Για τρίτη φορά μέσα σε ενάμιση μήνα, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ επισκέπτεται την Ευρώπη. Οι δύο πρώτες ήταν «θεσμικές», η τρίτη συμβολική αλλά με ιδιαίτερο νόημα και για τις δύο πλευρές.
Η πρώτη αφορούσε τις συνόδους του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλες και της G7 στη Ταορμίνα της Σικελίας στα τέλη του Μάη. Όμως, το μη ευρωπαϊκό σκέλος της περιοδείας του, που προηγήθηκε αυτών των Συνόδων, κατά κάποιο τρόπο τις επισκίασε. Δεν είναι μόνο τα εξοπλιστικά συμβόλαια 350 δις δολαρίων που έκλεισε με τους Σαουδάραβες, είναι και το γεγονός πως καταγράφηκε μια αναστροφή της Σ. Αραβίας σε ότι αφορά τη στάση της στα ζητήματα της περιοχής. Πράγμα το οποίο βέβαια μένει να αποδειχτεί στο επόμενο διάστημα. Σε ότι αφορά τις Συνόδους ΝΑΤΟ και G7 σηματοδοτήθηκαν από αμήχανες δημόσιες δηλώσεις από Ευρωπαίους ηγέτες και δηκτικά σχόλια ιδιαιτέρως. Μία βδομάδα αργότερα, ολοκληρώνεται το «κακό κλίμα» με την απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Η δεύτερη αφορούσε τη Σύνοδο κορυφής των G20 στο Αμβούργο 7-9 Ιούνη. Σε αυτή την περίπτωση, το ενδιαφέρον τόσο των ΜΜΕ όσο και των πολιτικών αναλυτών εστιαζόταν στη συνάντηση Τραμπ – Πούτιν. Όμως, η επίσκεψη Τραμπ στην Πολωνία, μία μέρα πριν, έκλεψε τις εντυπώσεις. Η «περίεργη» αυτή επίσκεψη, όπως χαρακτηρίστηκε, δικαιώνει την εθνικιστική και φιλική προς τον Τραμπ κυβέρνηση της χώρας, η οποία αντιτίθεται σε μεγάλο βαθμό του ευρωπαϊκού κατεστημένου σε πλήθος ζητημάτων, με αιχμή το μεταναστευτικό. Η ομιλία του Τραμπ στην πολωνική πρωτεύουσα, πέρα από την ικανοποίηση που πρόσφερε στη πολωνική κυβέρνηση, διέγειρε πολλούς και διάφορους συνειρμούς. Η Πολωνία είναι πλέον μια χώρα που εμφανίζεται ως το «κακό παιδί» της ΕΕ. Αν και δεν αμφισβητεί επισήμως την ένταξή της στην ΕΕ, η σημερινή πολωνική κυβέρνηση κατηγορεί ανοιχτά την ΕΕ ότι φέρεται σαν «γερμανική δικτατορία». Η επίσκεψη Τραμπ θεωρήθηκε ως έγκριση μιας κυβέρνησης η οποία έχει επανειλημμένως συγκρουσθεί με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και η οποία άρπαξε την ευκαιρία να δείξει ότι η απομόνωσή της είναι ένας μύθος. Επιπλέον, ανησυχίες πυροδότησε και η συμμετοχή Τραμπ σε συνάντηση ηγετών της Κεντρικής Ευρώπης, των χωρών της Βαλτικής και των Βαλκανίων. Από τις δηλώσεις του ΜακΜάστερ (συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας), αφηνόταν να εννοηθεί ότι σε αυτή τη δεύτερη επίσκεψη Τραμπ στην Ευρώπη διακυβεύονται σημαντικότερα πράγματα. Αναμενόταν να «χαράξει ένα όραμα, όχι μόνο για τη μελλοντική σχέση της Αμερικής με την Ευρώπη, αλλά και για το μέλλον της διατλαντικής μας συμμαχίας». Πάντως τίποτα τέτοιο δεν προέκυψε από τη Σύνοδο του G20! Εκτός και αν εννοούσε γενικά τις επισκέψεις- επαφές Τραμπ στην Ευρώπη, τώρα και στο μέλλον. Επιπρόσθετα, η σχεδόν ταυτόχρονη επίσκεψη σε Βαρσοβία και Αμβούργο σηματοδοτούσε μια αντίθεση που θα μπορούσε να προκαλέσει την επανεμφάνιση της αφήγησης της «παλιάς και νέας Ευρώπης», που επηρέασε σημαντικά τις διατλαντικές σχέσεις πριν από μια δεκαετία.
Και ερχόμαστε στη πρόσκληση-έκπληξη του Μακρόν προς Τραμπ, λίγες μέρες μετά τη Σύνοδο του G20, που προκάλεσε τη δυσφορία των Βρυξελλών (Γερμανίας) αλλά και κύκλων μέσα στην Γαλλία. Ο Μακρόν υπερασπίστηκε την απόφασή του να καλέσει τον Τραμπ με την ευκαιρία των εορτασμών της 14ης Ιουλίου (που φέτος συνέπιπτε και με την επέτειο των 100 ετών από την είσοδο των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πράγμα επίσης ενοχλητικό για τη Γερμανία), λέγοντας ότι επιθυμεί «να γιορτάσει μια αδιασάλευτη σχέση στον τομέα της ασφάλειας». Οι κύκλοι του Ελιζέ δικαιολογούσαν την κίνηση, λέγοντας ότι «ο Μακρόν δεν καλεί τον Τραμπ, καλεί τον πρόεδρο των ΗΠΑ»!
Η όλη κίνηση σίγουρα αποτελεί προσπάθεια επανεκκίνησης των δύσκολων σχέσεων με τον ηγέτη των ΗΠΑ. Μια σχέση που δεν άρχισε καθόλου καλά. Ο Μακρόν επέκρινε τον Τραμπ σε ένα πολύ ασυνήθιστο βίντεο-διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό, αφότου ο ηγέτης των ΗΠΑ αποχώρησε από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, τονίζοντας, σε αντίθεση με τον Αμερικανό πρόεδρο, ότι εκείνος θέλει να κάνει «τον πλανήτη μεγάλο και πάλι»… Κάποιοι ωστόσο διαβλέπουν ότι η κίνηση αυτή συμβολίζει μια περισσότερο φιλόδοξη πρόθεση του Μακρόν να εδραιωθεί σε κορυφαία θέση ανάμεσα στους παγκόσμιους ηγέτες.
Αλλά και για την άλλη πλευρά, το ταξίδι αυτό, χωρίς να αντιπροσωπεύει κάποια ιδιαίτερη στροφή, αποτελεί μια ακόμη σφήνα στα ευρωπαϊκά πράγματα.
Έχουμε λοιπόν την «αρχή μιας υπέροχης φιλίας μεταξύ ΗΠΑ-Γαλλίας» στο πλαίσιο «μιας ιστορικής εταιρικής σχέσης», όπως είπε ο Μακρόν στη σύντομη ομιλία που εκφώνησε δίπλα στον Τραμπ, στο τέλος της παραδοσιακής στρατιωτικής παρέλασης της 14ης Ιουλίου; Ίσως. Ωστόσο, το ερώτημα, γιατί ο Μακρόν προσκάλεσε τον Τραμπ και για ποιον λόγο ο Τραμπ αποδέχθηκε την πρόσκληση (πέρα από το συμβολικό επίπεδο που προσφέρονται οι επέτειοι), είναι αρκετά σύνθετο. Σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Μακρόν σε γαλλικές και γερμανικές εφημερίδες ήταν λίγο περισσότερο αποκαλυπτικός: «συμφωνούμε (ΗΠΑ και Γαλλία) σε ένα βασικό σημείο: την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την προστασία των ζωτικής σημασίας συμφερόντων μας. Είτε είναι στη Μέση ή την Εγγύς Ανατολή και την Αφρική, η συνεργασία μας με τις ΗΠΑ είναι υποδειγματική»! Και όπως αναλύει η γαλλική εφημερίδα Le Monde, οι δυο χώρες μοιράζονται πλέον πολλά κοινά, κυρίως δε την από κοινού δέσμευσή τους να πατάξουν την απειλή του Ισλαμικού Κράτους σε Συρία κι Αφρική. Η Γαλλία επίμονα ζητούσε από τις ΗΠΑ να συμμετάσχουν στη χρηματοδότηση της Ομάδας των 5 του Σαχέλ (G5 Sahel, δηλαδή Μάλι, Μπουρκίνα Φάσο, Μαυριτανία, Νίγηρας και Τσαντ), με στόχο να καταπολεμήσει τους ισλαμιστές σε αυτές τις πρώην αποικίες της. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει την αντίθεσή του για συμμετοχή σε αυτή την πρωτοβουλία της Γαλλίας. Πιθανά ο Μακρόν να επανήλθε στο αίτημα.
Για κάποιους πολιτικούς αναλυτές, ο στόχος του Μακρόν, μακρο- μεσοπρόθεσμα, είναι να γίνει ένας παγκόσμιος διαμεσολαβητής, να βάλει τη Γαλλία ξανά στο προσκήνιο και να την καταστήσει σημαντικό γεωπολιτικό παίκτη στο διεθνές στερέωμα -ένας ρόλος που τα τελευταία χρόνια είχε ατονήσει. Προς το παρόν, ο Μακρόν προσπαθεί «να φέρει τη Γαλλία στο επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας». Μετά την υποδοχή του Πούτιν στις Βερσαλλίες στις 29 του Μάη, κατέφθασαν ταυτόχρονα στο Παρίσι στις 13 του Ιούλη, ο Αμερικανός πρόεδρος αλλά και η Μέρκελ. Η δεύτερη για το προκαθορισμένο 19ο κοινό γαλλο-γερμανικό υπουργικό συμβούλιο. Και επειδή μια, έστω και τυχαία, συνάντηση Τραμπ και Μέρκελ θα ήταν αδόκιμη στην περίσταση αυτή, διαμορφώθηκε και το κατάλληλο πρωτόκολλο. Η Le Monde το αποκάλεσε «διπλωματία του ταυτόχρονου», προεκτείνοντας τη σημασία του, και
εκτιμώντας ότι στα σχέδια του νέου προέδρου είναι να επωφεληθεί «από τις όποιες αντιθέσεις υπάρχουν μεταξύ Μόσχας, Βερολίνου και Ουάσινγκτον»! Τα πολιτικά συμπεράσματα αυτών των συναντήσεων είναι πολλά και σημαντικά. Όπως πάντα, όταν οι «παίκτες ανακατεύουν τα χαρτιά τους», ο καθένας πρέπει να τοποθετηθεί, με βάση τα ιδιαίτερα συμφέροντά του. Η Βρετανία υπερασπίζεται στοιχεία της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας της, η Γαλλία της αποικιοκρατίας της, οι ΗΠΑ το μεταπολεμικό στάτους, κλπ.
Εύκολα διακρίνει κανείς ότι η ομάδα Τραμπ, με διάφορες κινήσεις, όπως της Πολωνίας, πιέζει σε μια νέα γραμμή, προβάλλοντας τα προβλήματά της με την Ευρώπη όχι ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου αλλά ως ένα ζήτημα που αφορά ειδικά τη Γαλλία και πρωτίστως τη Γερμανία. Οι ΗΠΑ, με τη νέα προεδρία, μπορεί να δείχνουν ότι περνάνε αναταράξεις λόγω της αμφισβητούμενης προσωπικότητας του Τραμπ, όμως επί της ουσίας η παρουσία του απελευθερώνει δυνάμεις («γεράκια») οι οποίες ερμηνεύουν τη στάση της Ουάσιγκτον στον πλανήτη, τις τελευταίες δεκαετίες, ως υποχώρηση. Τελικά, το «Η Αμερική πρώτα» του Τραμπ δείχνει να παίρνει όλο και πιο καθαρά μια γνώριμη μορφή: «ή μαζί μας ή εναντίον μας».
Αυτό που μένει να δούμε είναι αν το παιχνίδι ισχύος μεταξύ των ιμπεριαλιστών, που έχει εκκινήσει, θα περιλαμβάνει και ευθεία αμφισβήτηση, καθώς μέχρι στιγμής οι περισσότεροι στέκονται σε δηλώσεις απέναντι σε πράξεις των ΗΠΑ. Αυτή η αντίδραση είναι που διατηρεί και τη μεγάλη απόσταση όλων των άλλων που αναζητούν τη θέση τους στον χάρτη αυτό. Για τις ΗΠΑ, ωστόσο, παραμένει το πρόβλημα (καθόλου απλό) για το πώς θα μετατρέπονται οι στρατιωτικές νίκες σε μονιμότερα πολιτικά επιτεύγματα.
Χ.Β