Το βάθεμα του εργασιακού μεσαίωνα καταγράφουν τα συγκεντρωτικά στοιχεία για τη μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα από το σύστημα «Εργάνη», τόσο αυτά που προέκυψαν από τους ετήσιους πίνακες προσωπικού που κατατέθηκαν από τις επιχειρήσεις τον Οκτώβρη, όσο και τα πλέον πρόσφατα που αφορούν τις μεταβολές του Δεκέμβρη. Αντίθετα από την κυβερνητική προπαγάνδα που απομονώνει τους αριθμούς που τη βολεύουν για να κάνει το μαύρο-άσπρο και στο ζήτημα των εργασιακών, η συνολική εικόνα, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία του «Εργάνη» αλλά και σε διάφορα άλλα στατιστικά δεδομένα που κυκλοφόρησαν το τελευταίο διάστημα, συνεχίζει στις κατευθύνσεις των τελευταίων χρόνων και μάλιστα σε ακόμα χειρότερο βαθμό για την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους συνολικά. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά παραμένουν η ελαστικοποίηση της δουλειάς, η εργασιακή ανασφάλεια και η μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση λοιπόν πανηγυρίζει για την αύξηση των θέσεων εργασίας μέσα στο 2016 και ειδικά τον Δεκέμβρη, κάνοντας λόγο για ρεκόρ από το 2001. Παράλληλα, τονίζει την αύξηση της μισθολογικής δαπάνης κατά 9,34% ως απόδειξη «μίας θετικής δυναμικής» που δημιουργεί «βάσιμες ελπίδες για περαιτέρω βελτίωση». «Ξεχνάει» όμως να σημειώσει μια σειρά από δεδομένα που, παρμένα συνολικά, οδηγούν σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα. Ανάμεσα σε αυτά είναι το γεγονός ότι μόλις 2 μήνες νωρίτερα, τον Οκτώβρη, η μείωση θέσεων εργασίας ήταν αρνητικό ρεκόρ 15ετίας. Ότι η πλειοψηφία των νέων θέσεων είναι μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης και ότι το ποσοστό των εργαζομένων που δουλεύει με πλήρες ωράριο μειώθηκε και το 2016. Ότι στην περίπτωση των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης (για τους υπόλοιπους δεν δίνονται μισθολογικά στατιστικά), καταγράφεται αύξηση του μέρους που έχει τις μικρότερες αμοιβές, δηλαδή ότι ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο συγκεντρώνονται στους χαμηλότερους μισθούς. Και φυσικά, τα στοιχεία του «Εργάνη» δεν λαμβάνουν καθόλου υπ’ όψη το καθαρό πραγματικό εισόδημα του εργαζόμενου λαού, δηλαδή τις συνέπειες από τις αυξήσεις σε εισφορές, άμεση φορολογία (όπου συμπεριλαμβάνεται και η μείωση του αφορολόγητου), έμμεση φορολογία και κόστους ζωής, εξαιτίας τόσο της ακρίβειας στα καταναλωτικά αγαθά όσο και της ανάγκης να πληρώνει ο λαός από την τσέπη του ολοένα και περισσότερο για περίθαλψη, εκπαίδευση κ.ά.
Οι τραγικές συνέπειες που διαμορφώνει στην πραγματική ζωή του λαού η αντιλαϊκή πολιτική που συνεχίζεται και βαθαίνει αποτυπώνονται πιο καθαρά σε μερικές άλλες πρόσφατες μελέτες. Η ΕΛΣΤΑΤ, στα αποτελέσματα για το γ’ τρίμηνο του 2016, υπολογίζει ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 600 εκ. ευρώ (ή 2,3%) σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2015. Παράλληλα, η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 1,6 δισ. ευρώ ενώ το ποσοστό αποταμίευσης ήταν -10,2%, έναντι -2,2% το γ’ τρίμηνο του 2015. Παρόμοιες τάσεις προκύπτουν από μελέτη της ΤτΕ, η οποία καταγράφει μείωση της περιουσίας των νοικοκυριών κατά 37,5% από το 2008, τόσο σε ιδιοκτησία ακινήτων όσο και σε αποταμιεύσεις κάθε είδους, ενώ το ίδιο διάστημα ολοένα αυξάνεται το μέρος της καταναλωτικής δαπάνης που αφορά την κάλυψη βασικών καθημερινών αναγκών των λαϊκών οικογενειών. Τα παραπάνω συμπληρώνονται από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), που μεταξύ άλλων υπολογίζει ότι οι δείκτες ανισότητας στην Ελλάδα αυξήθηκαν την περίοδο 2011-2016 και ότι το 92% των νοικοκυριών ζουν σε χειρότερο καθεστώς.
Επιστρέφοντας σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια στα στοιχεία του «Εργάνη», οι καταγεγραμμένοι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου είναι 1.702.524, έναντι 1.619.845 το 2015 (στοιχεία τέλη Οκτώβρη). Ένα από τα σημαντικά στοιχεία είναι το γεγονός ότι το 2016 καταγράφηκαν 2.142.974 προσλήψεις και 2.006.714 αποχωρήσεις, κατά πλειοψηφία όχι οικειοθελείς (τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 1.809.552 και 1.709.852 το 2015). Αυτή η αύξηση δείχνει πως η λεγόμενη αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται ολοένα και περισσότερο από ελαστικότητα και εργασιακή περιπλάνηση. Παράλληλα, το ποσοστό της πλήρους απασχόλησης μειώθηκε από 69,59% σε 68,28%. 382.729 εργαζόμενοι εργάζονται με μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία και μισθό κάτω από τα 500 ευρώ μικτά (420 καθαρά). Οι νέες προσλήψεις πλήρους απασχόλησης ήταν μόλις 45,26% των συνολικών προσλήψεων, δεδομένο που εμφανίζεται κάθε χρόνο στα στοιχεία του «Εργάνη» και δείχνει πως η πλήρης απασχόληση αφορά όλο και λιγότερους από τους εργαζόμενους. Την ίδια στιγμή, το μεγαλύτερο θετικό «ισοζύγιο» (διαφορά προσλήψεων-αποχωρήσεων) εμφανίζεται στις ηλικίες 15-24. Συνδυάζοντας τα παραπάνω με τη στατιστική ανάλυση των μισθών, όπου καταγράφεται πως 4 στους 10 εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο παίρνουν λιγότερο από 1.000 ευρώ μικτά (792 καθαρά), γίνεται καθαρό ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα αναγκάζονται να αλλάζουν συχνά δουλειά σε μια διαδικασία που τους οδηγεί σε διαρκώς χειρότερους όρους. Μια διαδικασία η οποία, σε συνδυασμό με την ανεργία, ειδικά τη μακροχρόνια, που παραμένει σε πολύ ψηλά επίπεδα αλλά και την έλλειψη επιδόματος για την τεράστια πλειοψηφία των ανέργων, δημιουργεί ένα εκβιαστικό πλαίσιο αποδοχής των πιο μαύρων, μεσαιωνικών πρακτικών. Έτσι, περίπου 850.000 εργαζόμενοι, οι μισοί του συνόλου, δουλεύουν για λιγότερο από 800 ευρώ μικτά, που ήταν περίπου ο κατώτατος μισθός το 2012. Το σύστημα, χωρίς να έχει υποχωρήσει στο παραμικρό από τον στόχο δημιουργίας μιας νέας γενιάς εργαζομένων απογυμνωμένης από τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, προχωράει γοργά και στην ανατροπή των όρων δουλειάς και των μεγαλύτερων εργαζομένων με ακόμα πιο βίαιο τρόπο. Αντικαθιστά εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης με μερικής ή εκ περιτροπής και υψηλότερα αμειβόμενους με χαμηλότερα.
Στα στατιστικά του «Εργάνη» αποτυπώνονται και μερικά ακόμα στοιχεία της πραγματικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η συγκέντρωση εργαζομένων, που είναι δεμένη με τη συγκέντρωση κεφαλαίου, αυξάνεται και πλέον μόλις το 1,6% των επιχειρήσεων (3.790) απασχολεί το 44% των μισθωτών της χώρας. Οι κλάδοι του εμπορίου και της εστίασης διατηρούν τα μεγαλύτερα ποσοστά εργαζομένων ενώ η βιομηχανία σταθερά καταγράφει περισσότερες απολύσεις από προσλήψεις. Η δραματική μείωση των εργαζομένων τον Οκτώβριο του 2016, που σε παλιότερες χρονιές εμφανιζόταν τον Νοέμβρη ή τον Δεκέμβρη συνδέεται και με το μέγεθος της δραστηριότητας γύρω από τον τουρισμό αλλά και με την τάση για πλήρη ελαστικοποίηση ενός κλάδου στον οποίο οι εργαζόμενοι ήταν πάντα αντιμέτωποι με την «εποχικότητα».
Παρά τις αφηγήσεις της κυβέρνησης περί «εξόδου από την κρίση», ακόμα και στα επίσημα στοιχεία δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα, που για τους εργαζόμενους είναι ακόμα χειρότερη από αυτή που καταγράφεται. Μόνο στους δικούς τους αγώνες μπορούν να ελπίζουν οι εργαζόμενοι, μόνο με τη δική τους πάλη μπορούν να ανακόψουν και να αντιστρέψουν αυτή την πορεία. Η αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική που εφαρμόζεται από όλες τις κυβερνήσεις, κάθε φορά και πιο αναβαθμισμένη, δεν είναι μια παροδική κατάσταση αλλά στρατηγική κατεύθυνση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού και ως τέτοια προωθείται χωρίς τέλος και από τις κυρίαρχες δυνάμεις στη χώρα. Είναι ανάγκη η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, είναι ανάγκη ο μαζικός και αποφασιστικός αγώνας για συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις, για πλήρη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα. Ενάντια στις απολύσεις και σε κάθε νέα επίθεση στις κατακτήσεις των εργαζομένων, ενάντια στα νέα αντεργατικά μέτρα που ετοιμάζονται για να επεκτείνουν και να βαθύνουν τον εργασιακό μεσαίωνα, οι εργαζόμενοι χρειάζεται να βγουν στο προσκήνιο και συλλογικά να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους.