Η αναζωπύρωση των πολεμικών συγκρούσεων στην Ανατολική Ουκρανία ήταν η αιτία της συνάντησης Ποροσένκο, Μέρκελ και Ολάντ στο Βερολίνο στις 24 Αυγούστου. Από αυτή τη συνάντηση έλειπε ο Πούτιν, παρά τους ισχυρισμούς της Δύσης πως η εφαρμογή της Συμφωνίας «Μινσκ ΙΙ» εξαρτάται αποκλειστικά από τη ρωσική προθυμία να συμμορφωθεί με αυτή. Πάντως η απουσία Πούτιν ερμηνεύεται από το γεγονός πως οι συζητήσεις αυτές αφορούσαν αποκλειστικά τηn τακτική της κυβέρνησης του Κιέβου στο επόμενο διάστημα.
Η ειδησεογραφική κάλυψη αυτών των συνομιλιών (και όχι μόνο του γερμανικού τύπου) αποκάλυψε μια σειρά αντιφάσεις της τακτικής των Δυτικών στην ουκρανική κρίση.
Συνοπτικά: Η εφαρμογή της συμφωνίας του Μινσκ είναι μονόδρομος. Η Ρωσία αρνείται να συμμορφωθεί με αυτή. Αναμένεται πρόοδος σε όλους τους τομείς της Συμφωνίας! Δηλαδή η απόσυρση των βαρέων όπλων και η κατάπαυση του πυρός, η εποπτεία του ΟΑΣΕ. Τέλος, οι τοπικές εκλογές στις 25 του Οκτώβρη θα είναι «ένα σημαντικό βήμα προς την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ ΙΙ», σύμφωνα με την ανακοίνωση της γαλλικής Προεδρίας.
Τα πραγματικά στοιχεία ωστόσο δείχνουν άλλα πράγματα. Η επίβλεψη και η επαλήθευση της αποχώρησης των βαρέων όπλων είναι πρακτικά αδύνατη. Όσο για την εποπτεία από τον ΟΑΣΕ, κάθε άλλο παρά εφικτή είναι. Οι επόπτες δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν σε δρόμους που δεν έχουν συμφωνηθεί από πριν, να επιθεωρήσουν εγκαταστάσεις, ή να μετακινηθούν τη νύχτα. Γίνεται αναφορά πως στο Marinka, στη διάρκεια μίας μόνο νύχτας, η ρωσική πλευρά κατόρθωσε να μεταφέρει βαρύ πυροβολικό, εξοπλισμό και μηχανοκίνητο πεζικό στη γραμμή εκκίνησης ενώ οι παρατηρητές του ΟΑΣΕ κοιμούνταν στα δωμάτια του ξενοδοχείου τους. Από την άλλη, αν και η Ρωσία δεν αποτελεί μια επίσημη πλευρά της σύγκρουσης, στους Ρώσους αξιωματικούς που περιπολούν ως παρατηρητές του ΟΑΣΕ απαγορεύεται η είσοδος στην ουκρανική πλευρά. Ωστόσο, το πιο δύσκολο, όσο και κρίσιμο, θέμα είναι οι περιφερειακές εκλογές. Οι συμφωνίες του Μινσκ ΙΙ προβλέπουν τη διεξαγωγή τοπικών εκλογών στις ζώνες των συγκρούσεων πριν από τα τέλη του 2015, «σύμφωνα με την ουκρανική νομοθεσία και το διεθνές δίκαιο». Στο Κίεβο πάντως κανείς δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι οι εκλογές, με τους σημερινούς όρους, θα οδηγούσαν έναν φιλοδυτικό πολιτικό στην εξουσία στο Ντονμπάς.
Το ερώτημα είναι γιατί Μέρκελ και Ολάντ «επιμένουν και περιμένουν» πρόοδο σε αυτούς τους τομείς της συμφωνίας τη στιγμή που όλα συνηγορούν για το αντίθετο. Κάποιοι αναλυτές προσεγγίζουν αυτή τη συνάντηση ως έναν ακόμη κρίκο στην αδιέξοδη ευρωπαϊκή πολιτική στο Ουκρανικό ζήτημα. Οι πιέσεις που ασκεί η ΕΕ στο Κίεβο για μια «προσομοίωση» προόδου στη κατεύθυνση εφαρμογής του « Μινσκ ΙΙ» το μόνο που μπορεί να εξυπηρετούν στη φάση αυτή είναι το κέρδισμα χρόνου.
Από διάφορα κέντρα της Δύσης διατυπώνεται η άποψη πως για να τελειώσει ο πόλεμος γρήγορα με τους όρους της Μόσχας, η Ρωσία χρειάζεται μια στρατιωτική επίθεση – κατά κάποιο τρόπο συγκρίσιμη με αυτόν της Γεωργίας το 2008– με την οποία όχι μόνο κερδίζει την Ουκρανία στρατιωτικά, αλλά απομονώνει και το Κίεβο από τη δυτική υποστήριξη. Η κατηγορία ότι το Κίεβο δεν θα τηρήσει την συμφωνία του Μινσκ, θα ήταν ουσιαστικής σημασίας αίτιο. Κατά συνέπεια, ούτε το Κίεβο ούτε η Δύση μπορούν να παραιτηθούν από το πλαίσιο αυτής της συμφωνίας ακόμη και αν ξέρουν ότι δεν θα λειτουργήσει. Με τους σημερινούς όρους, η κρίση στην Ουκρανία βαίνει προς μια επικράτηση των ρωσόφωνων στην Ανατολική Ουκρανία και προς μια αυτοδιάθεση αυτής της περιοχής. Η εξέλιξη αυτή θα συνεπιφέρει την οικονομική καταστροφή της Δυτικής Ουκρανίας, οδηγώντας τις εξελίξεις σε μια γεωστρατηγική νίκη της Μόσχας όπως αυτή της Κριμαίας. Προτείνεται οι διαπραγματεύσεις με την Ρωσία να οδηγήσουν την Ουκρανία σε κατάσταση ενδιάμεσης – ουδέτερης χώρας (buffer state) μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.
Η παραπάνω άποψη αντανακλά ένα πραγματικά κρίσιμο ζήτημα. Ότι χωρίς σαφή κατάληξη του συνεχιζόμενου ουκρανικού πολέμου, η Δύση φαίνεται να συνειδητοποιεί (και μάλλον όχι με ενιαίο τρόπο) ότι η αντιπαράθεση με τη Ρωσία προσεγγίζει οριακές καταστάσεις.
Σε όλο το προηγούμενο διάστημα τόσο η Ρωσία όσο και το NATO κλιμακώνουν τα στρατιωτικά γυμνάσια στην περιοχή και περιστατικά όπως οι «επαφές» πολεμικών αεροσκαφών αυξάνονται. Τα αιφνιδιαστικά στρατιωτικά γυμνάσια της Ρωσίας τον Μάρτιο ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιδείξεις ισχύος του Κρεμλίνου μετά το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης. Στο πλαίσιο τους τέθηκε σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα ο Βόρειος Στόλος, κοντά στη Νορβηγία, κράτος μέλος του NATO. Το NATO έχει επίσης πραγματοποιήσει στρατιωτικά γυμνάσια, αν και όχι της ίδιας κλίμακας, στην Ανατολική Ευρώπη και στα κράτη της Βαλτικής. Μαζί με τους εταίρους του, το ΝΑΤΟ ξεκινά τα μεγαλύτερα στρατιωτικά γυμνάσια των τελευταίων δεκαετιών τον ερχόμενο Οκτώβρη.
Παρ’ όλα αυτά, Μέρκελ και Ολάντ επιμένουν. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με Πούτιν, έκριναν ότι θα ήταν «χρήσιμη» η οργάνωση μιας συνόδου κορυφής με αντικείμενο την κατάσταση στην Ουκρανία και έκαναν έκκληση για τερματισμό των εχθροπραξιών στην Ανατολική Ουκρανία από την 1η του Σεπτέμβρη, πράγμα με το οποίο συμφώνησαν τόσο το Κίεβο όσο και οι αυτονομιστές. Συμφωνήθηκε επίσης να συναντηθούν στα μέσα Σεπτεμβρίου οι υπουργοί Εξωτερικών της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας για να προετοιμάσουν το έδαφος της συνάντησης κορυφής.
Άμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών δείχνει να είναι η ψήφιση, στις 31 Αυγούστου, από το ουκρανικό κοινοβούλιο ενός νομοσχεδίου «αποκέντρωσης» που περιελάμβανε ένα πολύ περιορισμένο καθεστώς αυτονομίας για το Ντονμπάς, στο πλαίσιο συνταγματικής μεταρρύθμισης την οποία απαιτούσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες και που προβλέπεται από το άρθρο 11 της συμφωνίας του Μινσκ ΙΙ. Η πλειοψηφία των βουλευτών στήριξε την προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση. «Υπέρ» ψήφισαν συνολικά 265 βουλευτές, 39 περισσότεροι από όσους απαιτούνταν για να εγκριθεί το νομοσχέδιο «επί της αρχής». Ωστόσο, στη δεύτερη ψηφοφορία, που αναμένεται ως το τέλος του έτους, θα χρειαστούν 300 θετικές ψήφοι.
Οι αντιδράσεις, τόσο εντός της Βουλής όσο (και κύρια) έξω από αυτή, ήταν σφοδρές.
Εκτός του ότι στελέχη από το κόμμα Ποροσένκο απορρίπτουν την πρότασή του, που θεωρούν ότι υπαγορεύεται από την Μόσχα, πυροδοτείται μια κατάσταση αιματηρών συμπλοκών αστυνομίας με ακροδεξιούς «διαδηλωτές» έξω από το κοινοβούλιο. Μέχρι στιγμής αναφέρονται δύο νεκροί αστυνομικοί και ο αριθμός τους ίσως αυξηθεί γιατί υπάρχουν δεκάδες βαριά τραυματισμένοι. Ο πρόεδρος Ποροσένκο περιέγραψε τις συγκρούσεις που συγκλόνισαν την περασμένη Δευτέρα το Κίεβο, ως μια ενέργεια κατά της χώρας, τις χαρακτήρισε «μαχαιριά στη πλάτη» και «αντιουκρανική δράση» ενώ τόνισε πως οι υπεύθυνοι πρέπει να τιμωρηθούν σκληρά. «Πολύ ανησυχητικές» χαρακτήρισε αυτές τις συγκρούσεις η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι, εκφράζοντας ταυτόχρονα την υποστήριξή της στην ουκρανική κυβέρνηση. Είναι φανερό πως ο Ποροσένκο καλείται πλέον να ισορροπήσει διαφορετικά συμφέροντα και αντίστοιχες πιέσεις. Και πρέπει όχι μόνο να αποφύγει μια μεγάλη κλιμάκωση της βίας αλλά και να διατηρήσει την εσωτερική στήριξη ενιαία και αποτελεσματική. Ενδεχομένως τα γεγονότα αυτά να αποτελέσουν την αφορμή για κάποια «ξεκαθαρίσματα» στο κυβερνητικό συνασπισμό.
Καταγράφεται πλέον ένας κύκλος «δράσης-αντίδρασης» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία που είναι δύσκολο να σταματήσει, ακόμα και αν παραμένει διστακτική η εμπλοκή των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στο ανέβασμα του επιπέδου της σύγκρουσης. Και αυτό μέχρι στιγμής είναι το πιο αντιφατικό στοιχείο που αναδεικνύεται στην ουκρανική κρίση. Έχουμε, από τη μια, την πλήρη ταύτιση των δυτικών σε σχέση με την αποδυνάμωση της Ρωσίας, και από την άλλη, την αδυναμία τους να προσδιοριστεί ο τρόπος αυτής της αποδυνάμωσης. Πράγμα που με τη σειρά του θέτει ένα άλλο ζήτημα, σύμφωνα με ένα άρθρο στο National Interest του Paul Saunders (πρώην συμβούλου Ανατολικής ευρωπαϊκής πολιτικής για το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ): «Αν η Δύση συνολικά αποδειχτεί ανέτοιμη να δεσμευτεί για την επαρκή υπεράσπιση αυτής της επέμβασης, θα αποδειχτεί πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να βασιστεί στα σημερινά της ερείσματα στην Ουκρανία για μια σύγκρουση με έναν πολύ ισχυρό γείτονα».
Έτσι κι αλλιώς, όμως, η επέμβαση στην Ουκρανία, και το συνολικότερο ζήτημα της συμπεριφοράς της Δύσης απέναντι στη Ρωσία, θέτει ζήτημα ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων και όχι μόνο στην Ευρώπη.
Χ.Β