Η παρουσία του Αλ. Τσίπρα στη… μισή πορεία της 17ης Νοέμβρη σηματοδοτεί την καρικατούρα αντιπολίτευσης που ακολουθεί και σκοπεύει να συνεχίσει ο ίδιος και το κόμμα του απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ. Πλήρης ταύτιση και συμφωνία στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, την οποία και με τη δική του διακυβέρνηση αναβάθμισε και επέκτεινε. Στα εσωτερικά ζητήματα, από την άλλη, μία αντιπολίτευση «κλεφτοπόλεμου», που περισσότερο θα επενδύει στην αποκάλυψη μέσα στον λαό και τη νεολαία του αντεργατικού – αντιλαϊκού χαρακτήρα της κυβερνητικής πολιτικής, παρά θα αναδεικνύει την δική της αντίθετη πολιτική κατεύθυνση. Εξάλλου τι τόσο διαφορετικό έχει να αναδείξει;
«Η κυβέρνηση της ΝΔ τρώει από τα έτοιμα» λέει συνήθως ο Αλ. Τσίπρας και λέει την αλήθεια. Καθώς η κυβερνητική πολιτική πατάει πάνω στην «έτοιμη» πολιτική ΣΥΡΙΖΑ σε βασικά πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, πολιτική που «ξέπλυνε» την αντιλαϊκή πολιτική της επίθεσης, έγινε οργανικό της κομμάτι και σήμερα σαν βασικός «πυλώνας» του συστήματος θέλει να αναλάβει τον ρόλο του «προστάτη» των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων. Σε αυτό το μοτίβο και η παρουσία Τσίπρα στην πορεία για το Πολυτεχνείο, όπως και η παρουσία Φίλη στην ΑΣΟΕΕ. Προσπάθεια μίας ωμής πολιτικής εκμετάλλευσης κινητοποιήσεων και αντιστάσεων λαού και νεολαίας, ένα «σπορ» στο οποίο είναι αλήθεια ότι έχουν ιδιαίτερες επιδόσεις από παλιά. Μόνο που σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά και έχει αποκαλυφτεί ο πραγματικός χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τη διακυβέρνησή του. Όσες προσπάθειες και αν κάνει να «αναβαπτιστεί» μέσα στον λαό και τη νεολαία με επικοινωνιακά τρικ, η πραγματικότητα και κυρίως η αντιλαϊκή – αντεργατική επίθεση του συστήματος θα κουρελιάζει το φιλολαϊκό προφίλ που θέλει να φιλοτεχνήσει. Και όσο θα αναπτύσσονται κινήματα αντίστασης και διεκδίκησης, τότε θα ξεγυμνώνεται ακόμα περισσότερο η συστημική του προσήλωση.
Οι «πυλώνες» του αστικού πολιτικού συστήματος γνωρίζουν πολύ καλά τα όρια του συστήματος το οποίο υπηρετούν και δεν υπάρχει περίπτωση να τα ξεπεράσουν, ιδιαίτερα όταν το ξεπέρασμα των ορίων συνοδεύεται από μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις. Το «διαβατήριο» του ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει αποδεκτός στα «σαλόνια» της κυβερνητικής εξουσίας, πέρα από την υποταγή του στο «ανήκουμε στη Δύση», ήταν και η επιτυχία του στην παύση του κινήματος που συντάραξε την χώρα και έβαλε σε σοβαρές δυσκολίες τόσο τα παραδοσιακά αστικά κόμματα όσο και τους ιμπεριαλιστές προστάτες την περίοδο 2010-2012. Αυτό το «διαβατήριο», μετά τη διακυβέρνηση και την εκλογική του ήττα, θέλει «ανανέωση» τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα που εξελίσσονται τόσο στη χώρα όσο και γενικότερα στην περιοχή και έχουν την αντιδραστική σφραγίδα των δυνάμεων του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, καθώς και των ιμπεριαλιστών επικυρίαρχων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα κυβερνητικής ευθύνης δεν αφορά μόνο το μέλλον αλλά κυρίως το παρόν, σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής.
Καθώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα προχωράει την πορεία μετασχηματισμού του σε ένα «κανονικό» καθεστωτικό κόμμα, πετώντας από πάνω του όλα τα περιττά αριστερά του φτιασίδια, τόσο θα απομακρύνεται και θα βρίσκεται απέναντι από τις λαϊκές διαθέσεις για αντίσταση και πάλη ενάντια στον «οδοστρωτήρα» της κυβερνητικής επίθεσης. Εξάλλου και τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της εγγραφής νέων μελών, παρά τη διαφημιστική ομοβροντία και την «επιστράτευση» του Αλ. Τσίπρα, δείχνουν ότι ο πολύς κόσμος δεν «τσιμπάει» και αυτό αναγκάζει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να μεταφέρει και το συνέδριο της «επανίδρυσης» την άνοιξη του 2020, «αφού εξαντληθούν όλες οι προσπάθειες». Εν τω μεταξύ, όμως, διαμορφώνει ένα «επιτελείο», τη λεγόμενη Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης, με 650 μέλη (!), με τη συμμετοχή της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και της Προοδευτικής Συμμαχίας, αλλά και μίας πλειάδας πρώην ΠΑΣΟΚ και «κεντροαριστερών», που θα δώσουν και το απαραίτητο «χρώμα» του νέου φορέα.
Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ, στην πορεία μετεξέλιξής του, να αποκτήσει οργανωτικό «βάθος» σε διάφορους χώρους της πολιτικής και της οικονομίας είναι σε ευθεία αναλογία με την προσπάθειά του να αποκτήσει σταθερούς και ισχυρούς δεσμούς με την ντόπια άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές – προστάτες. Αν η μία πλευρά που θα ενισχύσει αυτή την σύνδεση είναι η «υπεύθυνη» πολιτική του στάση, η άλλη πλευρά είναι και τα πρόσωπα – στελέχη που θα αναλάβουν τέτοιους ρόλους. Σε αυτό το επίπεδο σχέσεων, αυτοί που κατέχουν την «τεχνογνωσία» είναι οι πρώην υπουργοί του ΠΑΣΟΚ και οι διάφοροι «επιφανείς κεντροαριστεροί», για αυτό τον λόγο παρατηρούμε και το «τσουνάμι» προσχωρήσεων είτε στη λεγόμενη Προοδευτική Συμμαχία είτε στην Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης. Εξάλλου, και ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα θα πρέπει να δημιουργήσει το δικό της κόμμα, καθώς το εγχείρημα του ΚΙΝΑΛ απέτυχε και η Φ. Γεννηματά όλο και περισσότερο εναγκαλίζεται με τη ΝΔ.
Ταυτόχρονα, η ηγεσία ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να δημιουργήσει δεσμούς και με κομμάτια του λαού είτε στον συνδικαλισμό, είτε στη νεολαία, είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση. Καθώς οι «επιδόσεις» του σε αυτούς τους χώρους είναι ιδιαίτερα χαμηλοί και δεν αντιστοιχούν με τη γενικότερη εκλογική του επιρροή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως κάθε «σοβαρό» καθεστωτικό κόμμα, επιδιώκει τη δημιουργία σχέσεων και δεσμών μέσα στον λαό και τη νεολαία, κυρίως για να ελέγχει τις αντιδράσεις και να βάζει εμπόδια στην ανάπτυξη κινήσεων αμφισβήτησης, αντίστασης και πάλης ενάντια στις αντιλαϊκές πολιτικές. Στην κατεύθυνση αυτή, έχει ανάγκη την «εκλαΐκευση» των αντιλαϊκών πολιτικών και την πίεση για την απόκτηση στήριξης ιδιαίτερα από φορείς που μπορούν να παίξουν τέτοιους ρόλους, όπως η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, Δήμοι, Επιμελητήρια κ.λπ. Εδώ να σημειώσουμε το ιδιαίτερο βάρος που δίνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας στην προσπάθεια να αποκτήσει ισχυρούς δεσμούς και οργανωτική συγκρότηση στη νεολαία, έτσι ώστε να καναλιζάρει τις αγωνιστικές της διαθέσεις απέναντι στην αντιδραστική πολιτική σε ανώδυνες κατευθύνσεις για το σύστημα.
Στην πορεία μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αντιδρά η «αριστερή αντιπολίτευση» στο εσωτερικό του (κίνηση 53+ κ.λπ.). Καταρχάς, να πούμε ότι στον χώρο αυτόν, εδώ και πολλά χρόνια, περισσεύουν οι «αριστερές αντιπολιτεύσεις», από τον Αλαβάνο και τον Λαφαζάνη μέχρι τον Σκουρλέτη και τον Τσακαλώτο. Ο χώρος αυτός, πέρα από το ότι έχει στο DNA του τη μικροαστική ομαδοποίηση, στην οποία δίνει διάφορες ονομασίες, έχει και μία ιδιαίτερη επίδοση: να υπάρχει πάντα μία εσωτερική «αριστερή αντιπολίτευση» η οποία να αμφισβητεί την κυρίαρχη γραμμή στον χώρο ή το κόμμα, εγκλωβίζοντας με τον τρόπο αυτό ένα δυναμικό. Βέβαια, όλες αυτές οι «αριστερές αντιπολιτεύσεις» μετατοπίζονται πολιτικά ανάλογα και με την μετατόπιση της ηγεσίας. Έτσι, στην όλο και πιο δεξιά και συστημική μετατόπιση της ηγεσίας, ανάλογη είναι και η μετατόπιση της «αριστερής αντιπολίτευσης». Για να φθάσουμε στη σημερινή, στην ηγεσία της οποίας βρίσκεται ο πρώην υπουργός της… «ταξικής μεροληψίας» Τσακαλώτος. Δεν αμφισβητούν τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις -πώς θα μπορούσαν άλλωστε, αφού αποτέλεσαν οργανικό τους κομμάτι;- αλλά τους τρόπους μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αντιλαμβάνονται ότι στον νέο φορέα θα έχουν μικρότερο ειδικό βάρος σε σχέση με όλα αυτά τα στελέχη, που θα αποτελέσουν το νέο «πολικό κέντρο» του.
Η πορεία μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα του μικροαστικού ρεφορμισμού σε έναν καθεστωτικό «πυλώνα» του συστήματος είναι μία εξέλιξη που έσπειρε απογοήτευση σε μεγάλες μερίδες εργαζόμενων και νεολαίας. Μία αρνητική εξέλιξη, καθώς εγκλώβισε στις γραμμές και την κατεύθυνση των κοινοβουλευτικών και κυβερνητικών αυταπατών ένα δυναμικό που «αποσύρθηκε» από το κίνημα για να στηρίξει την «κυβερνώσα αριστερά».
Καθώς το φαινόμενο «εξελίσσεται» και επηρεάζει σε όλο και πιο δεξιά κατεύθυνση τις περισσότερες δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά, υπάρχει η ανάγκη να μπει ένας φραγμός με την οικοδόμηση όρων για έναν άλλο δρόμο για τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Αυτός της αντίστασης και της διεκδίκησης, της οργάνωσης των αγώνων και της πάλης που απαιτεί η περίοδος και η ένταση της επίθεσης.