Αυτή την περίοδο γιορτάζουμε τα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μιας Επανάστασης που άλλαξε τον κόσμο, καθώς οι καταπιεσμένοι και εκμεταλλευόμενοι γίνονται πρωταγωνιστές, μπαίνουν ορμητικά στο προσκήνιο της ιστορίας της ανθρωπότητας και αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο-καθήκον μιας απελευθερωτικής πορείας της.
Στη χώρα μας πολλές οι ανακοινώσεις και οι εκδηλώσεις για τα 100χρονα από δυνάμεις με κομμουνιστική αναφορά που χαιρετίζουν τον Οκτώβρη, δηλώνουν προσήλωση στην κατεύθυνσή του και υπερασπίζονται, τουλάχιστον στα λόγια, την αναγκαιότητα της επαναστατικής προοπτικής. Αυτό, τόσο στις μέρες μας όσο και διαχρονικά, είναι σημαντικό, καθώς το βάρος της παλινόρθωσης του καπιταλισμού είναι μεγάλο και είχε/έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην εργατική τάξη όσο και στο κομμουνιστικό κίνημα. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο ολομέτωπης επίθεσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, ο Οκτώβρης και τα διδάγματά του μπορούν να δώσουν έμπνευση και δύναμη σε όλους όσους, σήμερα, επιμένουν στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα να οικοδομηθούν οι όροι για την ανατροπή του βάρβαρου συστήματος της εξαθλίωσης και των πολέμων.
Η υπεράσπιση του Οκτώβρη ταυτόχρονα δείχνει και το δρόμο και τον τρόπο που οι καταπιεσμένοι μπορούν να απελευθερωθούν από τους δυνάστες τους, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε χώρας αλλά και στο σύνολο της εργατικής τάξης και των λαών. Χωρίς εκτός τόπου και χρόνου μηχανιστικές αντιγραφές, αλλά με οδηγό τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης και των συμφερόντων των εκμεταλλευόμενων τάξεων.
Βασικό στοιχείο του δρόμου του Οκτώβρη είναι η καθολική αντίθεση στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα, σαν σύστημα που «σαπίζει» και δεν παίρνει κανενός είδους γιατρειά, αλλά μόνο με την ανατροπή του μπορεί να δοθεί διέξοδος. Η σύγκρουση των μπολσεβίκων και του Λένιν με τους ηγέτες της Β΄ Διεθνούς για το χαρακτήρα του ιμπεριαλιστικού συστήματος και της προοπτικής του έχει ιστορική σημασία όχι μόνο για το τότε αλλά και για το σήμερα.
Όταν αριστερές πολιτικές δυνάμεις με κομμουνιστική αναφορά εκτιμούν ότι η βασική τάση για το καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι η «ανάπτυξή» του είτε προς μια «ιμπεριαλιστική πυραμίδα» -περίπτωση ΚΚΕ- είτε προς έναν «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» -περίπτωση ΝΑΡ– όπου το βασικό είναι η συνεννόηση, η συνεργασία, η ολοκλήρωση και δευτερευόντως οι αντιθέσεις, τότε είναι προφανές ότι δεν μιλάνε για ένα σύστημα που «πεθαίνει» και «σαπίζει». Αλλά για ένα σύστημα που μπορεί και ξεπερνάει την κρίση του –από μόνο του– και περνάει συνεχώς σε νέα επίπεδα ανάπτυξης. Μάλιστα στα πλαίσια της ανάπτυξης αυτού του συστήματος πραγματοποιούνται και «επαναστάσεις», όπως η ΕΤΕ (επιστημονική – τεχνική επανάσταση), που γεννούν «νέες» παραγωγικές δυνάμεις (επιστήμη – τεχνολογία) με αυτόνομο ιστορικό ρόλο.
Στην ουσία το μήνυμα που στέλνουν προς τους εργαζόμενους και το λαό, με αυτή την «ανάγνωση», είναι ότι το σύστημα «δεν έχει φάει τα ψωμιά του» και μέσα στην «ανάπτυξή» του πιθανά να υπάρχουν δυνατότητες είτε να γίνουν αποδεκχτές προτάσεις νόμου στη βουλή για την καλυτέρευση των αμοιβών και των συνθηκών δουλειάς είτε να κατακτηθούν πλευρές του «μεταβατικού προγράμματος».
Η αντίθεση της λενινιστικής αντίληψης και πρακτικής με αυτή των ρεφορμιστών-αποστατών της Β΄ Διεθνούς ήταν ακριβώς πάνω στην εκτίμηση εάν και κατά πόσο το ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι ένα σύστημα που μπορεί να αναπτυχθεί ή ένα σύστημα που βρίσκεται, από τη φύση του, σε μια τεράστια κρίση, σε ένα σάπισμα. Το πόσο γρήγορα ή καθυστερημένα η ανθρωπότητα θα απαλλαγεί από αυτή τη βαρβαρότητα είναι ζήτημα κινήματος, πάλης και σύγκρουσης. Ζήτημα συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις εργατικές–λαϊκές δυνάμεις και τους καπιταλιστές-ιμπεριαλιστές. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο το ζήτημα του ποιες δυνάμεις θα ηγεμονεύσουν στο εργατικό–λαϊκό κίνημα είναι κρίσιμο και αποφασιστικό, που θα καθορίσει την πορεία του, αλλά άλλο τόσο κρίσιμο είναι και για το ίδιο το καπιταλιστικό–ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Από αυτή την άποψη, δεν είναι καθόλου άσχετη η εύνοια, ακόμα και η πριμοδότηση, του συστήματος, διαχρονικά, σε μια σειρά ρεφορμιστικές και ρεβιζιονιστικές δυνάμεις με στόχο να αποπροσανατολίσουν και να αποσυγκροτήσουν το κίνημα, να το οδηγήσουν στην οπισθοχώρηση, την ήττα και την υποταγή. Η πρόσφατη πείρα στη χώρα μας από την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρακτηριστική και διδακτική.
Βασικό στοιχείο του δρόμου του Οκτώβρη αποτέλεσαν η μελέτη και οι σωστές εκτιμήσεις για την πάλη των τάξεων στη Ρωσία, για το επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξής της, για τις πολιτικές δυνάμεις, για το ρόλο, τις σχέσεις και τις αντιθέσεις των ιμπεριαλιστών της εποχής και συνισταμένη όλων των προηγούμενων αποτέλεσε η εκτίμηση «του αδύνατου κρίκου της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας» που έκανε τη χώρα αυτή να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες για τη δυνατότητα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της να νικήσουν τους δυνάστες τους. Στην αντίθετη περίπτωση, οι επαναστάτες θα έπρεπε να περιμένουν την «εκπλήρωση των γραφών» για την πραγματοποίηση της επανάστασης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες.
Η γραμμή του «αδύνατου κρίκου» είναι ένα σπουδαίο προχώρημα στην επαναστατική θεωρία των καταπιεσμένων καθώς φεύγει από το θεωρητικό και αφηρημένο και έρχεται στο πρακτικό και το συγκεκριμένο. Η επανάσταση δεν είναι «μια έφοδος στον ουρανό», αλλά μια υλική δύναμη των καταπιεσμένων που μπορεί να είναι νικηφόρα και να έχει προοπτική. «Ο πάγος έσπασε, ο δρόμος άνοιξε…», για να θυμηθούμε τα λόγια του Λένιν.
Απαιτεί όμως από τον πολιτικό φορέα την πλήρη ανάληψη της ευθύνης για την επαναστατική προοπτική όχι στα λόγια και τις διακηρύξεις αλλά ξεκινώντας πρώτα από όλα από τη συμβολή του στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη χώρα του. Και για να υπάρξει ουσιαστική συμβολή της πρωτοπορίας είναι απαραίτητη μια ξεκάθαρη ανάλυση–εκτίμηση για τη χώρα που δρα έτσι ώστε να αποκαλυφθούν οι πραγματικοί εχθροί και ο χαρακτήρας της πάλης, οι στόχοι, η τακτική και η στρατηγική της. Στη χώρα μας αριστερές πολιτικές δυνάμεις με κομμουνιστική αναφορά (ΚΚΕ, ΝΑΡ) η μόνη αντίθεση που βλέπουν είναι η αντίθεση κεφαλαίου–εργασίας και ότι αυτή αποτελεί τη βασική και κυρίαρχη αντίθεση που πρέπει να λυθεί, αγνοώντας ή υποτιμώντας την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και τα δεσμά της σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Με τον τρόπο αυτό έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την εργατική–λαϊκή αντίληψη, που πατάει στην πραγματικότητα, ότι στη χώρα μας «οι ξένοι κάνουν κουμάντο», και έτσι με τον «καθαρό» αντικαπιταλισμό τους σπρώχνουν πλατιές λαϊκές μάζες στην επιρροή του κάθε είδους εθνικισμού. Η αγνόηση-υποτίμηση του εξαρτημένου χαρακτήρα του ντόπιου καπιταλισμού καθώς και των επιπτώσεων στην εργατική τάξη και το λαό είναι στοιχείο που αποκαλύπτει την προσπάθεια αυτών των δυνάμεων να αποδράσουν από την ευθύνη και τις συνέπειες που προκύπτουν από μία συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στη χώρα μας. Ο γενικός αντικαπιταλιστικός λόγος και η αντίστοιχη πραχτική που τον συνοδεύει δεν έχουν καμία αξία αν δεν συνδεθούν με τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα, πολύ περισσότερο, αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός μαζικού εργατικού–λαϊκού κινήματος καθώς αγνοούν ή κάνουν πως αγνοούν την κυρίαρχη αντίθεση ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές και τον εργαζόμενο λαό και μετατοπίζουν τον «αδύνατο κρίκο» είτε σε ένα απώτερο μέλλον είτε στο εδώ και τώρα. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι μακριά και έξω από τις πραγματικές ανάγκες του κινήματος.
Τα 100χρονα του Οκτώβρη δεν μπορεί να είναι ένα «λιβάνισμα» χωρίς αντίκρισμα. Μία «οργανωμένη» επίσκεψη στο μουσείο της ιστορίας του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος για να «θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι». Οι επαναστάσεις δεν μπαίνουν στα μουσεία της ιστορίας παρά μόνο όταν ολοκληρώσουν την ιστορική τους αποστολή στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Και ο Οκτώβρης δεν μπαίνει στο μουσείο, παρά τις προσπάθειες εχθρών και «φίλων», καθώς ο επαναστατικός κύκλος που έχει ανοίξει όχι μόνο δεν έχει κλείσει, αλλά βρίσκεται ακόμα στην αρχή του.