Ζούμε στην εποχή των «ανταγωνισμών με τους εχθρούς μας», δηλώνουν σε πολλούς τόνους τα κυβερνητικά στελέχη των ΗΠΑ, μην αφήνοντας περιθώρια αυταπατών και ψευδών θεωριών τύπου «παγκοσμιοποίησης» για το τι είναι αυτό που γίνεται στον πλανήτη. Ποιες δυνάμεις και με ποια χαρακτηριστικά και στόχους τον ταράζουν ολόκληρο, ποια είναι τα χειρότερα που μας απειλούν. Γιατί οι δηλώσεις αυτές απευθύνονται -εκτός από το εσωτερικό των ΗΠΑ- στους ιμπεριαλιστές ανταγωνιστές τους, στους ιμπεριαλιστές συμμάχους τους, στις περιφερειακές δυνάμεις και τις φιλοδοξίες τους. Αλλά γίνονται πράξη, στην κλίμακα που σήμερα γίνονται, με τα χτυπήματα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε μια σειρά χώρες και περιοχές του πλανήτη με θύματα τους λαούς, τη διαβίωσή τους, την ίδια τους τη ζωή.
Και είναι σημάδι των καιρών και των αναγκών τους το ότι οι «200 διανοούμενοι-ακτιβιστές» σαν τον Νόαμ Τσόμσκι, που θεωρούνται ως η αφρόκρεμα της «ευαίσθητης» ακόμα και της «αριστερής» σκέψης της Δύσης, διαμαρτυρήθηκαν για τη βάρβαρη επέμβαση του τούρκικου καθεστώτος στο Αφρίν της Β. Συρίας απαιτώντας την… επέμβαση των Αμερικάνων! Αν λοιπόν η «ριζοσπαστικότητα» και η «ευαισθησία» προστάουν τους λαούς να στοιχηθούν πίσω από τον μεγαλύτερο φονιά και εχθρό τους, τότε τι ανάγκη έχουμε τους… υπάλληλους της CIA;
Η πραγματική ανάγκη είναι συνεπώς ολοφάνερη. Οι λαοί χρειάζεται να σηκώσουν το κεφάλι απέναντι στους εχθρούς τους, να πάνε κόντρα στον αντιδραστικό συσχετισμό που έχει «αγκαλιάσει» και «παρασύρει» στο θεωρητικό, φιλοσοφικό, ιδεολογικό και βέβαια στο πολιτικό πεδίο και επίπεδο, τις δυνάμεις και τους λεγόμενους διανοητές που «μιλούν στο όνομά τους». Για να παραφράσουμε τον Μαρξ, «οι λαοί χρειάζεται να θάψουν τους νεκρούς τους» και να βγάλουν μέσα από τα σπλάχνα τους τις δυνάμεις που χρειάζονται, για τους αγώνες και τους σκοπούς που χρειάζονται.
Στην Ελλάδα των ατελείωτων μνημονίων, στην Ελλάδα που από όλες τις πλευρές και με όλους τους τρόπους είναι περικυκλωμένη από τις αμερικανονατοϊκές επεμβάσεις και πολεμικές επιδιώξεις, στην Ελλάδα που στο εσωτερικό της κυριαρχείται από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και της υποτέλειας (κοσμοπολίτικης και εθνικιστικής), αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη και κεντρική ανάγκη του λαού μας.
Υπηρετώντας τις ΗΠΑ
Ομολογήθηκε επίσημα (από τον Πενς και τον Λαβρόφ, ως τα… τηλεοπτικά πάνελ) και από την πρώτη στιγμή, ότι η λεγόμενη επίλυση του ζητήματος με την πΓΔΜ, που με άνεση και ζέση ανέλαβε η κυβέρνηση, δεν είναι παρά μια υπηρεσία για τις ανάγκες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια. Υπηρετεί δηλαδή άλλο ένα από τα πολλά «χτυπήματα» που η κυβέρνηση Τραμπ επιχειρεί ανά τον κόσμο για να δώσει ώθηση και υπόσταση στην πολιτική «πρώτα η Αμερική». Χτύπημα στα Βαλκάνια για την απόκρουση της ρώσικης διείσδυσης, για την επιβολή στοίχισης και για την ενίσχυση των εκβιασμών σε χώρες και δυνάμεις της περιοχής.
Η ως τώρα όμως εξέλιξη αυτής της υπηρεσίας δεν δικαιώνει την «άνεση» με την οποία η κυβέρνηση εμφανίστηκε να την αναλαμβάνει. Αφενός γιατί και «απ’ έξω» (στην ίδια την πΓΔΜ πριν από όλα, αλλά και σε Αλβανία, Βουλγαρία…) ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας δεν τα έχει όλα «τακτοποιημένα». Αντίθετα εγείρονται και αναπτύσσονται τριβές και αντιθέσεις, καθώς το αμερικάνικο σχέδιο στριμώχνει αστικές φιλοδοξίες και τα ανταλλάγματά του (όπως η τελωνειακή ένωση με την ΕΕ που προσφέρεται στον Ζάεφ) είναι «σχετικά» και αμφίβολα. Ακόμα περισσότερο, «εκτός» του επιδιωκόμενου συμβιβασμού βρίσκεται η Τουρκία, που έφτασε αυτές τις μέρες να επιχειρεί στο Αφρίν, δηλώνοντας πως έχει τη ρώσικη συγκατάθεση, δίνοντας ένα χαρακτηριστικό δείγμα της επικίνδυνης περιπλοκότητας που έχει περισφίξει την ευρύτερη περιοχή.
Από την άλλη, ακόμα περισσότερο αντιφατική αναδείχτηκε η προσπάθεια της κυβέρνησης Τσίπρα όσον αφορά τα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της χώρας, στη βάση των χαρακτηριστικών αλλά και των δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί στο πολιτικό προσωπικό και τις δυνάμεις του συστήματος.
Μια παράμετρος αυτού του «μπερδέματος» είναι οι ανυπόστατοι και χωρίς έρμα παραγοντίσκοι τύπου Λεβέντη, που το ίδιο το σύστημα στη βάση των αναγκών του και της κρίσης του ανέδειξε σε «πολιτικούς αρχηγούς», που δεν διστάζουν στη βάση των δικών τους αναγκών να τρέξουν από την πρώτη στιγμή στα «μακεδονικά συλλαλητήρια» παρά και ενάντια στα «εθνικά» συμφέροντα και όπως η κυβέρνηση επιδιώκει να τα υπερασπίσει για…. λογαριασμό των ΗΠΑ
Μια σαφώς σοβαρότερη παράμετρος είναι όλη η πορεία αντιδραστικοποίησης-φασιστικοποίησης που ακολουθείται εδώ και χρόνια. Μια πορεία που έχει ισχυροποιήσει και αναδείξει πρόσωπα και δυνάμεις ακροδεξιών και φασιστικών κατευθύνσεων στη βάση των επιλογών του ίδιου του συστήματος. Από τις «υπηρεσιακές κυβερνήσεις» του Μάη του 2012 (όπου ήταν υπουργός ο Φραγκούλης, κεντρικός ομιλητής στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης) ως την ίδια τη Χ.Α., που η επιχείρηση «αναμόρφωσης-προσεταιρισμού της» στις «κανονικές» πολιτικές δυνάμεις συνεχίζεται χρόνια τώρα παράγοντας πολλαπλές αντιφάσεις, που αξιοποιούνται από τη μεριά τους και στις σημερινές συνθήκες. Μέσα σε αυτόν το λογαριασμό προφανώς βρίσκονται και όλες οι ακροδεξιές δυνάμεις της «δεξιάς πολυκατοικίας» (τύπου Μπαλτάκου, Καρατζαφέρη, Νικολόπουλου κλπ), η πάντα ισχυρή «δεξιά του κυρίου» Εκκλησία, και φυσικά ο κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, το ακροδεξιό εθνικιστικό ΑΝΕΛ. Το τελευταίο –και επειδή είναι κυβερνητικό στη δοσμένη κατάσταση και συγκυρία- έχει κάθε λόγο να ανησυχεί και να αναζητά το μέλλον του και τον ρόλο που μπορεί να υπηρετήσει.
Ολόκληρη αυτή η «πανσπερμία» των αντιδραστικών-φασιστικών δυνάμεων έχει στη δοσμένη κατάσταση έναν κοινό τόπο: Αισθάνεται και θεωρεί ότι το σύστημα με την πολιτική του έχει στρώσει το έδαφος για να διεκδικήσουν έναν πιο κεντρικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Και θεωρεί ότι το ζήτημα με την πΓΔΜ είναι μια ευκαιρία, ένας μοχλός για να επιχειρήσουν αυτή την ανάδυση, ανεξάρτητα των μεταξύ τους αντιθέσεων. Ακόμα και το ότι με την κίνησή τους αυτή φαίνονται να βρίσκονται σε «αντίθεση» με τα μεγάλα (τους) αφεντικά, επιδιώκουν να το εξισορροπήσουν με τις υπηρεσίες που ταυτόχρονα τους παρέχουν: να εμποτίσουν τις έτσι κι αλλιώς αδιέξοδες διαθέσεις διαμαρτυρίας για το «ζήτημα του ονόματος» λαϊκών τμημάτων με τον σοβινισμό και τον εθνικισμό, να χειραγωγήσουν σε αντιδραστικές κατευθύνσεις μεγάλα λαϊκά κομμάτια.
Η πιο σοβαρή από όλες τις εσωτερικές πολιτικές παραμέτρους σε αναφορά με τις δυσκολίες που εμφανίζει η εξέλιξη της υπηρεσίας Τσίπρα στους Αμερικάνους, είναι ασφαλώς αυτό καθαυτό το κόμμα της ΝΔ. Και είναι η πιο σοβαρή, γιατί αποτελεί το βασικό πολιτικό στήριγμα του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης, στήριγμα που άντεξε και κράτησε παρά την κρίση και τους τρανταγμούς που πέρασε τα προηγούμενα χρόνια συνολικά το πολιτικό σύστημα και το ίδιο το κόμμα της ΝΔ. Σε αυτή τη βάση, η μετατόπιση του κόμματος αυτού τις τελευταίες μέρες –και μετά το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης- στη θέση σχεδόν ανοιχτής άρνησης να στηρίξει την κυβερνητική προσπάθεια για έναν συμβιβασμό με την πΓΔΜ σύμφωνο με τις αμερικάνικες επιδιώξεις, χρειάζεται μια ερμηνεία. Ερμηνεία που δεν μπορεί να αναζητηθεί παρά στις αντιφάσεις που το κόμμα αυτό αντιμετωπίζει, στην ανάγκη του να υπερασπιστεί την υπόστασή του και την προοπτική του, που δείχνουν να θίγονται σοβαρά από τις αντιφάσεις αυτές.
Πιο συγκεκριμένα, από τη μια έχει την ανάγκη να περιμαζέψει εντός του όλες τις κεντρόφυγες ακροδεξιές δυνάμεις που παραπάνω αναφέραμε για να παραμείνει ο μεγάλος και αδιαμφισβήτητος δεξιός πόλος στη χώρα. Εξάλλου, όλα τα χρόνια από το 1974 και μετά και μέχρι το 2012 που αναδύθηκε η ΧΑ, με αυτό το «μοντέλο», της μιας κύριας και βασικής στέγης για όλους αυτούς, κινήθηκε το κόμμα της ΝΔ. Χρειάζεται λοιπόν να μην βρεθεί «έξω» από τις «εθνικές ευαισθησίες» που όλοι αυτοί προβάλλουν αξιοποιώντας αρνητικά δεδομένα που υπάρχουν όσον αφορά τη στάση λαϊκών μαζών. Από αυτή την άποψη, η στάση της μπορεί να γίνει ακόμα πιο αποφασιστικά αρνητική απέναντι στην κυβέρνηση, γι’ αυτό κρατάει ανοιχτό ακόμα και το ενδεχόμενο της επίσημης συμμετοχής της ΝΔ στο συλλαλητήριο της Αθήνας.
Ταυτόχρονα και από την άλλη, αρνούμενη τη στήριξη ή έστω ανοχή στο ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί αυτός ένα «εθνικό θέμα», αρνείται τη συγκατάθεσή της στην ακόμα πιο επίσημη και σταθερή «ανακήρυξη» του ΣΥΡΙΖΑ σε καθεστωτική δύναμη. «Θα το κάνουμε εμείς», «είναι δικιά μας αυτή η δουλειά», είναι το βαθύτερο νόημα των δηλώσεων Μητσοτάκη προς τα έξω (κυρίως) αλλά και τα ντόπια κέντρα.
Αναταραχές και πραγματικές απαιτήσεις
Δεν μπορεί, λοιπόν, να προεξοφληθεί ποια θα είναι η εξέλιξη σε αυτή τη φάση της κυβερνητικής προσπάθειας. Από τη μια, είναι σαφές ότι οι Αμερικάνοι και θέλουν και «βιάζονται» να επιτευχθεί ο συμβιβασμός που οι ίδιοι έχουν σχεδιάσει. Παράλληλα και σε δεύτερο πλάνο, και η ίδια η αστική τάξη της χώρας φαίνεται να θέλει την ύπαρξη της πΓΔΜ ως ενός κράτους στο οποίο και μέσω του οποίου θα πραγματώσει σχέδια και φιλοδοξίες σε αναφορά με τον ρόλο των υπεργολαβιών της στα Βαλκάνια, είτε αυτές αφορούν αγωγούς είτε κάθε είδους μπίζνες. Ωστόσο, όλοι είναι υποχρεωμένοι να πάρουν ως έναν βαθμό τουλάχιστον υπόψη τους τα πολιτικά δεδομένα στη χώρα και να «σεβαστούν» τα αγκομαχητά του πολιτικού τους συστήματος. Εξάλλου, ο ίδιος ο Τσίπρας στο Νταβός διαφοροποίησε την κυβερνητική στάση «προσθέτοντας» προαπαιτούμενα για να φτάσει η συζήτηση στη λύση του ονόματος. Προαπαιτούμενα που δεν ικανοποιούνται από τα συμβολικά περί αλλαγής ονόματος δρόμων και αεροδρομίων, που μπορούν να αλλάξουν ξανά με μια υπουργική απόφαση! Ενώ από την άλλη, η απαίτηση της ελληνικής πλευράς να αλλάξει το Σύνταγμα της πΓΔΜ και να περιλάβει δέσμευση ότι (ποτέ;) δεν θα ξανά-αλλάξει είναι απολύτως ενδεικτικό του πόσο εθνικιστικός είναι ο αστικός «αντιεθνικισμός», αλλά και των αντιφάσεων της όλης κατάστασης.
Ασφαλώς για τις πολιτικές εξελίξεις έχει σημασία το αν το ζήτημα θα κλείσει χωρίς «επιτυχία» σε αυτή τη φάση, οπότε και θα χρεωθεί ως ήττα της κυβέρνησης ή αν αντίθετα η κυβέρνηση θα καταφέρει –και με τη βοήθεια του ΠΑΣΟΚ και των υπολοίπων της κεντροαριστεράς- να περάσει τον συμβιβασμό πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ τον ερχόμενο Ιούνιο. Το όλο ζήτημα –τουλάχιστον αντικειμενικά- συνδέεται και με τις αναζητούμενες από το σύστημα απαντήσεις στο πολιτικό πεδίο, το ενδεχόμενο αναδιάταξης των πολιτικών του δυνάμεων και το ζήτημα των εκλογών. Ήδη κυκλοφορεί πλήθος σεναρίων που εκφράζουν ιδιαίτερες ή γενικότερες επιδιώξεις του συστήματος και των δυνάμεών του.
Η κατάσταση αυτή από τη μια επιβεβαιώνει την εκτίμηση μας που αποτυπώνεται και στην απόφαση του Καθοδηγητικού Οργάνου της 13-14/1 για το πόσο σχετική είναι η σταθερότητα και η ισχύς που εμφανίζει η κυβέρνηση και συνολικά το πολιτικό σύστημα. Από την άλλη, όμως, υπογραμμίζει την αξία της άλλης όψης αυτής της εκτίμησής μας. Καμιά αναταραχή στα πάνω πατώματα δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τον λαό, ενόσω αυτός βρίσκεται «στη γωνία», έξω από το πεδίο της πάλης. Και ακόμα χειρότερα αν γίνεται «αντικείμενο χρήσης» των αντιθέσεων και των επιδιώξεων των δυνάμεων του συστήματος, αν εγκλωβίζεται ανάμεσα στις δικές τους επιδιώξεις, που όλες υπάγονται και υπηρετούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού.
Δεν έχουμε τίποτε καλό να περιμένουμε για τον λαό, τη χώρα μας και τους λαούς της περιοχής από τους ενδοαστικούς καυγάδες, από αυτή ή την άλλη εκδοχή υπηρέτησης των αμερικάνικων επιδιώξεων. Δεν έχουμε τίποτε καλό να περιμένουμε για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα από τις αντιδραστικές διεργασίες που αναπτύσσονται στους κόλπους του συστήματος. Όλοι αυτοί και όλα αυτά φέρνουν επιδείνωση στην κοινωνική– οικονομική κατάσταση των λαϊκών μαζών, πολλαπλασιάζουν τις απειλές και τους κινδύνους για τον λαό μας και τους λαούς της περιοχής.
Είναι δύσκολο αλλά απολύτως αναγκαίο ο λαός και η νεολαία να παλέψουν μαζικά με τη δικιά τους πολιτική γραμμή. Ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση. Ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό, το φασισμό. Ενάντια στην επίθεση του συστήματος στα δικαιώματά τους, στη ζωή τους. Αυτό είναι το καθήκον που πρέπει να υπηρετηθεί. Αυτός είναι ο δρόμος συγκρότησης και ανάδειξης της επαναστατικής κομμουνιστικής αριστεράς που έχει ανάγκη η λαϊκή πάλη και η προοπτική της.