Εισήγηση του Βασίλη Σαμαρά στην εκδήλωση στο στέκι νεολαίας «ΣΦΕΝΤΟΝΑ» της Θεσσαλονίκης
Για τον χαρακτήρα της εκδήλωσης
Εκδήλωση τιμής
Γι’ αυτούς που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν.
Γι’ αυτούς που προσέφεραν στους λαούς και συνολικά στην ανθρωπότητα.
Ταυτόχρονα και ευκαιρία αναφοράς σε ορισμένα ζητήματα και ιδιαίτερα σε σχέση με όσα εκπορεύονται από διάφορες πλευρές.
Ζητήματα που αφορούν τόσο την ιστορική αλήθεια όσο και την ουσία των πραγμάτων.
Και βεβαίως συναγωγής ορισμένων συμπερασμάτων.
Για εμάς ο αντιφασιστικός αγώνας υπήρξε μορφή συνέχειας και αποφασιστικών βημάτων στον δρόμο που άνοιξε η Οκτωβριανή Επανάσταση, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σ.Ε. και η πάλη του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτή που προώθησε τη διαμόρφωση της μορφής του κόσμου για μια ολάκερη ιστορική περίοδο.
Σε αυτή τη βάση και με αυτή την έννοια συνέθεσε ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο φωτεινό και ελπιδοφόρο είχε γνωρίσει στην ιστορική της πορεία η ανθρωπότητα.
Και για να είμαι συγκεκριμένος ας απαριθμήσω επί τροχάδην έστω ορισμένα βασικά. Διέσωσε τη ΣΕ την πρώτη σοσιαλιστική χώρα και τους σοβιετικούς λαούς από την υποδούλωση και τον εξανδραποδισμό.
Απελευθέρωσε τους λαούς της κατεχόμενης Ευρώπης και Ασίας από τον ζυγό των δυνάμεων του Άξονα.
Δημιούργησε όρους και προϋποθέσεις για το πέρασμα σειράς χωρών στον σοσιαλισμό από τον ευρωπαϊκό χώρο μέχρι την Κίνα.
Πυροδότησε το αντιαποικιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που οδήγησε στην διάλυση του αποικιακού συστήματος.
Έδωσε ώθηση στο εργατικό λαϊκό κίνημα σε όλο τον κόσμο και υποχρέωσε το καπιταλιστικό σύστημα σε μια σειρά παραχωρήσεων στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό πεδίο.
Ναι δεν μας έδωσε τον ιδανικό κόσμο. Δεν απάλλαξε την ανθρωπότητα από όλα της τα δεινά. Δεν εξουδετέρωσε ολοκληρωτικά όλους τους εχθρούς της εργατικής τάξης και των λαών.
Αλλά έτσι είναι η Ιστορία.
Και όσοι ονειρεύονται ή σχεδιάζουν μαγικούς τρόπους εφάπαξ και τελικής λύσης όλων των ζητημάτων, είτε είναι απλώς ανόητοι φαντασιοκόποι, είτε οπορτουνιστές που ψάχνουν δικαιολογίες για να αποφύγουν τα καθήκοντα που θέτει κάθε φορά η πραγματική ζωή. Όχι του χθες, αλλά του σήμερα.
Αλλά ας δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα αυτές τις εκφράσεις.
Όσον αφορά τις δυνάμεις του συστήματος, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το ζήτημα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με αυτόν που αντιμετωπίζουν συνολικά το εργατικό επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα και την υπόθεση του σοσιαλισμού. Καθόλου τυχαία.
Αν αυτά υπήρξαν ό,τι καλύτερο και ελπιδοφόρο για τους λαούς, αυτό σημαίνει ότι ήταν ό,τι το χειρότερο για τους εκμεταλλευτές, καταπιεστές και δυνάστες τους.
Όσον αφορά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να περιοριστώ σ’ αυτό το θέμα, ο καταιγισμός προπαγάνδας από τα τότε μέχρι τα σήμερα, επιδιώκει να παρουσιάσει έναν «άλλον» πόλεμο από αυτόν που πραγματικά υπήρξε.
Βασικά της στοιχεία.
Η αποσιώπηση, η συγκάλυψη του ρόλου και των ευθυνών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην έκρηξη αυτού του παγκόσμιου μακελειού.
Η άποψη που κυρίαρχα προωθείται είναι πως όλα οφείλονται στην «παράνοια» του Χίτλερ. Μόνο που τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Μουσολίνι δεν ήρθαν από το πουθενά.
Ο φασισμός υπήρξε γέννημα και θρέμμα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και ήρθε σαν δική του απάντηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση τη δημιουργία της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας και τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και των λαών. Σαν τέτοιος «άνθισε» σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Στην περίπτωση -κύρια- της Γερμανίας συνδέθηκε -και ισχυροποιήθηκε- με τις τάσεις του γερμανικού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου αναζήτησης της ρεβάνς για την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτή την πλευρά οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θεώρησαν ότι μπορούσαν να την ελέγξουν και ακόμη περισσότερο να την στρέψουν ενάντια στην ΣΕ. Σ’ αυτή τη βάση ενθάρρυναν την άνοδο του φασισμού, αδιαφόρησαν για τον επανεξοπλισμό και την ισχυροποίηση της Γερμανίας.
Έδειξαν «κατανόηση» στην προσάρτηση της Αυστρίας, συνέργησαν ξεδιάντροπα στο αίσχος του Μονάχου. Απέρριπταν χωρίς καμιά δικαιολογία τις προτάσεις της ΣΕ για μια αντιφασιστική συμμαχία που θα έφραζε το δρόμο στον Χίτλερ.
Ακόμη και όταν άρχισαν να ανησυχούν πραγματικά με την επίθεση του Χίτλερ στην Πολωνία συνέχισαν να κρατούν στην πράξη την ίδια στάση.
Και μόνο όταν ο Χίτλερ και για να «καθαρίσει» το ευρωπαϊκό τοπίο συνέτριψε τον έναν εκ των δυτικών εταίρων, την Γαλλία, προσανατολίστηκαν διαφορετικά. Αλλά ακόμη και τότε η συμμετοχή τους στον πόλεμο παρέμενε «διακριτική» και σύμφωνη με το δόγμα της αμοιβαίας φθοράς Γερμανίας και ΣΕ την οποία στη συνέχεια ήθελαν να εκμεταλλευτούν για λογαριασμό τους.
Με βάση αυτή την λογική πορεύτηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα αρνούμενοι το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου που τόσο επίμονα ζητούσε η ΣΕ καθώς αντιμετώπιζε μόνη της στην ουσία τις χιτλερικές ορδές.
Και μόνο μετά την εποποιία του Στάλινγκραντ και όταν φάνηκε ότι ο Κόκκινος Στρατός θα μπορούσε και μόνος του να συντρίψει τον Χίτλερ αποφάσισαν το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου για να μοιραστούν τη νίκη αλλά και να του φράξουν το δρόμο.
Ταυτόχρονα και τόσο περισσότερο όσο πλησίαζε το τέλος του πολέμου πολλαπλασιάζονταν οι συνεννοήσεις με Γερμανούς παράγοντες ενόψει και πιθανής αντιστροφής των συμμαχιών που επεδίωκε ο Χίτλερ.
Από την άλλη πλευρά η αποσιώπηση, η υποβάθμιση του ρόλου που έπαιξε η ΣΕ και ο Κόκκινος Στρατός στην έκβαση του πολέμου. Και έτσι σαν παράδειγμα.
Ανακηρύσσεται σαν η «πιο μεγάλη μέρα του πολέμου» η απόβαση στη Νορμανδία και όχι η εποποιία του Στάλινγκραντ. Όχι η μάχη που ανέστρεψε την ροή του πολέμου αλλά μια επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε όταν πια η έκβαση του πολέμου είχε κατά βάση κριθεί.
Ας αρκεστώ σε ένα και μόνο σε σχέση με όλα αυτά. Η ταχύτητα με την οποία έγινε η αναστροφή των συμμαχιών αμέσως σχεδόν με την λήξη του πολέμου έδειξε ποιον θεωρούσαν σαν κύριο εχθρό τους οι ιμπεριαλιστές μετά το ξεκαθάρισμα των μεταξύ τους λογαριασμών.
Πέρα απ’ αυτούς υπάρχουν και οι απόψεις και οι κριτικές από τη μεριά του ρεφορμισμού. Του τροτσκισμού και πρόσφατα του ΚΚΕ.
Κριτικές για τον τρόπο που γενικότερα αντιμετώπισε το ζήτημα του πολέμου η ηγεσία του ΚΚΣΕ, ιδιαίτερα έντονη από ορισμένους η κριτική στην γραμμή του αντιφασιστικού μετώπου τόσο στη διεθνή όσο και ελλαδική του έκφραση.
Περισπούδαστες αναλύσεις για τον χαρακτήρα του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Ταυτόχρονα με προεκτάσεις και αναγωγές στη συνολική πορεία του κινήματος και σύνδεσής τους με τη σημερινή ήττα.
Στην πραγματικότητα παρά τις διαφορετικές τους εκφράσεις έχουν σε σημαντικό βαθμό κοινή βάση, αφετηρία και στοχεύσεις.
Ας εξηγηθώ.
Η πραγματική ζωή, η ταξική πάλη υπόκεινται στους δικούς της όρους, με βάση αυτούς εξελίσσεται και δεν υπάγεται σε προδιαγεγραμμένες νόρμες, σε ιδεοληψίες και μαγικές συνταγές που για όλα έχουν έτοιμες, τελικές και ιδανικές απαντήσεις.
Η ταξική πάλη θέτει τα δικά της ζητήματα και απαιτεί τις δικές της απαντήσεις. Και εκεί ή τα απαντάει κανείς ή αναχωρεί εις μοναστήριον.
Το αν αυτή η αναχώρηση γίνεται στη βάση τυπικά ρεφορμιστικών απόψεων ή μιας υποτιθέμενης ιδεολογικής «καθαρότητας» δεν αλλάζει την ουσία του πράγματος.
Το κίνημα αυτό που μπορεί και οφείλει να κάνει είναι να απαντήσει στα ζητήματα που του θέτει η ζωή και η ταξική πάλη. Με τις όποιες ιστορικά δυνατότητες έχει αναπτύξει και τις όποιες αδυναμίες του, το χαρακτηρίζουν κάθε φορά.
Με αυτές που είχαν οι εργάτες στις εξεγέρσεις του 1848.
Με αυτές που είχαν οι παρισινοί κομμουνάριοι.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη ΣΕ
Με τις όποιες δυνατότητες είχε η ΣΕ απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις που βρέθηκαν μπροστά της.
Τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει ή να παρακάμψει αυτό το δεδομένο.
Και για να ‘ρθω στα συγκεκριμένα, στο ζήτημα που έχει τεθεί.
Αλήθεια, ποια ζητήματα έβαλε στην ημερήσια διάταξη η πραγματική ζωή στην διάρκεια του μεσοπολέμου;
Έθετε ή όχι το ζήτημα του επερχόμενου πολέμου; Έθετε ή όχι το ζήτημα υπεράσπισης της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας που απειλούνταν από τον φασισμό και τις δολοπλοκίες των άλλων ιμπεριαλιστών; Μπορούσαν να παρακαμφθούν αυτά τα ζητήματα χωρίς το κομμουνιστικό κίνημα να περιθωριοποιηθεί, να πέσει σε πλήρη ανυποληψία στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών, χωρίς να υποστεί την πιο επώδυνη, την πιο συντριπτική ήττα;
Απέναντι σ’ αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα υπάρχουν πολλοί που λεν ότι συμφωνούν στην αναγκαιότητα αντιμετώπισής τους αλλά απορρίπτουν τους τρόπους, μορφές και μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν.
Και υπάρχουν και ορισμένοι που φθάνουν μέχρι την εξωφρενική άποψη πως θα ήταν προτιμότερη μια «έντιμη ήττα» παρά να γίνουν τα όσα γίναν και τις όποιες συνέπειες είχαν για τη συνέχεια.
Το τι θα σήμαινε για την εργατική τάξη, το σοσιαλισμό, το κομμουνιστικό κίνημα, τους λαούς και συνολικά για την ανθρωπότητα μια νίκη των δυνάμεων του φασιστικού άξονα, σε ποια ιστορικών διαστάσεων οπισθοδρόμηση, σε ποιον ζόφο θα οδηγούσε τον πλανήτη είναι το ένα ζήτημα.
Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι παίρνουν τις αποστάσεις τους από τέτοιου είδους απόψεις.
Μόνο που στην πραγματικότητα αυτή η άποψη δεν είναι παρά η ακραία μορφή της ουσίας των πολιτικών τους απόψεων.
Της αποδοχής του καπιταλιστικού «μονόδρομου».
Της εναγώνιας αναζήτησης δρόμων μέσα στα πλαίσια του συστήματος.
Της παραίτησης από την κατεύθυνση αναμέτρησης με τις δυνάμεις του συστήματος, της υποταγής στο σύστημα.
Αλλά ας θέσω το ίδιο ερώτημα στις πιο συγκεκριμένες του εκφράσεις.
Θα μπορούσε η ΣΕ να αντιμετωπίσει την περικύκλωση, την ασφυκτική πίεση των ιμπεριαλιστών, τον πόλεμο που ολοφάνερα ερχόταν χωρίς την τιτάνια προσπάθεια της εργατικής τάξης και του σοβιετικού λαού να οικοδομήσει την δική του σοσιαλιστική κοινωνία;
Θα μπορούσε χωρίς το βάρος που ρίχτηκε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, την αναδιοργάνωση της αγροτικής παραγωγής, χωρίς τη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που στελέχωσε την παραγωγή, την οικονομία, τις δημόσιες υπηρεσίες; Χωρίς την αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό του Κόκκινου Στρατού; Χωρίς το πάρσιμο μέτρων σταθεροποίησης του εσωτερικού μετώπου; Χωρίς να επιδιώξει τις απαραίτητες συμμαχίες που θα σπάζαν την απομόνωσή της, που θα ανέτρεπαν τον αρνητικό συσχετισμό;
Θα μπορούσαν να επιβληθούν αυτές οι συμμαχίες χωρίς τον μεγαλοφυή ελιγμό του Στάλιν που με το σύμφωνο μη επίθεσης με την Γερμανία ανάγκασε τους δυτικούς ιμπεριαλιστές να δουν ότι ο Χίτλερ αποτελούσε πλέον και δικό τους πρόβλημα;
Θα μπορούσαν όλα αυτά να υλοποιηθούν έξω από την πολιτική προώθησης του αντιφασιστικού μετώπου;
Αυτή που συσπείρωσε το σοβιετικό λαό που ενεργοποίησε τους κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο, που συνένωσε τους λαούς σε παγκόσμια κλίμακα και σε μια κοινή κατεύθυνση πάλης.
Που διαμόρφωσε διεθνώς ακόμη και στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών χωρών εκείνο το κλίμα το οποίο δεν μπορούσαν να προσπεράσουν χωρίς κόστος οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Όχι δεν θα μπορούσε.
Και οτιδήποτε λέγεται πάνω σ’ αυτό είναι απλώς ανοησίες χωρίς κανένα αντίκρισμα.
Αυτό άλλωστε είναι και το ζήτημα ουσίας που έχει τεθεί στην συζήτηση που έχει ανοίξει για τον χαρακτήρα του πολέμου.
Το ζήτημα της γραμμής του αντιφασιστικού μετώπου και όχι μια συζήτηση θεωρητικού ας το πούμε έτσι χαρακτήρα.
Αλλά ας πω μερικά πράγματα περισσότερο.
Στην μπροσούρα «Γιάλτα ή Πότσνταμ» αναφέρω ότι το βασικό ερώτημα στη δεκαετία του 1930 δεν ήταν αν θα γίνει πόλεμος αλλά ποιος θα ήταν αυτός ο πόλεμος.
Επειδή άλλον πόλεμο ήθελε και επεδίωκε η κάθε πλευρά για άλλον πόλεμο προετοιμάζονταν και άλλος αυτός που τελικά έγινε.
Αυτό δεν σημαίνει ότι στον πόλεμο που τελικά έγινε και τον χαρακτήρα που κύρια πήρε εξαφανίστηκαν όλες οι άλλες πλευρές και τάσεις και επιδιώξεις.
Οι ιδιαίτερες βλέψεις και επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων των αστικών τάξεων των διαφόρων χωρών οι επιδιώξεις της ΣΕ, της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος. Των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών κινημάτων.
Καμιά ωστόσο από αυτές τις τάσεις και δυνάμεις δεν μπορούσε να αγνοήσει ή να παρακάμψει την πραγματικότητα.
Κανέναν κίνημα δεν μπορούσε να βρει δρόμο ανάπτυξης έξω από τα δεδομένα που έθετε αυτή η πραγματικότητα.
Κανένα ευρωπαϊκό κίνημα λ.χ. δεν μπορούσε να παρακάμψει το γεγονός ότι ο λαός και η χώρα του στέναζε κάτω από την ναζιστική μπότα.
Καμιά δύναμη δεν μπορούσε να παρακάμψει το γεγονός ότι ο φασισμός αποτελούσε παγκόσμια απειλή.
Καμιά ιμπεριαλιστική δύναμη δεν μπορούσε να προωθήσει τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της παρακάμπτοντας αυτό το δεδομένο αλλά προσαρμόζοντάς τες σ’ αυτό.
Αυτός ήταν και ο λόγος που οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές υποχρεώθηκαν τελικά να συμμαχήσουν με τη ΣΕ. Ο ίδιος που δεν προχώρησαν -μετά το Στάλινγκραντ- σε αναστροφή των συμμαχιών παρά τις τάσεις που αναδείχτηκαν στο εσωτερικό τους. Αυτό το αντιφασιστικό πνεύμα που κυριάρχησε παγκόσμια και μέσα και στις δικές τους χώρες αποτέλεσε και έναν από τους βασικούς λόγους που οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές δεν τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν την ατομική βόμβα ενάντια στη ΣΕ καθώς είχαν τότε το πυρηνικό μονοπώλιο.
Με βάση αυτή την γενική γραμμή και κατεύθυνση είχαμε τα αποτελέσματα στα οποία αναφέρθηκαν στην αρχή αυτής της τοποθέτησης.
Από την άλλη ένα μικρό έστω δείγμα του τι θα μπορούσε να προσφέρει η υποτιθέμενη «ταξική» αντιμετώπιση του ζητήματος μας το έδωσε η γραμμή του τροτσκισμού και το πού τον οδήγησε.
Με ανάλογο τρόπο τέθηκε το ζήτημα και για τη χώρα μας.
Ο λαός μας υπήρξε από τους πρώτους που δέχτηκαν την επίθεση του φασισμού. Αντιστάθηκε ηρωικά στις φασιστικές ναζιστικές στρατιές πράγμα που εκτός των άλλων είχε σαν αποτέλεσμα να παρατείνει τον χρόνο προετοιμασίας της ΣΕ. Υπέστη τα πάνδεινα στη διάρκεια της κατοχής και οι συνολικές απώλειες υπήρξαν από τις μεγαλύτερες αυτού του πολέμου.
Συνέχισε ωστόσο να παλεύει δημιουργώντας το έπος της εθνικής αντίστασης για το οποίο όλοι είμαστε περήφανοι.
Και εδώ σε σχέση με τις απόψεις και τις κριτικές που διατυπώνονται χρειάζεται να πούμε κάποια πράγματα.
Το ότι η τότε ηγεσία του ΚΚΕ φέρει πολύ μεγάλες ευθύνες για τις Καζέρτες, τους Λιβάνους, τις Βάρκιζες είναι κάτι το αναμφισβήτητο.
Η απόδοση ωστόσο της στάσης της στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ ή στο γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη είναι τραβηγμένη και αυθαίρετη. Αν το κίνημα μπορούσε να συσπειρώσει την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού στο ΕΑΜ, να συγκροτήσει τον ΕΛΑΣ, να οργανώσει τη νεολαία της χώρας στην ΕΠΟΝ, αν έφτασε έτσι στα πρόθυρα της εξουσίας αυτό συνδέεται άμεσα με την πολιτική γραμμή με βάση την οποία κινήθηκε.
Όσο για τον Νίκο Ζαχαριάδη και το γράμμα του, πέρα από τη σημασία που είχε στη διαμόρφωση αυτής της κατεύθυνσης θα πρέπει να του αναγνωριστεί ότι ήταν ο μόνος που το σύμφωνο μη επίθεσης ανάμεσα σε ΣΕ και Γερμανία δεν του δημιούργησε τη σύγχυση στην οποία βρέθηκαν οι ηγεσίες όλων των άλλων ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων. Απ’ εκεί και πέρα το αν η κατοχική ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπόρεσε να ξεκαθαρίσει τις απόψεις της και δεν είχε το σθένος και την αποφασιστικότητα να κάνει το κρίσιμο βήμα είναι άλλο ζήτημα.
Άλλωστε το γεγονός ότι υπήρξαν κόμματα άλλων χωρών που κινήθηκαν με βάση την ίδια γενική γραμμή και έδρασαν τελικά διαφορετικά από το ΚΚΕ μας δείχνει ότι το πρόβλημα δεν βρισκόταν σ’ αυτή την γραμμή.
Αγαπητοί συναγωνιστές
Αυτή η τιτάνια προσπάθεια του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος είχε αναμφίβολα και τις αδυναμίες, τα λάθη, τις ανεπάρκειές της, και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς. Υπήρξαν ζητήματα που δεν αντιμετωπίστηκαν, αλλά που δεν έγινε δυνατό να αντιμετωπιστούν ή και να αντιμετωπίστηκαν λαθεμένα.
Πολύ περισσότερο που όσα συντελέστηκαν έγιναν κάτω από συνθήκες ασφυκτικής πίεσης αρνητικών συσχετισμών, έλλειψης επαρκών μέσων, «κενού» αναλόγων εμπειριών και δραματικά περιορισμένου χρόνου.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ζητήματα που το κίνημα οφείλει να διευρύνει, αναλύσει, κριτικάρει.
Μόνο που υπάρχει κριτική και «κριτική». Υπάρχει εκείνη η κριτική που χωρίς να χαρίζεται σε τίποτα, αυτό που στοχεύει είναι να εξοπλίσει το κίνημα σε αναφορά με τους στόχους και τα καθήκοντά του. Και όσο τουλάχιστον μας αφορά έχουμε αποδείξει και το μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε την κριτική μας αλλά και το τι θέλουμε αυτή να υπηρετήσει.
Και υπάρχει κι εκείνη η υποτιθέμενη «κριτική» που οι ανεπάρκειες που αναπόφευκτα εμφανίζει κάθε κίνημα δεν αποτελούν παρά την αφορμή για να το μηδενίσουν και με αυτό τον τρόπο να δικαιολογήσουν τις σημερινές οπορτουνιστικές πολιτικές τους επιλογές.
Εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος. Στην σημερινή τους πολιτική γραμμή και στάση. Αυτό που ψάχνουν στην ιστορία δεν είναι τα διδάγματα που πραγματικά μπορεί να μας δώσει αλλά το να την φέρουν στα μέτρα της σημερινής τους πολιτικής γραμμής.
Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ λ.χ. πασχίζει να παρουσιάσει την πολιτική του γραμμή και τις επιλογές του σαν τη σημερινή έκφραση της ΕΑΜικής γραμμής.
Έτσι μας προσφέρει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτό που έχει λεχθεί. Την επανάληψη της ιστορίας ως φάρσα.
Το ΚΚΕ απορρίπτει την ΕΑΜική γραμμή για να δώσει ιδεολογικό περίβλημα στο ότι δεν διατίθεται να αναλάβει τις ευθύνες που θα αναλογούσαν σήμερα σε ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα.
Επιδεικνύει έτσι έναν οπορτουνισμό και σε συνθήκες μάλιστα που δεν είναι καν συγκρίσιμες με τις συνθήκες εκείνης της περιόδου.
Όσον αφορά τους τροτσκιστές και τους κάθε είδους οπορτουνιστές συνεχίζουν να επιδίδονται στις αγαπημένες τους δραστηριότητες, της μεταπήδησης από θέση σε θέση είτε αυτές αφορούν την ιστορία είτε -κυρίως- το σήμερα.
Θα πρόσθετα μάλιστα ότι όλοι αυτοί οι διαφορετικής κοπής οπορτουνισμοί έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Ότι δεν αποτελούν παρά διαφορετικές μορφές «φυγής» από το πραγματικό πρόβλημα και τις απαιτήσεις που αυτό θέτει.
Θα έλεγα ότι αυτό ισχύει και για εμάς. Μόνο που ισχύει μ’ έναν διαφορετικό τρόπο και όχι μόνο ως προς το πολιτικό του περιεχόμενο αλλά και στον τρόπο που προσλαμβάνουμε τα διδάγματα της ιστορίας. Ο Μαρξ στην 18η Μπρυμαίρ κριτικάρει αυστηρά εκείνη την τάση με βάση την οποία ορισμένοι ανατρέχουν στην ιστορία για να ενδυθούν τους χιτώνες ενός ένδοξου παρελθόντος προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα του σήμερα.
Η δική μας αναδρομή στην ιστορία δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα.
Εμείς εμπνεόμαστε από την εποποιία του κινήματος.
Αντιμετωπίζουμε με απέραντο σεβασμό τους αγώνες και τις θυσίες όσων υπηρέτησαν ακόμη και με το αίμα τους την υπόθεση των λαών. Παραδειγματιζόμαστε, διδασκόμαστε.
Ταυτόχρονα ωστόσο λειτουργούμε με πλήρη επίγνωση ότι το σήμερα έχει τις δικές του απαιτήσεις.
Η μελέτη της ιστορίας, της πορείας του κινήματος, των θεωρητικών ιδεολογικών πολιτικών προσεγγίσεων που έχουν γίνει, μπορούν να μας δώσουν πολύτιμα διδάγματα. Μπορούν να ακονίσουν το κριτήριό μας να μας προσφέρουν τα θεωρητικά, πολιτικά, αναλυτικά εργαλεία για να βρούμε τις απαντήσεις αλλά όχι τις ίδιες τις απαντήσεις.
Αυτές δεν βρίσκονται σε κανένα συρτάρι και σε καμιά βιβλιοθήκη. Βρίσκονται μόνο στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και τίποτα δεν μπορεί να την υποκαταστήσει σ’ αυτό της τον ρόλο.
Βρίσκεται στην αναγνώριση της σημερινής πραγματικότητας όπως αυτή υφίσταται. Των αντιθέσεων που την χαρακτηρίζουν και των δυνάμεων που τις κινούν. Την αναγνώριση των εχθρών και των φίλων. Την αναγνώριση των αντικειμενικών συνθηκών και των υποκειμενικών δυνατοτήτων. Την διαμόρφωση των κατευθύνσεων και της πολιτικής μας γραμμής στη βάση των πραγματικών σημερινών δεδομένων και των απαιτήσεων που θέτει η ταξική πάλη. Έτσι κινούμαστε και έτσι σκοπεύουμε να συνεχίσουμε.