Η κοινή επιθυμία ΓΣΕΕ – ΣΕΒ για ίδρυση Εθνικού Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης ήρθε στη δημοσιότητα με αφορμή την πρόσφατη υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα δεν τέθηκε τελικά ως προϋπόθεση για συμφωνία στην ΕΓΣΣΕ εξαιτίας της διαφωνίας των υπόλοιπων εργοδοτικών ενώσεων που εκπροσωπούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι διαπραγματεύσεις ΓΣΕΕ – ΣΕΒ έχουν προχωρήσει πολύ και περιμένουν τις εξελίξεις γύρω από την αξιολόγηση και τα μέτρα ώστε να καταλήξουν. Οι εργαζόμενοι της χώρας, ύστερα από το νόμο Κατρούγκαλου και μπροστά στη μείωση των συντάξεων, έχουν να αντιμετωπίσουν και το ενδεχόμενο Επαγγελματικού Ταμείου και μάλιστα με τη ΓΣΕΕ να πρωτοστατεί στην ίδρυσή του, σε μια προσπάθεια αποδοχής (και) αυτής της αντεργατικής μεθόδευσης.
Τρία σενάρια έχουν εμφανιστεί σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τη χρηματοδότηση αυτού του σχεδιαζόμενου ταμείου, ανάλογα με τα αποτελέσματα της τελικής συμφωνίας κυβέρνησης-”δανειστών”. Στην περίπτωση επαναφοράς της ελεύθερης διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού και ενδεχόμενης συμφωνίας για αύξησή του, ΓΣΕΕ – ΣΕΒ προσανατολίζονται σε υποχρεωτική ασφάλιση με αυτήν την “αύξηση” να αποτελεί τις εισφορές. Στην περίπτωση διατήρησης του ορισμού του κατώτατου μισθού από το κράτος, το σχέδιο προβλέπει προαιρετική αντικατάσταση των εισφορών υπέρ Εργατικής Εστίας και Κατοικίας (1,25%) σε εισφορές για το νέο αυτό ταμείο, που υπολογίζεται ότι μπορούν να φτάσουν ως τα 350 εκ. ευρώ το χρόνο. Σύμφωνα με ένα τρίτο σενάριο, που όμως θεωρείται λιγότερο πιθανό λόγω των αντιδράσεων που θα προκαλέσει, το νέο ταμείο θα αντικαταστήσει πλήρως τα επικουρικά ταμεία, που έχουν συγχωνευτεί στο ΕΤΕΑ, και θα διαχειρίζεται όλες τις κρατήσεις για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ, που είναι περίπου 5 δισ. ευρώ το χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, ΓΣΕΕ – ΣΕΒ ζητούν φορολογικά κίνητρα προς τους εργοδότες για την υποστήριξη του νέου ταμείου.
Το στήσιμο του λεγόμενου “δεύτερου πυλώνα” του συστήματος ασφάλισης (“πρώτος” χαρακτηρίζεται η κοινωνική ασφάλιση και “τρίτος” η ιδιωτική ασφάλιση) αποτελεί καταγεγραμμένη κατεύθυνση της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, με βασικό σκοπό την αποδόμηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Ήδη, το 25% των εργαζομένων στην ΕΕ είναι ασφαλισμένοι σε Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, τα οποία διαχειρίζονται κεφάλαια ύψους 3,8 τρισ. ευρώ (ή 24% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ) και διαμορφώνουν κατά 20% ως 50% το συντάξιμο εισόδημα. Στην Ελλάδα υπάρχουν 15 Επαγγελματικά Ταμεία με κεφάλαια ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ, τα μεγαλύτερα όμως είναι τα 4 επικουρικά ταμεία που το 2013 δεν εντάχθηκαν στο ΕΤΕΑ και μετατράπηκαν αναγκαστικά σε Επαγγελματικά.
Η εμπειρία της επαγγελματικής ασφάλισης στις ΗΠΑ είναι αποκαλυπτική των χαρακτηριστικών και των συνεπειών της. Εκεί λειτουργούν επί αρκετές δεκαετίες Επαγγελματικά Ταμεία σε επιχειρησιακό και -κυρίως- κλαδικό επίπεδο, με τη διαχείρισή τους να γίνεται από τα αντίστοιχα συνδικάτα ή ομοσπονδίες εργαζομένων. Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: “καθορισμένων παροχών” και “καθορισμένων εισφορών”. Στα πρώτα, που ονομάζονται συνταξιοδοτικά, οι παροχές καθορίζονται με βάση το ύψος του μισθού και τα χρόνια δουλειάς και χρηματοδοτούνται κυρίως από τους εργοδότες. Στα δεύτερα, που ονομάζονται τύπου 401(k) (από την κωδικοποίηση της σχετικής αμερικανικής νομοθεσίας), οι παροχές υπολογίζονται με βάση το “ατομικά” συσσωρευμένο κεφάλαιο και την απόδοσή του, και χρηματοδοτούνται κυρίως από τους εργαζόμενους, με κατά περίπτωση συμμετοχή των εργοδοτών συνήθως ως ποσοστό των κερδών.
Το βασικό κοινό χαρακτηριστικό της επαγγελματικής ασφάλισης είναι η μη διασφάλιση των παροχών από το κράτος, το συλλογικό καπιταλιστή, που αρκείται στην εποπτεία των ταμείων. Για το διάστημα που οι χρηματιστηριακές αξίες αυξάνονταν, τα ταμεία στις ΗΠΑ, που είχαν “επενδύσει” τα αποθεματικά τους, θεωρούνταν εύρωστα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 όμως, το σκάσιμο αυτής της φούσκας οδήγησε σε ελλείμματα, η αντιμετώπιση των οποίων “απαιτούσε” μειώσεις των παροχών ή/και αυξήσεις των εισφορών. Αυτό οδήγησε σε σταδιακή μετατροπή πολλών Επαγγελματικών Ταμείων σε τύπου “καθορισμένων εισφορών”, στα οποία οι παροχές είναι πολύ πιο ευέλικτες (προς τα κάτω φυσικά). Το ζήτημα απέκτησε άλλες διαστάσεις με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 και τη μείωση όχι μόνο της αξίας των μετοχών αλλά και των ομολόγων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών. Το αποτέλεσμα ήταν δραματική μείωση των συντάξεων όλων των ταμείων, αυξήσεις στις εισφορές των εργαζομένων, ακόμα και χρεωκοπία αρκετών ταμείων που άφησαν εκατομμύρια εργαζόμενους χωρίς καμία κάλυψη. Σε πρόσφατη μελέτη του 2014, με την αμερικανική οικονομία υποτίθεται σε ανάκαμψη, το 41% των κλαδικών Επαγγελματικών Ταμείων στις ΗΠΑ βρέθηκαν “σε κίνδυνο”, δηλαδή σε αδυναμία να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους προς τους ασφαλισμένους.
Επιστρέφοντας στην ελληνική πραγματικότητα, τα στελέχη της ΓΣΕΕ επιχειρηματολογούν για την ανάγκη ίδρυσης Εθνικού Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης αντλώντας από την αστική προπαγάνδα γύρω από το ασφαλιστικό. Υποστηρίζουν ότι η κοινωνική ασφάλιση βρίσκεται σε κρίση λόγω γήρανσης του πληθυσμού, ελλειμμάτων, κακής διαχείρισης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων από το κράτος (η οποία διαχείριση υποτίθεται ότι διασφαλιζόταν μέσω της συμμετοχής εκπροσώπων εργαζομένων στις διοικήσεις των ταμείων) κ.ά. Επιπλέον, εμφανίζουν την επαγγελματική ασφάλιση σαν απάντηση στην υποβάθμιση των συνταξιοδοτικών παροχών και “δεσμεύονται” ότι ένα τέτοιο ταμείο δεν θα έχει σκοπό το κέρδος και θα λειτουργεί με δικλείδες ασφαλείας, καθώς θα ελέγχεται από το υπουργείο Εργασίας και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Δεν παραλείπουν βεβαίως τη “δέσμευση” ότι θα συνεχίσουν να δίνουν μάχες για την κοινωνική ασφάλιση.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να πετάξουν στα σκουπίδια την “επιχειρηματολογία” τόσο του συστήματος όσο και των εργατοπατέρων που την αναπαράγουν. Η κοινωνική ασφάλιση, που είναι συλλογικό δικαίωμα των εργαζομένων εξαιτίας της θέση τους στην παραγωγή και του ρόλου τους στην κοινωνία, βρίσκεται σε “κρίση” γιατί έτσι υπαγορεύουν τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Οι σχεδιασμοί για Επαγγελματικά Ταμεία, είτε σε εθνικό είτε σε κλαδικό ή επιχειρησιακό επίπεδο, πρέπει να αποκαλύπτονται ως αυτό που πραγματικά είναι: το εργαλείο για παραπέρα χτύπημα του δικαιώματος στην ασφάλιση, χτυπώντας παράλληλα την ιδεολογική συγκρότηση των εργαζομένων. Η επέκταση της επαγγελματικής ασφάλισης γκρεμίζει την κοινωνική ασφάλιση και αφήνει “στον αέρα” όλους τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Προωθεί την εξατομίκευση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και την αντιμετώπισή τους ως “διαχειριστικό” ζήτημα, με σκοπό να κρυφτεί ότι πρόκειται για ένα ταξικό ζήτημα και άρα κρίνεται μόνο στο επίπεδο της ταξικής πάλης. Η συνδικαλιστική ηγεσία, απελευθερωμένη από την απουσία κινηματικών διαδικασιών, επιθυμεί τα Επαγγελματικά Ταμεία ακριβώς γιατί υπηρετεί την κυρίαρχη αντιλαϊκή πολιτική που θέλει να γκρεμίσει κάθε κατάκτηση και ταυτόχρονα γιατί δίνει στην ίδια έναν ακόμα “θεσμικό” ρόλο διαχείρισης των τεράστιων κεφαλαίων που προκύπτουν από την κλεμμένη υπεραξία των εργαζομένων που μετατρέπεται σε εισφορές (είτε των ίδιων είτε των εργοδοτών τους). Οι εργαζόμενοι πρέπει με τον αγώνα τους να αντισταθούν στην επίθεση στην ασφάλιση, με κάθε τρόπο που αυτή προωθείται, και να παραμερίσουν αυτήν τη συνδικαλιστική ηγεσία και την αστική-ρεφορμιστική γραμμή που υπηρετεί.