Το φιλόδοξο σχέδιο
«Τολμηρό», «μεγαλόπνοο» και «εξωπραγματικό», αυτοί είναι μερικοί από τους αντιφατικούς χαρακτηρισμούς που είχε λάβει το πρόγραμμα της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ για τη χρηματοδότηση των υποδομών στις ΗΠΑ. Το δεκαετές σχέδιο επενδύσεων ενός τρισεκατομμυρίου (!) δολαρίων σε έργα υποδομής, οδικά δίκτυα, γέφυρες, αποχετευτικά δίκτυα, αεροδρόμια και ενέργεια, που ξεπρόβαλλε 10 φορές πιο φιλόδοξο και πιο ευρύ από το πρόγραμμα “TIGER” της διοίκησης Ομπάμα, φαίνεται να έχει μπει στον πάγο.
Παραδοσιακά, οι ΗΠΑ χρηματοδοτούν τα περισσότερα έργα υποδομής με κεφάλαια που αντλούν από την αγορά ομολόγων των πολιτειών. Οι πολιτείες, με τη σειρά τους, αντλούν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κεφαλαίων από τη σταθερή χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Το πρόγραμμα, ωστόσο, της κυβέρνησης Τραμπ προέβλεπε χρηματοδότηση 200 δισ. απευθείας από το κράτος με παράλληλη χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα (μια εκδοχή αμερικανικού ΣΔΙΤ). Αυτή η ιδιότυπη συνεργασία θα αποτελούσε εγχείρημα της νέας κυβέρνησης για να υποκινήσει επενδύσεις από μια μερίδα του ιδιωτικού κεφαλαίου που έχει πληγεί σημαντικά μετά το 2008, διακηρύσσοντας την τόνωση της εσωτερικής αγοράς και της απασχόλησης. Η κατασκευάστρια χάλυβα Nucor, η παραγωγός τσιμέντου Concrete, η παραγωγός μηχανημάτων Caterpillar και πολλές ακόμη βιομηχανίες βρέθηκαν στη λίστα των πιθανών επωφελούμενων από ένα τέτοιο εγχείρημα.
Η προσμονή που ναυάγησε
Υψηλόβαθμα στελέχη μεγάλων επενδυτικών εταιριών χαρακτήρισαν σύντομα το σχέδιο «ανεδαφικό», προειδοποιώντας από το Μάρτιο του 2017 ότι τα περισσότερα έργα υποδομής υπολείπονται σε συντελεστές αποδοτικότητας που απαιτούνται για την προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών. Ένας από τους βασικούς λόγους, όπως αποδείχθηκε, είναι και η έλλειψη εξειδικευμένων εργατών (χειριστές βαρέων μηχανημάτων, ειδικοί στην κατεργασία σιδήρου κ.ά.). Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι ένα σοβαρό μέρος των κεφαλαίων, καθώς και ένα εύλογο χρονικό διάστημα, θα έπρεπε να δαπανηθούν για την εκπαίδευσή τους, αυξάνοντας το κατασκευαστικό κόστος. Ως εκ τούτου, γεννήθηκαν «ανησυχίες» ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα ωφελούσε μόνο… τη Wall Street. Δηλαδή, ότι θα ενίσχυε την προσδοκία κερδών δίνοντας το πεδίο πρόσκαιρης ανόδου των μετοχών των κατασκευαστικών και άλλων σχετικών εταιριών, χωρίς να μπορεί να εκκινήσει στην πράξη. Πρόκειται για πραγματικούς φόβους μπροστά στην πιθανότητα νέας φούσκας.
Από την πλευρά τους, οι καταχρεωμένες πολιτείες, οι οποίες ήδη καθυστερούν στην καταβολή των συντάξεων και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των συνταξιούχων, διστάζουν να εκδώσουν περισσότερο χρέος για να χρηματοδοτήσουν έργα υποδομής. Αποτελεί ιδιαίτερη αμερικάνικη πρακτική χρηματοδότησης, μία ιδιότυπη σύμπραξη του δημόσιου τομέα με τον ιδιωτικό χρηματιστηριακό τομέα, οι αμερικάνικες πολιτείες να «πακετάρουν» το χρέος τους σε ομόλογα τα οποία εκδίδουν. Στην πραγματικότητα, όμως , όλα αυτά τα χρόνια δεν εκδίδουν παρά ελάχιστα ομόλογα για τη χρηματοδότηση των έργων.
Η κυβέρνηση Τραμπ μέχρι τώρα, δεν έδειξε να πιέζει σοβαρά τις πολιτείες, ούτε έχει αναλύσει λεπτομερειακά το μεγαλεπήβολο σχέδιό της. Αντίθετα, το σχέδιο προϋπολογισμού που παρουσίασε πρόσφατα ο Τραμπ προέβλεπε μείωση (!) της χρηματοδότησης για τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Σε αντιδιαστολή με τις αρχικές ανακοινώσεις, φαίνεται πως η πληγωμένη βιομηχανία μεταφορών και κατασκευών συνεχίζει να συμπιέζεται, ενώ τα καινούργια έργα και τα προγράμματα συντήρησης παραμένουν αξιολύπητα. Έτσι, ο δείκτης Dow Jones Transportation Average ανέβηκε μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης, σημειώνοντας ρεκόρ αύξησης την 1η Μαρτίου του 2017, για να κατρακυλήσει αμέσως μετά σε επίπεδα χαμηλότερα από το 2016. «Νομίζω ότι ο κόσμος αρχίζει να συνειδητοποιεί πως η ατζέντα της κυβέρνησης Τραμπ δεν πρόκειται να εφαρμοσθεί τόσο γρήγορα όσο είχε διαφημιστεί», δηλώνει ο Ράντι Ζεράρντς, υψηλόβαθμο στέλεχος στη Wells Fargo της Νέας Υόρκης.
Το όραμα της δεκαετίας του ’30… από την ανάποδη;
Η όλη υπόθεση μας προκαλεί να θυμηθούμε μια δημοφιλή θεωρία τόνωσης της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με την οποία εάν το κράτος παρεμβαίνει συμπληρώνοντας το υπόλειμμα των ιδιωτικών επενδύσεων, μπορεί να εκκινήσει «εξαναγκασμένες» επενδύσεις σε εποχές που αυτές θα κρίνονταν ασύμφορες από τους μεμονωμένους ιδιώτες. Το πεδίο των υποδομών είναι η εύκολη λύση, χωρίς να απορρυθμίζει τους τομείς της παραγωγής. Έτσι, η απασχόληση θα διατηρείται σταθερά σε υγιή επίπεδα και θα τονώνεται η αγορά, το χρήμα θα κυκλοφορεί και η αγοραστική δύναμη του κοινού θα ανεβαίνει. Ή μήπως όχι; Το πρόβλημα είναι ότι για να συμπληρωθεί το υπόλειμμα των ιδιωτικών επενδύσεων -όπως οραματιζόταν ο εμπνευστής Κέινς- θα πρέπει και πάλι το κράτος να αποσπάσει από τον κοινωνικό ιστό τα απαιτούμενα κεφάλαια για να τα ρίξει εκεί. Αν μάλιστα θέλει να το κάνει αυτό χωρίς να επιβαρύνει περισσότερο την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού, τότε ολόκληρη η κοινωνική πυραμίδα καλείται να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Για να υποχρεωθεί να προβεί σε τέτοια κίνηση το κεφάλαιο απέναντι στον εαυτό του θα πρέπει να συντρέχουν πολλοί λόγοι και μάλιστα σοβαροί που το αφορούν στο πλαίσιο ενός έθνους κράτους. Ένας απαιτητικός εθνικός σχεδιασμός για τη γοργή ενίσχυση κρίσιμων τομέων με στόχο την ανάδειξη/διατήρηση μιας χώρας ως ιμπεριαλιστικής δύναμης πρώτης γραμμής ή ο φόβος της κοινωνικής επανάστασης έχουν υπάρξει ιστορικά τέτοιοι λόγοι.
Στην περίπτωσή μας, το επιτελείο Τραμπ, θέλοντας την «Αμερική ξανά δυνατή» και υποσχόμενο «jobs, jobs, jobs», έδειξε να ορέγεται τα οφέλη ενός κολοσσιαίου σχεδίου εσωτερικών επενδύσεων εμπνευσμένου από τη δεκαετία του ’30, προσεγγίζοντάς το από… την ανάποδη. Οραματίστηκε ότι προσελκύει το ιδιωτικό κεφάλαιο να αναλάβει μερίδιο από τις λειτουργίες του κράτους και να ανοίξει νέες επενδύσεις στον τομέα των υποδομών. Όπως είναι επόμενο, διαφωνίες προέκυψαν ακόμη και στο ποια έργα και πού θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν. Για παράδειγμα, περιοχές με φτωχό και ασυντήρητο οδικό δίκτυο δεν έδειξαν να είναι η πρώτη επιλογή των ιδιωτών. Και πώς θα μπορούσαν, άραγε, οι προτεραιότητες του συλλογικού καπιταλιστή να εφάπτονται απόλυτα με αυτές των κατασκευαστικών εταιρειών; Βέβαια, μια παχυλή συμμετοχή των περιφερειακών αρχών και μια γενναιόδωρη φοροαπαλλαγή του κατασκευαστικού κλάδου της βιομηχανίας ως κίνητρο για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα γλυκαίνει το πράγμα. Ωστόσο, ισοδυναμεί με επιπλέον κρατικές δαπάνες και ελλείμματα.
Οι πλάτες των αμερικανών εργαζομένων θα ήταν μια εύκολη πηγή των επιπλέον απαιτούμενων κεφαλαίων (με στόχο την… ανακούφιση του λαού πάντα), μόνο που τότε το σχέδιο δεν θα έμοιαζε και πολύ με αυτό που τους υποσχέθηκε η νέα αμερικανική ηγεσία. Κάπου εδώ, κι ο Κέινς να ζούσε θα μπερδευόταν.
Δάσκαλε που δίδασκες
Μεταξύ άλλων, είναι πλέον γνωστό ότι τα δύο τρίτα των αυτοκινητοδρόμων των ΗΠΑ βρίσκονται σε αξιοθρήνητη κατάσταση (για τα δεδομένα της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης) και σχεδόν 143.000 γέφυρες χρειάζονται επισκευές, σύμφωνα με υπολογισμούς του αμερικανικού υπουργείου Μεταφορών. Ωστόσο, το δίκτυο υποδομών των ΗΠΑ δεν είναι το μόνο που χρήζει γενικής επισκευής. Σε πρόσφατο άρθρο με τίτλο οι «ανοικτές πληγές της γερμανικής οικονομίας», η Deutsche Welle περιγράφει την κατάρρευση των υποδομών στην ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τη γερμανική λέσχη αυτοκινήτου ADAC, στη Γερμανία σημειώνονται καθημερινά περί τα 1.900 μποτιλιαρίσματα. Στους δε σιδηροδρόμους, δεν περνά ούτε μια μέρα χωρίς καθυστερήσεις και ακυρώσεις δρομολογίων. Ένα στα δέκα παιδιά στη Γερμανία δεν βρίσκει θέση σε παιδικό σταθμό παρότι είναι δικαίωμα νομικά κατοχυρωμένο. Εκθέσεις του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ δείχνουν πως εδώ και μια δεκαετία σημειώνεται σταθερή επιδείνωση της ποιότητας των γερμανικών υποδομών. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι η «μητέρα» Αμερική δεν ξεχνά να κουνάει το δάχτυλο και να πιέζει τη Γερμανία να ρίξει κεφάλαια στο πεδίο αυτό (μπας και διοχετευτούν σε πιο ακίνδυνους για τις ΗΠΑ τομείς). Μάταια. Φαίνεται πως οι πραγματικές προτεραιότητες αμφότερων των ιμπεριαλιστικών κρατών είναι άλλες.
Χίλιοι συν ένας λόγοι
Πού πήγε λοιπόν το «μεγαλόπνοο» σχέδιο Τραμπ; Πέρα από όλες τις αγκυλώσεις που εμφανίζονται για αντικειμενικούς λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω, ας μην ξεχνάμε ότι το αμερικανικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο διανύει μια βαθιά πολωμένη περίοδο. Μια μεγάλη μερίδα του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου, η οποία έχει πληγωθεί σοβαρά από τις διεργασίες αποκόλλησης από την Κίνα, έχει βγάλει δόντια απέναντι στο έτερο κομμάτι της αστικής τάξης των ΗΠΑ που επιτάσσει μια τέτοια αποκόλληση ως εθνική αναγκαιότητα. Χρειάζονται γερά ανταλλάγματα για τον επαναπατρισμό των… πληγέντων, με συνέπεια να προέχει ένα σχέδιο γενναίων φοροαπαλλαγών προς τις αμερικανικές επιχειρήσεις από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Πράγματι, στη φάση που διανύουμε, η ατζέντα αυτή επισπεύδεται και μπαίνει στην πρώτη γραμμή. Και κάπου εδώ γίνεται πια ξεκάθαρο ότι τα μεγάλα και τρανά σχέδια χρηματοδότησης των υποδομών και των δικτύων μεταφοράς θα πρέπει να περιμένουν.