αλλά έτσι νομιμοποιούνται και εισάγονται οι διαγραφές μελλοντικών φοιτητών σε συνδυασμό και με άλλες μεταρρυθμίσεις. Στην ήδη τεράστια εντατικοποίηση των σπουδών, οι διαγραφές έρχονται και δημιουργούν ένα ασφυκτικό τοπίο. Ένα τοπίο αποκλεισμού και παραίτησης όσων προέρχονται από λαϊκά στρώματα. Όπου ο συνδικαλισμός και γενικά ο ελεύθερος χρόνος θα είναι πολυτέλεια και που ο μόνος δρόμος επιβίωσης θα είναι ο ατομικός, μέσα από την πειθάρχηση και τον «κανιβαλισμό». Όπου ο απόφοιτος του πανεπιστημίου θα έχει βαθιά χαραγμένη μέσα του την υποταγή. Ταυτόχρονα οι διαγραφές προωθούν τη διάλυση του πτυχίου, τη «διά βίου μάθηση» και το κυνήγι προσόντων.
Το φοιτητικό κίνημα, με κύρια ευθύνη όσων παρεμβαίνουν σε αυτό, φάνηκε ανήμπορο να απαντήσει ουσιαστικά στις αναμενόμενες διαγραφές. Όλο το προηγούμενο διάστημα δεν υπήρξε προετοιμασία για τη σημερινή μάχη, ούτε σε προπαγανδιστικό ούτε σε κινηματικό επίπεδο. Οι δυνάμεις της κυρίαρχης Αριστεράς, αποδεχόμενες την ήττα, δεν προσπάθησαν να αναπτύξουν μαζικό αγώνα και εγκλώβισαν τους φοιτητές σε λογικές «αντίστασης μέσα από τους οργανισμούς» και «ανάγκης για συμμαχία με το καθηγητικό κατεστημένο». Η πραγματικότητα απέδειξε πόσο λαθεμένες ήταν αυτές οι απόψεις, εφ’ όσον οι διαγραφές προηγήθηκαν της ψήφισης οργανισμών και μια και αναδείχτηκε ξανά ο εχθρικός ρόλος του καθηγητικού κατεστημένου σαν ένα προνομιούχο αστικό στρώμα.
Οι Αγωνιστικές Κινήσεις πήραν πρωτοβουλίες κοινής δράσης, με στόχο την ενεργοποίηση των συλλόγων και κατεύθυνση την ανάπτυξη μαζικού φοιτητικού κινήματος.
Έγιναν καλέσματα για διεξαγωγή γενικών συνελεύσεων, αλλά και για πραγματοποίηση πορειών σε διάφορες πόλεις. Επίσης, η πρωτοβουλία των Αγωνιστικών Κινήσεων του Ιουνίου για συναντήσεις με συλλογικότητες και οργανώσεις που δρουν στα πανεπιστήμια, ώστε να αναπτυχθεί μέτωπο ενάντια στις διαγραφές, συνεχίστηκε μέσα στον Αύγουστο. Εν όψει της κατάθεσης της πρώτης τροπολογίας την Τρίτη 26 Αυγούστου, οι Αγωνιστικές Κινήσεις απευθύνθηκαν στην Πορεία, στις δυνάμεις των ΕΑΑΚ και στο ΑΡΔΙΝ, προκειμένου να διαμορφωθεί κοινό κάλεσμα πορείας την ίδια μέρα. Αν και αρχικά συμφώνησαν όλοι ως προς το προχώρημα και το πολιτικό περιεχόμενο του καλέσματος, στη συνέχεια παρουσιάστηκαν διαφωνίες σχετικά με τον χαρακτήρα της Κοινής Δράσης. Κατ’ αρχάς η πρώτη διαφωνία ήταν της Πορείας, καθώς αρνήθηκαν να συνυπογράψουν ένα κάλεσμα με άλλη δύναμη εκτός των Αγωνιστικών Κινήσεων. Εφ’ όσον ο στόχος ήταν ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο κάλεσμα με ξεκάθαρο πολιτικό πλαίσιο, η προσπάθεια συνεχίστηκε με τα ΕΑΑΚ και του ΑΡΔΙΝ. Δυνάμεις της ΕΑΑΚ έθεσαν το ενδεχόμενο απεύθυνσης στην ΑΡΕΝ για συμμετοχή στο κάλεσμα. Οι Αγωνιστικές Κινήσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για τροποποίηση του νόμου και αποδοχή των διαγραφών, συμφώνησαν να σταλεί στην ΑΡΕΝ, με την προϋπόθεση να μην άλλαξουν το «καμία διαγραφή» και «καμία τροποποίηση του νόμου». Αν και η ΑΡΕΝ αποδέχτηκε το πλαίσιο ως έχει, η διαφωνία εντός της ΕΑΑΚ κορυφώθηκε σε σχέση με τη συνυπογραφή της ΑΡΕΝ, διότι άγγιζε κεντρικά ζητήματα επί της ουσίας εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την στάση της απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο αγώνας αυτός αποτελεί κορυφαία μάχη του σήμερα. Αφ’ ενός γιατί οι διαγραφές στερούν τις σπουδές στα λαϊκά στρώματα, αλλά και γιατί με αιχμή τις διαγραφές ανοίγει και ο δρόμος για τη συνολική ανατροπή του νόμου-πλαισίου.
Η επίθεση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι απλά μια κλαδική επίθεση, αλλά συνολικά ταξική. Και για το παρόν και για το μέλλον, μια και σχετίζεται άμεσα με τη συνολική επίθεση, αλλά και επειδή διαμορφώνει νέα εργασιακά δεδομένα.
Προφανώς οι άμεσοι αποδέκτες της είναι οι φοιτητές και σπουδαστές, αλλά ο αγώνας της σπουδάζουσας νεολαίας πρέπει να αγκαλιαστεί από τον υπόλοιπο λαό και να συνδεθεί με την πάλη του ενάντια στην αξιολόγηση και συνολικά στην κυβερνητική πολιτική.
Έχει αποδειχθεί στο παρελθόν ότι το φοιτητικό κίνημα μπορεί να αποτελέσει πυροδότη ευρύτερων λαϊκών αγώνων, αλλά για να υλοποιηθεί αυτό απαιτείται επίγνωση των σημερινών αναγκαιοτήτων. Και ο μόνος τρόπος είναι η πίστη στη δύναμη των μαζών και η κατανόηση του ότι η συμπόρευση των πρωτοπόρων δυνάμεων δίνει άλλου επιπέδου ώθηση στην ανάπτυξη του κινήματος.