Από τις οικονομικές στήλες και τα άρθρα της εφημερίδας, πολλές φορές έχουμε αναφερθεί και έχουμε αναλύσει το οικονομικοπολιτικό φόντο που βρίσκεται πίσω από το ζήτημα του ελληνικού χρέους, του μεγαλύτερου προγράμματος «διάσωσης» που έχει -όπως λένε και γράφουν- εκπονηθεί ποτέ.
Όμως όλες οι αντιθέσεις εκτείνονται και αναπαράγονται πάνω στο έδαφος ενός πραγματικού ζητήματος ακόμα και αν το ελληνικό χρέος αποτελεί ένα μικρό μέρος του χρέους της ευρωζώνης. Ή μάλλον εξαιτίας αυτού. Το πραγματικό ζήτημα είναι κατά πόσο το χρέος είναι εξυπηρετήσιμο όπως λένε. Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητά του (ότι είναι χρέος της ευρωζώνης) σε συνδυασμό με τα μέτρα που έχουν παρθεί μέχρι τώρα και πρόκειται να παρθούν (μνημόνια κλπ) έχουν συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση. Δηλαδή στη γλώσσα και στα νοήματα των δανειστών τίθεται εν αμφιβόλω αν μπορούν αν αντλούν σε ετήσια βάση εκείνες τις ροές χρήματος, τους τόκους και τα χρεολύσια που αντιστοιχούν στα χρήματα που δάνεισαν για να αποπληρωθούν τα… προηγούμενα δάνεια («παράλογη» λειτουργία του συστήματος να αντικαθίστανται κεφάλαια με άλλα και μέσα από εκεί να παράγεται ζεστό χρήμα, που είναι χαρακτηριστική της αρχαϊκής φύσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την εποχή που το αγγλικό δημόσιο χρέος ουσιαστικά «έστησε» την Τράπεζα της Αγγλίας).
Με μια χώρα που τα μνημόνια και η κρίση έχουν τσακίσει την εσωτερική της αγορά, έχουν αποβιομηχανοποιήσει την παραγωγική της βάση (τώρα στρέφονται και στην αγροτική παραγωγή), που οι πολίτες από την υπερφορολόγηση (πρωτοφανή για κράτος του μεταπολεμικού κόσμου) έχουν γονατίσει κλπ., οι δανειστές δεν μπορούν να περιμένουν μια ομαλή ροή στην αποπληρωμή των δόσεων. Μάλιστα αυτή η αμφιβολία, σύμφωνα με πρόσφατες τοποθετήσεις, θα επανέρχεται ακόμα και αν υπήρχε μια διευθέτηση των επιτοκίων και επιμήκυνση των χρόνων πληρωμής, ακόμα και… κούρεμα. Το παράδειγμα της Ισπανίας –μιας χώρας που δεν αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα με το δημόσιο χρέος και που έχει άλλο οικονομικό βάθος από την χώρα μας –όπου το δημόσιο χρέος της στα χρόνια των άτυπων μνημονίων έφτασε να ξεπερνά τα όρια από τότε που άρχισε ιστορικά να καταγράφεται(!), είναι χαρακτηριστικό.
Αλλά και οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Ας τους δούμε:
Τα προς εξυπηρέτηση δάνεια της χώρας μέχρι το 2016 είναι δάνεια του ΔΝΤ (7,3 και 8,3 δις ευρώ αντίστοιχα για τα δύο χρόνια που μεσολαβούν). Από το 2016 μέχρι το 2020 εξοφλούνται μικρότερα δάνεια του ΔΝΤ (λίγο πάνω-λίγο κάτω από 1 δις ευρώ για κάθε χρόνο περίπου). Τα δάνεια αυτά συνεχίζονται φθίνοντα μέχρι και το 2023. Το 2020 όμως αρχίζει η αποπληρωμή των δανείων που δόθηκαν διακρατικά από τις χώρες της ευρωζώνης (συνολικά 52,9 δις στο 1/6 του συνολικού χρέους). Δάνεια που έχει εγγυηθεί η ΕΚΤ. Το 2023 που τελειώνει η αποπληρωμή και των τελευταίων υπολειμμάτων των δανείων του ΔΝΤ αρχίζει η αποπληρωμή των δανείων του EFSF (συνολικά 133 δις) δηλαδή του «προσωρινού» μηχανισμού που είχε στηθεί για το ελληνικό χρέος με το πρώτο μνημόνιο και αντικαταστήθηκε αργότερα μετά το ελληνικό ΡSI από τον μόνιμο μηχανισμό στήριξης ΕSM, μηχανισμό τον οποίο η ελληνική πλευρά απαγορεύεται ακόμα και να… προφέρει! Η αποπληρωμή τόσο των πρώτων όσο και των δεύτερων ευρωπαϊκών δανείων μαζί εκτείνεται στο χρόνο πέραν του 2028 ώστε να μην την περιλαβαίνουν- γιατί δεν την χωράνε!- τα σχετικά οικονομικά διαγράμματα διπλής εισόδου που την απεικονίζουν, όσα τουλάχιστον έχουμε υπόψη! Η αποπληρωμή των τόκων απεικονίζεται με μια τεράστια ασύμπτωτη ευθεία ως προς τον άξονα του χρόνου!
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, πέρα από την εικόνα της… αιωνόβιας υποδούλωσης της χώρας στους δανειστές, το συμπέρασμα που βγαίνει (και δεν πρόκειται να κατηγορηθούμε για φιλοτροϊκανοί) είναι πως το ελληνικό δημόσιος χρέος εν τη πράξει εκτείνεται σε αρκετή μεγάλη κλίμακα έτσι και αλλιώς. Και με αυτή την έννοια οι αναλύσεις που συμπεραίνουν πως μια νέα μεγαλύτερη έκτασή του δεν θα βοηθούσε και πολύ τα πράγματα ίσως να έχουν (απ την πλευρά τους) δίκιο. Το… άδικο «δίκιο» των δανειστών. Από την άλλη, λέγεται και γράφεται πως η γερμανική πρόταση περιλαμβάνει επιμήκυνση αποπληρωμής των διακρατικών δανείων από τα 16 χρόνια περίπου στα 30 ή στα 50 χρόνια με χαμηλό επιτόκιο κάτω του 1% ενώ για αυτά του ΕFSF προβλέπεται κάτι ανάλογο. Τι βαρύτατες εγγυήσεις όμως θα δοθούν για μια τέτοια επιμήκυνση-ελάφρυνση;
Ας δούμε το επίπεδο των εσόδων που θα ξεπληρώσουν αυτά τα δάνεια.
Από τις «Δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης» σε εκατομμύρια ευρώ συνάγεται ότι την δεκαετία 2001-2010 η χώρα πλήρωσε σε τόκους 1,7 ΑΕΠ. Δηλαδή όσο είναι το σημερινό δημόσιο χρέος 170% του ΑΕΠ πληρώσαμε σε τόκους. Πολύ συμβολική ταύτιση. Στα δέκα αυτά χρόνια κατά μέσο όρο στην πληρωμή των τόκων πήγαινε το 70 με 80% των εισπραττόμενων φόρων. Υπήρχαν μάλιστα και χρονιές όπως το 1994 που η Ελλάδα πλήρωσε το 104, 5% των εισπραττόμενων φόρων για την πληρωμή των τόκων του χρέους ενώ το 1998 φτάνοντας το 108,1% ξεπεράστηκε κάθε ιστορικό ρεκόρ! Βέβαια κανείς τότε δεν προειδοποιούσε τη χώρα για τον γκρεμό στον οποίο βάδιζε. Αντίθετα ο Παπαδήμος, στη γνωστή έκθεσή του κατά την είσοδο της χώρας στο ευρώ, διαπίστωνε χαμηλή έκθεση των ελλήνων στην εγχώρια πίστωση που θα έπρεπε να ξεπεραστεί με κίνητρα και υποκίνηση! Με την διεύρυνση της φορολογικής βάσης και της ληστείας μπορεί να υποπτευθεί κανείς πού πηγαίνουν σήμερα τα φορολογικά έσοδα. Με μια μικρή διευκρίνιση. Να μπει ο προσδιορισμός «εισπραττόμενα». Γιατί αν όντως ισχύει ότι μόλις το 5.2% των ληξιπρόθεσμων οφειλών εισπράττονται, κάτι τέτοιο αρκεί για να προσδιοριστεί η σημερινή περίοδος τελείως διαφορετικά από το ‘94 και `98 όταν η χώρα «λαδωνόταν» για να κάνει τη μεγάλη… Είσοδο.
Τέλος, δεν υπάρχει διέξοδος και από την πλευρά της διεύρυνσης του ΑΕΠ. Ακόμα και η μικρή ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής το τελευταίο τρίμηνο του 2013 –η Ελλάδα περιλαμβάνεται μέσα στις πέντε ευρωπαϊκές χώρες που παρατηρήθηκε τέτοιο πράγμα!-απότοκος της αντεργατικής «σταθεροποίησης», δεν αρκεί για να συμβάλλει σε μια τέτοια αλλαγή. Το αντίθετο, όπως έχει εξ άλλου επισημανθεί και από άλλους, η δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων σε μια οικονομία τσακισμένη από την ύφεση και την οικονομική καθίζηση στερεί ζωντανούς πόρους από την εσωτερική αγορά και προσφορά. Μάλιστα παρατηρείται μια υποχώρηση των ελληνικών εξαγωγών, αποτέλεσμα πια της παγκόσμιας κρίσης και του ανταγωνισμού που έχει την αντανάκλασή της στους κλυδωνισμούς μεγάλων παραγωγικών κλάδων. Όσο για τα εισρέοντα κεφάλαια από το εύρος των πολλών δις που έχει συσσωρευτεί, μόνο ένα μικρό κομμάτι επενδύεται. Όπως για παράδειγμα το επενδυτικό fund, Tree Points, για το οποίο γράψαμε, που συγκέντρωσε 750 δολάρια αλλά προς το παρόν επένδυσε μόνο τα 75 δις.
Σωστά ο γνωστός Τράγκας στην εκπομπή του έλεγε πως σε μια χώρα με τσακισμένη την αγοραστική δύναμη οι μόνοι που θα μπαίνουν και θα φεύγουν θα είναι οι κερδοσκόποι. Επιπλέον όλοι αυτοί στη σημερινή συγκυρία με τη φουρτούνα στις αναδυόμενες αγορές είναι συγκρατημένοι. Βέβαια η Ελλάδα δεν είναι ακριβώς μια περιφερειακή χώρα αλλά μια ιδιόμορφη χώρα… «σταθμός».
Το υπαρκτό ζήτημα που βρίσκεται στη βάση των οικονομικοπολιτικών διαστάσεων του ελληνικού χρέους (κομμάτι του παγκόσμιου αλλά και του ευρωπαϊκού χρέους) υποχρεώνει τους δανειστές σε μια επίσης αλλόκοτη συμπεριφορά. Από τη μια, να σφίγγουν τη θηλιά, όμως από την άλλη να είναι υποχρεωμένοι να σκαρφιστούν τρόπους ώστε να αποφευχθεί ο –απευκταίος- για όλο το σκυλολόι πνιγμός του υποζυγίου. Εδώ δεν είναι Ουρουγουάη γιατί αυτή η περίεργη «χώρα-σταθμός» έχει άλλες απαιτήσεις. Είναι λοιπόν υποχρεωμένοι, αν και ανταγωνίζονται λυσσασμένα πάνω από τον αναλώσιμο λαό και πλούτο της, ταυτόχρονα να προσπαθούν να τα «βρουν». Για το αν θα εγκρίνουν ένα νέο πενταετές ομόλογο «βοήθειας», για το πότε θα επιτρέψουν-και με τι όρους- στη χώρα να βγει στις χρηματαγορές, τι σκόντο θα κάνει η ΕΚΤ, τι θα δρομολογηθεί σχετικά με τις τράπεζες κλπ.
Υπάρχουν όμως και τα άμεσα. Οι εκλογές, τι θα κάνει η χώρα μέχρι το Μάη. Τελευταία ο Όλι Ρεν έδωσε μια διέξοδο διαχωρίζοντας την νέα παρέμβαση σε δύο στάδια, ένα πριν και ένα μετά το καλοκαίρι. Αλλά αν τα μακροπρόθεσμα είναι ζόρικα θέματα δεν είναι πολύ ευκολότερα τα βραχυπρόθεσμα. Μονό και μόνο γιατί συνδέονται μεταξύ τους. Αλλά και γιατί το «υπαρκτό ζήτημα» με το οποίο ασχολούμαστε δεν μπορεί να υφίσταται ανεξάρτητο από τις παραμέτρους και τις διαστάσεις του. Τουναντίον αυτές οι διαστάσεις είναι που διευρύνουν επικίνδυνα την υπαρκτή του βάση.
Θα αφήσουν την κυβέρνηση «τους» να τα βγάλει πέρα μόνη με εκδόσεις εντόκων, χρήση του «πλεονάσματος» κλπ.; Θα αρχίσουν τους εκβιασμούς όπως το `11 ή αυτό θα έχει ακόμα χειρότερα αποτελέσματα για τις δρομολογούμενες πολιτικές λύσεις; Και πόσο μπορεί να αντέξει η χώρα αυτή την τεράστια εσωτερική στάση πληρωμών –που παρήγαγε εν πολλοίς τα πρωτογενή πλεονάσματα- χωρίς να σκάσει; Υπάρχουν πολλά στοιχεία ότι πλησιάζουμε σε σημεία «βρασμού».
Οι καιροί είναι δύσκολοι (και) για τους δανειστές.
Σίγουρα διαπιστώσεις για τέτοιου είδους δυσκολίες διόλου δεν ανακουφίζουν τους αναγνώστες…
Τις Χρεώσεις γράφει ο Δημήτρης Μάνος.