Ολοένα και περισσότερο, ολοένα και με μεγαλύτερη ένταση πληθαίνουν οι απάνθρωπες και αδίστακτες προσπάθειες της κυβέρνησης, με στόχο την αγριότερη καταλήστευση των εργαζομένων και την πλήρη παράδοση του στις διαθέσεις του κεφαλαίου. Τώρα, στης ακρίβειας τον καιρό, η οικονομική κρίση εντείνεται, η φτώχεια σκέπει τα πάντα, η εξαθλίωση γενικεύεται. Κατά τα άλλα, εκσυγχρονιζόμαστε! Με τα κέρδη των τραπεζών και των ασφαλειών να ανέρχονται με γεωμετρική πρόοδο, την αποβιομηχάνιση να διογκώνεται και ο μεταπρατικός, υπεργολαβικός και μεσιτικός χαρακτήρας της οικονομίας να πρωταγωνιστεί. Από την άλλη, βάλλονται όλα τα οικονομικά, ατομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα του λαού μας. Ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης και μαύρη εργασία, και ο κατάλογος αυτός έχει μόνο αρχή και όχι τέλος. Το κεφάλαιο τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα. Σωρεία προβλημάτων που καιρό τώρα ξεπέρασαν κι αυτά ακόμα τα όρια τους και προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις, πορείες χιλιάδων διαδηλωτών, και ξεσπάσματα.
Μέσα σ’ όλα αυτά, κάθε μορφή κοινωνικής και πολιτιστικής δραστηριότητας γίνεται μπίζνες που προσδοκά να βγάλει κέρδη, προσαρμόζοντας και προβάλλοντας γι’ αυτό το σκοπό πολιτιστικά πρότυπα, καλούπια και μεθόδους. Η πολιτιστική βιομηχανία ανθεί και μαζί της ένας πολιτισμός διεφθαρμένος παρακμιακός και απροσανατολιστικός. Κάθε λίγο και λιγάκι, στο Σύνταγμα και στην πλατεία Αριστοτέλους στήνονται εκδηλώσεις του στυλ «όλη η πόλη μια παρέα», ή «όλη η πόλη μια κερκίδα».
Μια εικονική πραγματικότητα που αταξικά ισοπεδώνει τις κοινωνικές ανισότητες και έρχεται σε διάσταση με τις πραγματικές ανάγκες και τα όνειρα των λαϊκών στρωμάτων. Κι όμως οι πόλεις μας δεν χωράνε τα όνειρα όλων. Οι δικές μας ανάγκες και προβλήματα δεν τσουβαλιάζονται μ’ εκείνα της μειοψηφίας του πλούτου. Τα δικά μας όνειρα δεν συναντιούνται και δεν σμίγουν πουθενά με εκείνα του κεφάλαιου και των υπηρετών του. Ο δικός τους πολιτισμός κατοικεί στις βίλες και τις νέες αναβαθμισμένες περιοχές, ενώ ο δικός μας επιδεινώνεται ολοένα και περισσότερο στο άθλιο πρόσωπο των χώρων ζωής και ύπαρξης μας, στις δικές μας γειτονιές.
Αν ο πολιτισμός και η τέχνη είναι μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, απαντάται στο σύνολο των δραστηριοτήτων μας, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και διαμορφώνει την ποιότητα της ζωής μας. Είναι αυτονόητη η συμβολή του κόσμου της εργασίας στην εξέλιξη και ανάπτυξη του πολιτισμού και της τέχνης. `Ελεγε ο Μπρεχτ το 1955 όταν πήρε το βραβείο Λένιν για την ειρήνη «Το πιο σημαντικό μάθημα που έμαθα ήταν πως το μέλλον της ανθρωπότητας μπορεί να ιδωθεί μόνο από τα κάτω, από τη σκοπιά των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων. Μόνο όποιος αγωνίζεται μαζί τους αγωνίζεται για την ανθρωπότητα…». Να ποιος είναι ο δρόμος κάθε εργαζόμενου, να ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο του πολιτισμού, να ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη.
Αν κάποιος θα ήθελε να σκιαγραφήσει τις επιδιώξεις του κεφαλαίου για ένα πολιτιστικό γίγνεσθαι, «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα των συμφερόντων του, τις επιδιώξεις που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το πολιτιστικό τοπίο, θα παρατηρούσε:
Την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της τέχνης.
Τον ανταγωνισμό της «νεοφιλελεύθερης» οικονομίας.
Τον πολιτισμό της κονσέρβας και του προκάτ.
Τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο συγκεκριμένο τομέα.
Την αποκοπή της τέχνης από τον κοινωνικό της ρόλο.
Την κυρίαρχη άποψη για το περιεχόμενο του πολιτισμού και της τέχνης.
Την προλεταριοποίηση των καλλιτεχνών.
Το θεσμό των χορηγιών.
Το καθεστώς των εργαζομένων στον Πολιτισμό.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοφάνερη η αντιλαϊκή επέλαση του κεφάλαιου, ενάντια στην τέχνη, τον πολιτισμό και την πολιτιστική κληρονομιά. Όλα αυτά γίνονται εμπορεύσιμα μεγέθη, που πρέπει να πληρούν τις οικονομικές ντιρεκτίβες της στρατηγικής της Λισαβόνας για τον πολιτισμό. Ανακαλύπτεται ότι το πολιτιστικό κεφάλαιο είναι η νέα βάση του πλούτου, με την ίδια σημασία που έχουν η βαριά βιομηχανία και η γεωργία. Τα πολιτιστικά προϊόντα έχουν την ίδια οικονομική σημασία με τα πολύτιμα μέταλλα. Αυτές είναι διαπιστώσεις των κεφαλαιοκρατών δια στόματος των ντόπιων υποτακτικών τους. `Ετσι η δημόσια πολιτική, πάντα με τα λεγόμενα τους, πρέπει να χαραχθεί «δίνοντας κίνητρα, π.χ. μείωση φορολογίας, που να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη δημιουργικών εταιρειών των οποίων οι ιδέες είναι τα προϊόντα τους». Πολιτισμός και παιδεία αποτελούν ραγδαία αναπτυσσόμενους κλάδους, που συμβάλουν σημαντικά στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, συμβάλλουν ακόμη και στην ανάπτυξη κι άλλων τομέων της οικονομίας (π.χ. τουριστικό κεφάλαιο). Επέλαση λοιπόν του ιδιωτικού κεφάλαιου και συμπράξεις ιδιωτικού κεφάλαιου με το δημόσιο. Πρόκειται για έναν ξεκάθαρο ταξικό προσανατολισμό της εκμετάλλευσης του πολιτισμού. Όλα λοιπόν στο σφυρί για την ολοκληρωτική μετατροπή του πολιτισμού σε εμπορεύσιμο προϊόν.
Αρχαιολογικοί χώροι (π.χ αρχαία Ολυμπία), μουσεία (π.χ. μουσείο Ακρόπολης), κρατικά θέατρα, η λυρική σκηνή, παλιοί βιομηχανικοί χώροι που αναπλάσονται και μεταλλάσσονται σε πολιτιστικούς χώρους (π.χ. Γκάζι, Μύλος), παλιά κτίσματα που γίνονται εμπορικά κέντρα (π.χ. Μετοχικό Ταμείο Στρατού) όλα θυσία για την κερδοφορία του πολιτιστικού κεφαλαίου. Και όλα από «ντούρους» πατριώτες, ελληναράδες του κερατά, που έχουν καβαλήσει τον Βουκεφάλα του Μεγαλέξανδρου και κοτσάρουν την περικεφαλαία του Φίλιππου και του Περικλή. Δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε κάποιες άλλες εποχές, στην πολιορκία της τουρκοκρατούμενης Ακρόπολης από τους λαϊκούς αγωνιστές του Καραϊσκάκη. Τότε που είχαν τελειώσει τα βόλια των τούρκων και έσπαζαν τις κολόνες για να πάρουν το μολύβι να κάνουν βόλια, οι έλληνες τους έστειλαν βόλια για να σταματήσουν να καταστρέφουν τις αρχαιότητες.
Αν όλοι οι παραπάνω τομείς συνθέτουν την εικόνα του πνευματικού, λεγόμενου, πολιτισμού, καθόλου δεν πρέπει να υποτιμάται ο πολιτισμός της τεχνολογίας, που είναι η βάση του σύγχρονου θεάματος και ακροάματος και αποδίδει στο κεφάλαιο κολοσσιαία κέρδη. Μιλάμε για το σινεμά, cd, dvd, βίντεο, ίντερνετ, ΜΜΕ, ηλεκτρονικά παιχνίδια, συναυλίες, φεστιβάλ, συνέδρια και τόσα άλλα που συνθέτουν κερδοφόρες επιχειρήσεις και συνάμα σύγχρονους δρόμους αποπροσανατολισμού. Όλα αυτά πάντα μέσα από μια αταξική θεώρηση μια βιομηχανία ψευδαισθήσεων, που φυσικά χρειάζεται και τις κατάλληλες υποδομές. Εμπορικά κέντρα στην Ολυμπία από τη μια, αναπλάσεις, ανεγέρσεις, τουριστικές υποδομές, τηλεπικοινωνίες, ερευνητικά κέντρα, στούντιο και βάλε από την άλλη, πάντα σύμφωνα με τα προσδοκώμενα οικονομικά κέρδη. Στις περισσότερες φορές πρόκειται για παρασιτικές πλαισιώσεις του πολιτισμού, όπου για το πολιτιστικό προϊόν, που πρέπει να περπατήσει στην αγορά προβάλλεται μια ωραιοποιημένη βιτρίνα, αναζητήστε τη διαφήμιση, για να χτιστεί η ανάλογη «μούρη» που να δικαιολογεί και τις απρόσιτες για το λαό τιμές.
Περιττό να αναφερθεί ότι όλα αυτά θεσμοθετούνται στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς με βάση διαχείρισης ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Ένας ακήρυκτος πόλεμος συμφερόντων με κτυπήματα κάτω από τη μέση εξελίσσεται στην πολιτιστική βιομηχανία για τα μερίδια αγοράς. Κι ενώ πρόκειται για έναν νεοφιλελεύθερο αδίστακτο ανταγωνισμό, της περισσότερες φορές μοστράρεται σαν δήθεν υψηλής σημασίας πνευματικό ιδανικό. `Ετσι την ώρα που η ΕΕ καίγεται και τσουρουφλίζεται για ν’ αποσπάσει μερίδια στην αγορά από Αμερικάνικα και Ιαπωνικά συγκροτήματα, ανερυθρίαστα δηλώνει ότι «οι τέχνες και ο πολιτισμός έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν στη διατήρηση και την ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας και τρόπου ζωής» κι ακόμη «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει έναν ευρύ διάλογο για τη σημασία του πολιτισμού στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Επιχειρείται η επιβολή μιας ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας στους λαούς, ώστε να νιώθουν όλοι υπήκοοι του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πρόσφατα γίναμε μάρτυρες ενός τέτοιου ανταγωνισμού με τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περίπτωση της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων και φυσικά καθόλου τυχαία δεν ήταν η επιλογή της Θεσσαλονίκης σαν πολιτιστικής πρωτεύουσας το 1997. Μια επιλογή που προωθούσε τα ιμπεριαλιστικά σχέδια για το μοίρασμα των αγορών στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, τις ανακατατάξεις στο βαλκανικό χώρο και το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας.
Η ντόπια αστική τάξη και το όποιο ντόπιο κεφάλαιο προσπαθούν να μπουν στο χορό για κάνα κόκαλο, προβάλουν τη δικιά τους βιτρίνα και γελά και το παρδαλό κατσίκι, όχι όμως ο έλληνας φορολογούμενος. Η Θεσσαλονίκη ντύνεται βυζαντινή βασίλισσα, καμαρώνει σαν μητροπολιτικό κέντρο των Βαλκανίων, πριμοδοτεί σε εθνικιστικές κορώνες (Σκόπια) και ξεπουλάει ότι υπάρχει για να πάρει το κάτι τι της. Γίνεται κέντρο ενδιαφέροντος συνεδρίων, χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, χρηματιστηρίων, ξένων τραπεζών και παρατραπεζών, ενεργειακών και τηλεπικοινωνιακών δικτύων, οδών. Το χρηματιστικό, ψηφιακό και κατασκευαστικό κεφάλαιο στην απογείωση τους.
Στο μεγάλο φαγοπότι του πολιτισμού, ακόμα και τα σκάνδαλα υποτάσσονται στη λογική και την υπηρεσία ενός ανταγωνισμού που όλα τα επιτρέπει, σαν αποτέλεσμα κάποια ξεσπούν, θυσιάζοντας κάτι μπροστά στον τελικό σκοπό. Αφήνουν έτσι να δούμε, ή μάλλον να υποψιαστούμε από τη χαραμάδα τους, όλη τη βρώμα και τη δυσωδία των προσώπων και πραγμάτων της ιμπεριαλιστικής πολιτιστικής επιβουλής.
Ζούμε μέσα σε μια ταξική κοινωνία, μέσα σ’ ένα συνεχή κι αδιάλειπτο ταξικό αγώνα. Η τέχνη σαν μορφή κοινωνικής συνείδησης καθορίζεται από την οικονομική βάση της κοινωνίας και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι αταξική. Ταυτόχρονα είναι ένα ιδεολογικό όπλο, τόσο από τη μεριά των λαϊκών μαζών, όσο κι από τη μεριά των κεφαλαιοκρατών, που σήμερα αποτελούν την κυρίαρχη τάξη. Ο ιμπεριαλισμός και η ολιγαρχία προσπαθούν να επιβάλουν έναν κοσμοπολίτικο πολιτισμό, μια αντιλαϊκή κουλτούρα, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν, να εκφυλίσουν και να καταστρέψουν κάθε λαϊκό πολιτιστικό υπόβαθρο. Στην προσπάθεια τους αυτή δημιουργούν και αναπαράγουν πολιτιστικά πρότυπα, που τα προβάλουν με κάθε πρόσφορο μέσο μαζικής απήχησης. Πρόκειται για πολιτιστικά πρότυπα κονσέρβες και μέθοδους προκάτ, που παράγονται από λίγους και δεν συνάδουν με τις πραγματικές ανάγκες και προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων. `Ενας πολιτισμός ελεγχόμενος από λίγες πολυεθνικές, πέρα για πέρα εμπορεύσιμος. Μέσα από αυτόν προβάλλονται ωραιοποιημένα οι ιμπεριαλιστικές τους επιλογές και απόψεις για τον πόλεμο, το περιβάλλον, την εργασία. Ο νόμος της ζούγκλας επιβραβεύεται, ο μύθος του Superman καταξιώνεται και ο απλός άνθρωπος, σαν παθητικός θεατής μιας μοίρας που άλλοι προδιαγράφουν σ’ ένα πολιτισμό ψευδαισθήσεων, απαξιώνεται. Η τέχνη κι ο πολιτισμός αποκόπτονται από τον κοινωνικό τους ρόλο.
Πέντε-δέκα κονσέρβες μοτίβων πάνω σε γνωστούς δρόμους ατομισμού και κεφαλαιοκρατικών ιδανικών καλύπτουν το περιεχόμενο του τραγουδιού, του σινεμά, της σόου μπίζνες και βάλε. Ακόμη και τα παιδικά παιχνίδια είναι προσανατολισμένα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Θυμηθείτε την Μονόπολη, και κάποια άλλα πολεμοχαρή παιχνίδια.
Τέχνη για την τέχνη, ή μάλλον καλύτερα τέχνη για τα μεγάλα συμφέροντα του κεφαλαίου. `Ενας πολιτισμός σε διάσταση με τις πραγματικές ανάγκες του λαού. Αντιστροφή της πραγματικότητας για έναν πέρα για πέρα άχρηστο πολιτισμό, μια άχρηστη τέχνη. Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη για το περιεχόμενο του πολιτισμού και της τέχνης.
Σ’ ένα καθεστώς ευτέλειας και ανταγωνισμού του κεφάλαιου, η καλλιτεχνική δημιουργία αντιμετωπίζεται σαν οικονομικό μέγεθος που υπακούει στις συνθήκες της αγοράς και τις προσδοκίες των κεφαλαιοκρατών. “Ετσι λειτουργούν διάφοροι δίαυλοι που ελέγχουν ασφυκτικά την καλλιτεχνική παραγωγή και γενικά όλους τους τομείς του πολιτισμού. Όλο και περισσότερο, τομείς του πολιτισμού εκχωρούνται σε μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους, ενώ δίνονται μεγάλα κίνητρα και διευκολύνσεις στο επιχειρηματικό κεφάλαιο. Ο έλεγχος και η καταλήστευση του εισοδήματος των καλλιτεχνών και της υπεραξίας των παραγομένων έργων είναι το ζητούμενο, και επιτυγχάνεται ποικιλότροπα μέσω των διάφορων φεστιβάλ, των χορηγιών, των γκαλερί, των αιθουσών τέχνης και της εμπορίας των εργων τέχνης. Οι «ημέτεροι», τα «δικά τους παιδιά», παίρνουν το μεγάλο μερίδιο και έχουν ξεχωριστή προβολή.
Η εργασία του καλλιτέχνη ενσωματώνεται στο κόστος του παραγόμενου έργου τέχνης, προϊόντος γι αυτούς, και αμείβεται με γνώμονα την καταλήστευση των καλλιτεχνών και το χαμηλό κόστος παραγωγής σε προϊόντα που πουλιούνται μετά σε δυσανάλογες σε κόστος τιμές. Αποτέλεσμα οι καλλιτέχνες να γίνονται ολοένα πιο φτωχοί και οι περισσότεροι να κάνουν άλλες δουλειές για να επιβιώσουν. Να λοιπόν και η εντατικοποίηση των συνθηκών εργασίας, η προς το χειρότερο διαφοροποίηση των εργασιακών σχέσεων, ο διαχωρισμός του καλλιτέχνη από το έργο του με τις εκβιαστικές παρεμβάσεις ενσωμάτωσης, ή περιθωριοποίησης των δημιουργών. Σε τέτοιες άθλιες συνθήκες δεν είναι λίγοι οι δημιουργοί που αποστρατεύονται κάτω από το δίλημμα της επιβίωσης.
Παράλληλα, πρέπει να σταθούμε και στο εργασιακό καθεστώς των εργαζόμενων στον Πολιτισμό. Κύριο χαρακτηριστικό του η πλήρης κατάργηση των εργασιακών σχέσεων και κάθε ασφαλιστικού, κοινωνικού και ατομικού δικαιώματος. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα με κορυφαίο πολιτιστικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, χιλιάδες θέσεις εργασίας, θέσεις που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι κενές, ή εν μερει καλύπτονται από ωρομίσθιους, συμβασιούχους και έκτακτους, που οι περισσότεροι έχουν να πληρωθούν μήνες. Κι ενώ το ίδιο το υπουργείο δηλώνει ότι απαιτούνται 3.300 άτομα για να καλύψουν τις απολύτως απαραίτητες ανάγκες μόνο για τον χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες, προχωρά σε πογκρόμ απολύσεων και παγώνει τις προσλήψεις. Το Νοέμβρη του 2007 υπηρετούσαν 5.200 συμβασιούχοι, το 2008 υπηρετούσαν μόνο 1.800. Για 3.000 εργαζόμενους δεν ανανεώθηκαν οι συμβάσεις που έληξαν το 2007. Σε ένα τέτοιο καθεστώς εξαθλίωσης καταλαβαίνουμε τα μεγέθη της σημερινής ομηρίας, της ανεργίας και τα αδιέξοδα της καθημερινής επιβίωσης χιλιάδων ατόμων.
Με νόμο της ΝΔ και τις ευλογίες του ΠΑΣΟΚ, όσον αφορά τις πολιτιστικές χορηγίες, υπάρχει 100% φοροαπαλλαγή του χορηγούμενου ποσού, νόμος που θα επεκταθεί και στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η πολιτιστική χορηγία γίνεται λοιπόν βασικό κομμάτι της πολιτιστικής πολιτικής σε συνδυασμό με τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Από τη μεριά του, ο Συνασπισμός δια στόματος Αλαβάνου δηλώνει «είμαστε διατεθειμένοι να στηρίξουμε μορφές χορηγίας εφόσον ανταποκρίνονται σ’ ορισμένα κριτήρια» και συνεχίζει «αν διαμορφωθεί ένας διαφανής και δίκαιος θεσμός».
Στους αποδέκτες της χορηγίας είναι και οι δήθεν «πολιτιστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες». Οι ιδιωτικοί πολιτιστικοί φορείς θα συνάπτουν απευθείας συμβάσεις χορηγίας. Συστάθηκε και γραφείο χορηγιών όπου υποβάλλονται οι χορηγίες. Γι αυτούς η απελευθέρωση της πολιτιστικής αγοράς όπως λένε, έρχεται σε υλοποίηση ντιρεκτίβων της ΕΕ. Σ’ ένα τσουβάλι πολιτισμός και κεφάλαιο. Το πολιτιστικό αγαθό, ενώ πρέπει να είναι ελεύθερο και κτήμα του λαού, γίνεται οικονομικό εργαλείο επιβολής των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων. Στα πλαίσια αυτής της εμπορευματοποίησης πραγματοποιούνται διάφορα επιδοτούμενα σεμινάρια για καλλιτέχνες και εργαζόμενους στον πολιτισμό. Πρέπει όλοι να προσαρμοσθούν στα νέα ήθη. Να μάθουν να προσελκύουν χορηγούς, να βρίσκουν νέες ευκαιρίες προσέλκυσης κεφαλαίων για πολιτιστική ενίσχυση και γενικά να μάθουν «τις βασικές έννοιες του πολιτισμού», δηλαδή του σύγχρονου πολιτιστικού μάρκετινγκ.
Σ’ αυτήν την απαξίωση και ευτέλεια του πολιτισμού, σ’ αυτήν την εμπορευματοποίηση και εκπόρνευση κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας, σ’ αυτή την καταλήστευση και εξαθλίωση όσων ασχολούνται με κάθε τρόπο με τον πολιτισμό και την τέχνη, η υπεράσπιση των λαϊκών πολιτιστικών δικαιωμάτων δεν είναι υπόθεση μόνο των καλλιτεχνών, είναι υπόθεση όλης της εργατικής τάξης. Σ’ αυτή τη νέα πολιτιστική τάξη πραγμάτων που επιβάλουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οι πολυεθνικές, ψευδαισθήσεις για το χαρακτήρα τους και για το τι στόχους μπορούμε να πετύχουμε στον αγώνα μας δεν χωρούν.
Στη χειραγώγηση της τέχνης και του πολιτισμού πρέπει να αντιτάξουμε ένα λαϊκό κίνημα και απορρίπτοντας τις επιλογές του κεφάλαιου να γίνουμε εμείς το υποκείμενο κι όχι το αντικείμενο της πολιτιστικής εξέλιξης. Μια μαζική, διαρκής και συντονισμένη απάντηση σ’ ένα ταξικό αγώνα, γιατί περί αυτού πρόκειται. Φυσικά το όλο θέμα, όπως και τόσα άλλα θα λυθούν οριστικά κι αμετάκλητα, μόνο όταν αλλάξει η οικονομική βάση αυτής της κοινωνίας. Προτάσσοντας την αναγκαιότητα της κοινής δράσης και με τη βεβαιότητα ότι το πολιτιστικό θα κριθεί μέσα στο κίνημα και στους αγώνες της βάσης του, πρέπει να ξεκινήσει μια συστηματική και κοπιαστική προσπάθεια που να συνδέει τον πολιτισμό και την τέχνη με την ταξική πάλη. Φυσικά και τα πολιτιστικά, όσο και η τέχνη βάζουν πολλά ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις και πολλές απαντήσεις που βάζουν ερωτήματα. Η αλήθεια είναι ότι στα πολιτιστικά το κίνημα έχει πολλά κενά και λίγο πολύ όλοι μας έχουμε μια μικροαστική αντίληψη για τον τόσο σπουδαίο αυτό τομέα.
Λοιπόν τι κάνουμε; Τα προβλήματα του πολιτισμού και της τέχνης είναι εκεί έξω στους δρόμους που καθημερινά κινιόμαστε. Πως θα τα αντιμετωπίσουμε; Πως θα υπερασπισθούμε το συμφέρον μας; Ποιες προτάσεις αντίστασης, αγώνα και λαϊκής οργάνωσης καταθέτουμε;
Πώς να ξεκινήσουμε; Μα από τον εαυτό μας! Να κατανοήσουμε ότι και στον τομέα του πολιτισμού διεξάγεται μια αδίστακτη ταξική πάλη, μέσα από την οποία η αστική τάξη προωθεί τις άνομες επιδιώξεις της. Να καταλάβουμε τις ιδιαιτερότητες αυτού του αγώνα και τη συμβολή της τέχνης στη διαμόρφωση μιας λαϊκής, αγωνιστικής προοπτικής. Πάνω από όλα παλεύουμε στον κόσμο, με τον κόσμο και για τον κόσμο. Σήμερα στην τέχνη και τον πολιτισμό η ταξική πάλη διεξάγεται πάνω-κάτω με τους όρους της αστικής τάξης. Αυτοί οι όροι πρέπει να ανατραπούν. Και θα ανατραπούν μαζί μ’ άλλους που αρνούνται τη χειραγώγηση της τέχνης και του πολιτισμού. Μ’ όλους αυτούς που ξέρουν ότι «τα υπουργεία και οι δήμοι και τα σωματεία και οι οργανισμοί είναι μολυσματικές εστίες οι οποίες όταν δε σε διαφθείρουν, σε εξαγοράζουν, σε εξαχρειώνουν και σε αναγκάζουν να μάθεις να γλύφεις, να γίνεσαι κόλακας, να μετέχεις σε ομάδες, συμμορίες, σπείρες και κλίκες», όπως έλεγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Ας κουβεντιάσουμε λοιπόν πρώτα με τον εαυτό μας κι ας βρούμε δημιουργικές λύσεις για την ανάπτυξη της προσπάθειας μας σε συλλογικό επίπεδο. Ας ανοίξουμε με τον κόσμο κουβέντα για τα πολιτιστικά. Ας παρέμβουμε κι ας ενισχύσουμε με τις απόψεις μας κάθε συλλογική προοδευτική πολιτιστική έκφραση στο χώρο που ζούμε. Ας στήσουμε πολιτιστικές εστίες αντίστασης στις γειτονιές κι ας μη φοβηθούμε να ρθούμε σε αντιπαράθεση με τον καθένα που θα προβάλλει την ψευδαίσθηση και τον αποπροσανατολισμό σαν πολιτιστικό έργο. Να στηρίξουμε κάθε καλλιτέχνη και κάθε ερασιτεχνική δημιουργία, που με το έργο τους προωθούν τη λαϊκή προοπτική. Ας συνδέσουμε τον αγώνα μας με τον αγώνα του εργαζόμενου λαού για μιαν άλλη κοινωνία, όπου ο πολιτισμός και τα αγαθά του θα είναι κτήμα όλου του λαού και δεν θα βασίζεται στην εκμετάλλευση.
Ένα πολιτιστικό κίνημα εργαζομένων, νεολαίων, καλλιτεχνών σαν μέρος της γενικότερης ταξικής πάλης είναι δυνατό, ιδιαίτερα ανάμεσα στη νεολαία. Οι προπαγανδιστικές στην αρχή προσπάθειες μας, μπορεί και πρέπει να πάρουν στην πορεία κοινωνική απεύθυνση και μια συλλογικότητα που θα αναδείξει δημοκρατικά το περιεχόμενο της δράσης μας και τις μορφές πάλης.
Μα πάνω απ’ όλα να ζήσουμε τη ζωή της γειτονιάς μας, της επαρχίας μας και ν’ ακούσουμε τη φωνή τους. Να γνωριστούμε επιτέλους μεταξύ μας με τους δίπλα και να κουβεντιάσουμε μεταξύ μας τα τόσα ζόρια και χαϊρια μας. Μα προπάντων να αντισταθούμε σ’ όλους αυτούς που κουρέλια κάνουν τα όνειρα μας. Να εμπιστευτούμε ο ένας στον άλλο και να ονειρευτούμε έναν πολιτισμό που να συνάδει με τις πραγματικές ανάγκες μας. Ας στήσουμε ένα κίνημα που να προβάλει το όραμα ενός καλύτερου αύριο, ενός πολιτισμού με λαϊκό και ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό το όραμα κι αυτό το πολιτιστικό κίνημα καλούμαστε σήμερα να επαναπροσδιορίσουμε και να αναστηλώσουμε.
Γιάννης Χατζής
φ.647, 28/08/10