του Τάσου Σαπουνά
Η δυτική επέμβαση στη Συρία και η αντίδραση της Ρωσίας
Κοιτώντας κανείς με απόσταση ορισμένων χρόνων από τότε που ξεκίνησαν τα γεγονότα στη Συρία, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει, πως αυτό που ξεκίνησε σαν διαμαρτυρία απέναντι στο καθεστώς Άσαντ, και μάλιστα με αρκετά από τα χαρακτηριστικά των αραβικών εξεγέρσεων, πολύ γρήγορα έπιασε τα πολιτικά και οργανωτικά του όρια, λόγω της έλλειψης επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα αλλά και μπροστά στο μέγεθος της καταστολής που συνάντησε από την κυβερνητική πλευρά. Σ’ αυτό το «κενό» παρέμβηκε ο ιμπεριαλισμός αλλά και οι αντιδραστικές δυνάμεις τις περιοχής και προσπάθησαν να το καλύψουν υπέρ των συμφερόντων τους. Όταν οι εξελίξεις μετατοπίστηκαν από το πεδίο των μαζικών διαδηλώσεων, στο πεδίο συγκρότησης ένοπλων αντικαθεστωτικών ομάδων, που άρχισαν να εξοπλίζονται και να στηρίζονται από τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της Γαλλίας και περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, το «παιχνίδι» είχε ήδη χαθεί για τις λαϊκές δυνάμεις. Και άνοιγε ένα νέο ακόμα μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ιστορία των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή. Που δημιούργησε κι άλλους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, κατέστρεψε υποδομές αλλά και ολόκληρες πόλεις και περιοχές, ξερίζωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς σε Λίβανο, Ιορδανία και Τουρκία. Που έμελλε όπως βλέπουμε τώρα να γίνει η θρυαλλίδα μιας σειράς εξελίξεων στην Αραβική Χερσόνησο.
Η Συρία είχε και έχει μια ορισμένη σημασία στην περιοχή. Αποτελούσε την μοναδική πια σύμμαχο χώρα του Ιράν. Γι αυτό έπαιζε μεν ρόλο το γεγονός της σιιτικής καταγωγής του Άσαντ, αλλά ο βασικός λόγος ήταν ότι και οι δύο είχαν μπει στο στόχαστρο των ΗΠΑ. Επίσης η Συρία δημιουργούσε μαζί με τη Χεζμπολάχ (Λίβανος), την σιιτική κυβέρνηση του Ιράκ και το Ιράν, το λεγόμενο «σιιτικό συνεχές», το οποίο η Σαουδική Αραβία αλλά και το Κατάρ πάσχιζαν να σπάσουν ώστε να προωθήσουν την επιρροή τους σε αυτές τις χώρες, και να μειώσουν αντίστοιχα την επιρροή του Ιράν. Χρήσιμο εργαλείο αποδείχτηκε η επίκληση του κοινού δόγματος (σουνιτικό) σε τμήματα πληθυσμών αυτών των χωρών (σουνιτική πλειοψηφία στη Συρία, ισχυρή σουνιτική μειοψηφία στο Ιράκ). Η Συρία είχε επίσης σημασία και για την Τουρκία. Από τη μια, η εσωτερική συριακή αντιπαράθεση έδινε ακόμη μια ευκαιρία στην Τουρκία να παρουσιαστεί και αυτή σαν προστάτης των σουνιτικών πληθυσμών (και ο πληθυσμός της Τουρκίας είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία σουνίτες στο θρησκευτικό δόγμα) και μάλιστα αναφερόμενη σε μια χώρα με κοινά σύνορα. Δεύτερο μέσω της παρέμβασης της θεωρούσε πως της δίνονταν η δυνατότητα να έχει λόγο στις εξελίξεις όσον αφορά τους κούρδικους πληθυσμούς της βόρειας και βορειοανατολικής Συρίας.
Τελευταίο αλλά το πιο σημαντικό ίσως είναι το γεγονός πως η Συρία ήταν μια από τις χώρες με τις οποίες η Ρωσία, ως «κληρονόμος» της Σοβιετικής Ένωσης, μπόρεσε, παρά τη μεγάλη υποχώρηση και αποχώρησή της από την Μεσόγειο, να διατηρήσει σχέσεις και επαφές. Αλλά και να καταφέρνει μέχρι και σήμερα να διατηρεί στα παράλια της Συρίας, στην πόλη Ταρτούς, την μοναδική πια ναυτική της βάση στη περιοχή. Οι σχέσεις μεταξύ Συρίας και Ρωσίας είχαν μάλιστα αναθερμανθεί, από την περίοδο που η Συρία είχε υποδειχθεί από τη Δύση (με πρωτοστατούσα τη Γαλλία), ως ηθικός και φυσικός αυτουργός της δολοφονίας του (αντισύρου) Λιβανέζου πρωθυπουργού Χαρίρι. Πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα (και έναν από τους στόχους) την απόσυρση του συριακού στρατού από τον Λίβανο. Από τότε οι ΗΠΑ είναι αλήθεια ότι έκαναν ορισμένα βήματα προσέγγισης που εναλλάσσονταν με πάγωμα των σχέσεων. Επίσης είναι αλήθεια πως οι ΗΠΑ, αρχικά τουλάχιστον, άφησαν την πρωτοβουλία της αντι-Άσαντ κίνησης στην Γαλλία αλλά και στις άλλες τοπικές δυνάμεις. Σύντομα ωστόσο μπήκαν κι αυτοί στην ιστορία και πρωτοστάτησαν στην παρέμβαση για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Σε όλο αυτό το διάστημα διατήρησαν τις επιφυλάξεις τους, που πήγαζαν από το ότι κάθε άλλο παρά ελεγχόμενες ήταν οι δυνάμεις που πολεμούσαν τον Άσαντ στο εσωτερικό της Συρίας. Και οι οποίες βρίσκονταν σε «διάσταση» με τους εμφανιζόμενους ως εκπροσώπους τους στα φόρα που διοργανώνονταν τότε.
Η συριακή κρίση γρήγορα κατέληξε να αφορά την αντιπαράθεση ΗΠΑ- Ρωσίας. Από τη μια, οι ΗΠΑ, πέρα από το ότι οι κινήσεις τους πίεζαν εξ αντικειμένου το Ιράν, ενέταξαν την προσπάθεια για ανατροπή του Άσαντ στην ευρύτερη πολιτική διωξίματος της Ρωσίας από την περιοχή αλλά και στην εξελισσόμενη από την πλευρά τους περικύκλωση της ρώσικης επικράτειας. Από την άλλη, η Ρωσία κινήθηκε μαζί με την Κίνα, δείχνοντας πως δεν θα ανεχτούν επανάληψη του «παθήματος» της Λιβύης. Έτσι, το ουσιαστικό ρώσικο «βέτο» είχε ειπωθεί πριν το βέτο της Ρωσίας στο ψήφισμα των Δυτικών που κατατέθηκε στις αρχές του 2012 στο ΣΑ του ΟΗΕ και είχε ειπωθεί δια της πράξης και …δια της θαλάσσιας οδού. Με την κάθοδο του ρώσικου αεροπλανοφόρου «Ναύαρχος Κουζνέτσοφ» και του ανθυποβρυχιακού «Ναύαρχος Τσαμπανένκο» στη Μεσόγειο. Αλλά και την αποστολή μιας ρώσικης φρεγάτας στο αγκυροβόλιο της Ταρτούς.
Εδώ είναι αναγκαίο να ειπωθούν ορισμένα πράγματα επιπλέον όσον αφορά τη Ρωσία. Ο ρώσικος ιμπεριαλισμός, τόσο την σχέση του με το Ιράν όσο και με τη Συρία, τις έχει ενταγμένες στην προσπάθειά του να σπάσει τον κλοιό που οι Αμερικάνοι φτιάχνουν γύρω της σε μια ζώνη που εκτείνεται από τις Βαλτικές Χώρες έως το Αφγανιστάν. Αυτές οι δύο χώρες αποτελούν «τρύπες» της αμερικανικής αυτής στρατηγικής στη Μέση Ανατολή και η Ρωσία θέλει να παραμείνουν τέτοιες.
Η ρώσικη ηγεσία γνωρίζει πως εάν η Συρία «χανόταν», δύσκολα θα κρατιόταν το Ιράν σε μια αντιαμερικανική στάση εάν έμενε μόνο του. Πόσο μάλλον που η Ρωσία γνώριζε πως μέσα στο Ιράν υπήρχαν δυνάμεις που θα ήθελαν την διαφοροποίηση της στάσης της χώρας τους όσον αφορά τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό η αντίδραση της Ρωσίας ήταν ανάλογη του βάρους που δίνει στην σχέση της με τη Συρία. Σε σημείο μάλιστα που οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να διακινδυνέψουν τότε ένα προχώρημα της επεμβατικής τους πολιτικής. Όταν επιπλέον είχαν το πρόβλημα πως στο εσωτερικό της Συρίας οι συσχετισμοί κάθε άλλο παρά ευνοϊκοί είχαν γίνει για το υποχείριό τους, τον λεγόμενο Ελεύθερο Συριακό Στρατό. Ο οποίος δεν έχανε μόνο από τις κυβερνητικές δυνάμεις, αλλά υποσκελιζόταν και από δυνάμεις όπως η Αλ Νούσρα (το παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία) και το ISIS. Σημειωτέον ότι πληροφορίες από δημοσιογράφους που βρέθηκαν στην περιοχή, επιβεβαιώνουν πια πως ο διαχωρισμός των ένοπλων αντιπολιτευόμενων σε «μετριοπαθείς» και «ακραίους» δεν ήταν τόσο σαφής όσο ήθελαν να προβάλλον οι δυτικοί ιμπεριαλιστές. Ώστε να διώξουν από πάνω τους τις ευθύνες για το αδελφοκτόνο αιματοκύλισμα που συμβαίνει τώρα σε Συρία και Ιράκ αλλά και τις συγκεκριμένες ευθύνες που έχουν για την ενδυνάμωση σκοταδιστικών δυνάμεων όπως το ISIS. Γι αυτό και σήμερα οι δυτικοί κάνουν πως ξεχνούν τα συνέδρια της συριακής αντιπολίτευσης, διάφορων δηλαδή πρακτόρων (της Δύσης) αλλά και μισθοφόρων της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, που πότε γίνονταν στο Παρίσι και πότε στην Άγκυρα. Τον διαγκωνισμό της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ για το ποιος έχει στείλει περισσότερα όπλα στους αντικαθεστωτικούς στη Συρία ή της Τουρκίας που επαιρόταν που χρησιμοποιούνταν το εσωτερικό της για την εκπαίδευση των αντικαθεστωτικών. Με βάση λοιπόν -για να ξαναγυρίσουμε στις εξελίξεις- τον άσχημο γι’ αυτούς συσχετισμό που διαμορφωνόταν στα πεδία των μαχών της συριακής επικράτειας, ΗΠΑ και Γαλλία αναγκάστηκαν να πάνε στη «Γενεύη» Ι και ΙΙ και να επιδιώξουν, πιο πολύ οι ΗΠΑ λιγότερο η Γαλλία, έναν συμβιβασμό που να μην τις βγάζει από τα πράγματα. Ώστε να επανέλθουν όταν οι καταστάσεις το επιτρέψουν ή τους δοθούν αφορμές όπως οι πρόσφατη με το ISIS.
Η «ανάδυση» του ISIS και η εξελισσόμενη επέμβαση σε Συρία και Ιράκ
Η εισβολή στο Ιράκ το 2003, η μαζική τρομοκράτηση και δολοφονίες ιρακινών πολιτών, οι κάθε είδους απαγορεύσεις που επέβαλλαν στον ιρακινό λαό οι αμερικανο-αγγλικές κατοχικές δυνάμεις. Η εξάπλωση σε ασύλληπτα νούμερα των ποσοστών φτώχειας ανεργίας και δυστυχίας. Οι χιλιάδες σακατεμένοι από τον πόλεμο που προστίθονταν στους χιλιάδες ασθενείς από κάθε είδους καρκίνο (λόγω των αμερικανικών όπλων από τον πρώτο πόλεμου του Κόλπου ακόμα). Η διάλυση των υποδομών εκπαίδευσης, περίθαλψης. Η πριμοδότηση των αντιθέσεων μεταξύ σιιτικής πλειοψηφίας, σουνιτικής μειοψηφίας και κουρδικών πληθυσμών ώστε να μπορέσει να γίνει δυνατή η εισβολή αλλά και να κυβερνηθεί – τρόπος του λέγειν- η υπό κατοχή χώρα. Η στήριξη δοσίλογων τύπου Μαλίκι για την διακυβέρνηση της χώρας, μετά και την αποχώρηση των αμερικανικών και αγγλικών στρατευμάτων. Ο οποίος, για να επιβιώσει αυτός και η κλίκα του, περιθωριοποιούσε συστηματικά και συμπεριφερόταν στους σουνίτες και στους Κούρδους του Ιράκ σαν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ο οποίος σε αγαστή συνεργασία με τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια συνέβαλλε στην καταλήστευση του πλούτου της χώρας και την καταδυνάστευση των λαϊκών μαζών. Όλα αυτά και ακόμη τόσα που δεν αναφέραμε και τα οποία σώρευσε σ’ αυτή την χώρα η ιμπεριαλιστική επέμβαση, ενόσω η ιρακινή αντίσταση έδινε ελπίδα και προοπτική, μπορούσαν να μην αναπτύσσονται γρήγορα και πολύ περισσότερο να μην επιδρούν καθοριστικά στις κοινωνικές εξελίξεις. Ο εκφυλισμός της ιρακινής αντίστασης άφησε ελεύθερο το πεδίο ώστε να δράσουν όλα αυτά που αναφέρθηκαν σαν οξύ πάνω στην κοινωνική συνοχή του Ιράκ, στους δεσμούς που το κρατούσαν σαν χώρα, έδρασαν διαλυτικά ακόμη και στα στοιχεία εθνικής συγκρότησης που- έστω- με αντιφατικό τρόπο προχωρούσαν ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όταν λοιπόν το –ουσιαστικά- στηριγμένο και επιχορηγημένο από τις ΗΠΑ- Γαλλία, την Τουρκία και τις αντιδραστικές μοναρχίες του Κόλπου, «Ισλαμικό Κράτος», εκτίμησε πως ήρθε η ώρα του Ιράκ, είχε από τη μια ισχυρή βάση στήριξης στη Συρία και από την άλλη η εισβολή του παραβίασε εν πολλοίς «θύρες ανοιχτές». Κατ’ αρχήν έχοντας δημιουργήσει μια ισχυρή βάση στήριξης σε τμήματα του συριακού εδάφους, μπορούσε όχι μόνο να εκπαιδεύει τους μισθοφόρους του, και να αντλεί σημαντικά έσοδα από το εμπόριο πετρελαίου στο οποίο επιδιδόταν με την Τουρκία (και όχι μόνο), αλλά να μπορεί να έχει σοβαρά περιθώρια ευελιξίας για τις επιθέσεις του στο ιρακινό έδαφος. Ώστε να μπορεί να αναπτύσσεται ή να αναδιπλώνεται ανάλογα με την έκβαση των μαχών και την ισχύ των δυνάμεων που θα αντιμετώπιζε. Όσον αφορά τις «ανοιχτές θύρες», έχει πια γίνει φανερό πως η περιοχή στην οποία εισέβαλλαν στο ιρακινό έδαφος οι μισθοφόροι του ISIS αποτελούνταν, στην μεγάλη τους πλειοψηφία ή και αποκλειστικά, από σουνιτικούς πληθυσμούς. Εγκαταλελειμμένοι από την κεντρική κυβέρνηση και με την κοινωνική διάλυση να έχει προχωρήσει, το ISIS αποτέλεσε μια «διέξοδο». Όταν μάλιστα στις αρχικές δυνάμεις του ISIS προστέθηκαν τμήματα πρώην μπααθικών, στρατιωτικών και μη, συμμετεχόντων ή όχι στην ιρακινή αντίσταση, αλλά πάντως «θυμωμένων» για την πλήρη περιθωριοποίησή τους από το καθεστώς, τότε το ISIS απέκτησε μια ισχυρή «γέφυρα» επηρεασμού των απογοητευμένων και οργισμένων ταυτόχρονα αραβικών σουνιτικών πληθυσμών του Ιράκ. Η «ρευστοποίηση» λοιπόν των συνόρων Συρίας –Ιράκ δεν ήταν απλά αποτέλεσμα στρατιωτικής δράσης κάποιων δυνάμεων, αλλά αποτέλεσμα και αυτή της πολύχρονης διάλυσης σε όλα τα κοινωνικά πεδία, που επέφερε στις περιοχές αυτές η ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Έτσι, από τη μια η με κάθε τρόπο βοήθεια και στήριξη των μισθοφόρων του ISIS και από την άλλη το πρόσφορο κοινωνικό έδαφος που συνάντησε συνδυάστηκαν και ερμηνεύουν αυτήν την ταχεία προέλαση του στα ιρακινά εδάφη. Ένα επιπλέον γεγονός, η αποδιοργάνωση του ιρακινού στρατού από την επίθεση του ISIS, πιστοποιεί με τον πιο έκδηλο τρόπο το τι έχει επιφέρει η αμερικανική κατοχή στο Ιράκ και το τι βρήκε εν τέλει απέναντί του το ISIS. Όπως αναφέρει και ο δημοσιογράφος Πάτρικ Κόκμπερν σε μια συζήτηση με τον Ταρίκ Αλί που δημοσιεύτηκε πρόσφατα: «είναι δύσκολο να σκεφτείς κάποιο άλλο ιστορικό παράδειγμα στο οποίο υπάρχει ένας στρατός 300 ή 350 χιλιάδων ανδρών, όπως ο ιρακινός στρατός, για τον οποίο έχουν δαπανηθεί μέσα σε τρία χρόνια 41,6 δις δολάρια, [...]αυτός να διαλύεται από την επίθεση περίπου δύο χιλιάδων ανδρών στη Μουσούλη». Ο ίδιος δίνει ως ερμηνεία την απάντηση πως «αυτοί οι αξιωματικοί (σ.δ. του ιρακινού στρατού που έφτιαξαν από την αρχή οι Αμερικάνοι) δεν είναι πολεμιστές, είναι επενδυτές. Δεν ενδιαφέρονται να πολεμήσουν κανένα. Ενδιαφέρονται να βγάλουν λεφτά από αυτήν την επένδυση». Εμείς θα λέγαμε πως αυτά που αναφέρει ο δημοσιογράφος δεν είναι με τη σειρά τους παρά αποτελέσματα της επέμβασης. Διότι ας μην ξεχνάνε πως είναι οι Αμερικάνοι και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές που διέλυσαν τον ιρακινό στρατό (αυτόν που τους πολέμησε κατά την εισβολή) και προσπάθησαν να συγκροτήσουν δωσίλογες στρατιωτικές δυνάμεις για να υπερασπίζουν μαζί με τους ίδιους την κατοχή του Ιράκ, και με προοπτική όταν αποφασίσουν να φύγουν, να αφήσουν πίσω τους έναν μισθοφορικό ουσιαστικά στρατό, υπερασπιστή των συμφερόντων τους. Αυτή η βάση συγκρότησης ήταν και αποδείχτηκε πολύ σαθρή για να αντέξει την πίεση μερικών χιλιάδων αποφασισμένων στρατευμάτων του ISIS.
Αφού λοιπόν βοήθησαν να μεγαλώσει το ISIS και να φτάσει να κατέχει το 20% του συριακού και το 40% του ιρακινού εδάφους, οι ΗΠΑ «αποφάσισαν» να το αντιμετωπίσουν. Κατ’ αρχήν να υπογραμμίσουμε πως η «ολιγωρία» των αμερικανών – όταν το ISIS προέλαυνε στο Ιράκ και κατευθυνόταν προς την Βαγδάτη, είχε να κάνει με δικούς τους κυνικούς υπολογισμούς. Διότι ενώ οι ίδιοι επέβαλλαν τον Μαλίκι, το τελυταίο διάστημα ήταν όλο και πιο δυσαρεστημένοι από την επιρροή που ασκούσε σ’ αυτόν και δια μέσω αυτού στη διακυβέρνηση του Ιράκ, το Ιράν. Χρησιμοποίησαν λοιπόν την άνετη προέλαση του ISIS και έβγαλαν στην φόρα διάφορα πεπραγμένα του όσον αφορά την αντιμετώπιση των σουνιτικών πληθυσμών και των Κούρδων του Ιράκ, ώστε να καταδείξουν την ανικανότητά του και την «άδικη διακυβέρνησή» του, τον αποδόμησαν και επέβαλλαν την αντικατάστασή του. Οι ΗΠΑ λοιπόν αποφάσισαν από ένα σημείο και έπειτα, με εργαλείο την «αντιμετώπιση του ISIS», που αναγορεύτηκε ξαφνικά στον νέο παγκόσμιο κίνδυνο, να εξαπολύσουν ένα νέο κύμα επεμβάσεων στην Αραβική Χερσόνησο. Πάλεψαν και κατάφεραν να συγκροτήσουν μια νέα «συμμαχία των προθύμων» που περιλαμβάνει εκτός από την Αγγλία και την Γαλλία και με έναν τρόπο και τη Γερμανία. Και από τις περιφερειακές δυνάμεις, σχεδόν όλες τις μοναρχίες του Κόλπου, με πρώτη την Σαουδική Αραβία, και τέλος την Τουρκία που μπήκε και είναι ακόμη και τώρα με το ένα πόδι έξω. Αυτή η συμμαχία θα ήταν πραγματικά αντικείμενο μελέτης από την άποψη του σουρεαλισμού. Όταν δηλαδή σ’ αυτήν την συμμαχία συμμετέχουν όλοι όσοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο χρηματοδότησαν, στήριξαν και βοήθησαν να αναπτυχθεί και να επεκταθεί αυτός τον οποίο τώρα αποφάσισαν να πολεμήσουν: το ISIS. Βέβαια αυτό δεν καταδεικνύει παρά την κυνικότητα των ιμπεριαλιστών και των αντιδραστικών καθεστώτων, και πρόκειται για ένα αιματοβαμμένο «σουρεαλισμό» που βασίζεται, αναπτύσσεται και δημιουργεί νέες εκατόμβες νεκρών και σακατεμένων, νέα κύματα προσφυγιάς και δυστυχίας, δημιουργεί τους όρους για κλιμάκωση της διάλυσης των κοινωνιών, οδηγεί σε νέα κομματιάσματα χωρών.
Τα πιο πρόσφατα γεγονότα στην περιοχή είναι εστιασμένα στην πολιορκία του Κομπάνι από το ISIS. Στην περιοχή που είναι γνωστή ως Ροζάβα, πρωτεύουσα της οποίας είναι το Κομπάνι, είχε σχηματιστεί, όπως και στις άλλες δύο που συγκροτούν την κουρδική περιοχή της Βόρειας Συρίας, μια αυτόνομη κυβέρνηση και δομές δημοκρατικής διακυβέρνησης. Αυτό είχε γίνει κατορθωτό διότι το καθεστώς Άσαντ επέλεξε ως αντιπερισπασμό στους αντικαθεστωτικούς, να αποσύρει το στρατό του από την περιοχή, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους κουρδικούς πληθυσμούς και στον συριακό κλάδο του PKK, το PYD, να προωθήσει μορφές τοπικής αυτοκυβέρνησης. Οι κουρδικοί πληθυσμοί ήρθαν σε πόλεμο τόσο με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό όσο και με τις δυνάμεις του Αλ Νούσρα και του ISIS στην πρώτη φάση της ανάπτυξης τους, και επιτυχώς. Η πολιορκία του Κομπάνι, αφού προηγήθηκε η «προέλαση» του ISIS στο Ιράκ, έγινε με δυσμενείς πια συσχετισμούς για τους Κούρδους της περιοχής.
Οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές και τα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής, ειδικά αυτά που πρωτοστάτησαν στην χρηματοδότηση των αντικαθεστωτικών στη Συρία και βοήθησαν στην «ανάδυση» του ISIS, ίδρυσαν μια νέα «συμμαχία των προθύμων» με δήθεν στόχο το χτύπημά του (ISIS). Τονίζουμε ξανά πως αυτή η κίνηση είναι μια ακόμη απόδειξη όχι μόνο της υποκρισίας αλλά και της κυνικότητας του ιμπεριαλισμού. Ο οποίος χρησιμοποιεί την τραγωδία στο Κομπάνι (την πιο πρόσφατη από τις δεκάδες τραγωδίες που ο ιμπεριαλισμός έχει παράξει στην περιοχή), για να νομιμοποιήσει το «δικαίωμά» του να επεμβαίνει στην Συρία και σε όλη την Μέση Ανατολή κατά το δοκούν. Σαν τέτοια πρέπει να αποκαλυφθεί και να καταγγελθούν οι αντιδραστικοί στόχοι της.
Αντί επιλόγου: μια σύντομη αναφορά στα λαϊκά κινήματα στην περιοχή και την αριστερά
Δεν είμαστε εμείς που θα ορίσουμε πώς θα κινηθούν οι δυνάμεις της περιοχής που αναφέρονται στις εργαζόμενες μάζες και την αριστερά. Είναι θα λέγαμε πολύ μακριά από την αντίληψή μας μια λογική «υψηλού συμβουλάτορα».
Ωστόσο, μπορούμε να έχουμε και να διατυπώσουμε την γνώμη μας για ορισμένες βασικές και κρίσιμες κατευθύνσεις μιας αριστερής αγωνιστικής στάσης και πράξης.
Θεωρούμε παραπάνω από αναγκαίο την σύμπηξη Μετώπου Πάλης των λαών της περιοχής ενάντια στους ιμπεριαλιστές και με στόχο το διώξιμό τους από την περιοχή. Διότι η μετατροπή της περιοχής σε αιματηρό πεδίο ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστών για την παγκόσμια κυριαρχία και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η εμπρηστική πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού θα προσθέτει μόνο νέα βάσανα, δυστυχία, φτωχούς και σακατεμένους, θα κομματιάζει χώρες και λαούς. Κανένας λαός, καμιά εθνότητα ή μειονότητα δεν μπόρεσε να κερδίσει πραγματικά τα δικαιώματά της μέσω της σύμπραξής της με τον ιμπεριαλισμό αλλά κινούμενη ενάντιά του.
Θεωρούμε παραπάνω από αναγκαία την αυτοδύναμη συγκρότηση των λαϊκών και επαναστατικών δυνάμεων. Όχι μόνο την χειραφέτησή τους από οποιαδήποτε αστική ή φεουδαρχική επιρροή, αλλά την συνειδητοποίηση πως η πάλη για το διώξιμο των ιμπεριαλιστών από την περιοχή πρέπει να συμπεριλάβει και τα ντόπια στηρίγματα αυτής της (ιμπεριαλιστικής) κυριαρχίας: τις αστικές και φεουδαρχικές δυνάμεις, τα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής.
Θεωρούμε πως η πάλη του παλαιστινιακού λαού για την απόκτηση Λεύτερης Πατρίδας συνδέεται άρρηκτα με την αντιιμπεριαλιστική πάλη και τον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Η αλληλεγγύη σ’ αυτόν τον δίκαιο αλλά εξαιρετικά άνισο αγώνα είναι από τα καθήκοντα πρώτης γραμμής για κάθε προοδευτική δύναμη.
Θεωρούμε αναφαίρετο το δικαίωμα των Κούρδων όπως και κάθε λαού, στην ελευθερία, στην ασφάλεια, στην αυτοδιάθεση. Τα δικαιώματα αυτά δεν τα χαρίζει κανείς, πολύ περισσότερο δεν τα χαρίζουν οι ιμπεριαλιστές και οι κάθε λογής αντιδραστικοί.
Μόνο λοιπόν ένα κοινό μέτωπο των λαών της Μέσης Ανατολής, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικής καταγωγής, μόνο ένα μέτωπο με στόχο την ανατροπή των αντιδραστικών (αστών και φεουδαρχών) και το τσάκισμα του ιμπεριαλισμού, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο ώστε οι λαοί να γίνουν αφέντες στον τόπο τους. Να καταχτήσουν την κοινωνική προκοπή και την ειρήνη.
*Το κείμενο αυτό αποτελεί τμήμα μιας -αδημοσίευτης- ευρύτερης προσπάθειας αντιμετώπισης των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Ξεκινά από μια αναφορά στην αρχή των γεγονότων στη Συρία για να φτάσει μέχρι τις σημερινές εξελίξεις.