Δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος του άρθρου του σ. Βασίλη Σαμαρά πάνω στο ζήτημα της Κοινής Δράσης. Λόγω της έκτασής του το άρθρο θα δημοσιευθεί σε δυο συνέχειες.
Πριν ένα διάστημα έγινε από την μεριά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μια πρόταση για την Κοινή Δράση. Άνοιξε έτσι μια συζήτηση στην οποία παρέμβηκαν μια σειρά πολιτικές δυνάμεις, τοποθετούμενες η κάθε μια με τον δικό της τρόπο. Από τη μεριά μου είχα την πρόθεση να παρέμβω. Μεσολάβησαν, ωστόσο, κάποιες τοποθετήσεις μας μέσα από τις σελίδες της Προλεταριακής Σημαίας, οι οποίες έθεταν το ζήτημα στη σωστή του βάση και το κάλυπταν με ουσιαστικό τρόπο. Έτσι σκέφτηκα ότι «περίσσευε» και μια δική μου τοποθέτηση και την άφησα στο «συρτάρι». Το ζήτημα, ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει και εκτιμώ ότι θα υπάρχει και θα απασχολεί το κίνημα για πολύ καιρό ακόμη.
Πολύ περισσότερο που το διάστημα που μεσολάβησε έδωσε πρόσθετες απαντήσεις πάνω στο πώς πραγματικά το αντιμετωπίζει η κάθε πλευρά, ανεξάρτητα από το τι διακηρύσσει. Ας τα βάλουμε όμως σε μια σειρά.
Όλοι «είμαστε με την Κοινή Δράση»
Αν έπαιρνε κανείς τοις μετρητοίς τις προτάσεις και δηλώσεις των διάφορων πλευρών, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι όλοι, πλέον, «είμαστε με την Κοινή Δράση».
Το ΚΚΕ «είναι» με την Κοινή Δράση. Υπό τον όρο «φυσικά» αυτή να εκδηλώνεται αποκλειστικά και περιχαρακωμένα μέσω του ΠΑΜΕ και των άλλων σχημάτων που ελέγχονται απότο ΚΚΕ και προωθούν τη γραμμή του.
Η ΛΑΕ «είναι παγίως, αμεταθέτως και διαχρονικά με την Κοινή Δράση», μόνο που αυτή θα πρέπει να εντάσσεται και να υπηρετεί την κατεύθυνση της «εναλλακτικής πολιτικής λύσης» και του μεταβατικού της προγράμματος.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «είναι με την Κοινή Δράση», η οποία, ωστόσο, έχει νόημα γι’ αυτήν μόνο αν εντάσσεται στην τροχιά του «ενιαίου αντικαπιταλιστικού» της προγράμματος.
Κάποιες δυνάμεις του χώρου «είναι» με την Κοινή Δράση των …άλλων, ενώκάποιες άλλες, έχοντας μια ιδιόμορφα «εκλεκτική» αντίληψη για την Κοινή Δράση, είναι κι αυτές «υπέρ» αλλά κατά κανόνα από …απόσταση ασφαλείας.
Οι διάφορες τάσεις της αναρχοαυτονομίας είναι με την Κοινή Δράση όσων …προσχωρούν στις απόψεις και την λογική τους.
Ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως εκφράζεται στο ζήτημα αυτό μέσω της νεολαίας του, «είναι με την Κοινή Δράση». Αρκεί αυτή να μην αντιπαρατίθεται, αλλά να στηρίζει τη «μάχη» που δίνει η «κυβέρνηση της Αριστεράς» με τους «θεσμούς».
Όσο για την «Πλεύση Ελευθερίας» δεν τίθεται θέμα, μια και η Ζωή αποτελεί Κοινή Δράση από μόνη της (ενδεχομένως να επιτρέψει προσχωρήσεις).
Δολιχοδρομίες
Τι σημαίνουν όλα αυτά και στη συνάρτησή τους με το πώς αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται στην πράξη το ζήτημα;
Πρώτο και οφθαλμοφανές, ανεξάρτητα από το τι λένε, διακηρύσσουν ή «προτείνουν», το μόνο που δεν εννοούν πραγματικά και δεν διατίθενται να προωθήσουν είναι η λογική της Κοινής Δράσης.
Κοινή Δράση ως όρος και ως έννοια σημαίνει πολύ απλά την σύμπραξη (σ’ αυτό ή εκείνο το πεδίο, σ’ αυτόν ή εκείνο τον βαθμό) δυνάμεων που κατά τα άλλα έχουν διαφορετικές απόψεις. Όταν, λοιπόν, μια πολιτική δύναμη θέτει ως όρο «κοινής δράσης» την αποδοχή της συνολικής πολιτικής της πλατφόρμας γνωρίζει πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από τις άλλες δυνάμεις (όσες τουλάχιστον έχουν μια στοιχειώδη πολιτική υπόσταση).
Δεύτερο, καμιά από αυτές τις δυνάμεις δεν μπορεί πλέον να προσπεράσει και να απορρίψει ανοιχτά την αναγκαιότητα της Κοινής Δράσης. Εκείνο που τις εξαναγκάζει να υιοθετούν (στα λόγια πάντα και μόνο) μια τέτοια άποψη είναι η αντικειμενική βάση της αναγκαιότητας της Κοινής Δράσης. Αυτό που διεμβολίζει την λογική και τις γραμμές τους είναι η αναγκαιότητα της ευρύτερης δυνατής συσπείρωσης και κινητοποίησης των εργαζομένων και της νεολαίας απέναντι στην επίθεση που δέχονται από τη μεριά του συστήματος.
Τρίτο, η εξήγηση για την τέτοια αντιμετώπιση του ζητήματος από μεριάς τους βρίσκεται στην πολιτική τους γραμμή, τις πολιτικές τους επιδιώξεις. Αυτές που κινούνται πάνω στον καμβά διαμορφωμένων εδώ και χρόνια αντιλήψεων, τις οποίες ούτε μπορούν ούτε και θέλουν να τις ξεπεράσουν. Αντιλήψεις με βάση τις οποίες η λογικήτης Κοινής Δράσης αντιμετωπίζεται σαν «ξένη» και «εχθρική» ως προς αυτές. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, έχουν και την πίεση που προαναφέρθηκε. Αν λοιπόν καταφεύγουν σε τεχνάσματα «αποδοχής» είναι αφενός γιανα εκτονώσουν την πίεση αυτής της αντικειμενικής αναγκαιότητας και αφετέρου για να μπορούν να συνεχίσουν το ψάρεμα στα θολά νερά (και δυστυχώς είναι πολύ θολά τα νερά εδώ και πολλά χρόνια).
Κοντολογίς, όπως είχαν παλιότερα (και συνεχίζουν να έχουν) ο καθένας την δική του «ενότητα της Αριστεράς», με τον ίδιο τρόπο έχουν, πλέον, και τη δική τους Κοινή Δράση «ιδιωτικού χαρακτήρα» και χρήσης.
Γεννιέται ωστόσο το ερώτημα: Διδάχτηκαν, άραγε, τίποτα από τις δραματικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων (για να μην πάμε πιο πίσω); Τους περνάει, άραγε, καθόλου από τη σκέψη η ιδέα μιας, στοιχειώδους έστω, αυτοκριτικής, που, κατά τα άλλα, την έχουν καραμέλα; Πρόσφατα ένας σύντροφος σχολιάζοντας τη στάση των αναρχικών απέναντι στο ζήτημα είπε πως «αυτοί δεν δίνουν λογαριασμό ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό για ό,τι λέγαν και κάναν μόλις χτες». Το δυστύχημα είναι ότι μια τέτοια λογική δεν την συναντάμε μόνο στους αναρχικούς.
Αν εξετάσει κανείς τις διάφορες εξηγήσεις, ερμηνείες, εκτιμήσεις κ.λπ. για την πορεία των πραγμάτων, θα δει ότι σε μεγάλο βαθμό επικεντρώνονται στην «ασυνέπεια», την «προδοσία», τον καιροσκοπισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Περίμεναν κάτι άλλο; Μάλλον. Μόνο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεσε απότον ουρανό. Η ανάδειξη, η ισχυροποίησή του υπήρξε έκφραση και αποτέλεσμα συγκεκριμένων αντιλήψεων και αυταπατών. Αντιλήψεων που κυριάρχησαν στο χώρο της Αριστεράς για δεκαετίες και που βρήκαν πεδίο δράσης στη λεγόμενη μνημονιακή περίοδο. Μια εξέλιξη που τροφοδοτήθηκε και ενισχύθηκε από την πολιτική του συνόλου σχεδόν των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά. Τα αποτελέσματα τα βιώνουμε ήδη. Διδάχτηκαν, μπορούν ή και θέλουν να διδαχτούν τίποτα από όλα αυτά ή μήπως ζητάμε πολλά;
«Διαβασμένοι» και «αδιάβαστοι»
Ας ξεκινήσουμε («σεβόμενοι την ιεραρχία») από το ΚΚΕ. Είναι, ίσως, η μόνη από αυτές τις δυνάμεις που η ηγεσία της «διδάχτηκε» κάτι.
Για την ακρίβεια ήτανε «διαβασμένη» από τα πριν. Αντιλαμβάνεται (όσο και όπως) ότι στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχει χώρος για έναν ρεφορμισμό που γνώρισε «ημέρες δόξας» πριν μερικές δεκαετίες. Ότι αν υπάρχει σήμερα ρόλος, αυτός είναι ανάλογος αυτού που ανέλαβε π.χ. ο Ντ’ Αλέμα στην Ιταλία ή ο …ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας. Ένας ρόλος που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από τον κόσμο που συσπειρώνει με βάση ένα ορισμένο προφίλ. Έτσι, ο καμβάς στον οποίο επέλεξε να κινείται είναι αυτός της αυτοσυντήρησης εν αναμονή ευνοϊκότερων συνθηκών. Σ’ αυτή τη βάση, η ανάπτυξη μιας «ταξικής-κομμουνιστικής» ρητορείας αποτελεί το μέσο θωράκισης των γραμμών του απέναντι στις πιέσεις που δέχεται από τα δεξιά και τ’ αριστερά. Ταυτόχρονα, και όσον αφορά το πεδίο της δράσης, επιλέγει την προώθηση κινήσεων μόνο και εφόσον μπορούν να είναι αυστηρά ελεγχόμενες και περιχαρακωμένες.
Η ηγεσία του ΚΚΕ αποφεύγει την εμπλοκή της σε ευρύτερες κινηματικές διαδικασίες, όχι τόσο λόγω σεχταρισμού, όπως κριτικάρεται από ορισμένους, αλλά για δύο κυρίως λόγους.
Πρώτο,γιατί φέρνουν σε επαφή τα μέλη και τους οπαδούς της με τις πραγματικές ανάγκες του κινήματος, τις ιδέες και τους προβληματισμούς που το διατρέχουν και από τις οποίες κινδυνεύουν να «μολυνθούν».
Δεύτερο, γιατί η ανάπτυξη κοινής δράσης ευρύτερων δυνάμεων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές αναμετρήσεις με τις δυνάμεις του συστήματος. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, είναι το τελευταίο που θα ‘θελε η ηγεσία του ΚΚΕ. Αυτή της η επιλογή είναι και το κυριότερο από τα «μηνύματά» της στο σύστημα, καθώς σταθερά φροντίζει να καταδείχνει ότι το ΚΚΕ ήταν και παραμένει «σοβαρό» και «υπεύθυνο» κόμμα. Ακριβώς επειδή το ΚΚΕ ήταν και παραμένει ένα ρεφορμιστικό κόμμα σε «αναμονή ρόλου».
Ας περάσουμε,όμως, στη ΛΑΕ. Σ’ αυτούς που «εξαπατήθηκαν» από τον …Τσίπρα. Επίλεκτα στελέχη του θιάσου και με καθοριστικό ρόλο στην επιχείρηση παγίδευσης του λαού, στην αυταπάτη της «Αριστερής κυβέρνησης».
Θρασύτατα, πλέον, και χωρίς στοιχειώδη συναίσθηση των ευθυνών τους εμφανίζονται ως η «λύση».
Σχεδιάζουν «Μέτωπα» (από το ΚΚΕ μέχρι τη «Χριστιανική Δημοκρατία») και «πολυδιάστατες» εξωτερικές πολιτικές (από τη Μόσχα μέχρι το Πεκίνο), χωρίς ούτε και οι ίδιοι να τα πιστεύουν.
Αυτό που «πιστεύουν» και αυτό που τους απασχολεί είναι η πολιτική τους επιβίωση. Το πλασάρισμά τους στο πολιτικό προσκήνιο. Η διεκδίκηση ενός κάποιου ρόλου.
Άσε που είμαστε σε περίοδο ευρύτερων ανακατατάξεων και ανασχηματισμών, στους οποίους φιλοδοξούν να συμμετάσχουν διεκδικώντας θέσεις και ρόλους.
Το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά έχουν μια προϋπόθεση: Την είσοδο στη Βουλή. Μόνο που οι οιωνοί δεν είναι και τόσο ευχάριστοι. Ήδη η Ζωή αποφάσισε να «πλεύσει» προς την «ελευθερία» της (και πολύ το «καθυστέρησε»). Χρειάζεται, λοιπόν, να κοιτάξουν και «αλλού». Ιδιαίτερα προσβλέπουν στην περίπτωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (υπάρχει, άλλωστε, και το προηγούμενο των τελευταίων εκλογών).
Αναμένονται, λοιπόν, σκληρές «ιδεολογικοπολιτικές» διαπραγματεύσεις. Τόσο πιο έντονες όσο θα προσεγγίζουμε το σημείο βρασμού:τις εκλογές. Όσο για την κοινή δράση; Α, ναι, είναι κι αυτή. Παρ’ ολίγον να την ξεχάσουμε!
Είναι, βέβαια, και η Ζωή. Η οποία, ωστόσο, στο μόνο που κατά το μάλλον θα μπορούσε να συναινέσει θα ‘ταν να τους δεχτεί «υπό τη σκέπη της». Ειδάλλως θα πλεύσει μόνη της προς τη Βουλή. Δεν αποκλείεται και να τα καταφέρει. Εδώ τα κατάφερε ο Λεβέντης. Γιατί όχι και η λεβέντισσα.
Η περίπτωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η περίπτωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ήταν, άλλωστε, με δική της πρωτοβουλία που άνοιξε τότε η σχετική συζήτηση.
Από τη μεριά μας δεν προσπερνάμε καθόλου το ότι στα πλαίσιά της κινείται ένας κόσμος. Ιδιαίτερα νεολαία με αγωνιστικές διαθέσεις. Τέτοιες, μάλιστα, που εκδηλώνονται έμπρακτα σε πολλές περιπτώσεις, ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε πάντα με τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά.
Ούτε το ότι στα πλαίσιά της εκδηλώνονται αντιθέσεις ανάμεσα σε μια «κοινοβουλευτική», ας την πούμε έτσι, κατεύθυνση και σε τάσεις που προσβλέπουν σε μια αυτόνομη παρουσία και δράση στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι το κατά πόσο αυτές αποτελούν απλά διαφορές τακτικής μιας -υπαρκτής- κοινής ανάμεσά τους ιδεολογικής και πολιτικής βάσης ή εκφράζουν δυο ουσιαστικά και αδιαπραγμάτευτα αντίθετες πολιτικές κατευθύνσεις.
Από τη μεριά μας θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σαν θετικές (και αποδεκτές) τις αναφορές που γίνονται από την πλευρά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
Στην αναγκαιότητα της πάλης γιατην ανατροπή (ανακοπή) της επίθεσης του συστήματος.
Την αναζωογόνηση του κινήματος ή, όπως θα το θέταμε από τη μεριά μας, την κατεύθυνση ανασύστασης, ανασυγκρότησης, ανάπτυξης των μετώπων πάλης του λαού.
Την ανατροπή (διαφοροποίηση) μέσα από την πάλη των ολότελα αρνητικών σήμερα συσχετισμών.
Την προώθηση αυτών των κατευθύνσεων μέσα από την Κοινή Δράση, καθώς, μάλιστα, μπορούν αυτές να αποτελούν και την κοινή βάση αυτής της δράσης.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα αντιμετωπίζαμε θετικά και τις αναφορές στην αναγκαιότητα συμπόρευσης, συντονισμού και συνεργασίας, «κοινού πολιτικού βηματισμού» σε αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική, αντιδιαχειριστική λογική. Την επικοινωνία, το διάλογο αλλά και την αντιπαράθεση απόψεων, έτσι ώστε συνολικά παρμένη αυτή η διαδικασία να λειτουργεί σαν (όπως αναφέρεται) το «εργαστήρι» διαμόρφωσης όρων για τα παραπέρα βήματα του κινήματος.
Όλα αυτά, ωστόσο, ακυρώνονται όταν τίθεται ως όρος η αποδοχή της συνολικής πλατφόρμας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Βεβαίως αποτελεί δικαίωμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διαμορφώνει και να προωθεί μια ολοκληρωμένη και αυτοτελή δική της πολιτική πλατφόρμα. Απότο σημείο,όμως, αυτό μέχρι το να την εμφανίζει σαν πρόταση κοινής δράσης υπάρχει μια απόσταση που δεν μπορεί να τη γεφυρώσει κανένα τερτίπι.
Χώρια που αποτελεί και έκφραση διαστροφής εννοιών. Η Κοινή Δράση υφίσταται ως όρος και έννοια ακριβώς για να υποδηλώνει τη δυνατότητα σύμπραξης στους όποιους κοινούς στόχους δυνάμεων που, κατά τα άλλα, έχουν διαφορετικές συνολικές ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις. Η πιο καλή, ίσως, απάντηση στο ζήτημα έρχεται εκ των «ένδον». Γράφει λ.χ. ο Γ. Ελαφρός σχολιάζοντας την τοποθέτηση της ΛΑΕ γι’ αυτό το ζήτημα. «Η πρόταξη της πολιτικής συνεργασίας και μάλιστα χωρίς πολιτικές προϋποθέσεις την ώρα της επείγουσας Κοινής Δράσης στο κίνημα αποτελεί πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα». Πολύ σωστά. Αλλά αν ισχύει κάτι τέτοιο για την ΛΑΕ, γιατί δεν ισχύει και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Τι υπηρετούν, λοιπόν, αυτές οι δολιχοδρομίες και, σε τελευταία ανάλυση, σε ποιους απευθύνονται, τι προσδοκούν και πού στοχεύουν;
Απευθύνονται λ.χ. στο ΚΚΕ; Έχουν, δηλαδή, την αυταπάτη ότι μπορεί η ηγεσία του ΚΚΕ να «συγκινηθεί» από τις προτάσεις τους; Ή μήπως τους ενδιαφέρει η ΛΑΕ και σε ποια βάση; Ευελπιστούν, δηλαδή, ότι μπορεί να φέρουν τη ΛΑΕ στον «ίσιο δρόμο» ή μήπως διατίθενται να κάνουν οι ίδιοι τα κατάλληλα σκόντα;
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες δυνάμεις στον ευρύτερο χώρο, στις οποίες και προφανώς απευθύνονται. Μόνο που η πολιτική βάση όσο και η μεθόδευση του εγχειρήματος θέτουν σοβαρά ερωτήματα ως προς το τι είναι αυτό που πραγματικά επιδιώκεται.
Ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ακόμη απόπειρα διαμόρφωσης όρων και σε αναφορά με το πολυπόθητο 3% και τα «ευεργετήματά» του. Ότι αυτό που επιδιώκεται να διαμορφωθεί δεν είναι το «εργαστήριο» που αναφέρει ο Δραγανίγος, αλλά το εφαλτήριο που -ευελπιστούν- ότι θα εκτινάξει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη «μεγάλη σκηνή».
«Υποψιασμένοι» αλλά όχι ακριβώς
Ας υποθέσουμε,όμως, ότι τα «καταφέρνουν» (πολύ δύσκολα, βέβαια, αλλά με τις «κατάλληλες συμμαχίες», πού ξέρεις;). Το ζήτημα είναι σε τι θα απαντάει ένα τέτοιο «επίτευγμα»;
Και εδώ ας σταθούμε σε ένα ζήτημα που έθεσε στο ίδιο κείμενο ο Δραγανίγος: «Δεν αρκεί, για παράδειγμα, να προβάλλουμε την αναγκαιότητα των στόχων του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, πρέπει και να αποδεικνύουμε πιο πειστικά τηδυνατότητα και τις προϋποθέσεις υλοποίησής τους. Δεν είναι κανείς «ανυποψίαστος» για να φαντάζεται μια εύκολη και ομαλή πορεία». Δεν ξέρουμε πότε άρχισαν να γεννιούνται και τέτοιου είδους «υποψίες» στους ιθύνοντες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ θα έλεγε κανείς.
Το ζήτημα είναι αν όντως και τι ακριβώς έχουν «υποψιαστεί». Ποια ζητήματα θέτει κάτι τέτοιο, ποιους δρόμους και πολιτικές αντιμετώπισής τους υπαγορεύει. Εκτός κι αν με το θάμβος των μεγάλων οραμάτων θεωρήσουν για άλλη μια φορά ότι κάτι τέτοιο θα «καθυστερούσε» την εκτίναξή τους στα μεγάλα και υψηλά.
Όπως και να ‘χει, από τη μεριά μας δεν ήμασταν και δεν είμαστε «ανυποψίαστοι». Γι’ αυτό, άλλωστε, απορρίπταμε όλες εκείνες τις συνταγές «ταχύρρυθμης ανάπτυξης». Γι’ αυτό και αντιταχθήκαμε αποφασιστικά σ’ όλες τις αυταπάτες που κέρδισαν έδαφος και αναδείχτηκαν σε κυρίαρχη τάση ιδιαίτερα μέσα από τις «πλατείες». Γι’ αυτό και αντιπαρατεθήκαμε σ’ όλες εκείνες τις αντιλήψεις που οδήγησαν μια σειρά δυνάμεις να λειτουργήσουν σαν συνειδητοί ή «άτυποι» συντελεστές της «αριστερής διεξόδου». Κατανοούσαμε πολύ καλά το πού θα οδηγούσαν όλα αυτά. Σε τι θα «απαντούσαν» και σε τι δεν θα απαντούσαν. Σε ποιες απογοητεύσεις θα οδηγούσαν. Ποιες επιπτώσεις θα είχαν όλα αυτά στις συνειδήσεις, τις διαθέσεις, το ηθικό των λαϊκών μαζών. Ποιες συνέπειες θα είχαν για το κίνημα. Γι’ αυτό και επιμένουμε στις απόψεις και εκτιμήσεις μας, γι’ αυτό και επιμένουμε σε μια ορισμένη λογική αντιμετώπισης των ζητημάτων που αναδείχνει η πραγματικότητα και των απαιτήσεων που θέτει. Γι’αυτό και επιμένουμε στην αναγκαιότητα οικοδόμησης του Μετώπου Αντίστασης, μέσα από την Κοινή Δράση και με στόχο την αντιμετώπιση της επίθεσης των δυνάμεων του συστήματος.
Μια κατεύθυνση που κατά καιρούς έχει κριτικαριστεί (έως και χλευαστεί) σαν «ολίγη», «φτωχή», «χωρίς ευρύτερους ορίζοντες» και άλλα τέτοια ηχηρά. Αλλά αν από τη μεριά μας επιμένουμε σ’ αυτήν, δεν είναι καθόλου επειδή δεν έχουμε ή δεν θέτουμε και ευρύτερους στόχους. Ούτε επειδή μας είναι δύσκολο να πάρουμε μερικές κόλλες χαρτί και μολύβι και να σκαρώσουμε με τη σειρά μας «εμπνευσμένες αφηγήσεις» και «προγράμματα» του αέρος. Είναι επειδή έχουμε επίγνωση της πραγματικότητας. Είναι επειδή θέλουμε να έχουμε τα ποδάρια μας σ’ αυτήν. Είναι επειδή αυτή η πραγματικότητα, χρόνια τώρα, επιμένει να επιβεβαιώνει τις «υποψίες» μας.
Βασίλης Σαμαράς
Η συνέχεια και το τέλος του άρθρου θα δημοσιευθούν στο επόμενο φύλλο της ΠΣ