Υπάρχει γενικά μια άνεση από κάποιους χώρους, όταν θέλουν να ντύσουν τις «πομπές» τους και ειδικότερα όταν αυτές είναι μεγάλες, να παρουσιάζουν τις πράξεις τους με διάφορα μεγαλόστομα επίθετα. Στόχος αυτή τη φορά είναι ο κομμουνισμός και το όνομα αυτών «Πρωτοβουλία για μια κομμουνιστική αριστερά», που συγκροτήθηκε από τις δυνάμεις της ΑΡΑΝ και της Παρέμβασης. Να δηλώσουμε εξαρχής ότι έχουμε σοβαρό πολιτικό ζήτημα με το γεγονός ότι αυτός ο δύσμοιρος ο κομμουνισμός έχει τραβήξει τα… μύρια. Όχι μόνο από τις δυνάμεις της αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού, άλλωστε αυτό είναι και αναμενόμενο, αλλά και από δυνάμεις που υποτίθεται ότι έχουν αναφορά σε αυτόν.
Έτσι, λοιπόν, οι οπαδοί του μεταβατικού- κυβερνητικού προγράμματος προσπαθούν να ανανεώσουν «την ιδεολογία και την πολιτική του κομμουνιστικού κινήματος, διδασκόμενοι από τις αδυναμίες, τα λάθη, την αποτυχία του». Το πρώτο και βασικό ερώτημά μας είναι το τι γυρεύουν αυτές οι δυνάμεις μέσα στη ΛΑΕ, με πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που παίζουν σήμερα τις μωρές παρθένες για την όλη περίοδο συμμετοχής τους στην κυβέρνηση. Άλλωστε, όπως αναφέρουν και οι ίδιοι στο κείμενο συγκρότησής τους, «η κατεύθυνση που ακολούθησε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015 […] δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά επικίνδυνη για την αστική κυριαρχία». Βέβαια το ερώτημα είναι ρητορικό, μιας και η σύγκλιση των δυνάμεων που απαρτίζουν τη ΛΑΕ έχει έναν συνεκτικό δεσμό και μόνο: το πλασάρισμα στο κοινοβουλευτικό σκηνικό. Το μεγάλο κόλπο του 3% που θα φέρει επιτέλους την αριστερά στο προσκήνιο υπάρχει σαν ζήτημα για αυτούς τους χώρους από τότε που το ΜΕΡΑ συζητούσε με το ΕΝΑΝΤΙΑ την εκλογική τους κάθοδο.
«Η Αριστερά για να προσεγγίσει το στόχο της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας και της κοινωνικής ανατροπής οφείλει να θέσει το ζήτημα της εξουσίας που περιλαμβάνει αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό της κυβέρνησης». Τίποτα το καινούργιο, θα μπορούσε να πει κάνεις, είναι η ίδια τοποθέτηση που γινόταν και γίνεται μέσα στα πλαίσια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για να εκμεταλλευτεί τα «κοσμογονικά» ρήγματα στο αστικό πολιτικό σκηνικό που η «κολλημένη αριστερά αφήνει ανεκμετάλλευτα». Έτσι κι αλλιώς, είναι σχεδόν διαρκής η αναφορά στο στοιχείο του «σύγχρονου». Σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, σύγχρονο πρόγραμμα, σύγχρονη κομμουνιστική αριστερά κλπ. Σε αντίθεση με τους ορθόδοξους του μαρξισμού, τους στενόμυαλους που δεν βλέπουν κάθε τρεις και λίγο ιστορικές ευκαιρίες, τους δύσκαμπτους που μένουν αμέτοχοι μπροστά στα εκλογικά αποτελέσματα του ΣΥΡΙΖΑ και γενικά αυτούς που έχουν μείνει στο 1800 και νομίζουν ότι ο εργάτης δουλεύει το ματσακόνι ενώ στην ουσία έχει πληκτρολόγιο.
Το σύγχρονο της υπόθεσης όμως δεν είναι η αποκήρυξη του επαναστατικού δρόμου και το προσκύνημα των αντιφάσεων του αστικού πολιτικού συστήματος. Η κατ’ εξακολούθηση επανάληψη των συνεργασιών χωρίς όρους που βαφτίζονται ενότητες με βάση τα καλά εκλογικά αποτελέσματα, που υποκλίνονται στους συσχετισμούς για να μπορέσουν να πλασαριστούν στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, έδωσε αυτό που υπάρχει σήμερα στο κίνημα. Την ανάθεση, την ηττοπάθεια, την υποταγή, τις αυταπάτες και τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Η συνεχής επίκληση στον κομμουνισμό η και στον μαρξισμό- λενινισμό, που αν ενωθούν θα δοθεί άλλος αέρας και άλλη προοπτική στο κίνημα, δεν είναι η απάντηση για κάθε νόσο του κινήματος και δυσκολία της περιόδου. Δεν απαντά κάτι ουσιαστικό εάν δεν υπηρετεί τη γραμμή της ρήξης με το σύστημα της εκμετάλλευσής και της εξάρτησης και δεν υπηρετεί την κατεύθυνση της οργάνωσης και της συγκρότησης του λαού και της εργατικής τάξης. Τα βήματα άλλωστε για τη δημιουργία του επαναστατικού φορέα, κόμματος, υποκειμένου δεν μπορούν να γίνουν με άλματα, πόσο μάλλον στο κενό, όταν προοπτική είναι και η «συμμετοχή ή κριτική στήριξη κυβερνήσεων που υλοποιούν το μεταβατικό πρόγραμμα». Αντίθετα, αυτά προχωράνε παράλληλα, τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται από την οργάνωση της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της.
Το να επαναλαμβάνει κάποιος αυτό που έλεγε πριν 10 χρόνια με τον ίδιο τρόπο δεν είναι «σύγχρονη γραμμή κοινωνικής χειραφέτησης» αλλά αυτισμός. Σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική είναι αυτή που θέτει σε συνθήκες ολομέτωπης επίθεσης του καπιταλισμού- ιμπεριαλισμού τους όρους για την αναμέτρηση και δεν εγκλωβίζει το λαό και την εργατική τάξη στα στενά όρια της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και της άλωσης του κράτους από τα μέσα. Αλώστε και αυτό δοκιμάστηκε και μια και δυο και τρεις, παγκόσμια και στην Ελλάδα πρόσφατα, και είχε την εξέλιξη που του άξιζε και που μπορούσε να έχει. Δεν λείπει σήμερα από το κίνημα ένας νέος ΣΥΡΙΖΑ με λίγο πιο κομμουνιστικές τάσεις να τον συνετίζουν, γιατί έτσι κι αλλιώς ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κίνημα για να παρέμβει η αριστερά και να του αλλάξει άποψη (και η ΚΟΕ αυτό θεωρούσε ότι έκανε) ούτε η ΛΑΕ σήμερα είναι κάτι το τόσο διαφορετικό. Αυτές οι δυνάμεις ξαναπαρακολουθούν το ίδιο έργο και νομίζουν πως θα έχει άλλο τέλος. Ενώ αυτό που φαίνεται είναι κατάφωρα προβλέψιμο. Πώς εξηγούν άλλωστε τα αλληθωρίσματα στελεχών της ΛΑΕ προς Ρωσία; Είναι ή δεν είναι η λογική των πρώτων μηνών «αριστερής» διακυβέρνησης; Ή μήπως είναι στοιχείο τις «σύγχρονης» κομμουνιστικής τακτικής που εμείς οι παλαιολιθικοί δεν κατανοούμε;
Η υπηρέτηση της κομμουνιστικής υπόθεσης σημαίνει επιμονή στην υπηρέτηση της επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής, στην κριτική και την αυτοκριτική. Και η στοιχειώδης αυτοκριτική είναι στοιχείο που λείπει, όταν κατ’ επανάληψη κάποιοι δοκιμάζουν την ίδια συνταγή συγκολλήσεων, και όταν αποτυγχάνει εκλογικά προχωράνε στην επανάληψή της (ΕΝΑΝΤΙΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ- ΜΑΡΣ, ΛΑΕ). Με αυτή τη λογική, η Λαϊκή Αντίσταση- ΑΑΣ θα έπρεπε να είχε διαλυθεί με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα της εκλογικής συνεργασίας του ΚΚΕ(μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ τα οποία δεν ήταν και τα πιο ανεβασμένα. Το έργο φαίνεται να έχει και συνέχεια στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση με καινούργια παντρέματα αλλά θα δούμε. Τουλάχιστον, όποτε και εάν προκύψει, να μην την πληρώσει πάλι ο κομμουνισμός.