Η απαίτηση αυξημένης απαρτίας στη λήψη απόφασης για απεργία στα πρωτοβάθμια σωματεία αποτελεί ζήτημα κορυφαίας σημασίας. Το κατέδειξε άλλωστε η απόσυρση της σχετικής διάταξης άρον-άρον στις αρχές Δεκέμβρη και η ένταξή της στο πολυνομοσχέδιο που συνδέεται με την τρίτη αξιολόγηση του μνημονίου και την εκταμίευση δόσης. Η προσπάθεια της κυβέρνησης, με τη «δειλή» αλλά ολοφάνερη στήριξη της ΓΣΕΕ, να υποβαθμίσει αυτήν τη σημασία εντάσσεται στις γνωστές προπαγανδιστικές τακτικές του ΣΥΡΙΖΑ, με σκοπό να υπονομεύσει τον αγώνα των εργαζόμενων και του λαού ενάντια συνολικά στο πολυνομοσχέδιο και τα δεκάδες μέτρα προχωρήματος της επίθεσης που περιλαμβάνει. Πρόκειται όμως για πολύ αναβαθμισμένο χτύπημα στο δικαίωμα στην απεργία με προεκτάσεις που θα φανούν στην πορεία, το οποίο δεν μπορεί να «προσπερνιέται» με ελαφριά καρδιά, όπως επιχειρούν –με επίσημες κι ανεπίσημες τοποθετήσεις– διάφοροι συνδικαλιστικοί «παράγοντες» σε μια σειρά χώρους.
Το άρθρο 211 του πολυνομοσχεδίου προβλέπει την εξής «λιτή» προσθήκη στο άρθρο 8 του συνδικαλιστικού νόμου (1264/1982): «Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών». Με τη διάταξη λοιπόν απαιτείται αυξημένη απαρτία στις γενικές συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων όταν αφορούν απόφαση για απεργία, αντί της απαρτίας του 1/3 που ισχύει γενικά (και ίσχυε και για τις απεργίες), η οποία καταλήγει στο 1/5 σε επαναληπτικές γενικές συνελεύσεις.
Τα κυβερνητικά στελέχη τόνιζαν όλη την προηγούμενη περίοδο ότι δεν πρόκειται για ολόκληρο «νέο συνδικαλιστικό νόμο» και μάλιστα επιχείρησαν να εμφανίσουν αυτήν την εξέλιξη σαν «επιτυχία της σκληρής διαπραγμάτευσης». Το μήνυμα αυτό απευθυνόταν στα “ευήκοα ώτα” σχεδόν όλων των συνδικαλιστικών δυνάμεων, οι οποίες πίνουν νερό στο όνομα του 1264. Του νόμου δηλαδή που όρισε τι είναι «νόμιμο» (άρα και τι «παράνομο») στους εργατικούς αγώνες, του «εμβληματικού» (κατ’ αυτούς) νόμου που ανέθρεψε όλες τις κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις, εγκλωβίζοντας το συνδικαλισμό στα στενά κανάλια της συνδιαλλαγής, οδηγώντας τον στο σημερινό του εκφυλισμό και τους εργαζόμενους στη σημερινή αδυναμία.
Μολαταύτα, η νέα διάταξη θέτει τις βάσεις για μια νέα φάση απονομιμοποίησης των εργατικών αγώνων και ανοίγει κι άλλους δρόμους κρατικής παρέμβασης στη λειτουργία των σωματείων. Η εργατική νομοθεσία είναι ήδη τόσο… αντεργατική ώστε πολλές απεργίες να κρίνονται «παράνομες» και «καταχρηστικές», όπως παραδέχτηκε στην τοποθέτησή του στη Βουλή κι ο υπουργός Οικονομικών, Ε. Τσακαλώτος. Τα δικαστήρια παρεμβαίνουν μέχρι και στις διαδικασίες των συνδικαλιστικών οργάνων, ακυρώνοντας συνέδρια, διορίζοντας διοικήσεις κ.ο.κ. Με τη νέα διάταξη πληθαίνει το οπλοστάσιο των κρατικών μηχανισμών απέναντι στο εργατικό κίνημα με ένα σοβαρά αναβαθμισμένο εργαλείο, ακριβώς επειδή τα επιτελεία του συστήματος δεν μπορούν να αρκεστούν στις μέχρι τώρα δυνατότητες μπροστά στη συνέχεια της επίθεσής τους με μεγαλύτερη ένταση, γνωρίζοντας ότι -αργά ή γρήγορα- οι εργαζόμενοι θα αναζητήσουν το δρόμο του αγώνα απέναντι στα αποτελέσματα αυτής της επίθεσης.
Ο τρόπος εφαρμογής της νομοθεσίας αφήνει ανοιχτά πολλά ενδεχόμενα, όλα στην κατεύθυνση τα σωματεία να λειτουργούν μόνιμα (και αποκλειστικά) κάτω από τη σκιά του κράτους. Κρίσιμο ζήτημα το πώς θα βεβαιώνεται η ύπαρξη της αυξημένης απαρτίας. Η «αντιπαραθετική» πρόταση της ΝΔ για το θέμα είναι μάλλον τροχιοδεικτική, όταν μιλάει για διασταύρωση της συμμετοχής των εργαζόμενων «με βάση τον ΑΜΚΑ ενός εκάστου από αυτούς». Ερωτηματικό είναι και το πώς θα ελέγχεται το ποιοι είναι εγγεγραμμένοι και ποιοι είναι οικονομικά τακτοποιημένοι δηλαδή ενεργοί, τι αξιώσεις παρακολούθησης της διαδικασίας θα προβάλλουν τα δικαστήρια ή οι υπόλοιποι μηχανισμοί καταστολής, ποιες από αυτές τις πληροφορίες θα είναι διαθέσιμες, επίσημα ή «κατά λάθος», στην εργοδοσία. Όποια απάντηση κι αν δοθεί, το σίγουρο είναι ότι η τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς θα ενταθεί, με στόχο ο εργαζόμενος κόσμος να μην οργανώνεται, με το ενδεχόμενο απεργίας να φαντάζει αδύνατο.
Η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, φρόντισε ξανά και ξανά να ξεκαθαρίσει προς όλες τις μεριές ότι η αλλαγή αφορά μόνο τα πρωτοβάθμια σωματεία, και ειδικά όσα δεν είναι πανελλαδικής εμβέλειας ή ευρύτερης γεωγραφικής έκτασης. Το ένα σκέλος του μηνύματος αφορά τα δευτεροβάθμια (εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες) και τριτοβάθμια όργανα (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ). Σε αυτά «έκλεισε το μάτι» γνωρίζοντας από τα πριν η κυβέρνηση ότι θα βρει ανταπόκριση, αφού τα ανώτερα όργανα προορίζονται για τα «μεγάλα σαλόνια». Και τα ίδια φυσικά προσβλέπουν (και διαμαρτύρονται τακτικά για αυτό) σε αναγνώριση, επαναφορά και περαιτέρω επισημοποίηση του ρόλου τους ως «θεσμικό συνομιλητή» και «συνδιαμορφωτή πολιτικής», με ιδιαίτερη αγωνία σε ό,τι σχετίζεται με τα προγράμματα διαχείρισης-ανακύκλωσης της ανεργίας και επιδότησης των εργοδοτών («ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας» ο όρος που χρησιμοποιείται ανάμεσα στα επόμενα 88 προαπαιτούμενα), όπου μεταξύ άλλων παίζονται και σημαντικά ποσά. Επιπλέον, το χτύπημα των πρωτοβάθμιων σωματείων αφαιρεί αρκετή από την πίεση που μπορούν να ασκήσουν οι εργατικοί αγώνες στα ανώτερα όργανα. Σε αυτή τη βάση, η ΓΣΕΕ απέκλεισε από την αρχή κάθε ενδεχόμενο γενικής απεργίας ενάντια στο πολυνομοσχέδιο, ενώ και η ΑΔΕΔΥ νόμισε ότι σώζει τα προσχήματα με μια 3ωρη στάση εργασίας.
Το άλλο σκέλος, που αφορά τα πρωτοβάθμια σωματεία, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι εξαιρεί τα ευρύτερης εμβέλειας (στοιχείο που μένει να προσδιοριστεί στην πράξη των δικαστικών αποφάσεων), στρώνει το έδαφος για την πλήρη ασυδοσία ειδικά του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου. Πλήττει κυρίως τους μαζικούς χώρους δουλειάς, στους οποίους συγκροτούνται κατά κανόνα επιχειρησιακά σωματεία, αναγνωρίζοντας την κρισιμότητα της μεγάλης συγκέντρωσης εργατών με δυνατότητα διακοπής της παραγωγής. Ιδιαίτερη σημασία -και λόγω της συγκυρίας- έχουν οι ΔΕΚΟ, που έχουν ήδη ή οδεύουν προς ιδιωτικοποίηση. Λιμάνια, βιομηχανίες, αστικές συγκοινωνίες, αλλά και τοπικά ομοιοεπαγγελματικά σωματεία, όπως των εμποροϋπαλλήλων μιας πόλης, θα έχουν σημαντικότερες δυσκολίες στην κήρυξη απεργιών, γεγονός που «ανακάλυψαν» (αν και πολύ καθυστερημένα) τα σωματεία των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας, απεργώντας τη μέρα ψήφισης. Οι υπερφίαλες τοποθετήσεις περί «αγνόησης του νέου νόμου» από κάποια στελέχη δεν μπορεί να κρύψει ότι η επίθεση στο δικαίωμα στην απεργία έχει μείνει αναπάντητη και από τα μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία.
Τα πραγματικά χαρακτηριστικά και οι στοχεύσεις της αλλαγής στον τρόπο λήψης απόφασης για απεργία αποκαλύπτουν πλατιά την προκλητικότητα των τοποθετήσεων περί «δημοκρατικής λειτουργίας» των σωματείων από την υποτιθέμενη «αριστερή οπτική» των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσακαλώτος ανέλαβε να το κάνει λιανά, λέγοντας ότι «μπορεί να θεωρηθεί πως κάθε εμπόδιο είναι για καλό, ώστε οι εργαζόμενοι να δουν πώς θα το ξεπεράσουν και θα γίνουν πιο ενεργητικοί στο ρόλο τους». Αντίστοιχες τοποθετήσεις είχαν γίνει και στο παρελθόν, όταν η κυβέρνηση δήθεν καλούσε το λαό να αντιδράσει «αν δεν συμφωνεί με την πολιτική της». Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την «εμπειρία» από την παρέμβασή του στα συνδικαλιστικά, που πάντα (από την εποχή του Συνασπισμού) ήταν γεμάτη κομπρεμί με όλο το φάσμα των αστικών δυνάμεων. Πρόκειται για την άλλη όψη της γνωστής αφ’ υψηλού κριτικής προς τους εργαζόμενους από την τεράστια πλειοψηφία των συνδικαλιστικών παραγόντων, κοινή στις αστικές και στις ρεφορμιστικές δυνάμεις: αυτοί που κατηγορούσαν και κατηγορούν τους εργαζόμενους ότι «δεν καταλαβαίνουν» και που έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική αποσυγκρότησή τους, τώρα αξιοποιούν ακριβώς αυτήν την αποσυγκρότηση για λογαριασμό του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.
Είναι βέβαιο ότι το εργατικό κίνημα, η εργατική τάξη έχει τη δυνατότητα να γκρεμίσει κάθε εμπόδιο που βάζει το σύστημα απέναντί της. Το πρόσφατο χτύπημα στην απεργία θα ακολουθήσουν κι άλλες αντεργατικές ρυθμίσεις, με επίκεντρο τις συλλογικές συμβάσεις, την αντιπροσωπευτικότητα και τη διαιτησία. Τη δυνατότητα όμως να ξεπεράσει τα εμπόδια η εργατική τάξη δεν πρόκειται να τη «διδαχτεί» από αυτούς που παίρνουν τα εύσημα των ιμπεριαλιστών για τη «συνεργασία» τους στην προώθηση της πιο αντιδραστικής, αντιλαϊκής πολιτικής. Μπορεί μόνο να την κατακτήσει μέσα από τους αγώνες της, τα μέτωπα πάλης της, ανασυγκροτημένη σε νέες, στέρεες βάσεις, αποτινάζοντας την αστική και ρεφορμιστική σαβούρα που την καταπλακώνει εδώ και δεκαετίες.