Ο κύκλος 24ωρων απεργιών στις Σταθερές Συγκοινωνίες (μετρό, ηλεκτρικός, τραμ) που αποφασίστηκαν από κοινού από τα ΔΣ των σωματείων του χώρου αναδεικνύουν μια σειρά προβλήματα στις λογικές και τις πρακτικές που ακολουθούν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες σε έναν κλάδο, οι εργαζόμενοι του οποίου βρίσκονται μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις από την πολιτική κυβέρνησης (σε συνέχεια των προηγούμενων) και τρόικας. Λογικές και πρακτικές που δεν είναι καθόλου καινούριες ούτε περιορίζονται στον κλάδο των συγκοινωνιών. Κυριαρχούν εδώ και πολλά χρόνια και οδηγούν από ήττα σε ήττα, με τους εργαζόμενους να βρίσκονται σε ολοένα χειρότερη θέση. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να αποκαλύπτεται ο ρόλος των δυνάμεων που τις καλλιεργούν αλλά και οι δυνατότητες που ανοίγονται όταν οι εργαζόμενοι αποφασίσουν να ξεφύγουν από αυτές και να κάνουν την υπόθεση δική τους.
Στον τρέχοντα κύκλο απεργιών της ΣΤΑ.ΣΥ. εμφανίζονται ξανά, όπως και το περασμένο φθινόπωρο, ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα: πλήρης απουσία γενικών συνελεύσεων, μαζικών διαδικασιών, απεργιακών συγκεντρώσεων και κινητοποιήσεων. Ενημέρωση των εργαζομένων που καλούνται να απεργήσουν μέσω e-mail και ανακοινώσεων, και χωρίς ούτε καν περιοδείες στους χώρους δουλειάς. Ακόμα και οι μέρες που επιλέγονται για απεργία παραπέμπουν σε τριήμερα και υπονομεύουν την εμπλοκή των εργαζομένων. Στην ουσία, οι απεργίες αποφασίζονται και υλοποιούνται χωρίς ανάμειξη των ίδιων των εργαζομένων, στους οποίους δεν αναγνωρίζεται από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες κανένας ρόλος, ούτε πριν (στην απόφαση για τα αιτήματα, τους στόχους και τις μορφές του αγώνα) ούτε κατά τη διάρκεια των απεργιών. Παράλληλα, δεν υπάρχει η παραμικρή προσπάθεια απεύθυνσης στο λαό, το φυσικό σύμμαχο των εργαζομένων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στερώντας τους τη δυνατότητα ο αγώνας να αποκτήσει την αναγκαία στήριξη.
Κι επιπλέον, αποτελούν «βούτυρο στο ψωμί» του κάθε Μητσοτάκη που κραυγάζει περί της ανάγκης «αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου», δηλαδή του χτυπήματος των συνδικαλιστικών ελευθεριών κατά παραγγελία της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Τα αιτήματα των σωματείων βάζουν σε πρώτη προτεραιότητα τα έσοδα της ΣΤΑ.ΣΥ. και συνολικά την παρέμβαση στην οικονομική διαχείριση της εταιρείας. Η ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών, που είναι το κύριο επίδικο στον κλάδο, αφήνεται στα ψιλά γράμματα των ανακοινώσεων. Η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία και εκφράζει τη γνωστή λογική συνδιοίκησης και συνδιαχείρισης η οποία κυριαρχεί στο συνδικαλισμό και προωθείται εδώ και δεκαετίες από τις δυνάμεις του κυβερνητικού και ρεφορμιστικού συνδικαλισμού. Πέρα από τη συντεχνιακή αντίληψη, αναπαράγει και έναν από τους βασικούς μύθους του συστήματος, ο οποίος προσπαθεί να διαλύσει την εργατική συνείδηση: τη σύνδεση των οικονομικών αποτελεσμάτων της -κάθε- εργοδοσίας με τα δικαιώματα των εργαζομένων. Πρόκειται για μια πολύ επικίνδυνη αντίληψη που συσκοτίζει την πραγματικότητα ότι οι εργαζόμενοι κερδίζουν στη βάση της συγκρότησης και των αγώνων τους (και στην ίδια βάση το σύστημα σαρώνει με καταιγιστικό ρυθμό κατακτήσεις δεκαετιών). Επιπλέον, σπέρνει αυταπάτες για το ρόλο της κάθε διοίκησης και της κάθε κυβέρνησης, ειδικά για τους εργαζόμενους στο ευρύτερο Δημόσιο. Αναπόφευκτα υποβιβάζει τους εργαζόμενους από ενεργούς πρωταγωνιστές της πάλης σε ψηφοφόρους και χειροκροτητές των «καλών» διοικήσεων, βουλευτών, υπουργών, κυβερνήσεων και των «ειδικών» εργατοπατέρων που αναλαμβάνουν τις «συνομιλίες». Από την ίδια λογική των «κοινών συμφερόντων» προκύπτει και η συμμετοχή των κυβερνητικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων στους κάθε λογής «συνδιοικητικούς» μηχανισμούς του κράτους, με σκοπό τον «εργατικό έλεγχο» των διοικήσεων, τις οποίες οι «αντιπρόσωποι» θα κρατάνε στο σωστό δρόμο, επικροτώντας τα σωστά και επισημαίνοντας τα λάθη, πάντα για το «συμφέρον του εργάτη». Ένα παραμύθι για να αποκοιμίζονται οι εργατικές συνειδήσεις και να παγώνουν οι αγωνιστικές διαθέσεις.
Ο νέος κύκλος απεργιών της ΣΤΑ.ΣΥ. κινείται σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και γι’ αυτό έχει και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Οι πραγματικοί στόχοι αυτών των συνδικαλιστικών δυνάμεων είναι να διαπραγματευτούν και να διασφαλίσουν τον δικό τους συμβιβαστικό και πυροσβεστικό ρόλο. Να διασκεδάσουν τις εύλογες ανησυχίες των εργαζομένων του κλάδου, να συσκοτίσουν τα πραγματικά επίδικα και την κρισιμότητά τους, να εκτονώσουν υπαρκτές και ενδεχόμενες αγωνιστικές διαθέσεις και να υπονομεύσουν τη συγκρότηση των ίδιων των εργαζομένων, που σε μια πορεία θα μπορούσε να αμφισβητήσει το ρόλο και τη θέση όσων τους κρατάνε μόνιμα στο περιθώριο.
Στη σημερινή φάση, η ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών (εξ ολοκλήρου ή/και σε κομμάτια) αποτελεί ζήτημα κεντρικού χαρακτήρα, που τίθεται πολύ συγκεκριμένα από τους ιμπεριαλιστές-«δανειστές» στα πλαίσια της αξιολόγησης της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση με τη σειρά της έχει κάνει ξεκάθαρη τη διάθεσή της να υλοποιήσει ό,τι απαιτείται για να πάρει την έγκριση και τη στήριξή τους και να συνεχίσει την επίθεση απέναντι στους εργαζόμενους και το λαό με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Το προχώρημα της ιδιωτικοποίησης, λοιπόν, είναι κεντρική πολιτική επιλογή που δεν εξαρτάται από τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών, ακόμα κι αν αυτά (που καθορίζονται με χίλιους τρόπους από την κυβέρνηση) μπορούν να αξιοποιηθούν για να διευκολύνουν την υλοποίηση της κεντρικής κατεύθυνσης. Οι εργατοπατέρες του κλάδου δεν έχουν κανένα σκοπό να αμφισβητήσουν τέτοιου χαρακτήρα πολιτική επιλογή και, επομένως, κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν το ενδεχόμενο η κατάσταση να ξεφύγει από τον ασφυκτικό τους έλεγχο. Γιατί το ενδεχόμενο αυτό είναι υπαρκτό, στο βαθμό που οι χιλιάδες εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς πετάξουν στα σκουπίδια τις διαλυτικές λογικές, συνειδητοποιήσουν την κρισιμότητα των εξελίξεων που προωθούνται σε βάρος τους και πάρουν την υπόθεση στα δικά τους χέρια, αναγνωρίζοντας τη δύναμη του μαζικού, αποφασιστικού αγώνα.
Ενός αγώνα που θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην «άνεση» που εμφανίζει η κυβέρνηση να βαθαίνει την πολιτική της εξάρτησης και της εξαθλίωσης. Ενός αγώνα που θα αποδείκνυε ποια είναι η πραγματική ουσία των δηλώσεων Μητσοτάκη που «ξαφνικά» κόπτεται για τις μεθόδους των εργατοπατέρων και την αντιπροσωπευτικότητα στα συνδικάτα!