H στατιστική είναι η επιστήμη των θαυμάτων. Αρκεί πανεύκολα να συγκαλύψεις μια-δυο παραμέτρους από τα μάτια ενός επιφανειακού αναγνώστη που δεν έχει πρόσβαση στις πηγές και, «ιδού», έχεις το συμπέρασμα στο οποίο ήθελες εξαρχής να καταλήξεις!
Σύμφωνα με την πρόσφατη ανάλυση (Ιούλιος 2017) που δημοσίευσε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), τα τελευταία τρία χρόνια η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται αργά και σταθερά. Συγκεκριμένα, «η βελτίωση έρχεται μετά τη δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης την περίοδο 2009-2013». Η ανάλυση αναφέρει ότι το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 21,7% τον Απρίλιο του 2017 και αποτελεί χαμηλό πενταετίας. Δεν ξεχνά να υπενθυμίσει ότι το ποσοστό παραμένει υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ευρωζώνης και δίνει στην Ελλάδα την πρωτιά στην ανεργία. Προσφέρει, όμως, όλα τα απαραίτητα στοιχεία στα οποία στηρίζεται το αισιόδοξο κυβερνητικό αφήγημα που παρουσίασαν το καλοκαίρι ο Τσίπρας και η Αχτσιόγλου.
Η πραγματικότητα
Η πραγματικότητα που βιώνουν τα εκατομμύρια του ελληνικού λαού διαφωνεί κραυγαλέα με τις «αισιόδοξες τάσεις» που παρουσιάζονται. Μπορεί κανείς να αποδείξει ότι η πραγματικότητα έχει δίκιο ξεκινώντας ακόμη και με επιδερμικά στοιχεία. Το ποσοστό απασχόλησης είναι ένα κλάσμα που δίνεται από τον αριθμό των εργαζόμενων προς το σύνολο του ενεργού πληθυσμού (πληθυσμός που είναι ικανός να εργαστεί). Για να ανεβεί το ποσοστό απασχόλησης υπάρχουν δύο δρόμοι: Να αυξηθεί ο αριθμός των εργαζόμενων ή να μειωθεί ο συνολικός ενεργός πληθυσμός της Ελλάδας, ή ακόμη και ένας συνδυασμός των δύο. Τι ισχύει στην περίπτωσή μας; Η φυγή χιλιάδων εργαζομένων στο εξωτερικό έχει παίξει ρόλο; Τι τάση εμφανίζει αυτή η φυγή την τελευταία τριετία;
Ας μην αρκεστούμε σε μια αντιπαράθεση καχυποψίας. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στα τέλη του 2016 έδειχναν μικρή υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας, αλλά με ταυτόχρονη μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Οι ετήσιες εκθέσεις του ΟΑΕΔ –που μπορεί εύκολα να βρει ο καθένας μέσω διαδικτύου- είναι πιο αποκαλυπτικές. Ο μέσος αριθμός των καταγεγραμμένων ανέργων για τους μήνες του 2015 ήταν 833.935, ενώ το 2016 ανέβηκε στους 851.521, που αντιστοιχεί σε αύξηση του συνολικού αριθμού των ανέργων κατά 2,11%. Τι έχει να πει γι’ αυτό η κυβέρνηση;
Ας μη συνεχίσουμε αυτού του είδους την αντιπαράθεση, γιατί θα νομίσει κανείς ότι στόχος είναι να καταρρίψουμε τα κυβερνητικά νούμερα και να αποκαλύψουμε μαγειρέματα και ωραιοποιήσεις των στατιστικών. Υπάρχει και αυτή η πλευρά, αλλά δεν είναι η κύρια. Άλλωστε, το ποσοστό της ανεργίας δεν είναι αδιανόητο να αυξομειωθεί τώρα ή στο μέλλον υπό προϋποθέσεις. Είναι ένα ξεχειλωμένο σύνθετο μέγεθος που χωρά πολλή συζήτηση. Ας περάσουμε καλύτερα στην ουσία.
Η στατιστική της Εθνικής Τράπεζας
Σύμφωνα με τα νούμερα που παρουσίασε η ΕΤΕ, «η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε κατά 150 χιλιάδες θέσεις από τα μέσα του 2014 μέχρι το 1ο τρίμηνο του 2017». Αυτό αποτελεί το κορυφαίο επιχείρημα για το βασικό σενάριο της έκθεσης που προβλέπει τις 230.000 νέες θέσεις εργασίας μέχρι το 2019 που παρουσίασε η κυβέρνηση. Πρώτη παρατήρηση είναι ότι τα νούμερα αφορούν τον ιδιωτικό τομέα. Πόσες θέσεις αντίστοιχα έχουν χαθεί από τον δημόσιο τομέα στο ίδιο διάστημα; Πώς έχουν τροφοδοτήσει τον ιδιωτικό τομέα τα λουκέτα και οι ιδιωτικοποιήσεις που έχουν προχωρήσει την τελευταία τριετία και την αντίστοιχη αλλαγή εργασιακού καθεστώτος για δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους;
Ας πάμε βαθύτερα. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι 68 χιλιάδες (σχεδόν οι μισές) από το σύνολο των 150 χιλιάδων νέων θέσεων που δημιουργήθηκαν είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Η έκθεση της ΕΤΕ αναδεικνύει τις ελαστικές μορφές εργασίας (μερική απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου) ως τον νούμερο ένα παράγοντα που «συνεισέφερε στην αύξηση της απασχόλησης». Η μείωση των μισθών -επισήμως «προσαρμογή του εργασιακού κόστους»- κατά 12,6% ανά κεφάλι, που αντιστοιχεί σε 17,7% πραγματική μείωση με βάση το κόστος ζωής, υπογραμμίζεται ως ο δεύτερος πιο ωφέλιμος παράγοντας για την αύξηση της απασχόλησης. Με λίγα λόγια, για κάθε θέση πλήρους ωραρίου που χάνεται μπορούν να ξεπηδούν θέσεις ημιαπασχόλησης που αμείβονται με ψίχουλα. Ιδού ο μαγικός πολλαπλασιασμός των θέσεων εργασίας!
Κομπάζοντας για την πενιχρή αύξηση της απασχόλησης, η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να μας πει πόσες εργατοώρες έχασε ετησίως ο ελληνικός πληθυσμός. Ούτε πόσο κατρακύλησε το βιοτικό του επίπεδο. Οι ιθύνοντες, στην Ελλάδα και αλλού, καταλήγουν να μιλούν για «παράδοξο» να αυξάνεται η απασχόληση την ίδια στιγμή που συνεχίζεται η πτώση της παραγωγικότητας. Παρατηρούν τη συνέχιση του αποπληθωρισμού και αναρωτιούνται αν πρέπει να πετάξουν στα σκουπίδια την καμπύλη Phillips. Όχι, δεν είναι ανόητοι. Εξάλλου η αντιπαράθεση γύρω από την «πτώση της ποιότητας της εργασίας» έχει ανοίξει από τους ίδιους. Γνωρίζουν πολύ καλά την ουσία αυτών των στοιχείων. Αυτό που επιχειρούν είναι να αποπροσανατολίσουν εμάς.
Τα στοιχεία της ΕΚΤ
Η ΕΚΤ σε πρόσφατη έκθεσή της για την ανεργία στην Ελλάδα συμπεριέλαβε όχι μόνο τους τυπικούς ανέργους αλλά και τρεις ακόμη κατηγορίες: όσους έχουν μερική απασχόληση αλλά θα ήθελαν να έχουν πλήρες ωράριο, όσους θέλουν να εργαστούν αλλά έχουν απογοητευτεί και δεν αναζητούν ενεργά εργασία και τους «σιωπηλούς» ανέργους που ψάχνουν μεν δουλειά αλλά δεν καταγράφονται διότι δεν είναι σε ετοιμότητα να αναλάβουν καθήκοντα εντός δύο εβδομάδων, όπως απαιτείται στατιστικά. Το ποσοστό «υπο-αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού» -όπως ονομάστηκε- εκτινάχθηκε στο 31,3% για το δ’ τρίμηνο του 2016. Δηλαδή, 8 μονάδες πάνω από το επίσημο ποσοστό ανεργίας που εμφανίζει η ελληνική πλευρά.
Στην περίπτωση των εκθέσεων των υπουργείων, της Εθνικής Τράπεζας και άλλων «ευαγών ιδρυμάτων» δεν μιλάμε για ένα απλό μαγείρεμα αριθμών. Πρόκειται για φαιδρά σενάρια αισιοδοξίας που σερβίρει στον πληθυσμό ένα οικονομικό-πολιτικό σύστημα σε βαθύτατη κρίση. Φυσικά, οι αποκαλύψεις της ΕΚΤ γίνονται με κατεύθυνση να πιέσουν για ταχύτερες «επώδυνες προσαρμογές» το ντόπιο κεφάλαιο και να επιταχύνουν την παραχώρηση των ελληνικών φιλέτων στα ευρωπαϊκά ιμπεριαλιστικά αρπακτικά που υπόσχονται «να αξιοποιήσουν πολύ καλά» το ελληνικό εργατικό δυναμικό. Τι να μας πει τότε η μείωση του ποσοστού ανεργίας πίσω από την οποία θα ξεπροβάλει ο νέος εργασιακός μεσαίωνας σφυρηλατημένος σε βαρύτερα δεσμά εξάρτησης;
Με βάση τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ, «οι σωρευτικές ετήσιες προσλήψεις και αποχωρήσεις προσέγγισαν το 60% της συνολικής απασχόλησης το 2016». Με λίγα λόγια, μόνο μέσα στο προηγούμενο έτος έγιναν μετακινήσεις και αλλαγές εργασιακού καθεστώτος που ακούμπησαν 2 εκατομμύρια (!) εργαζόμενους σε μόλις ένα χρόνο. Πρόκειται για κολοσσιαίες μεταβολές, που ικανοποιούν την ουσία των επιδιώξεων του κεφαλαίου σε βάρος του λαού και της εργατικής τάξης. Βλέπουμε πως η διόγκωση της ανεργίας είναι σύμφυτη με το κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής σε κρίση. Δεν είναι όμως αυτοσκοπός του μια τέτοια διόγκωση, είναι απλά το σύμπτωμα του μπλοκαρίσματος στην παραγωγή, που δεν λύνεται αν δεν ικανοποιούνται τα προσδοκώμενα κέρδη.
Η «αλλαγή βάρδιας»
Έτσι βλέπουμε το σύστημα να αξιοποιεί την ανεργία -στο όνομα της καταπολέμησής της- για να πετύχει μια κολοσσιαία «αλλαγή βάρδιας» ανάμεσα στον παλιό εργαζόμενο πληθυσμό που περιβαλλόταν από το προστατευτικό δίχτυ των εργασιακών κατακτήσεων του προηγούμενου αιώνα και την αντικατάστασή του από σύγχρονους σκλάβους. Στο βαθμό που επιτυγχάνεται η αύξηση της παραγόμενης υπεραξίας ανά εργαζόμενο, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην Ελλάδα, και αλλού, δεν αποκλείεται να αυξήσει τους εργαζόμενους που απασχολεί και να μας κουνάει επιδεικτικά τα μειωμένα ποσοστά ανεργίας στο πρόσωπο. Αν για κάποιο λόγο έχουμε αμφιβολίες ακόμη και γι’ αυτό, είναι διότι η αύξηση της εκμετάλλευσης δεν λύνει το πρόβλημα του πώς θα αξιοποιηθούν τα παραγόμενα κέρδη. Πόσο μάλλον για το ελληνικό εξαρτημένο κεφάλαιο τίθεται το ερώτημα πού θα βρει νέες αγορές και πεδία επανεπένδυσης. Όσο για το αν οι νέες θέσεις εργασίας ξεπηδήσουν υπό την ιμπεριαλιστική πρωτοβουλία ή, αλλιώς, αν η χώρα μετατραπεί ολόκληρη σε μια ειδική οικονομική ζώνη εκμετάλλευσης με προνομιακούς όρους για το ξένο κεφάλαιο; «Τουλάχιστον θα έχουμε δουλειές!», αναφωνεί η ελληνική κυβέρνηση και συνεχίζει να σερβίρει αισιόδοξα σενάρια καταπολέμησης της ανεργίας που θα πατήσουν στο νέο αντεργατικό κύμα που μπαίνει ξανά στο τραπέζι το φθινόπωρο.