Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 872)
Διανύοντας τη δεύτερη βδομάδα οργισμένων διαδηλώσεων, το κίνημα που ξέσπασε με αφορμή την κρατική δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ δε λέει να κοπάσει. Το αντίθετο, μάλιστα, έχει προκαλέσει σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στην άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, η οποία έντονα διαιρεμένη βαδίζει προς τις εκλογές του Νοέμβρη.
Μια προαναγγελθείσα εξέγερση
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών δεν προκάλεσαν έκπληξη σε κανέναν που έχει παρακολουθήσει την όξυνση του φυλετικού ζητήματος στις ΗΠΑ. Οι επίσημες στατιστικές αστυνομικών δολοφονιών έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Μάλιστα, όπως έχουμε αναφέρει σε παλιότερο άρθρο της ΠΣ, πλέον γίνονται υπολογισμοί για το κάθε πόσες ώρες ένας Αφροαμερικανός χάνει τη ζωή του από αστυνομικό στις ΗΠΑ.
Από τις μαζικές διαδηλώσεις που ξεκίνησαν το 2014 (επί Ομπάμα) στο Φέργκιουσον, με αφορμή τη δολοφονία του 18χρονου Μάικλ Μπράουν, το σπιράλ της όξυνσης ανεβαίνει συνεχώς προς τα πάνω. Η συγκρότηση του ετερόκλητου κινήματος-ομπρέλα «Black Lives Matter» έκανε δυνατό το συντονισμό των κινητοποιήσεων σε πανεθνική κλίμακα. Μάλιστα, η ατιμωρησία των δολοφόνων όλων των παραπάνω περιπτώσεων δρούσε συσσωρευτικά. Μόλις λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του Φλόιντ, είχε προηγηθεί η ρατσιστική δολοφονία Αμάντ Άρμπερι, που συνοδεύτηκε από κινητοποιήσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Έρικ Γκάρνερ, του οποίου οι τελευταίες λέξεις ήταν επίσης: «I can’t breathe», πριν τον πνίξουν οι αστυνομικοί μπροστά στην κάμερα. Η εικόνα λοιπόν του (δηλωμένου ρατσιστή) μπάτσου να πατά στο λαιμό μέχρι θανάτου έναν μαύρο πολίτη, που έκανε όλη τη Γη να ανατριχιάσει, δεν είναι ούτε καινούργια ούτε πρωτοφανής για τις ΗΠΑ. Είναι η επίσημη κρατική πολιτική.
Το ενδεχόμενο ενός νέου ξεσπάσματος της αφροαμερικανικής κοινότητας ήταν τόσο εδραιωμένο, που ο ίδιος ο Τραμπ «έσπευσε να προλάβει» την κατάσταση πριν εξελιχθεί, γράφοντας ότι «θα απονεμηθεί δικαιοσύνη». Η δήλωση αυτή ήρθε να απαντήσει ακριβώς στο βασικό ζήτημα: Εάν θα διωχθούν οι αστυνομικοί, αν θα καταδικαστούν και, τέλος, αν θα καταδικαστούν με ικανοποιητική ποινή. Γύρω από αυτό το ζήτημα εξελίσσονται τόσο οι κινητοποιήσεις, όσο και ο δημόσιος διάλογος. Η έκβαση της δίκης έχει πάρει σημαντική πολιτική διάσταση και αναμένεται να σηματοδοτήσει την πολιτική των ΗΠΑ για τα επόμενα χρόνια.
Αμέσως μετά τη δολοφονία του Φλόιντ ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις στη Μινεάπολη, οι οποίες γρήγορα βγήκαν εκτός ελέγχου, καθώς η αστυνομία δεν μπόρεσε να τις αντιμετωπίσει. Όπως παραδέχθηκε ο δήμαρχος της πόλης: «Ειλικρινά δεν έχουμε τους αριθμούς. Απλά είναι περισσότεροι από εμάς». Το κτήριο της εθνοφρουράς και το αστυνομικό τμήμα παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ ταυτόχρονα οι διαδηλώσεις επεκτείνονται σε μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, όπως Νέα Υόρκη, Κεντάκι, Ουάσινγκτον, Λος Άντζελες, Ατλάντα, Μινεσότα κτλ.
Οι διαδηλώσεις αποκτούν παναμερικανικό χαρακτήρα – αιφνιδιασμός του Τραμπ, αμηχανία στους Δημοκρατικούς
Από το βράδυ του Σαββάτου 30 Μάη, οι διαδηλώσεις μαζικοποιούνται ραγδαία φτάνοντας σε όγκο τις δεκάδες χιλιάδες, επεκτείνονται σε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ (μέχρι και στο Τέξας) και φτάνουν μπροστά στην πόρτα του Λευκού Οίκου! Ενώ αρχικά ο Τραμπ δημόσια επέκρινε τους Δημοκρατικούς κυβερνήτες για «χαλαρότητα» και τους καλούσε να πυροβολήσουν τους διαδηλωτές, ο ίδιος θρασύδειλα όταν έφτασαν στην πόρτα του κρύφτηκε στο καταφύγιό του! Είναι εύκολο να απαιτείς από τους άλλους να «καθαρίσουν», αλλά δύσκολο να αναλάβεις εσύ μια τέτοια ευθύνη…
Όλα τα πολιτικά δεδομένα δείχνουν ότι υπήρξε υποτίμηση των κινητοποιήσεων και αιφνιδιασμός από τη συμμετοχή χιλιάδων λευκών αμερικανών εργαζομένων, που στενάζουν από τις εκατομμύρια απολύσεις, την ανεργία, τη φτώχεια, την έλλειψη περίθαλψης. «Λευκά σκουπίδια» αποκαλούνται οι γκετοποιημένοι λευκοί στις ΗΠΑ και αποτελούσαν προνομιακό εκλογικό κοινό για τον Τραμπ. Η συνένωση στο δρόμο συνολικά του αμερικανικού λαού διεύρυνε τον χαρακτήρα του κινήματος, προκαλώντας διάσπαση στο επιτελείο του Τραμπ. Και αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια οι Ρεπουμπλικανοί είχαν καταφέρει να πλαγιοκοπήσουν τις Δημοκρατικές αφροαμερικάνικες ψήφους και αρχικά ελπίζανε σε μια διαχείριση της κατάστασης ενόψει εκλογών.
Η μαζική είσοδος του «μέσου Αμερικάνου» στο δρόμο συνδυάστηκε με ένα ξέσπασμα οργής και συγκρούσεων, εισβολών σε καταστήματα, επιθέσεων σε αστυνομικά τμήματα και δημόσιους στόχους. Έπεσαν νεκροί τουλάχιστον πέντε διαδηλωτές και δύο αστυνομικοί. Υπήρξαν πολλοί πυροβολισμοί ενάντια σε διαδηλωτές, αλλά και κάποιοι πυροβολισμοί ενάντια σε αστυνομικούς. Επίσης υπήρξε η πρακτική περιπολικά να παρασέρνουν διαδηλωτές. Ούτε η Εθνοφρουρά ούτε η απαγόρευση κυκλοφορίας κατάφεραν να λυγίσουν το κίνημα.
Πλέον οι διαδηλώσεις έχουν πάρει παναμερικανικό χαρακτήρα και διαπερνούν ολόκληρη την κοινωνία των ΗΠΑ. Σταρ κατεβαίνουν στους δρόμους, αστυνομικοί ενώνονται με τους διαδηλωτές, στις φτωχογειτονιές οι πληβείοι κάθε χρώματος ενώνονται στο δρόμο. Το Παρίσι σείεται από ογκώδη διαδήλωση αλληλεγγύης, που θρυμματίζει την απαγόρευση. Οι διαδηλωτές απαιτούν δικαιοσύνη και για τον Ανταμά Τραορέ, θύμα της γαλλικής αστυνομίας. Οι διαδηλώσεις ακολουθούν το δίπολο: μαζική διαμαρτυρία τη μέρα, μαζικές συγκρούσεις τη νύχτα. Εμφανίζονται όλα τα σημάδια της πολιτικής ανωριμότητας του κινήματος, λόγω της έλλειψης υποκειμενικού παράγοντα, όμοια και με άλλες χώρες.
Είναι πέρα για πέρα βέβαιο ότι η εκτεταμένη φτωχοποίηση και η ανεργία συνδυάστηκε με την αντιμετώπιση των εργαζόμενων ως αναλώσιμων κατά τη διάρκεια της πανδημίας (κάτι που δικαίως έχει χρεωθεί στον Τραμπ προσωπικά) και με την αστυνομική βαρβαρότητα. Το εκρηκτικό αυτό κοινωνικό μίγμα βρήκε έκφραση από τα λόγια «ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΝΑΣΑΝΩ». Το κίνημα αυτό σηματοδοτεί τη διεύρυνση του κοινωνικού ρήγματος και την αναζήτηση πολιτικής ανάσας έξω από τα όρια του πολιτικού συστήματος. Σηματοδοτεί την είσοδο του λαϊκού κινήματος της χώρας στο ανομοιογενές κύμα όξυνσης της ταξικής πάλης, που εκδηλώνεται παγκόσμια.
Αυτό το γεγονός είναι που κάνει δύσκολη και τη θέση των Δημοκρατικών. Ενώ θα περίμενε κανείς να είναι «βούτυρο στο ψωμί τους», υπάρχει μεγάλη δυσκολία να εκμεταλλευτούν και να αφομοιώσουν το κίνημα, καθώς οι παραινέσεις τους να εξωθηθεί σε ανώδυνα μονοπάτια συστημικών προτάσεων έχει πέσει στο κενό. Ένα μεγάλο μέρος της μαύρης κοινότητας αλλά και γενικά του λαού γεύτηκε την πικρή «Αλλαγή» του Ομπάμα, η οποία επέφερε έξαρση της φτώχειας και της αστυνομικής βίας, και δεν πιστεύει πλέον σε αυτή. Όλα αυτά εξηγούν γιατί ο Μπάιντεν δεν έχει βγει δυναμικά - και περισσότερο πολιτικά δρουν οι χολιγουντιανοί σταρ, οι καλλιτέχνες, οι αθλητές, δημοφιλείς εταιρίες κτλ.
Πολιτική καταστολής – το πολιτικό ρήγμα διευρύνεται στην κορυφή
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, το επιτελείο Τραμπ πήρε τη μοναδική απόφαση που μπορούσε να πάρει λόγω της φύσης του: όξυνση της καταστολής. Διέλυσε μια διαδήλωση για να προσευχηθεί στο «Παρεκκλήσι των Προέδρων», έδωσε εντολή στο στρατό να είναι σε ετοιμότητα καταστολής και προχώρησε σε ρελάνς φασιστικών δηλώσεων. Ανακήρυξε το «Antifa» σε τρομοκρατική οργάνωση, μια αρνητική εξέλιξη που αφορά το λαϊκό κίνημα σε όλο τον κόσμο.
Στο ανάκρουσμα αυτών, αντίρροπες τάσεις εμφανίστηκαν. Από τον μακελάρη Μπους που αναγνωρίζει τη «χρόνια αποτυχία» των ΗΠΑ στο ζήτημα μέχρι και σε στελέχη της αστυνομίας, της Εθνοφρουράς και του στρατού που αρνήθηκαν να υπακούσουν και παραιτήθηκαν. Ο υπουργός Άμυνας "έκοψε" την αποστολή 500 στρατιωτών στην Ουάσινγκτον. Ήδη διαφαίνεται η χάραξη μας «μεταρρυθμιστικής» διακομματικής συναινετικής γραμμής, που υπερβαίνει το εκλογικό δίπολο Τραμπ-Μπάιντεν. Κάτι που δεν είναι καινούργιο στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Η αστική τάξη δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει ότι το ζήτημα πλέον αφορά τη συνολική σχέση κυριαρχίας της πάνω στο λαό της.
Η αμφισβήτηση αυτής της κυριαρχίας από τον ενωμένο στο δρόμο αμερικάνικο λαό είναι η καλύτερη υπηρεσία για το λαϊκό κίνημα όπου Γης, που πήρε αυτές τις μέρες μια βαθιά ανάσα ριζοσπαστικοποίησης, από ένα μεγαλειώδες κίνημα που γεννήθηκε μέσα στο σώμα του κήτους. Τη στιγμή που το παγκόσμιο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα εφορμά ενάντια στους λαούς, αποδείχθηκε μέσα στο ίδιο του το κέντρο ότι βρισκόμαστε σε εποχή ξεσηκωμών.