Η ρητορική για «ειρηνική λύση» στην Ουκρανία μπορεί να διατηρείται ακόμα σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά στο βάθος ο πόλεμος καλά κρατεί. Από τον Σεπτέμβριο του 2014, που συμφωνήθηκε στο Μινσκ της Λευκορωσίας η εκεχειρία, ο ουκρανικός στρατός κατάφερε να προωθηθεί σε περιοχές που ήλεγχαν οι αυτονομιστές, οι οποίοι την τελευταία εβδομάδα πέρασαν στην αντεπίθεση ανακτώντας τον έλεγχο του (κατεστραμμένου) αεροδρομίου του Ντονέτσκ.
Λίγες ώρες λοιπόν μετά τη «συνεννόηση» των υπουργών Εξωτερικών (τετραμερή) στο Βερολίνο και λίγες ημέρες πριν από μια προγραμματισμένη «ειρηνευτική διάσκεψη κορυφής» (η οποία τελικά ακυρώθηκε), οι πολεμικές συγκρούσεις φουντώνουν στην ανατολική Ουκρανία. Αφορμή, ο βομβαρδισμός της Μαριούπολης στις 24 Γενάρη, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 30 και πλέον αμάχων.
Με δηλώσεις τους υψηλόβαθμα στελέχη των αυτονομιστών αλλά και ο εκλεγμένος ηγέτης τους, Αλεξάντερ Ζαχαρτσένκο, αρνήθηκαν ότι ευθύνονται αυτοί και κατήγγειλαν «προβοκάτσια» των δυνάμεων του Κιέβου. Ο Ζαχαρτσένκο παραδέχτηκε ότι οι ένοπλες δυνάμεις των αυτονομιστών έχουν εξαπολύσει επίθεση για τον έλεγχο της περιοχής γύρω από αυτήν τη στρατηγικής σημασίας πόλη και λιμάνι, όχι όμως για την κατάληψή της και κατηγόρησε τον κυβερνητικό στρατό για το θάνατο των αμάχων. Το Κίεβο, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι έχει στοιχεία που δείχνουν ότι ευθύνονται οι αυτονομιστές.
Η επίτροπος της Ε.Ε για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), Φεντερίκα Μογκερίνι, συγκάλεσε κατεπειγόντως το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων για να συζητηθεί η αναζωπύρωση των αιματηρών συγκρούσεων στην ανατολική Ουκρανία. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, μεταξύ άλλων, προειδοποιούν τη Μόσχα με νέες κυρώσεις, αλλά τις παραπέμπουν ωστόσο για αργότερα! Ανάλογη απόφαση αναμενόταν και στην έκτακτη –προχθεσινή- σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στις 29 Γενάρη.
Από τις αρχές του Γενάρη οι αυτονομιστές έχουν στριμώξει τις κυβερνητικές δυνάμεις σε μεγάλο βαθμό. Εκτός από το αεροδρόμιο του Ντονέτσκ, στο στόχαστρό τους είναι η πόλη, Ντεμπάλτσεβο (Debaltsevo), βασικός συγκοινωνιακός κόμβος που συνδέει το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ και περικυκλώνει τον τελευταίο εναπομείναντα «θύλακα» του Κιέβου στην περιοχή.
Οι συμφωνίες του Μινσκ απαιτούσαν την ύπαρξη μιας αποστρατικοποιημένης ζώνης πλάτους 30 χιλιομέτρων. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η ζώνη ποτέ δεν προσδιορίστηκε γιατί απλά δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Ωστόσο η κατάληψη του Debaltsevo, πέραν του ότι προκαλεί σοβαρά προβλήματα στα περικυκλωμένα ουκρανικά στρατεύματα (παρόμοια με αυτά που οδήγησαν στη καταστροφική ήττα τους στο Ilovaisk), θέτει το ζήτημα του ελέγχου διαδρόμων μεταξύ Ρωσίας και Κριμαίας.
Κατά συνέπεια, και ο στόχος της ουκρανικής κυβέρνησης να κρατήσει (με μεγάλο κόστος) το ολοσχερώς κατεστραμμένο αεροδρόμιο που έπρεπε, κατά τα συμφωνηθέντα στο Μινσκ, να παραδοθεί στον έλεγχο των αυτονομιστών δείχνει ότι η κατάσταση όπως εξελίσσεται δεν μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από μια «γραμμική» ανάγνωση. Όπως αυτή που λέει πως οι δύο πλευρές έχουν σηκώσει τα όπλα για να καταλάβουν νέα εδάφη, επιδιώκοντας να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση ενόψει ενός «νέου Μινσκ» για τη χάραξη αυτής της ζώνης!
Τα γεγονότα στο πεδίο των πολεμικών συγκρούσεων μπορεί να κινούνται γρήγορα και απρόβλεπτα, αλλά καταδεικνύουν πολύ χαρακτηριστικά πως αυτός ο πόλεμος δεν είναι «εσωτερικός». Ωστόσο, μετά το βομβαρδισμό της Μαριούπολης και την απώλεια τόσων ανθρώπινων ζωών, ο ουκρανός πρόεδρος μπορεί να μην έχει καμία πολιτική επιλογή από το να εξαπολύσει μια σοβαρή στρατιωτική απάντηση, πυροδοτώντας έναν νέο αιματηρό κύκλο, που θα είναι όλο και πιο δύσκολο να σταματήσει και που στην πράξη θα τινάζει στον αέρα την πρόταση Πούτιν για μελλοντική ομοσπονδιακή Ουκρανία.
Ωστόσο, πριν από τις τελευταίες εξελίξεις διαμορφωνόταν στην Ευρώπη μια κατάσταση, κατά τρόπο που δεν αντιστοιχούσε σε αυτό που περιέγραψε πριν από λίγο καιρό ο Ομπάμα στην ομιλία του στον ΟΗΕ, όταν εμφάνισε τη Ρωσία ως τη δεύτερη μεγαλύτερη απειλή για τον κόσμο μετά τον Έμπολα.
Επτά χώρες της ΕΕ (Αυστρία, Ουγγαρία, Ιταλία, Κύπρος, Σλοβακία, Γαλλία και Τσεχία) υποστήριζαν πλέον ανοιχτά την άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ταυτόχρονα οι ΥΠΕΞ των 28 χωρών της ΕΕ δεν είχαν πρόθεση να πάρουν οποιεσδήποτε αποφάσεις σχετικά με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας στην πρώτη συνεδρίαση του τρέχοντος έτους, μεταθέτοντας για το Μάρτιο την όποια συζήτηση για το θέμα αυτό. Στους κύκλους των Βρυξελλών η γραμμή ήταν πως «πρέπει να χαμηλώσουν οι τόνοι πάνω σε αυτό το ζήτημα» ώστε «να προετοιμαστεί για να χαλαρώσει το καθεστώς των κυρώσεων», πράγμα άλλωστε που το επιθυμούν διακαώς πολλοί ευρωπαϊκοί επιχειρηματικοί όμιλοι. Βέβαια είναι ένα ζήτημα το πολιτικό βάρος του συγκεκριμένου επιχειρηματικού περιβάλλοντος όταν παίζονται γεωπολιτικά παιχνίδια.
Πάντως η μέχρι τώρα ταλάντευση της ΕΕ δεν είναι καθόλου αρεστή στους αμερικάνους ιμπεριαλιστές, μια και βάζει εμπόδια στο ξετύλιγμα της τακτικής τους, που δεν περιορίζεται στο οικονομικό πεδίο. Μπορεί το μέτρο των οικονομικών κυρώσεων να έχει στόχο να φθαρεί η Ρωσία, με ελάχιστη ζημιά για τις ΗΠΑ και αρκετά μεγαλύτερη για την ΕΕ, αλλά ο κύριος στόχος των ΗΠΑ ήταν και είναι να περιοριστεί ο χώρος ελιγμών της ρωσικής κυβέρνησης, κάτι που σήμερα παρατηρούμε να συμβαίνει μόνο σε ένα βαθμό. Γι’ αυτό και η Μόσχα δεν μπορεί να υποχωρήσει σε μια σειρά από δικές της απαιτήσεις σε σχέση με την Ουκρανία. Οι δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφος της Ουκρανίας τής είναι ένας πραγματικός εφιάλτης. Μια εξέλιξη που θα την περιόριζε μέχρι ασφυξίας και όχι μόνο ως προς τους ελιγμούς της.
Οι σχέσεις Ρωσίας – ΕΕ δεν δοκιμάζονται απλώς. Βρίσκονται σε ουσιαστικό αδιέξοδο. Και για να το πούμε διαφορετικά, το ισχύον μοντέλο σχέσεων που έρχεται από τη δεκαετία του 1990 δεν είναι πλέον αξιόπιστο σε ό,τι αφορά τόσο το σήμερα όσο και την προοπτική των πραγμάτων. Και αυτό ίσως μέχρι στιγμής να είναι η σημαντικότερη επιτυχία των ΗΠΑ. Πιθανά, το κύριο αποτέλεσμα του απερχόμενου έτους -αλλά και ολόκληρης της τελευταίας εικοσαετίας- να αποδειχτεί ο καθορισμός των ορίων των δυνατοτήτων των ιμπεριαλιστών της ΕΕ σε ό,τι αφορά τις ιδιαίτερες φιλοδοξίες τους.
Το δράμα της κυβέρνησης της Ουκρανίας έγκειται στο γεγονός ότι οι δυτικές πρωτεύουσες δεν μπορούν να κάνουν δεκτό το Κίεβο στην οικογένειά τους με βάση τις εξελίξεις και την τροχιά που δείχνουν να παίρνουν αυτές. Η Ευρώπη έχει μείνει καθηλωμένη από τα τεκταινόμενα και σκέφτεται μόνο το πώς θα ελαχιστοποιήσει τις δικές της απώλειες εξαιτίας αυτής της κρίσης.
Και είναι βάσιμη η προσέγγιση που βλέπει να είναι πολύ σκληρό και επώδυνο το «ξύπνημα» της «νέας Ουκρανίας», μπροστά στη νέα πραγματικότητα: χωρίς προνομιακές εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία, χωρίς την ένταξη στην ΕΕ, αλλά με πάρα πολλές δεσμευτικές υποχρεώσεις έναντι της ΕΕ και συνολικά στη Δύση.
Μπορεί η σημερινή κυβέρνηση του Κιέβου να συναπαρτίζεται από διάφορα ανδρείκελα, ωστόσο πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση της ή, για να το πούμε διαφορετικά, από την αντοχή της, σε σχέση με το φορτίο που κουβαλά μέσα και έξω από τη χώρα. Η κυβέρνηση στο Κίεβο είναι το αδύναμο σημείο της Ουκρανίας για τους Δυτικούς. Αν διασπαστεί, η Ρωσία θα προσπαθήσει, και έχει τις δυνατότητες, να γυρίσει την κατάσταση προς όφελός της. Και έτσι εξηγείται άλλωστε και η σταθερή -μέχρι στιγμής– θέση (και συμφέρον) της Ρωσίας να παραμείνουν οι νοτιοανατολικές περιοχές τμήμα της Ουκρανίας.
Το βασικό συμπέρασμα είναι, και παραμένει, πως η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι στα στρατηγικά συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δεν χωράει μια Ρωσία σε τροχιά ενδυνάμωσης και στα αντίστοιχα του ρώσικου ιμπεριαλισμού δεν επιτρέπεται να αφεθούν οι ΗΠΑ να πλησιάσουν στα σύνορα της χώρας.
Το βασικό ερώτημα είναι εάν η Ρωσία θα μπορέσει να αντισταθεί με τις δικές της μόνο δυνάμεις στα τεκταινόμενα. Η Ρωσία απέδειξε, μέχρι στιγμής, ότι διαθέτει αρκετές δυνατότητες για να εμποδίσει μια ολοκληρωτική εχθρική σύμπραξη κατά μήκος των συνόρων της, αλλά αυτό δεν αρκεί για να πάρει το πάνω χέρι η προώθηση των δικών της σχεδίων
Χ.Β.