Ενώ ένα από τα βασικά μέτωπα των πολεμικών συγκρούσεων έχει μεταφερθεί από το Χαλέπι στα περίχωρα της Δαμασκού, σε διπλωματικό-πολιτικό επίπεδο συνεχίζεται το βάδισμα σε τεντωμένο σχοινί. Εν τω μεταξύ αναζωπυρώνονται μια σειρά μέτωπα, ενώ και στο ευρύτερο πεδίο της Μέσης Ανατολής δημιουργούνται συνεχώς αντιφατικά δεδομένα.
Εκεχειρία εν μέσω πολέμου στη Συρία
Από την αρχή της χρονιάς έχουν διεξαχθεί τρεις κύκλοι έμμεσων διαπραγματεύσεων στη Γενεύη. Ο τελευταίος διακόπηκε τον Απρίλιο, όταν επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες στο Χαλέπι. Αν και, όπως γράφουμε πιο πάνω, με την ισχυρή πίεση των ΗΠΑ και της Ρωσίας έχουν καταλαγιάσει οι βομβαρδισμοί και οι μάχες όλων εναντίον όλων στο Χαλέπι, οι δύο βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν έχουν μέχρι στιγμής βρει «κοινό πάτημα» όσον αφορά την επανάληψη των συνομιλιών. Έτσι, στις συνομιλίες που διεξήχθησαν στις 17 Μαΐου στη Βιέννη μεταξύ των ΥΠΕΞ της «Διεθνούς Ομάδας Στήριξης της Συρίας» με επικεφαλής τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, αυτά στα οποία μπόρεσαν να συμφωνήσουν ήταν «να ενισχύσουν την εκεχειρία σε όλη τη χώρα και να διοχετεύσουν ανθρωπιστική βοήθεια στις πολιορκούμενες περιοχές, περιλαμβανομένων και αεροπορικών ρίψεων». Αυτή η δυστοκία για το «παραπέρα» δεν σημαίνει –τουλάχιστον ακόμα- πως έχουν εγκαταλείψει την επιλογή τους να πριμοδοτήσουν η κάθε μια για τους δικούς της λόγους μια διαδικασία προσωρινού συμβιβασμού στο συριακό ζήτημα. Υποδηλώνει όμως τα σοβαρά εμπόδια που υπάρχουν στο να συμβεί αυτό.
Στο εσωτερικό της Συρίας, η στόχευση από πλευράς κυβερνητικών στρατευμάτων έχει μετατοπιστεί το τελευταίο διάστημα στην ελεγχόμενη από τους αντικαθεστωτικούς Ντεράγια, η οποία βρίσκεται μόλις λίγα χιλιόμετρα από το μέγαρο του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Δαμασκό. Για πρώτη φορά μπήκε στο στόχαστρο αφότου ετέθη σε ισχύ στα τέλη Φεβρουαρίου η ευρύτερη συμφωνία περί «κατάπαυσης των εχθροπραξιών». Τις προηγούμενες ημέρες όμως είχαμε μια μεγάλης κλίμακας επίθεση των δυνάμεων της συριακής κυβέρνησης και της συμμάχου της, της λιβανικής Χεζμπολάχ, με την οποία κατελήφθη την Πέμπτη μια εκτεταμένη περιοχή νοτιοανατολικά της πρωτεύουσας.
Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν τον λεγόμενο Ελεύθερο Συριακό Στρατό να προβεί σε δήλωση που υπογράφεται από 40 ένοπλες αντικαθεστωτικές οργανώσεις, πως εάν σε δύο ημέρες οι δυνάμεις του Άσαντ δεν σταματήσουν την επίθεση, θα θεωρήσουν πως η «κατάπαυση του πυρός» έχει καταρρεύσει πλήρως και πως θα ξαναρχίσουν οι εχθροπραξίες σε όλα τα μέτωπα.
Παράλληλα, περίπου 150 άνθρωποι σκοτώθηκαν και τουλάχιστον 200 τραυματίστηκαν την προηγούμενη εβδομάδα σε σειρά βομβιστικών επιθέσεων που έπληξαν τις παράκτιες πόλεις Ταρτούς και Τζάμπλα της δυτικής Συρίας, σε περιοχές που ελέγχουν οι κυβερνητικές δυνάμεις, στις οποίες βρίσκονται οι ρωσικές στρατιωτικές βάσεις, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Την ευθύνη των επιθέσεων ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος, τονίζοντας πως στόχος των επιθέσεων ήταν συναθροίσεις Αλαουιτών, της σιιτικής μειονότητας στην οποία ανήκει ο πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ. Η κυβέρνηση του Άσαντ, όμως, κατηγόρησε ευθέως την Τουρκία, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία πως βρίσκονται πίσω από αυτές τις αιματηρές επιθέσεις και με στόχο να εκτροχιαστούν πλήρως οι συνομιλίες.
Έτσι κι αλλιώς, δημιουργούνται διάφοροι συνειρμοί όσον αφορά το επίπεδο της (τωρινής) συνεργασίας μεταξύ «Ισλαμικού Κράτους» και των δήθεν μετριοπαθών ένοπλων ομάδων της αντιπολίτευσης (και το πόσο εύκολα ένοπλοι του ΙΣΙΣ μπορούν σε μια νύχτα να γίνουν μετριοπαθείς και ανάποδα) και τον ρόλο δυνάμεων όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και το Κατάρ, και μόνο από το γεγονός πως –όπως γράψαμε στο προτελευταίο φύλλο της «Προλεταριακής Σημαίας»- αυτή η περιοχή είχε μπει στο στρατιωτικό σχεδιασμό των δήθεν μετριοπαθών αντικαθεστωτικών που αυτές στηρίζουν και σε μια προσπάθεια να καθυστερήσουν την επίθεση του κυβερνητικού στρατού προς τα ανατολικά και με στόχο τη Ράκα. Κάτι που φαίνεται να έχει αποτέλεσμα μιας και οι «Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις» με κορμό την κούρδικη πολιτοφυλακή του YPG έχουν πλησιάσει πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλο στη Ράκα και ήδη έχουν ξεκινήσει, υποστηριζόμενες από ΗΠΑ και Ρωσία, τη μεγάλη επιχείρηση ανακατάληψης της de facto πρωτεύουσας του «Ισλαμικού Κράτους».
Εξελίξεις στο φλεγόμενο τοπίο της Μέσης Ανατολής
Ταυτόχρονα στη Μέση Ανατολή συμβαίνουν μια σειρά εξελίξεις που περιπλέκουν αυτό το κουβάρι των αντιτιθέμενων ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων αλλά και των ηγεμονικών βλέψεων μιας σειράς περιφερειακών παιχτών.
Στο Ισραήλ επιλέγεται ο ακροδεξιός Λίμπερμαν στη θέση του υπουργού Άμυνας, δημιουργώντας άσχημους συνειρμούς τόσο για μια ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση της τρομοκρατίας -σε επίπεδο εξανδραποδισμού- απέναντι στον παλαιστινιακό λαό όσο και για μια ενεργότερη σε σχέση με το σήμερα εμπλοκή του Ισραήλ στη μεσανατολική και ιδιαίτερα στη συριακή αντιπαράθεση.
Στο Ιράν και στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές, τις πρώτες μετά τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης μεταξύ του Ιράν και των έξι «μεγάλων δυνάμεων», είχαμε μια καθαρή νίκη του λεγόμενου μεταρρυθμιστικού και του μετριοπαθούς μπλοκ, δίνοντας έτσι στον πρόεδρο Χασάν Ροχανί μια σημαντική νομιμοποίηση της πολιτικής του. Ωστόσο, όπως αναφέρουν ιρανικές δημοσιογραφικές πηγές, αυτή η νίκη θα εξανεμιστεί γρήγορα ενόσω η άρση των κυρώσεων δεν μεταφράζεται μέχρι τώρα σε καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης για τον ιρανικό λαό. Στο ευρύτερο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η ιρανική ηγεσία προσπαθεί να συνδυάσει τη στήριξη που προσφέρει στο σύμμαχό της Άσαντ και τη διατήρηση των προνομιακών της σχέσεων με τη Ρωσία με ένα «λελογισμένο» και «αμοιβαίας ωφέλειας» άνοιγμα προς τη «Δύση» και τις ΗΠΑ. Πράγμα καθόλου εύκολο.
Ο ιρακινός στρατός, καθοδηγούμενος και υποβοηθούμενος από τις ΗΠΑ ,συνεχίζει τη μάχη για την ανακατάληψη εδαφών από τον ΙΣΙΣ, χωρίς πια να τις συνοδεύει με τα αρχικά διθυραμβικά σχόλια, δείγμα και αυτό των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν. Από τις αναφορές των διεθνών ΜΜΕ, ενώ προχωρά έστω και με αργούς ρυθμούς η επιχείρηση για την επανάκτηση της Μοσούλης, τα κυβερνητικά στρατεύματα σφυροκοπούν την πόλη της Φαλούτζα για να την αποσπάσουν και αυτήν από την κατοχή του ΙΣΙΣ.
Ξανά το εφιαλτικό Plan B σαν εκβιασμός ή και απειλή
Και μέσα σε όλο αυτό το μπερδεμένο τοπίο, η Σαουδική Αραβία ρίχνει ακόμα μια φορά λάδι στη φωτιά, επαναφέροντας μέσω του υπουργού των Εξωτερικών της την εφαρμογή του Plan Β στη Συρία, σε περίπτωση –όπως αναφέρει- που αποτύχουν οι προσπάθειες για ειρήνευση στη χώρα. «Πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να είχαμε προχωρήσει στο Plan B εδώ και αρκετό καιρό», είπε μετά από συνάντηση των 17 ΥΠΕΞ της λεγόμενης «Διεθνούς Ομάδας Στήριξης της Συρίας». Και εκβιάζοντας στο επίδικο της πολιτικής μετάβασης, λέγοντας ότι «η επιλογή για το εάν θα προχωρήσουμε σε άλλο σχέδιο για ενίσχυση της συριακής αντιπολίτευσης με στρατιωτικά μέσα βρίσκεται στα χέρια του καθεστώτος Μπασάρ (σ.δ. αλ Άσαντ)».
Τ.Σ.