Μετά από τις συνεχείς παλινωδίες του Τραμπ, που μάλλον αφορούν διαφορετικές προσεγγίσεις στα αμερικανικά επιτελεία για την αντιμετώπιση της Βόρειας Κορέας, όχι μόνο πραγματοποιήθηκε η πολυδιαφημιζόμενη συνάντηση Τραμπ – Κιμ στις 12 Ιουνίου στη Σιγκαπούρη, αλλά και κατέληξε σε μια -θα δούμε πόσο οριστική και προπαντός βιώσιμη- συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες όσον αφορά το περιεχόμενο της συμφωνίας, ο Τραμπ δεσμεύτηκε στην παροχή εγγυήσεων ασφαλείας στην Βόρεια Κορέα και ο Κιμ Γιονγκ Ουν επανέλαβε τη δέσμευση να ολοκληρώσει την αποπυρηνικοποίηση της κορεατικής χερσονήσου. Επίσης στο τελικό ανακοινωθέν γράφεται ότι «προχώρησαν σε μία περιεκτική, εις βάθος και ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων σχετικά με το χτίσιμο νέων σχέσεων ΗΠΑ – Βόρειας Κορέας και το χτίσιμο μίας διαρκούς και εύρωστης ειρηνευτικής συμφωνίας στην κορεατική χερσόνησο».
Φανερά η συμφωνία αυτή αποτελεί μια επιτυχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Κατορθώνει, μετά από την άσκηση μιας πολιτικής ισχυρών πιέσεων, εκβιασμών και ανοιχτών πολεμικών απειλών ενάντια στη Βόρεια Κορέα, πολιτική που επιπλέον είχε στριμώξει την Κίνα και εμμέσως πλην σαφώς πίεζε και τη Ρωσία, να αποσπάσει από την Βόρεια Κορέα, μια δέσμευση πυρηνικού αφοπλισμού της. Ωστόσο, και μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αυτή η συμφωνία εμπεριέχει τον συμβιβασμό -και για τις ΗΠΑ- της αποπυρηνικοποίησης της Κορεατικής Χερσονήσου, κάτι που η Κίνα ζητούσε/απαιτούσε από τις ΗΠΑ σαν προϋπόθεση για να «μεσολαβήσει» και να «πείσει» την -υπό την προστασία της- Βορειοκορεατική ηγεσία. Ρόλο στην επίτευξη της συμφωνίας έπαιξε και η προσέγγιση Βόρειας και Νότιας Κορέας, γεγονός που πιθανά ανησύχησε τα αμερικανικά επιτελεία για δρομολόγηση εξελίξεων που δεν θα μπορεί να ελέγξει.
Η συμφωνία αυτή αποτελεί λοιπόν μια- έστω πρόσκαιρη αλλά- σημαντική επιτυχία. Η στροφή των ΗΠΑ από τις πολεμικές ιαχές της απαρχής της διακυβέρνησης Τραμπ στην πολιτική του «ειρηνικού διαλόγου» του τελευταίου διαστήματος δεν ήταν καθόλου τυχαία. Από τη μια η άμεση στρατιωτική εμπλοκή δεν ήταν καθόλου εύκολη επιλογή μιας και άνοιγε απ’ ευθείας μέτωπο με Κίνα αλλά και Ρωσία. Από την άλλη η πολιτική των ΗΠΑ στο κορεατικό ζήτημα ήταν και είναι συνδεδεμένη με μια γενικότερη πολιτική που μέχρι στιγμής δεν περιλαμβάνει ολομέτωπη αντιπαράθεση με την Κίνα αλλά άσκησης πιέσεων για περιορισμό των φιλοδοξιών της και γενικότερου οικονομικού και γεωπολιτικού «συμμαζέματός της». Επιπλέον καθοριστικά λειτούργησε το γεγονός πως ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός επιθυμούσε το τελευταίο διάστημα διακαώς, να «κλείσει» ή έστω να «παγώσει» για μια περίοδο, το ζήτημα της Κορέας ώστε να έχει την δυνατότητα να αξιοποιήσει όσες περισσότερες δυνάμεις μπορεί στο καυτό και κρίσιμο πεδίο της Μέσης Ανατολής. Ειδικότερα να ξεδιπλώσει με ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες και ελευθερία κινήσεων την πολιτική εκβιασμών ενάντια στο Ιράν με άμεσο στόχο να περιορίσει την επιρροή του στη περιοχή και απώτερο και μάξιμουμ στόχο να ανατρέψει το καθεστώς. Στόχοι που αποτελούν τμήμα του συνολικού προβλήματος που έχουν οι ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή: τις επιτυχίες του ρώσικου ιμπεριαλισμού και συνακόλουθα την δική τους ανάγκη να κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να τις ακυρώσουν. Παράλληλα έστω και ένα προσωρινό πάγωμα του κορεατικού ζητήματος δίνει στις ΗΠΑ την δυνατότητα και στα άλλα μέτωπα που έχει ανοίξει (εμπορικός πόλεμος με ΕΕ κλπ) να ξεδιπλώσει αποτελεσματικότερα τις πολιτικές της κινήσεις και τακτικές.
Από τους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές, η Γαλλία έσπευσε να θέσει τους προβληματισμούς της για τα επόμενα βήματα της συμφωνίας αλλά κυρίως να βάλει την αιχμή της για «τα δύο μέτρα και δύο σταθμά» του Τραμπ. Ο οποίος την ίδια στιγμή που επιβραβεύει τη Βόρεια Κορέα που «ήταν απέναντι σε όλες τις διεθνείς συμφωνίες», αποσύρει την υπογραφή του από μια συμφωνία που η άλλη πλευρά (Ιράν) έχει τηρήσει. Η Ιαπωνία μέσω της μη τοποθέτησης για το γεγονός, μάλλον εξέφρασε την δυσαρέσκειά της για μια συμφωνία που της αφαιρεί ρόλο στην περιοχή. Η Ρωσία αρκέστηκε να δηλώσει πως «η ουσία κρύβεται στις λεπτομέρειες» δίνοντας χρόνο στο εαυτό της να εκτιμήσει τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις της συμφωνίας. Η Κίνα κινούμενη εδώ και καιρό σε μια κατεύθυνση συσσώρευσης οικονομικών πολιτικών και στρατιωτικών όρων και αποφυγής αντιπαραθέσεων με τις ΗΠΑ, δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση το κορεατικό να γίνει αιτία και αφορμή κλιμάκωσης της έντασης με τις ΗΠΑ οπότε χαιρέτησε την συμφωνία αλλά και βρήκε την ευκαιρία να θέσει το ζήτημα της σταδιακής χαλάρωσης των κυρώσεων του ΟΗΕ προς την Βόρεια Κορέα.
«Τέλος» η άλλη πλευρά της Χερσονήσου, η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας παρά την γενική αποδοχή της διαδικασίας έθεσε τα πρώτα ερωτηματικά για το τι σημαίνει ακριβώς το γεγονός πως ο Τραμπ χαρακτήρισε τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις (ΗΠΑ – Νότια Κορέα) ως «παιχνίδια πολέμου» τα οποία είναι «δαπανηρά» και «επικίνδυνα».
Με δεδομένη την ρευστότητα των παγκόσμιων εξελίξεων, ρευστότητα που τροφοδοτεί πρώτα απ’ όλα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στην εναγώνια προσπάθειά του να αντιμετωπίσει το πρόβλημα να πλησιάζει έναν στόχο που διαρκώς απομακρύνεται, αυτόν της παγκόσμιας κυριαρχίας, το επόμενο διάστημα θα αποδείξει πόσο στέρεη και βιώσιμη είναι αυτή η συμφωνία, της οποίας το περιεχόμενο δεν έχει ακόμα δοθεί στη δημοσιότητα.
Το σίγουρο είναι πως δεν αποτελεί μια συμφωνία για ειρήνη αλλά μια συμφωνία για το ξεδίπλωμα επιθετικών και φιλοπόλεμων σχεδίων. Αυτήν την αλήθεια που επιμελώς ήδη κρύβεται από τους τόνους της παραπληροφόρησης των κυρίαρχων ΜΜΕ, οφείλει να μάθουν οι λαοί όλου το κόσμου. Και να κάνει ότι περνάει από το χέρι τους για να την αντιμετωπίσουν!
13 Ιουνίου 2018