24 ΙΟΥΝΗ 2022

Σε τι χώρα ζούμε

Η συζήτηση μας μπορεί να εντάσσεται στον κύκλο των συζητήσεων για το μ-λ ρεύμα, αλλά και εμείς σαν κομμάτι του μ-λ ρεύματος προσπαθούμε να προχωρήσουμε την ανάλυση και την τοποθέτηση μας για την χώρα στην οποία ζούμε και κινούμαστε. Σε αυτή τη διαδικασία του να γνωρίσουμε καλύτερα την χώρα που ζούμε εντάσσουμε τις συζητήσεις και τα υλικά που βγάζουμε για τα 200 χρόνια από το 1821, αλλά και τα 100 από το 1922. Καταρχήν να εξηγηθούμε. Ούτε εμμονή μας έπιασε με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων ούτε παρασυρθήκαμε, με την καλή έννοια, από την αστική προπαγάνδα και θέλουμε και εμείς σαν κομμάτι του λαού και του κινήματος να δώσουμε τις δικές μας εξηγήσεις πέρα και έξω από τη λογική της αστικής τάξης και των συμφερόντων της. Όχι ότι το δεύτερο είναι κακό αλλά δεν είναι μόνο αυτό, μια ιστορικό-ιδεολογική αντιπαράθεση πάνω στην πορεία οικοδόμησης του σημερινού ελληνικού κράτους και των χαρακτηριστικών του. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να έρθουμε πιο κοντά στον ορίζοντα της ανατροπής και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που λέμε πως είναι το μέλλον των εργαζομένων και του λαού αυτού του τόπου. Χωρίς να ξεχνάμε ποτέ και να προσπερνάμε ότι αυτός ο ορίζοντας είναι άμεσα συνδεμένος με την συγκρότηση της εργατικής τάξης και την ταξικών μαχών που δίνονται και θα δοθούν. Και επειδή είμαστε κομμουνιστές και πιστεύουμε πως μια τάξη ανατρέπεται από μια άλλη τάξη και ότι η εργατική τάξη με τους συμμάχους της θα σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης και θα ανοίξει το δρόμο για τη σοσιαλιστική μετάβαση, θέλουμε να προσδιορίσουμε όσο πιο πολύ μπορούμε, με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει η πάλη μας και τους στόχους που πρέπει να βάλουμε και να υπηρετήσουμε για να υπερασπιστούμε τα άμεσα συμφέροντα του λαού και των εργαζομένων, αλλά και για να υπερασπιστούμε το μέλλον του κινήματος. Παλεύουμε λοιπόν, όπως έχουμε προσδιορίσει, για την ανεξαρτησία και τον σοσιαλισμό. Για την ανεξαρτησία που θα ανοίξει τον δρόμο στον σοσιαλισμό και τον σοσιαλισμό που θα κατοχυρώσει την ανεξαρτησία με την εργατική τάξη στο τιμόνι της κοινωνίας.

Θέλουμε λοιπόν, να κάνουμε, όσο μπορούμε, μια κοινωνική ανάλυση, να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας, των μεσοστρομάτων και των αγροτών αλλά και να κατανοήσουμε και να εμβαθύνουμε στα χαρακτηριστικά του αντιπάλου μας, της αστικής τάξης και των μερίδων της, της φύσης του κράτους που έχει φτιάξει και των κατευθύνσεων που μπορεί να έχει, για να μπορέσουμε να την ανατρέψουμε. Η συζήτηση αυτή έχει ιστορική πορεία αλλά έχει και προοπτική. Το επαναστατικό ΚΚΕ για να φτάσει στη θέση της 6ης Ολομέλειας τη Κεντρικής Επιτροπής του 1934 για τον χαρακτήρα της επανάστασης χρειάστηκε να κάνει μια τέτοια ανάλυση και η ανάλυση αυτή δεν έγινε χωρίς αντιπαραθέσεις και διαφωνίες. Να θυμίσουμε μόνο ότι, ώσπου να βγάλει τη θέση του ’34, το κόμμα μαστιζόταν από φραξιονισμό και διαλυτισμό και μια άνευ αρχών αντιπαράθεση στο εσωτερικό του, αλλά και στο εξωτερικό του οι σχέσεις του με τον λαό και τους εργάτες ήταν περιορισμένες. Ακόμη, η αντιπαράθεση μεταξύ Κορδάτου και Ζεύγου για τον χαρακτήρα της επανάστασης του 21’ εκτός από τους ανεβασμένους τόνους που υπήρχαν ανάμεσά στους 2 αγωνιστές, υπήρξε βασικό ζήτημα που προσδιόριζε τον χαρακτήρα της επανάστασης του λαού. Ποιο είναι το καθήκον του επαναστατικού κινήματος εάν η αστική τάξη στον τόπο σου έχει συγκροτηθεί σαν τέτοια όπως υποστήριζε ο Κορδάτος και ποιο εάν δεν έχει ολοκληρώσει τον αστικό-δημοκρατικό μετασχηματισμό της όπως υποστήριζε ο Ζεύγος και το ΚΚΕ; Ερωτήματα τα οποία ταλάνιζαν και ταλανίζουν και σήμερα το επαναστατικό κίνημα και βασικά ζητήματα τα οποία καθορίζουν την κατεύθυνση πάλης που χαράζει κάθε οργάνωση, την φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά της. Σκεφτείτε τί οργάνωση θα ήμασταν σήμερα αν αλλάζαμε και εμείς απόψεις σαν τα παλτά όπως κάνει το σημερινό ΚΚΕ για να ξεφύγει από τις αντιφάσεις του; Ποιος θα υπηρετούσε την αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση στο κίνημα και με ποιο τρόπο; Ποιος θα έθετε το ζήτημα τις εξάρτησης και της πάλης ενάντια σε αυτή και με τι γραμμή πάλης;

Για να σταθούμε λίγο παραπάνω στην αναγκαιότητα και την σημασία της συζήτησης που έχει αυτή η διαδικασία θα κάνουμε μια αναφορά στο έργο του Δημήτρη Μπάτση «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα», αλλά και στο περιοδικό «Ανταίος» στο οποίο ήταν βασικός αρθρογράφος από το 1945 έως και την εκτέλεση του μαζί με τον Μπελογιάννη, τον Αργυριάδη και το Καλούμενο από το μοναρχοφασιστικό μετεμφυλιακό καθεστώς. Στο έργο του ο Μπάτσης προσπαθεί να περιγράψει πώς μια χώρα βαθιά εξαρτημένη μπορεί να χαράξει μια πορεία οικονομικής και παραγωγικής ανάπτυξης ανεξάρτητης, με επίκεντρο τους εργαζόμενους, καθώς επίσης και του τρόπου που μπορεί να το πραγματώσει. Και για να το κάνει αυτό χρειάζεται να εξεταστούν οι υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε μια κατάσταση που κρατούν σε εξαρτημένη θέση τους εργαζόμενους και τους παραγωγούς. Όλο αυτό το έργο που παράχθηκε και μάλιστα μέσα στη μεγάλη δεκαετία του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας ήταν δουλειά προοπτικής, έργο το οποίο αποκρυστάλλωνε τα δεδομένα και τις εμπειρίες της ταξικής πάλης και της πάλης του λαού στη χώρα μας από κομμουνιστική σκοπιά και τα χρησιμοποιούσε για να προχωρήσει μπροστά και να κάνει τα επόμενα βήματα της οικοδόμησης της λαϊκής δημοκρατίας. Έργο το οποίο δεν ήταν αποκομμένο από το βασικό ζήτημα της περιόδου, το ζήτημα δηλαδή της εξουσίας και πώς αυτή θα κατακτηθεί. Αλώστε όπως έγραφε και ο ίδιος στο πρώτο τεύχος του “Ανταίου”: «προϋπόθεση για να τεθούν τα θεμέλια της ανοικοδόμησης, στο απώτερο μέλλον σε πλατιές και κοινωνιστικές βάσεις είναι να λευτερωθεί ο λαός και η οικονομία του από κάθε αντιπαραγωγικό, αντιοικονομικό και εκμεταλλευτικό εμπόδιο που έστηνε στην πρόοδο της χώρας μια μονοπωλιακή κερδοσκοπική ολιγαρχία», αλλά και όπως συμπλήρωνε στη “Βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα”: «Η δημιουργία βαριάς μεταλλουργικής και χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα μπορεί να υποστηριχθεί όχι μονάχα επειδή υπάρχουν σημαντικά ευνοϊκές τεχνικές προϋποθέσεις στη χώρα μας ή γιατί είναι ανάγκη να διαφυλαχθούν οι εσωτερικοί οικονομικοί της πόροι που με τη μορφή συναλλάγματος βγαίνουν αθρόα στο εξωτερικό για να αγοράζονται εκεί μισοκατεργασμένα ή τελειωμένα προϊόντα, αλλά μπορεί, και πρέπει, πρωταρχικά να υποστηριχθεί ως μια από τις βασικές επιδιώξεις της λαϊκής δημοκρατίας για την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού του τόπου και τη ριζική μετατροπή στη διάρθρωση της οικονομίας του. Η εκβιομηχάνιση της χώρας μπορεί να στηριχθεί και να πραγματοποιηθεί σε γερή τεχνικοοικονομική βάση μονάχα αν δημιουργηθεί βαριά βιομηχανία»

Για την Αστική τάξη

Ζούμε σε μία χώρα με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μια χώρα όπου η κυρίαρχη τάξη της είναι βαθιά εξαρτημένη στους ιμπεριαλιστές της δύσης και δεν ξεχνάει να μας το υπενθυμίζει. Και που η ιστορική της διαδρομή σαν τάξη έχει την σφραγίδα του μεταπρατικού της χαρακτήρα και της υποταγής της στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ακόμα και από την απαρχή της αυτή η ανολοκλήρωτη γέννηση της ανακόπηκε από τις ξένες καπιταλιστικές τότε δυνάμεις και «έγραψε στο dna» της την εξάρτηση.

Η αστική τάξη αυτού του τόπου από τότε που άρχισε να δημιουργείται είδε την πρόσδεση στις μεγάλες δυνάμεις σαν προοπτική και διέξοδο. Και προφανώς αγκιστρώθηκε από αυτές μιας και από τον πρωταρχικό της σχηματισμό είχε μεγάλο φόβο και έχθρα απέναντί στο λαό της χώρας, ο οποίος ποθούσε ανεξαρτησία και ελευθερία. Από το 1821 κιόλας τα στοιχεία τα οποία θα διαμόρφωναν την αστική τάξη του τόπου, ισορροπούσαν ανάμεσα στην υποταγή στην οθωμανική αυτοκρατορία και τις μεγάλες δυνάμεις αλλά είχαν ξεκάθαρό ότι ο λαϊκός παράγοντας αν και βασικός αιμοδότης του αγώνα πρέπει να μείνει στην ουσία υποταγμένος στην δική τους εξουσία. Έτσι λοιπόν οι καραβοκυραίοι και οι κοτζαμπάσηδες και οι διάφοροι οργανικοί διανοούμενοι της εποχής, που όπως τους περιέγραφε και ο Γκράμσι λειτουργούσαν με τέτοιο τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή τις ανάγκες της κυρίαρχης ομάδας, αλλά και τα πιο διεθνή κομμάτια της ελληνικής διασποράς που είχαν τη δυνατότητα, ήταν εκείνες οι πλουτοκρατικές μερίδες οι οποίες θα μετεξελίσσονταν σε αστική τάξη σε μια πορεία προσπεράσματος του Οθωμανικού ζυγού και στη συνέχεια της φεουδαρχίας. Αν λοιπόν η επανάσταση του 21 άνοιξε τη διαδικασία της δημιουργίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα αλλά τα κομμάτια που τη δημιούργησαν δεν ήταν αστικά με τη σημερινή έννοια του όρου, πότε αυτή διαμορφώθηκε σαν τέτοια; Αυτή είναι αλήθεια μια διαδικασία η οποία δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά σε μία πορεία η οποία πήγε πλάι πλάι με την εδαφική, αλλά και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, αλλά και την πρόσδεσή της στις αποικιοκρατικές δυνάμεις της εποχής στη νέα τους ιμπεριαλιστική μορφή. Η αστική τάξη της Ελλάδας αν και σε μια πορεία ολοκληρώνεται σαν τάξη και καταφέρνει να στήσει το κράτος της για να ασκεί εξουσία και κάποιον κεντρικό σχεδιασμό, δεν ολοκληρώνεται εθνικά. Παραμένει μια εξαρτημένη αστική τάξη τις οποίας οι μερίδες που την αντιπροσωπεύουν συγκρούονται, ειδικότερα την πρώτη περίοδο, για το ποιο ξένο κεφάλαιο θα κυριαρχήσει στον τόπο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες ήταν ξεκάθαρο ότι η κυριαρχία της ήταν δοτή και χρειαζόταν ξένο βασιλιά για να μπορέσει να λειτουργήσει.

Με αυτό τον τρόπο συνέχισε να λειτουργεί, τηρουμένων των αναλογιών και των αλλαγών στο διεθνές σκηνικό. Σε μια πορεία που συγκροτείται καπιταλιστικά και ο βασικός της αντίπαλος στην περιοχή, η Τούρκικη αστική τάξη και ο βασικός της εχθρός στο εσωτερικό της, η εργατική τάξη. Σε αυτό όλο το προτσές η αστική τάξη της χώρας «κατασταλάζει» στην εξάρτηση από τους ισχυρότερους ιμπεριαλιστές του πλανήτη και καθορίζει την κυριαρχία της και την κερδοφορία της με βάση αυτή την σχέση.

Αν λοιπόν, από τη μία δεν έχασε την εξουσία στο εσωτερικό της χώρας από το λαϊκό εργατικό κομμουνιστικό κίνημα, αυτό το χρωστάει στην ιμπεριαλιστική παρέμβαση και από την άλλη, την όποια θέση της στην περιοχή και τις όποιες φιλοδοξίες της, τις κατανοεί μόνο υπό το πρίσμα της εξάρτησης. Αν λοιπόν, οι επιλογές των ιμπεριαλιστών ακυρώνουν τις όποιες ενεργειακές συμφωνίες υπάρχουν και δίνουν χώρο κίνησης στην τούρκική αστική τάξη, η ντόπια άρχουσα τάξη μπορεί να δει το προσπέρασμα αυτών των δυσκολιών μόνο μέσα από το παραπέρα βάθεμα της εξάρτησης, την παραπέρα παραρτημοποίηση της παραγωγής και την παράδοση περισσότερων βάσεων στο ΝΑΤΟ και τους Αμερικάνους.

Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊών της χώρας από 146,23 δις ευρώ που ήταν το 2002 σήμερα βρίσκεται στα 181 δις ευρώ. Παράλληλα όλη αυτή την περίοδο ο βασικός μισθός στη χώρα από 490 ευρώ που ήταν το 2002 από την φετινή πρώτη Μαΐου διαμορφώνεται στα 713 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ενώ λοιπόν ο πλούτος που παράγεται σε αυτή τη χώρα αυξάνεται οι εργαζόμενοι που παράγουν αυτόν τον πλούτο παίρνουν ψίχουλα. Όχι μόνο παίρνουν ψίχουλα αλλά οι δραματικές αυξήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης, στην φορολογία και τα τιμολόγια σε ρεύμα έρχονται να πάρουν πίσω αυτά τα ήδη πενιχρά έσοδα των εργαζομένων. Έτσι λοιπόν, η σημερινή καπιταλιστική ανάπτυξη που ευαγγελίζονται τα αστικά λόμπι αναιρεί το κυρίαρχο αφήγημα που λέει ότι όσο υπάρχει ανάπτυξη, τόσο θα αυξάνονται οι μισθοί και οι συντάξεις, τόσο ο λαός και οι εργαζόμενοι θα ζούνε καλύτερα και θα ευημερούν. Γίνεται κατανοητό ότι όσο και αν αυξάνεται η κερδοφορία του κεφαλαίου, αυτό δε σημαίνει και αύξηση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων, αντίθετα επειδή η χώρα είναι εξαρτημένη, το γεγονός αυτό καθιστά μεγαλύτερη ένταση στην εκμετάλλευση και το ξεζούμισμα των εργαζομένων γιατί οι εργαζόμενοι και ο λαός βιώνουν διπλή εκμετάλλευση και ξεζούμισμα τόσο από το ντόπιο κεφάλαιο το οποίο θέλει κομμάτι από τον παραγόμενο πλούτο, όσο και από το ξένο το οποίο διεκδικεί κομμάτι αυτού του πλούτου για τον εαυτό του. Εμείς λοιπόν, όταν μελετάμε την εξάρτηση το κάνουμε πρώτα και κύρια για να δούμε τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες που διαμορφώνει στην τάξη που θα μπει μπροστά στην επαναστατική πορεία και όχι για να επικεντρώσουμε σε τμήματα της αστικής τάξης και των μικροαστών. Την μελετάμε για να καταλάβουμε τα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης τα οποία έχουν καθοριστεί από το τι παραγωγή έχουμε στην Ελλάδα και συνεπακόλουθα από το πώς έχει καθοριστεί η παραγωγική βάση της χώρας από τις επιλογές των ιμπεριαλιστών. Το κάνουμε όχι για να βρούμε άλλα αστικά κομμάτια τα οποία μπορούν να δουν τον εαυτό τους πέρα από την εξάρτηση και με τα οποία μπορεί να συμμαχήσει το λαϊκό εργατικό κίνημα, άλλωστε τέτοια δεν υπάρχουν στην Ελληνική κοινωνία, αλλά για να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών ομάδων της ελληνικής κοινωνίας και να χαράξουμε στόχους πάλης για το κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας.

Από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά η ελληνική οικονομία χαρακτηρίστηκε από τη διόγκωση του τριτογενή τομέα σε βάρος της γεωργίας και της μεταποίησης. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε και κύματα εσωτερικής μετανάστευσης. Εργατικά χέρια δηλαδή που συγκεντρώνονταν στα αστικά κέντρα και μπαίνουν με βίαιο τρόπο στην αγορά εργασίας. Αγορά εργασίας με τις βιομηχανίες να υποχωρούν συνέχεια μπροστά στις ιμπεριαλιστικές επιταγές και την οικονομία να καθορίζεται κυρίως από υπηρεσίες, μεταφορά και αποθήκευση εμπορευμάτων. Όλη αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει μια παραγωγική βάση από μικρές επιχειρήσεις σε μεγάλο βαθμό και λιγότερο μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Τέτοιες υπάρχουν κυρίως στον τομέα της παραγωγής ενέργειας και στη βιομηχανία τροφίμων, καθώς και στην εξόρυξη πρώτων υλών. Στον τομέα παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών, δηλαδή σε αυτό που θα αποκαλούσαμε βαριά βιομηχανία, στην παραγωγή δηλαδή μέσων παραγωγής οι επιχειρήσεις είναι λίγες. Αυτή η κατάσταση καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και το που διοχετεύεται το εργατικό δυναμικό στο σύνολο του.

Για την Εργατική τάξη

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα με βάση το τι είδους παραγωγή έχουμε στη χώρα δουλεύουν κατά κύριο λόγο στον δευτερογενή τομέα και τις υπηρεσίες και άρα διαμορφώνουν συνείδηση μέσω της σχέσης που αποκτούν με το κεφάλαιο από τις εργασίες που αφορούν αυτού του είδους τις επιχειρήσεις. Όσον αφορά όμως την εργατική τάξη της χώρας, παρότι μικρότερη από το σύνολό των εργαζομένων, δεν είναι ούτε ανύπαρκτη ούτε αμελητέα.

Η εργατική τάξη στην Ελλάδα άργησε να εμφανιστεί, παρόλο που η ελληνική επανάσταση άνηκε στον κύκλο των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων εκείνης της εποχής. Η παρέμβαση των ξένων δυνάμεων και ο έντονα παρασιτικός και μεταπρατικός χαρακτήρας της οικονομίας δεν διευκόλυνε την δημιουργία ούτε της βιομηχανίας, αλλά ούτε και την εμφάνιση της εργατικής τάξης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του Ελληνικού κράτους, στα δημόσια έργα δούλευαν πρόσκαιρα εργάτες από το εξωτερικό. Η αργή, μακρόσυρτη εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας αλλά και η παράλληλη προσπάθεια εδραίωσης της αστικής τάξης στα αστικά κέντρα και την επαρχία, καθορίζουν αυτή την καθυστέρηση. Τις πρώτες δεκαετίες μετα το 21 αρχίζουν να εμφανίζονται σε διάφορα αστικά κέντρα στην Ελλάδα μικρές βιομηχανίες που ασχολούνται κυρίως με την υφαντουργία, οι οποίες απασχολούν εργατικό δυναμικό το οποίο εργάζεται σε συνθήκες μεσαίωνα. Όσο περνούν τα χρόνια και αρχίζει και συσσωρεύεται κεφάλαιο από τα αστικά στοιχεία που ασχολούνται με το εμπόριο και τη ναυτιλία, γίνονται οι πρώτες επενδύσεις στη μεταποίηση. Όταν εισάγεται πλέον η ατμοκίνητη δύναμη στην παραγωγή, η χώρα μπαίνει στη διαδικασία να αφήσει πίσω τη βιοτεχνία και να στήσει βιομηχανική παραγωγή, ενώ παράλληλα εμφανίζεται σε πιο μαζικό βαθμό η εργατική τάξη. Σε αυτή τη μεγέθυνση βοηθάει το γεγονός ότι προσαρτούνται εδαφικά και άλλες περιοχές στο τότε νεαρό Ελληνικό κράτος. Έτσι λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του 1870 εμφανίζονται οι βιομηχανικοί εργάτες. Σε ιδεολογικό επίπεδο η εργατική τάξη η οποία υπάρχει, αργεί να εμφανίσει σημάδια δικιάς της πολιτικής και ιδεολογίας. Αυτό συνέβη για 2 κυρίως λόγους. Από τη μία, υπήρχε δυσκολία να έρθει σε επαφή με ριζοσπαστικά ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν την συγκρότηση της, όπως η παρισινή Κομμούνα και από την άλλη, υπήρχε ιδεολογική ηγεμονία των αστικών στοιχείων μιας και είχαν το πάνω χέρι απέναντι σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της εποχής. Έτσι, κυριαρχούσε ιδεολογικά η Μεγάλη Ιδέα και η αντίληψη των αλύτρωτων πατρίδων και προσάρτησης των περιοχών που είχαν αριθμητικά μεγάλο ελληνικό πληθυσμό σε όλη την τότε κοινωνία. Η όποια καθυστέρηση και τα σκληρά μέτρα ενάντια στους πρώτους αγωνιστές της εποχής, δεν ήταν αρκετά να συγκρατήσουν την πορεία ανάπτυξης και εξέλιξης του εργατικού κινήματός στην Ελλάδα. Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και την προσάρτηση της Μακεδονίας, αλλά και την ανάπτυξη της βιομηχανίας το εργατικό κίνημα αυξάνεται και παίρνει νέα ώθηση. Οι πρώτες απεργίες που είχαν εμφανιστεί τα προηγούμενα χρόνια, έδωσαν τον σπόρο της συνδικαλιστικής οργάνωσης με τη ΓΣΣΕ και το πρώτο εργατικό κέντρο να ιδρύονται το 1918. Παράλληλα, αρχίζει και παίρνει σάρκα και οστά το κόμμα της πρωτοπορίας του προλεταριάτου στην Ελλάδα. Οι ταξικές μάχες που θα ακολουθήσουν θα στιγματιστούν από τα χαρακτηριστικά του ντόπιου εξαρτημένου κεφαλαίου αλλά και τον πόθο για το νεαρό εργατικό κίνημα να θέσει τα ζητήματα που άφησε ανοιχτά η επανάσταση του 21’. Το ζήτημα της ανεξαρτησίας σαν αναγκαία συνθήκη για να απελευθερωθεί η εργατική τάξη από τα δεσμά του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, θα γίνει η σημαία κάτω από την οποία θα δοθούν οι σπουδαιότερές μάχες του προλεταριάτου και του λαού. Το καθήκον της ολοκλήρωσης του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού δεν μπορεί να προσπεραστεί και γίνεται συνείδηση ότι πρέπει να κερδηθεί από την εργατική τάξη, αφού οι αστοί με βάση την πρόσδεσή τους στα ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα ούτε θέλουν ούτε μπορούν να ολοκληρώσουν αυτή τη διαδικασία. Παρόλα αυτά, η ήττα και η υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος που ακολουθούν τις σκληρές ταξικές μάχες που δόθηκαν δεν διαγράφονται και γίνονται και αυτές με τη σειρά τους κομμάτι της σημερινής συνείδησης, ή καλύτερα οδηγούν στη μη συνείδηση και την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης.

Έτσι λοιπόν, σήμερα και μέσα από μια μακρά διαδικασία αναμετρήσεων, εφόδων και υποχωρήσεων, έχουμε μια εργατική τάξη που στο ιδεολογικό επίπεδο χαρακτηρίζεται από αποσυγκρότηση και υποχώρηση, έλλειψη ενότητας στο εσωτερικό της και μη συνείδηση της ολότητας της σαν σώμα αλλά και του ρόλου της. Αυτό αντανακλάται και στη συνδικαλιστική της οργάνωση, στο επίπεδο των δικαιωμάτων που έχει στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο και συνεπακόλουθα στο επίπεδο δικαιωμάτων που έχει συνολικότερα ο λαός. Μια εργατική τάξη η οποία με βάση το σημερινό μείγμα εξάρτησης και το παραγωγικό μοντέλο που επιβάλλεται, με την καθυστέρηση σε μέσα παραγωγής, την αποβιομηχάνιση και τους λίγους μαζικούς βιομηχανικούς χώρους, υπολείπεται σε εργάτες-μάζα δηλαδή εργατικό δυναμικό χειριστών που δουλεύουν στο κλασικό μοντέλο παραγωγής σε σειρά. Αντίθετα, πιο μαζικό φαίνεται να είναι το κομμάτι της εργατικής τάξης το οποίο έχει μια κάποια τεχνική ειδίκευση στο βιομηχανικό κλάδο, είτε από εμπειρία, είτε από την εκπαίδευση, το οποίο κυρίως είναι εξοικειωμένο με το κομμάτι της συντήρησης και των επισκευών, παρά με την κατασκευή.Το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης δεν είναι όμως στη βιομηχανία με βάση την κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, απασχολείται σε λιμάνια, αεροδρόμια, μεταφορές εμπορευμάτων, εφοδιαστική αλυσίδα κλπ και δουλεύει τις περισσότερες φορές αμμεσα για ξένα πολυεθνικά κεφάλαιο που έχουν εξαγοράσει τα διαμετακομιστικά κέντρα και τους σταθμούς. Με βάση αυτά, γεωγραφικά η εργατική τάξη συγκεντρώνεται στα βασικά αστικά κέντρα και στις περιοχές όπου υπάρχουν πρώτες ύλες για εκμετάλλευση. Η σύνθεση της εργατικής τάξης και η σχέση της με το ξένο κεφάλαιο την μπολιάζουν αυτόματα και με συγκεκριμένα καθήκοντα. Βασικό ζήτημα είναι ότι η συνείδησή της σαν τάξη θα συγκροτηθεί στην αντιπαράθεση με τα ξένα και ντόπια αφεντικά της, ζήτημα που συνδέεται άμεσα και με την προοπτική της και της βάζει ζητήματα που πρέπει να απαντήσει. Τι παραγωγή θα καλεστεί η εργατική τάξη να φτιάξει όταν έχουν όλες οι βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές ξεπουληθεί στο ξένο κεφάλαιο, πώς θα απαντήσει το ζήτημα της αποβιομηχάνισης όταν το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι συρρικνωμένο και με λίγη εμπειρία, πώς θα δημιουργηθεί βαριά βιομηχανία η οποία είναι αναγκαίος όρος για την τεχνικό-επιστημονική ανάπτυξη της παραγωγής και του τόπου; Ερωτήματα τα οποία δεν είναι ευκολά αλλά θα καλεστεί η εργατική τάξη, με τους συμμάχους της να τα απαντήσουν όταν πάνε να αφουγκραστούν το ζήτημα της προοπτικής. Θα σταματήσουμε εδώ για να περάσουμε στο ζήτημα της νεολαίας, όχι γιατί θέλουμε να αφήσουμε τη συζήτηση με ερωτηματικά, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι το βασικό στοιχείο, του πως δηλαδή αντανακλάται το ζήτημα της εξάρτησης στη γεωγραφία μέχρι και τις τεχνικές γνώσεις της εργατικής τάξης έχει γίνει κατανοητό. Έτσι και αλλιώς, αυτά τα ερωτήματα που θέτουμε, για να απαντηθούν θέλουν και υλικά δεδομένα. Θέλουν σύνδεση με την εργατική τάξη, περπάτημα μαζί της στην ταξική πάλη, παραπέρα κατανόηση της κατάστασης και της θέσης της αλλά και σύνδεση σε οργανωτικό και πολιτικό επίπεδο. Όσο αυτή η διαδικασία περπατάει, θα δημιουργούνται οι υλικοί όροι απάντησης και των παραπάνω ερωτημάτων.

Για το ζήτημα της νεολαίας

Η νεολαία δεν είναι τάξη, δεν έχει ούτε ενιαία χαρακτηριστικά ούτε και σύνθεση. Aντίθετα, έχει ποικίλες διαστρωματώσεις και διαφοροποιήσεις, με βάση τη σχέση που έχει με την παραγωγική διαδικασία, άρα έχει στο εσωτερικό της κομμάτια που διαφοροποιούνται σε σχέση με την κοινωνική τους προοπτική. Στην Ελλάδα, η ανεργία στους νέους από 15 έως 24 ετών το 2021 ήταν στο 37,5%, πράγμα που σημαίνει ότι 1 στους 3 νέους είναι άνεργoς και από αυτούς που δουλεύουν, η πλειοψηφία δουλεύει με τον βασικό μισθό, ημιαπασχολείται ή δουλεύει μαύρα. Πρόκειται για το δυναμικό από τα πιο φτωχά και λαϊκά στρώματα, το οποίο είναι αποδέκτης όλης της μιζέριας και της εξαθλίωσης που έχει να προτείνει αυτό το σύστημα. Οι πιο τυχεροί, που μπαίνουν στα ΑΕΙ, δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν και να πάρουν πτυχίο. Η Ελλάδα έχει τους μικρότερους δείκτες απασχόλησης πτυχιούχων, ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και μεγάλο ποσοστό μετανάστευσης πτυχιούχων ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ. Είναι φανερό ότι, ακόμα και για τα κομμάτια της νεολαίας που προσπαθούν να δημιουργήσουν όρους στο πώς θα πουλήσουν την εργασία τους, τα πράγματα δεν είναι τόσο καλά. Οι ταξικοί φραγμοί και η εργασιακή αβεβαιότητα είναι ο Γολγοθάς που αντιμετωπίζουν μετα τις πανελλήνιες. Η νεολαία στην αγορά εργασίας γίνεται ο δέκτης των πιο βάρβαρων και πιο αδηφάγων ορέξεων του κεφαλαίου. Βλέπει μπροστά της το σύστημα σε όλη του την βαρβαρότητα και γι’ αυτό, αρκετές φορές όταν ξεσηκώνεται δημιουργεί έντονα κινηματικά ξεσπάσματα. Είναι αυτή, η οποία ψάχνοντας για προοπτική, καταλαβαίνει ότι πρέπει να παλέψει για να την πετύχει και αντιλαμβάνεται ότι μέσα σε αυτό το σύστημα δεν μπορεί να έχει το μέλλον που θέλει.

Στην ιστορική πορεία του εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα η νέα γενιά υπήρξε αιμοδότης των αγώνων και των αντιστάσεων του λαού μας. Τα πιο προοδευτικά κομμάτια της νεολαίας, αυτά που είχαν και τις περισσότερες ανησυχίες, ήταν πάντα θετικά στη ριζοσπαστικοποίηση και την πάλη για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση. Η νέα γενιά, πέρα από τη συνείδηση που αποκτούσε, είτε από τη θέση της στην παράγωγή γιατί ήταν εργαζόμενη, είτε από τον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρό, με βάση την καταγωγή της, ήταν πάντα απαλλαγμένη από τη σκουριά της ήττας, της διάλυσης και της αδρανοποίησης, που αρκετές φορές δημιουργεί ο χρόνος σε αρκετούς ανθρώπους μέσα σε ένα άδικο και κοινωνικά οπισθοδρομικό σύστημα. Ο Γάλλος διαφωτιστής Ζαν Ζακ Ρουσό πίστευε ότι, όσο μεγαλώνει ένας άνθρωπος, τόσο συντηρητικοποιείται. Μπορεί αυτή η αντίληψη να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν γενικός κανόνας, αλλά μια άδική κοινωνία σίγουρα με την πάροδο του χρόνου κάνει ισχυρότερο το αποτύπωμά της σε κάθε άνθρωπο. Η νέα γένια δεν διακατέχεται σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη συντηρητικότητα, όχι με όρους μεταφυσικής, αλλά με τους υλικούς όρους με τους οποίος ένα νέος άνθρωπος πηγαία δεν ανέχεται την εκμετάλλευση και την καταπίεση.

Το κίνημα της νεολαίας μπορεί να συγκροτηθεί μόνο σε πολιτική βάση. Συμφωνία δηλαδή και ενοποίηση των πλατιών μαζών της νεολαίας που πλήττονται από την επίθεση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Να γίνουν κυρίαρχοι οι στόχοι που εκφράζουν τα πιο πλατιά λαϊκά εργατικά στρώματα της νεολαίας, σε όλα τα επίπεδα. Στο φοιτητικό, στο εργασιακό και το μαθητικό. Να ηγεμονεύσει δηλαδή, η ταξική γραμμή, αυτή που δεν μπλέκεται με τις μικροαστικές ή αστικές αντιλήψεις που βάζουν μπροστά τη συνδιαχείριση, την υπερταξική ανάλυση, την ανάθεση και την μεταρρύθμιση του συστήματος. Μόνο με αυτή τη γραμμή, η οποία θα στοχεύει χωρίς αυταπάτες το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα και τους μηχανισμούς του και θα φιλοδοξεί να ενωθεί με το ευρύτερο λαϊκό εργατικό κίνημα, μπορεί σήμερα η νεολαία να δημιουργήσει κίνημα χρήσιμο για τον λαό και την κοινωνία. Χρήσιμο για την εργατική τάξη και την κοινωνική προκοπή και εξέλιξη. Με αυτή την κατεύθυνση κατάφερε να παράξει η νεολαία και στο παρελθόν τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους αγώνες, κατάφερε να γίνει αιμοδότης των αγώνων του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως τη δεκαετία του 40 και μετέπειτα, με το κίνημά της να γίνει φορέας των επαναστατικών ιδεών και της πρόοδού, να μπει μπροστάρης στο αντιιμπεριαλιστικό αντιδικτατορικό κίνημα και να γράψει τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του κινήματος.

Με αυτή την έννοια, ο νέος κόσμος ήταν και εξακολουθεί να είναι δυναμικό το οποίο μπορεί να δώσει μεγάλες μάχες και να κερδίσει σημαντικές νίκες, αν καταφέρει και έρθει σε επαφή με τις σωστές ιδέες και αντιλήψεις. Με αυτές τις αντιλήψεις που θα τον κάνουν να δει πως το σημερινό σύστημα που του ετοιμάζει φτώχεια, εξαθλίωση και πολέμους, μπορεί και πρέπει να ανατραπεί και πως σε αυτή τη μάχη που μπροστάρης μπαίνει η εργατική τάξη μπορεί να γίνει μαζί με την υπόλοιπη νεολαία δύναμη κρούσης της. Να γίνει δηλαδή πραγματικά επαναστάτης, ο οποίος θα ενώνεται με τις μάζες του προλεταριάτου και του λαού και θα παλεύει με αυτές.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr