Συντρόφισσες, σύντροφοι
Συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τότε που οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές βομβάρδισαν με τον πιο κτηνώδη τρόπο την Γιουγκοσλαβία δολοφονώντας τη χώρα και τον λαό της.
Η εκδήλωση αυτή, δέκα χρόνια μετά δεν γίνεται απλά και μόνο για την ιστορία, για να καταδικάσουμε ακόμη μια φορά το έγκλημα που συντελέστηκε. Γίνεται κυρίως για το σήμερα.
Να κατανοήσουμε από ποιους έγινε, γιατί έγινε. Ποια σχέση έχει αυτό που έγινε τότε με αυτά που συντελούνται σήμερα.
Γίνεται για να κατανοήσουμε, να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα το σήμερα.
Η εγκληματική αυτή επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές στα πλαίσια της εκστρατείας τους επανακατάκτησης, επαναποικιοποίησης του κόσμου.
Μια εκστρατεία που μπόρεσαν να ξεκινήσουν με βάση την ισχυρή θέση στην οποία βρέθηκαν μετά τις ανατροπές των παγκόσμιων συσχετισμών την περίοδο 1989-1991.
Είχαν ήδη προηγηθεί. Το πραξικόπημα στην Ρουμανία. Η πρώτη εκστρατεία ενάντια στο Ιράκ και ο πόλεμος του Κόλπου το 1991.
Η επόμενη επιχείρηση ήταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας που αντιμετωπίστηκε σαν το κλειδί για την επιβολή της κυριαρχίας τους στα Βαλκάνια.
Στηρίχτηκε στην υποδαύλιση του σοβινισμού καθώς και ανύπαρκτων ή και υπαρκτών διαφορών. Στην αξιοποίηση ανερμάτιστων τυχοδιωκτικών κλικών που με ελεεινό τρόπο υπηρέτησαν τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις ενάντια στους λαούς τους.
Πάνω απ’ όλα στις πιέσεις τους εκβιασμούς, στη χρήση της πιο ωμής στρατιωτικής βίας.
Διευκολύνθηκε από την οπισθοχώρηση, την ήττα του επαναστατικού εργατικού κινήματος, της δύναμης που θα μπορούσε να εμπνεύσει και να οργανώσει την αντίσταση και την πάλη των λαών ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Από το ότι και στην ίδια την Γιουγκοσλαβία και ειδικότερα στη Σερβία που υπήρξε και το μεγάλο θύμα, η ηγετική ομάδα Μιλόσεβτις απέφυγε να στηριχτεί πραγματικά και ολοκληρωμένα στην Γιουγκοσλαβική ιδέα και τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, αλλά αναζήτησε τη στήριξη στον σερβικό εθνικισμό.
Τα αποτελέσματα ήταν:
Το κομμάτιασμα της Γιουγκοσλαβίας.
Το ματοκύλισμα των λαών της.
Η μόλυνση της γης με απεμπλουτισμένο ουράνιο και άλλες θανατηφόρες ουσίες. Ο ακρωτηριασμός της Σερβίας. Η συντριβή της οικονομικής της υποδομής και τελικά η υποταγή της.
Άνοιξε έτσι ο δρόμος για την επιβολή της κυριαρχίας των Αμερικανών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών συνολικά στα Βαλκάνια. Την μετατροπή τους σε Αμερικανονατοϊκή βάση. Την εκμετάλλευση των λαών και των χωρών των Βαλκανίων.
Τι άλλαξε αλήθεια στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν;
Αποτελεί άραγε αλλαγή το ότι αντί της Γιουγκοσλαβίας μακελεύεται το Ιράκ; Δολοφονείται η Γάζα; Έχουμε την άποψη πως κάποια πράγματα δεν αλλάξανε καθόλου.
Κάποια άλλα τροποποιούνται για να παραμείνουν στην ουσία τα ίδια.
Και είναι κι εκείνα που έχουν αρχίσει πραγματικά να αλλάζουν.
Παραμένει αναλλοίωτη η φύση και ο εκμεταλλευτικός καταπιεστικός εγκληματικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος που κυριαρχεί στον κόσμο. Βαθαίνει η συνολική κρίση του που αναγκάζει τις κυρίαρχες δυνάμεις του σε αναπροσαρμογές και με στόχο τη διάσωση και όχι βέβαια την αλλαγή του.
Από την άλλη μεριά αναπτύσσεται η αντίσταση και η πάλη της εργατικής τάξης, της νεολαίας και συνολικά των λαών σ’ όλο τον κόσμο, έχει ξεκινήσει η διαδικασία αφύπνισης των λαών και ανασύνταξης των δυνάμεών τους. Η ουσιαστική κατανόηση αυτών που συντελούνται και εξελίσσονται αποτελεί τον πρωταρχικό όρο για τον προσανατολισμό αυτής της ανασύνταξης στην κατεύθυνση που θα την κάνει ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τόσο τα άμεσα όσο και τα ζητήματα προοπτικής της λαϊκής πάλης.
Οφείλουμε να ‘χουμε πάντα καθαρό ότι το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα θεμελιώνει την ύπαρξή του, πρώτον στην υπεραξία που συσσωρεύει από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Δεύτερον, στην απομύζηση του πλούτου των εξαρτημένων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Αυτές οι σχέσεις στηρίζονται πάνω στην βίαιη επιβολή της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης πάνω στην εργατική. Στην επίσης βίαιη επιβολή που σ’ όλες σχεδόν τις περιπτώσεις είχε σαν αρχική της αφετηρία μια ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των ιμπεριαλιστικών Μητροπόλεων στις εξαρτημένες χώρες.
Σ’ αυτές τις θεμελιώδεις σχέσεις και αφετηρίες οφείλεται ο βίαιος, εγκληματικός χαρακτήρας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, επειδή μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να τις διατηρούν.
Το κεφάλαιο δεν αποδέχτηκε ποτέ τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης στις οποίες υποχρεώθηκε με βάση την πάλη του επαναστατικού εργατικού κομμουνιστικού κινήματος και την απειλή που συνιστούσε για το σύστημα η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών.
Ακριβώς γι’ αυτό, όταν με την παλινόρθωση στις σοσιαλιστικές χώρες, την οπισθοχώρηση και την ήττα του κινήματος το κεφάλαιο αισθάνθηκε ισχυρό, προχώρησε στην επίθεση και στη διεκδίκηση της ιστορικής του ρεβάνς από την νικημένη εργατική τάξη.
Ο ιμπεριαλισμός ποτέ δεν αποδέχτηκε το δικαίωμα των λαών των εξαρτημένων χωρών στην ανεξαρτησία, την αυτοδιάθεση, την αυτοδύναμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Υποχρεώθηκε σε παραχωρήσεις και πάλι από την πάλη των λαών.
Και είναι και πάλι η ήττα του κινήματος που έδωσε τη δυνατότητα σ’ αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους ιδιοκτήτες του κόσμου, να προχωρήσουν στην επανακατάκτησή του συντρίβοντας και αιματοκυλώντας τους λαούς.
Αυτές είναι οι δυο θεμελιώδεις ανατροπές πάνω στις οποίες πάτησε η επίθεση του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς και διαμόρφωσε όρους, σχέσεις και συσχετισμούς. Το ότι αυτή η εξέλιξη ενδύθηκε το θεωρητικό σχήμα του νεοφιλελευθερισμού ελάχιστη σημασία έχει μια και θα μπορούσε να πλασαριστεί με οποιαδήποτε άλλη μορφή. Η ουσία βρίσκεται στο ότι αυτές οι σχέσεις θα εξακολουθήσουν να ισχύουν ενόσω διατηρούνται οι ίδιοι όροι και συσχετισμοί και δεν ανατρέπονται από την πάλη των εργαζόμενων λαϊκών μαζών.
Ακόμη περισσότερο, είναι αυτές οι σχέσεις τις οποίες επιχειρούν να διατηρήσουν και εδραιώσουν οι δυνάμεις του συστήματος και με όποια μορφή μπορέσουν.
Τις αιτίες για την αναζήτηση προσαρμογών θα πρέπει να τις αναζητήσουν στη γενικευμένη κρίση του συστήματος. Μια κρίση που το αγκαλιάζει τόσο ως σύνολο όσο και διαπερνώντας τις δυνάμεις που το συγκροτούν. Μια κρίση που έχει προσβάλει το σύνολο των σχέσεων και όρων λειτουργίας του για να εμφανιστεί με τον οξύτερο τρόπο στην μορφή της σημερινής κρίσης.
Από γενική άποψη οι οικονομικές κρίσεις συνδέονται με αυτό που αποτελεί την βασική κινούσα δύναμή του. Το κέρδος. Η επιδίωξη του μέγιστου δυνατού κέρδους και από τον «συντομότερο» δρόμο είναι που τελικά «εξαντλεί» τις δυνατότητες πραγματοποίησης κέρδους, με αποτέλεσμα το μπλοκάρισμα της λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό είναι που κάνει τις κρίσεις αναπόφευκτες καθώς το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να «απαλλαγεί» από τον παράγοντα, την δύναμη που το κινεί.
Από εκεί και πέρα η σύμπλεξη αυτού του παράγοντα με σειρά άλλων όρων και εξελίξεων είναι που προσδίδει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε κρίσης, το βάθος, το εύρος, τις διαστάσεις της. Ακριβώς αυτή η σύμπλεξη των οικονομικών εξελίξεων με αντίστοιχες σημαντικές εξελίξεις και ανατροπές στο κοινωνικό, το πολιτικό και το στρατηγικό πεδίο είναι που δίνει στη σημερινή τις διαστάσεις της ευρύτερης και συνολικής κρίσης του συστήματος.
Η σημερινή οικονομική κρίση εμφανίστηκε σαν κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα και με βασική αιτία την υπερδιόγκωσή του. (Την λεγόμενη «φούσκα»).
Εμείς ωστόσο θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι στη βάση αυτής της υπερδιόγκωσης υπήρξε μια υπερσυσσώρευση κεφαλαίων. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι αυτή η συσσώρευση δεν οδήγησε σε ανάλογης κλίμακας επενδύσεις αλλά εκτράπηκε στην κατεύθυνση των γρήγορων και εύκολων κερδών του χρηματιστικού πεδίου με τα γνωστά αποτελέσματα. Και ένα άλλο αλλά επίσης σημαντικό ζήτημα αφορά τους όρους στη βάση των οποίων πραγματοποιήθηκε αυτή η συσσώρευση.
Αυτή η υπερσυσσώρευση υπήρξε έκφραση και αποτέλεσμα των όρων που επέβαλλαν με κυριαρχικό τρόπο οι δυτικές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και βασικά την δεκαετία του 1990.
Την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων μαζών σ’ όλο τον κόσμο και σε πρωτοφανείς κλίμακες.
Με την επιβολή των «ελαστικών» σχέσεων εργασίας και κατάργησης σειράς δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Την καταλήστευση των εξαρτημένων χωρών έως και σε επίπεδα ερημοποίησης των οικονομιών τους.
Με την επιβολή της «απελευθέρωσης» των αγορών, της κίνησης κεφαλαίων κ.λπ.
Όλα εκείνα που βαφτίστηκαν με τον όρο «παγκοσμιοποίηση» ώστε να είναι εύπεπτος για όσους διατίθενταν να τον καταπιούν.
Μια εξέλιξη που σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες έτεινε να πάρει χαρακτηριστικά συσσώρευσης πρωταρχικού χαρακτήρα. Ετσι ώστε και με επενδύσεις σε πεδία αιχμής και σε ευρεία κλίμακα να οδηγήσει σε μια νέα εκτίναξη του καπιταλιστικού συστήματος. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν έγινε παρά μόνο σε κλίμακα που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση των τάσεων εκτροπής στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην «εικονική οικονομία». Ακόμη περισσότερο, αδιόρατα αλλά υπαρκτά οδηγούσε στην βαθμιαία απαξίωση και των πραγματικών κεφαλαίων καθώς αυτά αποκτούν την υπόστασή τους μόνο με την ένταξή τους στη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής, στην πραγματική οικονομία.
Ταυτόχρονα η υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων και η καταλήστευση των εξαρτημένων χωρών.
Οι εξηγήσεις για μια τέτοια εξέλιξη ως ένα μόνο βαθμό μπορούν να αναζητηθούν στο οικονομικό πεδίο.
Το πρόβλημα βρίσκεται κατ’ αρχάς στη φύση και τις διαστάσεις του εγχειρήματος.
Επενδύσεις τέτοιας κλίμακας απαιτούν μια συσσώρευση πλανητικών διαστάσεων όπως αυτή που ήδη πραγματοποιούνταν.
Ταυτόχρονα ωστόσο προϋποθέτουν και τη διασφάλιση απόσβεσης -απόδοσης- κερδοφορίας και μάλιστα σε βάθος χρόνου.
Κάτι τέτοιο ωστόσο απαιτεί την ανάλογη διασφάλιση του ελέγχου των αγορών, σε αντίστοιχη πλανητική κλίμακα και επίσης σε βάθος χρόνου.
Εδώ ακριβώς υπήρξε ο κόμπος και εδώ είναι που «συναντώνται» η οικονομική με την πολιτική διάσταση του ζητήματος.
Ας δούμε λοιπόν αυτή την πλευρά του ζητήματος.
Αυτές οι τάσεις, κινήσεις και σχεδιασμοί αναπτύσσονταν και από παλιότερα αλλά πήραν τις διαστάσεις που γνωρίζουμε βασικά στη δεκαετία του 1990 και υπαγορεύτηκαν κατά βάσιν από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις μετά τις ανατροπές που τις έφεραν σε θέση οδηγού των παγκόσμιων εξελίξεων.
Μόνο που αυτοί οι σχεδιασμοί δεν αντιστοιχούσαν στα πραγματικά δεδομένα και συσχετισμούς αλλά και παρέκαμπταν τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Καταλυτικό ρόλο στην ενεργοποίηση και εμφάνιση στο προσκήνιο αυτών των αντιφάσεων και αντιθέσεων έπαιξε η επιδίωξη των ΗΠΑ να κυριαρχήσουν μονομερώς στον κόσμο. Μια επιδίωξη που δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές δυνατότητες των ΗΠΑ και που οδήγησε τελικά σε αδιέξοδο τη στρατηγική τους.
Ταυτόχρονα όξυνε τις αντιθέσεις με τους συμμάχους τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές δημιουργώντας όρους κρίσης στο δυτικό ευρωατλαντικό μπλοκ.
Επιτάχυνε τις διεργασίες ανασυγκρότησης της Ρωσικής ισχύος και επανεμφάνισης της Ρωσίας με αξιώσεις στο παγκόσμιο προσκήνιο.
Ενίσχυσε τις τάσεις προσέγγισης της Κίνας με Ρωσία και συνολικά τις τάσεις αντισυσπείρωσης απέναντι στις ΗΠΑ. Διαμορφωνόταν έτσι ένα πλαίσιο που διευκόλυνε και την «ανάδυση» δυνάμεων όπως η Ινδία, η Βραζιλία, το Ιράν κ.ά. που διεκδικούσαν θέση και ρόλο στο παγκόσμιο ταμπλό.
Καταλυτική σημασία είχε η αντίσταση του Ιρακινού λαού που ανέδειξε το αδιέξοδο της αμερικανικής στρατηγικής και πυροδότησε τις τάσεις αντίστασης στο Αφγανιστάν και συνολικά στον μουσουλμανικό κόσμο. Αποφασιστική σημασία είχε η αντίδραση των λαϊκών μαχών στην αμερικανοαγγλική επίθεση στο Ιράκ που εκδηλώθηκε με μαχητικές διαδηλώσεις εκατομμυρίων σ’ όλο τον κόσμο που σηματοδότησε τη διαδικασία αφύπνισης των λαών και ανασυγκρότησης του αγώνα τους.
Ταυτόχρονα η επέκταση της επίθεσης του κεφαλαίου στα μεσοστρώματα ακόμη και των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων διεύρυνε το ρήγμα που σχηματιζόταν από πάνω μέχρι κάτω στα πλαίσια συνολικά του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Διαμορφωνόταν έτσι ένα παγκόσμιο ταμπλό εντελώς διαφορετικό από εκείνο που εμφανιζόταν στη δεκαετία του 1990 και στο οποίο βάσισαν τους σχεδιασμούς τους οι δυτικές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και με λογική «ιδιοκτητών του κόσμου».
Στην πραγματικότητα η διάταξη δυνάμεων που αναδύονταν στο προσκήνιο δεν ήρθε από το πουθενά. Αποτέλεσε έκφραση της διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων που συντελούνταν ήδη από εκείνη την ίδια περίοδο της δεκαετίας του 1990.
Μια διαδικασία που συνεχίζεται και που αναδείχνει σαν κρίσιμο ερώτημα το ποιος θα είναι ο αυριανός κόσμος, ποια θα είναι η θέση της κάθε δύναμης στη διάταξη που διαμορφώνεται. Ακριβώς αυτό είναι που θέτει ζήτημα επανεκτίμησης της κατάστασης για κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη και αναδιαμόρφωσης της στρατηγικής της.
Και ακριβώς το ίδιο είναι που οδήγησε στην αντικατάσταση της ομάδας Τσένι-Μπους στις ΗΠΑ από δυνάμεις που προώθησαν τον Ομπάμα ενώ ανάλογες τάσεις και κινήσεις αναπτύσσονται και στις άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες.
Πώς διαμορφώνεται πλέον η κατάσταση και πού οδηγούνται οι εξελίξεις.
Σε σχέση με την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης αλλά και των προεκτάσεων του θέματος έχουμε ήδη ορισμένες σταθερές αλλά και κάποια ζητούμενα.
Πρώτη σταθερά, η διατήρηση των όρων κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη όπως αυτοί διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης αντιμετωπίζεται σαν η θεμελιώδης συνθήκη πάνω στην οποία ευελπιστεί το σύστημα να στηρίζει την έξοδό του από την κρίση.
Δεύτερη σταθερά είναι η συνέχιση και διεύρυνση του πλούτου των εξαρτημένων χωρών.
Με τη διατήρηση όλου του πλαισίου που διαμορφώθηκε στα πλαίσια μιας τέτοιας επιδίωξης.
Του καθεστώτος των άνισων «ανταλλαγών».
Την «απαγόρευση» ουσιαστικά στις εξαρτημένες χώρες να πάρουν μέτρα προστασίας των οικονομιών τους την ίδια στιγμή που οι ιμπεριαλιστικές Μητροπόλεις παίρνουν τέτοια μέτρα για τα δικά τους προϊόντα. Με κινήσεις έως και στρατιωτικού χαρακτήρα για τον έλεγχο των πηγών ενέργειας και πρώτων υλών των δρόμων μεταφοράς και διακίνησής τους.
Η τρίτη σταθερά αφορά τις κινήσεις μετακύλησης των συνεπειών της κρίσης από τη μια ιμπεριαλιστική δύναμη στην άλλη, ο ανταγωνισμός που εντείνεται παρά τις διακηρύξεις για αναγκαιότητα συντονισμού των ενεργειών και μιας από κοινού αντιμετώπισης της κρίσης.
Χαρακτηριστικά από την άποψη αυτή είναι τα μέτρα που πάρθηκαν.
Η άμεση αντίδραση των ιμπεριαλιστικών Μητροπόλεων στην κρίση ήταν η διάθεση μερικών τρισεκατομμυρίων δολαρίων-Ευρώ για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η δεύτερη κίνηση στη συνέχεια αφορά τα επίσης σημαντικά κονδύλια που αποφασίστηκε να διατεθούν στην άμεση ενίσχυση των «εθνικών» βιομηχανικών επιχειρήσεων, την τόνωση της εσωτερικής αγοράς και συνολικά της οικονομίας της κάθε χώρας.
Σε σχέση με το πρώτο, θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπήρξε σαν ένας μηχανισμός που στόχευε και διασφάλιζε τη ροή κεφαλαίων από την περιφέρεια στο κέντρο, «εκ των κάτω προς τα άνω». Ακόμα και η υπερδιόγκωση της εικονικής «οικονομίας» και ανεξάρτητα από το αν ξέφυγε από κάθε έλεγχο είχε συγκεκριμένες στοχεύσεις. Την ιδιοποίηση του παγκόσμιου πλούτου, την υποθήκευση ακόμη και αυτού που έμελλε να παραχθεί. Αυτόν τον μηχανισμό ληστείας επιχειρούν να διασώσουν οι ιμπεριαλιστικές Μητροπόλεις. Μόνο που αυτή η επιχείρηση εξελίσσεται πλέον σε συνθήκες άγριου ανταγωνισμού μεταξύ τους καθώς για το πώς θα επιμεριστούν οι -αναπόφευκτες πλέον- απώλειες δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους συμφωνία.
Όσον αφορά τη δεύτερη κίνηση που αφορά τη στήριξη «εσωτερικά» των οικονομιών, στοχεύει πράγματι σ’ αυτό που αναφέρεται. Θα προσπεράσουμε τη φιλολογία περί νέου Νιου Ντηλ που αναπτύσσεται με αφορμή κυρίως τα μέτρα Ομπάμα. Να υπενθυμίσουμε μόνον πως ούτε ο διεθνής ρόλος των ΗΠΑ ήταν τότε αυτός που είναι σήμερα, ούτε το σύστημα αντιμετωπίζει σήμερα την «απειλή» που αποτελούσε τότε γι’ αυτό το Επαναστατικό Εργατικό Κομμουνιστικό Κίνημα.
Τα μέτρα που παίρνονται στοχεύουν στην τόνωση της εσωτερικής αγοράς, την ενίσχυση των επιχειρήσεων και μάλιστα σε λογική «προστασίας» τους από τον διεθνή ανταγωνισμό. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις ΗΠΑ αλλά για όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες.
Εδώ βεβαίως υπάρχει μια αντίφαση.
Όλες οι δυνάμεις του συστήματος αντιλαμβάνονται ότι μια συρρίκνωση των διεθνών συναλλαγών θα πλήξει το σύστημα τόσο ως σύνολο όσο και την κάθε μια τους ξεχωριστά. Όλες τους γνωρίζουν ότι ένας παράγοντας που οδήγησε στο βάθεμα και την παρόξυνση της κρίσης του 1929 ήταν τα μέτρα προστατευτισμού και η αντιπληθωριστική πολιτική που ακολουθήθηκε. Όλες τους απεύχονται και εξορκίζουν τον προστατευτισμό. Και όλες τους τον …εφαρμόζουν.
Πέρα από την παραζάλη στην οποία τους οδήγησε η κρίση υπάρχει εδώ και ένα κρίσιμο ζήτημα. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατανοούν ότι ο τρόπος που θα σταθεί η κάθε μια τους απέναντι στην κρίση, το πόσο ενισχυμένες ή αποδυναμωμένες θα βγουν απ’ αυτήν, θα έχει καθοριστική επίδραση στη θέση που θα καταλάβουν στη νέα διάταξη δυνάμεων που διαμορφώνεται, στη νέα παγκόσμια ιεραρχία.
Ειδικότερα για τις ΗΠΑ, η διατήρηση της ηγετικής τους θέσης στον κόσμο, συναρτάται από το αν θα κατορθώσουν όχι απλώς να «διασωθούν» απ’ την κρίση αλλά και να αποτελέσουν την ατμομηχανή που θα σύρει συνολικά την καπιταλιστική οικονομία στην ανάκαμψη. Εδώ είναι που «συναντώνται» και πάλι η οικονομική με την πολιτική διάσταση του όλου ζητήματος.
Γίνεται αντιληπτό ότι ένα τέτοιο μείζονος σημασίας ζήτημα δεν είναι από εκείνα που παζαρεύονται. Έτσι ή αλλιώς οι ανακατατάξεις δυνάμεων σε οποιοδήποτε πεδίο κι αν συντελούνται, έχουν πάντα έναν λίγο-πολύ βίαιο χαρακτήρα και πολύ περισσότερο όταν έχουν μια τέτοια καθολική διάσταση. Είναι βέβαιο συνεπώς ότι η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται, θα εξελίσσεται σε συνθήκες εντεινόμενου ανταγωνισμού και σε όλα τα πεδία ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και με χρήση όλων των μέσων.
Αντιμέτωπες με αυτό το πρόβλημα οι ιμπεριαλιστικές Μητροπόλεις ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους, αναπροσαρμόζουν τις στρατηγικές τους, ξαναεπεξεργάζονται τις πολιτικές τους, διευρύνουν τις επιλογές τους και βέβαια αναζητούν συμμάχους μόνιμους ή και προσωρινούς.
Αυτό ισχύει για όλες τις δυνάμεις χωρίς να εξαιρείται και η ισχυρότερη από αυτές, οι ΗΠΑ.
Αυτό που διαφαίνεται σαν η σημαντικότερη διαφοροποίηση από την ομιλία ορκωμοσίας του Ομπάμα αφορά το ζήτημα των συμμαχιών. Ειδικότερα αυτή με τις Ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και γενικότερα της αντιμετώπισης Ευρωατλαντικής Συμμαχίας.
Το ζήτημα ωστόσο βρίσκεται στο τι είναι διατεθειμένος να προσφέρει ο Ομπάμα στους Ευρωπαίους αλλά και τι είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν αυτοί. Μια πρώτη ιδέα μας δίνει ο προσανατολισμός για μετατόπιση του κέντρου βάρους από το Ιράκ στο Αφγανιστάν. Εκτίμησή μας είναι ότι εδώ έχουμε ξανά μια προσπάθεια των ΗΠΑ να σύρουν τους Ευρωπαίους-ΝΑΤΟ σε μια νέα επιθετική στρατηγική κατεύθυνση.
Βασικοί στόχοι και επιδιώξεις.
Η αποτροπή σταθεροποίησης, διεύρυνσης της συμμαχίας που διαμορφώνεται με το Σύμφωνο Σαγκάης με ενορχηστρωτή τη Ρωσία, η οποία συνεχίζει να αντιμετωπίζεται σαν ο βασικός στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ. Η ουδετεροποίηση της Κίνας, το κέρδισμα της Ινδίας, ο έλεγχος του Πακιστάν.
Ταυτόχρονα η απόσπαση του Ιράν από τη Ρωσική επιρροή, μια κίνηση που συνδυάζεται και με μια διαφορετική προσέγγιση των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής. Βασικό της στοιχείο σε σχέση με την πολιτική της «αναμόρφωσης» των δυνάμεων της περιοχής που επεχείρησαν ο Τσένι-Μπους είναι η αναζήτηση μιας νέας «συνεννόησης» μ’ αυτές και εννοείται με τον κύριο λόγο και ρόλο να ανήκει πάντα στις ΗΠΑ.
Βεβαίως το 2009 δεν είναι ούτε 1998 ούτε 1999 και το κατά πόσο μπορέσουν να υλοποιηθούν αποτελεσματικά αυτές οι κατευθύνσεις μένει να το δούμε.
Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν και αντίστοιχες προσαρμογές επιχειρούν και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές ούτε να αγνοήσουν μπορούν το βάρος, τη σημασία και το ρόλο της Ευρωατλαντικής συμμαχίας αλλά ούτε και φέρονται διατεθειμένες να συρθούν ξανά και με τον ίδιο τρόπο στις επιλογές των ΗΠΑ.
Ήδη επιχειρούν εδώ και καιρό δικά τους ανοίγματα και σε άλλες πλευρές (στρατηγικής σημασίας λ.χ. ο αγωγός που συνδέει Ρωσία-Γερμανία) διατηρώντας εννοείται και τις αντιθέσεις τους με αυτές (λ.χ. Ουκρανία). Ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα που οξύνονται με την κρίση, τις αντιφάσεις και αντιθέσεις του ίδιου του χώρου της ΕΕ στον οποίο κινούνται, τη «δυσκαμψία» του Ευρώ κ.ά.
Η Ρωσία στην «επίθεση συνεννόησης» του Ομπάμα απαντάει με την ίδια ακριβώς «αβρότητα» χωρίς εννοείται κανείς τους να έχει αυταπάτες. Από την άλλη μεριά αντιμετωπίζει ήδη τις συνέπειες της κρίσης και ιδιαίτερα της μείωσης των τιμών των καυσίμων που οξύνει τα σοβαρά προβλήματα στα οποία δεν έχει ακόμη απαντήσει ολοκληρωτικά.
Τη διαμόρφωση μιας Αστικής Τάξης πλήρως συγκροτημένης, διαρθρωμένης και ικανής να παίξει αποτελεσματικά το ρόλο της στις σημερινές συνθήκες.
Την ανάπτυξη και διεύρυνση της βιομηχανικής, οικονομικής της βάσης, την ενίσχυση της εσωτερικής της αγοράς.
Συνολικά τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής και οικονομικής δομής που να αποτελεί την ισχυρή «εσωτερική» βάση των «εξωτερικών» της δραστηριοτήτων.
Γιατί βέβαια είναι καθαρό ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να διεκδικεί έναν όλο και πιο αναβαθμισμένο ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις με όλα τα μέσα.
Η Κίνα δεν ενδίδει για την ώρα ούτε στις πιέσεις ούτε στα ανοίγματα των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα αποφεύγει να δεσμευτεί με τελειωτικό τρόπο στη συμμαχία της με τη Ρωσία, ώστε να διατηρεί στο ακέραιο τη δυνατότητα επιλογών ανάλογα με τις συνθήκες.
Την ίδια στιγμή βλέπει -όπως παλιότερα η Ιαπωνία- να λήγει η «περίοδος χάριτος» που διευκόλυνε την πρόσβασή της στην παγκόσμια αγορά.
Από την άλλη μεριά οξύνεται η ταξική πάλη στο εσωτερικό της καθώς αναπτύσσεται η αντίσταση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς στην κτηνώδη εκμετάλλευση και καταπίεσή τους από τη Νέα Αστική Τάξη.
Όσον αφορά την Ιαπωνία συνεχίζει να τελεί υπό τη στρατηγική κηδεμονία των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα η ισχυρή της οικονομία, το πεδίο όπου κατά κύριο λόγο δραστηριοποιείται δοκιμάζεται σκληρά από την οικονομική κρίση.
Ακόμη και όπως ήδη αναφέρθηκε και σειρά άλλων δυνάμεων (Ινδία κ.ά.) εμφανίζονται στο προσκήνιο και διεκδικούν τον δικό τους ρόλο και θέση στη νέα διάταξη δυνάμεων που διαμορφώνεται.
Με βάση όλα τα δεδομένα θεωρούμε ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο όξυνσης όλων των αντιθέσεων στον κόσμο, των αντιπαραθέσεων ή και αναμετρήσεων που συνεπάγονται.
Της αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας.
Της αντίθεσης ιμπεριαλισμού λαών.
Των αντιθέσεων και του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Την όξυνση της ταξικής πάλης σε όλες τις μορφές και εκφράσεις της.
Μια τέτοια προοπτική θέτει με τον πιο επιτακτικό τρόπο την αναγκαιότητα ανάπτυξης της λαϊκής αντίστασης και πάλης. Της ανασυγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων σ’ ένα όλο και υψηλότερο επίπεδο ώστε να μπορούν να απαντήσουν αποτελεσματικά τόσο στα άμεσα προβλήματα όσο και αυτά που αφορούν την προοπτική του αγώνα.
Ήδη έχουμε περάσει σε μια περίοδο αφύπνισης των λαϊκών μαζών σ’ όλο τον κόσμο.
Ανάπτυξης της πάλης της εργατικής τάξης, της νεολαίας και συνολικά των λαών σε όλα τα μέτωπα πάλης.
Οι αγώνες που αναπτύσσονται, οι κινητοποιήσεις, οι εξεγέρσεις αποτελούν το ελπιδοφόρο προανάκρουσμα αυτού που έρχεται.
Το ζήτημα είναι ότι αυτή η εξέλιξη συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από σοβαρά προβλήματα, ανεπάρκειες και αδυναμίες.
Αυτές οι αδυναμίες συνδέονται με τις επιπτώσεις που είχε η ήττα του επαναστατικού εργατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Του αρνητικού συσχετισμού που διαμορφώθηκε παγκόσμια. Αυτού που βάζει εμπόδια στην εξέλιξη της επαναστατικής διαδικασίας στο Νεπάλ.
Που επιτρέπει στους Σιωνιστές να αιματοκυλούν ανεμπόδιστα τη Γάζα.
Συνδέονται ειδικότερα με τις συνέπειες που είχε για το κίνημα η μακροχρόνια κυριαρχία ρεβιζιονιστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων. Απόψεων και αντιλήψεων που συνεχίζουν να δυναστεύουν, να αποπροσανατολίζουν το κίνημα.
Είναι φανερό ότι η ανάπτυξη της λαϊκής πάλης και το επίπεδο που απαιτείται προϋποθέτει το ξεπέρασμα σε μια πορεία αυτών των αδυναμιών. Το πέταγμα στα σκουπίδια όλης της ρεφορμιστικής, οπορτουνιστικής ιδεολογικής σαβούρας που έχει σωρευτεί.
Δεν είναι κάτι που θα γίνει εύκολα, γρήγορα και απλά. Είναι μια διαδικασία πάλης που ήδη συντελείται μέσα στην πάλη και με όρους πάλης.
Είναι μια διαδικασία ανασυγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων που ήδη αναπτύσσεται μέσα από διάφορους δρόμους, μορφές και εκφράσεις.
Ταυτόχρονα είναι μια σύνθετη διαδικασία ανασύνθεσης-ανασυγκρότησης του Επαναστατικού Εργατικού Κομμουνιστικού Κινήματος της εποχής μας.
Αυτά υπάρχουν και εξελίσσονται όχι επειδή τα έχουν αποφασίσει ή σχεδιάσει κάποιοι, αλλά με βάση την αντικειμενική πραγματικότητα.
Από την όξυνση της ταξικής πάλης και τις απαιτήσεις που αυτή θέτει καθημερινά.
Από την αναγκαιότητα των απαντήσεων στα ζητήματα που μορφοποιούν τη φυσιογνωμία του κινήματος της εποχής μας.
Αυτό στο οποίο έχουν να απαντήσουν οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά είναι το αν, με ποιο τρόπο και με ποιον προσανατολισμό εντάσσονται σ’ αυτή τη διαδικασία πάλης.
Αν μπαίνουν σ’ αυτή για να συμπαραταχθούν, για να συγχωνευτούν με τον λαό στον αγώνα του γι’ αυτά που του ανήκουν.
Αν έχουν σταθερή την κατεύθυνση της αδιάλλακτης και ασυμβίβαστης αναμέτρησης με τις δυνάμεις του συστήματος και μέχρι το τέλος.
Αν έχουν ξεκαθαρισμένο ότι οι απαντήσεις στα προβλήματα του κινήματος βρίσκονται μέσα στο κίνημα και εκεί μπορούν και οφείλουν να τις αναζητήσουν.
Αν κατανοούν ουσιαστικά, ότι η θέση και ο ρόλος τους σ’ αυτή τη διαδικασία ανασύνθεσης-ανασυγκρότησης-πάλης είναι σε συνάρτηση με το κατά πόσο οι ίδιες αναδιαμορφώνονται μέσα απ’ αυτήν για να ανυψωθούν στο επίπεδο των μεγάλων απαιτήσεων που θέτουν οι εξελίξεις και η εποχή μας.
Θα ήθελα κλείνοντας να «ξαναγυρίσω» στα Βαλκάνια για να θέσω ένα και μόνο ζήτημα.
Αυτό που ήδη έμπαινε όταν ξεκινούσε η ιμπεριαλιστική επέμβαση στην περιοχή.
Την αναγκαιότητα του μετώπου πάλης των Βαλκανικών λαών. Ένα μέτωπο που αν υπήρχε θα έβαζε σοβαρά εμπόδια στην ιμπεριαλιστική επιδρομή.
Οι εξελίξεις από τα τότε μέχρι τα σήμερα κάνουν ακόμα πιο φανερή και επιτακτική την αναγκαιότητα ενός τέτοιου μετώπου.
Οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές μετά τη σφαγή στη Γιουγκοσλαβία επιβάλανε την κυριαρχία τους σε όλα τα Βαλκάνια.
Τη δημιουργία ελεγχόμενων προτεκτοράτων.
Την εγκατάσταση σειράς ΑμερικανοΝΑΤΟϊκών βάσεων.
Την μετατροπή των Βαλκανίων σε εξέδρα εξόρμησης των επιθετικών ιμπεριαλιστικών τους τυχοδιωκτισμών.
Την εκμετάλλευση και καταπίεση των Βαλκανικών λαών, την καταδίκη τους στην υπανάπτυξη και παραρτημοποίηση των οικονομιών τους.
Οι τελευταίες εξελίξεις, με την οικονομική κρίση και τα παρεπόμενά της ήρθε να κάνει ακόμη πιο φανερές τις συνέπειες που είχε αυτή η εξέλιξη.
Την αντιμετώπιση από τους ιμπεριαλιστές σαν χωρών και λαών Β’ κατηγορίας.
Την καταδίκη τους στην ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Η συνάντησή μας αυτή ας αποτελέσει ένα βήμα στην κατεύθυνση δημιουργίας αυτού του Μετώπου πάλης των Βαλκανικών λαών ενάντια στους εχθρούς τους.
Στην ανάπτυξη της πάλης ενάντια στην ύπαρξη ιμπεριαλιστιών βάσεων και στρατών στα Βαλκάνια.
Ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και συνολικά ενάντια στην ιμπεριαλιστική παρουσία και τα ενεργούμενά τους στην περιοχή.
Για το άνοιγμα του δρόμου μέσα από την πάλη και για την ενότητα των Βαλκανικών λαών, και στην κατεύθυνση συνολικής ανατροπής του συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης που τους δυναστεύει.