Βάλθηκε η κυβερνητική προπαγάνδα να μας πείσει ότι η ακρίβεια είτε υπάρχει μόνο στη φαντασία μας, είτε θα περάσει και δεν θ’ αγγίξει, είτε ακόμα ότι είναι λόγος για πανηγυρισμούς καθότι δείχνει «ανάπτυξη»! Σε κάθε περίπτωση, η ακρίβεια «δεν πρέπει να μας ανησυχεί», κι ας εξαφανίζει το ήδη πενιχρό εισόδημα και τις ήδη φαγωμένες αποταμιεύσεις της εργατικής τάξης και του λαού. Και κυρίως, δεν πρέπει να μας βάζει σε… πειρασμούς αγώνων και διεκδικήσεων. Γιατί το σύστημα ξέρει τι πρέπει να κάνει για μας. Το έχει μελετήσει διεξοδικά, έχει σχεδιασμό. Εδώ επιβράβευσε με μισό Νόμπελ οικονομολόγο που παρατήρησε ότι η ύπαρξη κατώτατου μισθού μπορεί ακόμα και να εξυπηρετεί τη λειτουργία του.
Οι αυξήσεις στις τιμές όλων των βασικών αγαθών έχουν ήδη εφαρμοστεί. Στα τρόφιμα πλησιάζουν το 20%, τα καύσιμα βρίσκονται σε τιμές-ρεκόρ, οι λογαριασμοί του ρεύματος ενδέχεται να διπλασιαστούν, για τα έξοδα θέρμανσης θεωρείται πιθανό το σενάριο ακόμα μεγαλύτερης αύξησης. Τα δε ενοίκια ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ ψηλά. Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για αύξηση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά 2,4% το Σεπτέμβριο σε σχέση με τον Αύγουστο περισσότερο αποτυπώνει την έναρξη του κύματος ακρίβειας παρά το μέγεθός του, το οποίο θα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Την ίδια ώρα, συγκριτική μελέτη των στοιχείων του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκε από βρετανική εταιρία καταγράφει μείωση του πραγματικού κατώτατου ημερομισθίου στην Ελλάδα κατά 12,1% μεταξύ 2010 και 2020. Σ’ όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, μεγαλύτερη μείωση καταγράφηκε μόνο στις ΗΠΑ, ενώ το Βέλγιο ήταν η τρίτη χώρα με αρνητικό πρόσημο, αν και οριακό (-0,88%). Και σε απόλυτους αριθμούς όμως, η Ελλάδα έχει το όγδοο χαμηλότερο ημερομίσθιο στον κόσμο, ενώ τραγικά είναι τ’ αποτελέσματα της σύγκρισης και του διαθέσιμου εισοδήματος με το κόστος ζωής. Στη χώρα μας επιπλέον, η μείωση του κατώτατου μισθού συνοδεύτηκε την ίδια δεκαετία με το τσάκισμα των συλλογικών συμβάσεων, οδηγώντας πολύ περισσότερους εργαζόμενους στον κατώτατο. Ενώ απ’ την εξίσωση δεν μπορεί να βγαίνει η τεράστια ανεργία.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, η προσπάθεια της κυβέρνησης και των αστικών ΜΜΕ να επιδείξουν «μέτρα αντιμετώπισης» της κατάστασης για τους εργαζόμενους είναι προκλητική. Παραβλέπουμε, παρότι αναπαράγεται ξανά και ξανά μήπως και δημιουργήσει «αίσθηση», τη διατήρηση και για το 2022 της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών (που ενισχύει περισσότερο την εργοδοσία παρά τους εργαζόμενους) και της απαλλαγής από εισφορά αλληλεγγύης (που είναι μεγαλύτερη και ως ποσοστό για όσους δεν βρίσκονται στα κατώτερα μισθολόγια), γιατί δεν αλλάζουν τίποτα σε σχέση με το 2021. Η αύξηση κατά 2% του ονομαστικού κατώτατου μισθού -μερικά ευρώ το μήνα- από 1/1/2022, που είχε αποφασιστεί απ’ τη σημερινή κυβέρνηση στο δεδομένο μνημονιακό πλαίσιο καθορισμού του απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση, δεν πρόκειται να ισοφαρίσει ούτε καν τον επίσημο πληθωρισμό. Μιλάμε δηλαδή για μείωση του πραγματικού κατώτατου μισθού. Οι δε «διαρροές» περί ενδεχόμενου μεγαλύτερης αύξησης σε επόμενη φάση ανάλογα με τους ρυθμούς ανάπτυξης υπονομεύουν ακόμα περισσότερο τη θέση των εργαζόμενων: σκοπός του συστήματος είναι να νομιμοποιήσει στις εργατικές συνειδήσεις ότι οι ανάγκες και οι διεκδικήσεις τους οφείλουν να υπάγονται στα δήθεν αντικειμενικά κριτήρια του ίδιου του συστήματος.
Εξίσου παραπλανητική είναι η προσπάθεια του υπουργείου Εργασίας να παρουσιάσει «δράσεις» του «Προγράμματος για τους Πολλούς» σαν φιλεργατικές. Γιατί μόνο το σύστημα έχει να κερδίσει απ’ την προώθηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας που προβλέπει ο νόμος Χατζηδάκη, των προγραμμάτων επανακατάρτισης, των επιδοτήσεων της εργοδοσίας. Ακόμα και η αύξηση των θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και ΚΔΑΠ «κουμπώνει» με την κατεύθυνση των απλήρωτων υπερωριών και του πετσοκόμματος των όποιων διευκολύνσεων έχουν απομείνει για τους εργαζόμενους γονείς.
Οι εργαζόμενοι έχουμε καθαρό ότι οι «σχεδιασμοί» της κυβέρνησης δεν αφορούν εμάς αλλά την εργοδοσία. Δεν χωράει καμιά αυταπάτη για το Ταμείο Ανάκαμψης, μέσα απ’ το οποίο θα χρηματοδοτηθούν όλ’ αυτά τα προγράμματα, γιατί αν κάτι διασφαλίζει είναι ότι κάθε κίνηση τελεί υπό την αίρεση των ιμπεριαλιστών και των απαιτήσεών τους. Η δική μας διέξοδος βρίσκεται στην ταξική πάλη. Στην οργάνωση, την αντίσταση, τους αγώνες μας. Γνωρίζοντας ότι εκεί κρίνεται και καθορίζεται το ζήτημα των αυξήσεων στους μισθούς και συνολικά της βελτίωσης της θέσης των εργαζόμενων. Ν’ αγνοήσουμε τα όρια που παρουσιάζει η εργοδοσία και συνολικά το σύστημα σαν «αντικειμενικά» και να βάλουμε μπροστά τις δικές μας ανάγκες και τα δικά μας συμφέροντα.