Παλιότερα όταν οι ράπτες δεν πετύχαιναν τα ακριβή μέτρα ενός κουστουμιού και επειδή ήταν δύσκολο να γίνει η επέμβαση στις μασχάλες ή τα… ισχία, γιατί μια φορά ράβονταν το κουστούμι μάκραιναν τα μανίκια ή τα πατζάκια και όταν ο πελάτης διαμαρτύρονταν του έλεγαν «δεν βλέπεις μια χαρά σου είναι το κουστούμι, σου πέφτει και… μακρύ».
Έχω την εντύπωση πως μετά τις εκλογές κάτι ανάλογο συμβαίνει με τη νέα κυβέρνηση (να το πω αριστεράς ή κοινωνικής σωτηρίας;).
Ράβεται ένα νέο «κουστούμι» για τον ελληνικό λαό και για τους γκρινιάρηδες ο δείκτης δείχνει τα… μακριά μανίκια ή τα παντζάκια.
Κινήσεις που έχουν περισσότερο συμβολικό και μικρό υλικό περιεχόμενο…
Μάλιστα είναι σίγουρο πως σαν και μένα πολλοί κάνοντας τις πρώτες κριτικές στην νέα κυβέρνηση αντιμετώπισαν οργισμένη επιχειρηματολογία που θύμιζε το πρώτο διάστημα ΠΑΣΟΚ αλλά αυτή την φορά ήταν κάπως διαφορετική: «Μη μου χαλάτε το όνειρο».
Προσωπικά δεν θέλω να χαλάσω το όνειρο κανενός.
Αναγνωρίζω μάλιστα ότι ο κόσμος που τόσα χρόνια δέχεται μια βάρβαρη επίθεση πήγε μέχρι εκεί που μπορούσε να πάει. Με βάση δηλαδή τα εργαλεία, το πολιτικό φορτίο, την προοπτική, την οργάνωση και τα πολιτικά εφόδια που (δεν) διέθετε είδε ως υπαρκτή λύση, ως αντίβαρο –και ως ένα βαθμό αυτό ίσχυσε- τη λύση Σύριζα. Και σε αυτό έχει την ευθύνη της και η σημερινή –αντιπολιτευόμενη- αριστερά κάθε απόχρωσης και στην αναλογία που της αντιστοιχεί.
Αναγνωρίζω ότι έριξε με τις λιγότερες προσδοκίες σε σχέση με άλλες φορές την θετική του ψήφο γι’ αυτό και εξάλλου και η μετεκλογική αντίδραση είναι «μη μου χαλάτε το όνειρο». Βαθιά μέσα του ο λαός που ψήφισε την νέα κυβέρνηση νοιώθει πως βρίσκεται σε μια κατάσταση αισιόδοξης αυταπάτης. Και είναι απολύτως ανθρώπινο να νοιώθει «κάπως», μια παρένθεση αισιοδοξίας μετά από τη συνεχή μαυρίλα των τεσσάρων χρόνων συνεχούς επίθεσης.
Από την άλλη θα ήμουν με τη σειρά μου ψεύτης αν έλεγα πως ως δημόσιος υπάλληλος δεν χάρηκα και εγώ με την κατάργηση πχ του φασιστικού πειθαρχικού πλαισίου. Βέβαια δεν μπορεί να μην κάνω συγκρίσεις με τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, όταν καταργώντας τους μετεμφυλιακούς νόμους γίνονταν οι πρώτες «ελεύθερες» αφισοκολλήσεις κλπ (όλα αυτά τα μάζεψαν μετά τις δεύτερες εκλογές το 1985). Και μια που μιλάμε για συναισθήματα δεν παύει να με εξοργίζει αυτό το θλιβερό παζάρι με την ελευθερία της έκφρασης που τόσο αξιοποίησε η παλιά σοσιαλδημοκρατία απέναντι στις παλιότερες -ταλαιπωρημένες- γενιές και βλέπω να χρησιμοποιείται εκ νέου από τους επίδοξους συνεχιστές τους.
Τα ερωτήματα όμως που θα ήθελαν να θέσω αφορούν το σήμερα.
Και γίνομαι συγκεκριμένος γνωρίζοντας πως τα αισθήματα ανακούφισης δεν έχουν φτάσει στον βαθύ… λαό, στους εργαζόμενους πχ του ιδιωτικού τομέα που δεν έχουν κανένα μέσο ούτε από τα «πάνω» ούτε από τα «κάτω» για να επανέλθουν στις συμβάσεις των επτακοσίων πενήντα ευρώ όπως διατάζει η νέα κυβέρνηση. Οι παλιοί δηλαδή μισθοί πείνας…
Γιατί το ερώτημα πχ είναι αν μετά την κατάργηση του πεντάευρου θα ανοίξουν τα νοσοκομεία που οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις έκλεισαν; Θα πάψει πχ στον νομό Θεσσαλονίκης να υπάρχουν μέρες που εφημερεύει ένα μεγάλο νοσοκομείο;
Μετά την κατάργηση της Τράπεζας θεμάτων, θα ανοίξουν οι σχολικές μονάδες που καταργήθηκαν ή συγχωνεύτηκαν;
Εν τάξει δεν υπάρχουν χρήματα για αυξήσεις αλλά θα επιστρέψουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στις μισθολογικές κλίμακες και στους βαθμούς από τους οποίους βίαια εκπαραθυρώθηκαν;
Πολύ χαίρομαι που θα επιστρέψουν οι συνάδελφοι της διαθεσιμότητας -δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα να χάνεις τη δουλειά σου- αλλά γιατί πρέπει να μπουν στο… ζύγι με τις νέους διορισμούς;
Και έπειτα αυτοί οι χρησμοί του Ρωμανιά για το ασφαλιστικό το μήνα Μάρτη πόσο διαφέρουν από τους χρησμούς των προηγούμενων; Τι έδαφος προετοιμάζουν; Όλη αυτή εξ άλλου την παρέα των υπό τη ΓΣΕΕ «εργατολόγων» -να θυμίσω και πως ο αλήστου μνήμης Κουτρουμάνης- κινούνταν σε αυτό τον κύκλο- δεν τους έχω καμία εμπιστοσύνη. Γιατί ήταν οι βασικοί φορείς μιας «άλλης ανταποδοτικής λύσης» στο ασφαλιστικό που θύμιζε εν πολλοίς το ανέκδοτο με τον… πόντιο που αυτοτραυματίζονταν από μόνος του προκειμένου να μην βουλιάξει και να μη τον φάνε οι κροκόδειλοι… («Τα ασφαλιστικά δικαιώματα στο στόχαστρο» εκδόσεις Σημαία 2001).
Και έπειτα αυτό το δεν συζητάμε με κατώτατους υπαλλήλους της τρόικα εμείς συζητάμε με τα θεσμοθετημένα ιμπεριαλιστικά όργανα της ΕΕ, του ΔΝΤ κλπ;;; Και ζητάμε μάλιστα πρόγραμμα «γέφυρα» όχι ακριβώς μνημόνιο. Γιατί τι διαφορετικό ζήτησε ο Σαμαροβενιζέλος στα δύο Παρίσια; Ο όρος μάλιστα «πρόγραμμα γέφυρα» είναι σοιμπλεϊκής προέλευσης…
Όσο γι’ αυτό το «δεν μας ζητήσατε τη γνώμη μας» στην περίπτωση της Ουκρανίας δεν θύμισε μήπως τους περίφημους «αστερίσκους» του αξέχαστου Ανδρέα στην περίπτωση πχ των βομβαρδισμών του «φίλου» Καντάφι το ‘86;
Δεν γνωρίζουμε μήπως τι πρεσβεύουν οι καλοί αυτοί οργανισμοί με τις αποφάσεις τους πχ για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που ταυτόχρονα δεν θα είναι τιμωρητική αλλά θα αμείβει τους άριστους! Και μια που τέθηκε το κριτήριο της τιμιότητας, ποιος θα καθορίσει τον τίμιο αξιολογητή;
Τα ερωτήματα μου λοιπόν είναι συγκεκριμένα. Δεν αφορούν το πολύ μακρύ μέλλον. Προέρχονται από ένα βασικό προβληματισμό που με οδηγεί από την πρώτη στιγμή που εφαρμόστηκε η κόλαση των μνημονιακών μέτρων και στην κόντρα μάλιστα με το σύνολο των δυνάμεων της συστημικής και αντισυστημικής αριστεράς που πρόκριναν το χρέος, και τα προγράμματα μιας άλλης παραγωγικής ανασυγκρότησης: Σαφώς και αυτή η επίθεση πρέπει να σταματήσει να «πάρει ανάσα ο λαός», αλλά πως γίνεται αυτό;
Γιατί αυτό το απλό αυτονόητο για να επιτευχθεί θέλει άλλο επίπεδο οργάνωσης, αντίστασης του λαού και των οργανώσεων που αναφέρονται σε αυτόν. Θέλει βέβαια και την επεξεργασία μιας άλλης προοπτικής…
Είμαι μάλιστα σίγουρος πως δεν είμαι μόνος και πως και τους προβληματισμούς αυτούς μοιράζεται ένα μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων της αριστεράς –και όχι μόνο του δικού μου πολιτικού χώρου- που «επέμενε» να μην παρασυρθεί από το κυρίαρχο ρεύμα. Με όλες βέβαια τις αντιφάσεις και τα αναγκαία ξεκαθαρίσματα που πρέπει να γίνουν…
Το δικαίωμα στο όνειρο είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθένα.
Τα πραγματικά δικαιώματα της πραγματικής ζωής είναι μια άλλη ιστορία…
Δημήτρης Μάνος