του Γρηγόρη Ανδρεάτου
Το συνέδριο μιας αριστερής οργάνωσης με κομμουνιστική αναφορά είναι μια σημαντική στιγμή που καθορίζει το χαρακτήρα του φορέα και προσδιορίζει τα καθήκοντά του για την επόμενη περίοδο. Ταυτόχρονα χαράσσει την πολιτική του γραμμή μέσα στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας όπου δρα και οριοθετεί συμμάχους και αντιπάλους στο πολιτικό-κοινωνικό πεδίο. Βασικό ζήτημα για μια αριστερή οργάνωση αποτελεί η «ανάγνωση» του κόσμου και της χώρας καθώς αυτή θα καθορίσει τις πολιτικές της θέσεις, τους στόχους και την τακτική της. Από την άποψη αυτή, η κριτική των θέσεων γύρω από τις παγκόσμιες και εσωτερικές εξελίξεις δεν μπορεί παρά να αποτελέσει το βασικό μέρος μιας συνολικότερης τοποθέτησης.
Πριν δούμε τα κεντρικά ζητήματα που αναδεικνύουν οι θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ για το 4ο Συνέδριό του θα θέλαμε να κάνουμε μία παρατήρηση. Είναι αλήθεια ότι η οπισθοχώρηση και η ήττα του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος είχε σοβαρές επιπτώσεις για την εργατική τάξη και τους λαούς. Σκόρπισε απογοήτευση και ηττοπάθεια, δημιούργησε το έδαφος να αμφισβητηθούν ο χαρακτήρας και η ίδια η ύπαρξη της εργατικής τάξης έως και οι βάσεις της κομμουνιστικής ανάλυσης για το καπιταλιστικόιιμπεριαλιστικό σύστημα. Ιδιαίτερα μέσα στον χώρο της Αριστεράς πολλοί ήταν αυτοί –από όσους παρέμειναν στο χώρο και δεν πέρασαν στο αντίπαλο στρατόπεδο– που θεώρησαν ότι πρέπει να κάνουν μια «αντιστροφή» των πάντων, πιστεύοντας ότι έτσι δίνουν τις απαντήσεις που χρειάζεται το κίνημα.
Πολλές φορές όμως η «βιασύνη» αυτή, καθώς και μια δογματική αντίληψη που πρώτα φτιάχνει το σχήμα που της ταιριάζει και μετά προσπαθεί να το στηρίξει, παράγει θέσεις και εκτιμήσεις που είτε δεν πατούν στην πραγματικότητα είτε παίζουν «μπουνιές» μεταξύ τους. Και το χειρότερο δεν είναι οι λάθος εκτιμήσεις και αναλύσεις, αλλά το γεγονός ότι, όταν αυτές καταρρίπτονται από την πραγματικότητα, όχι μόνο δεν τροποποιούνται –ούτε καν τίθενται σε αμφισβήτηση– αλλά υπάρχει μία εμμονή στην προβολή τους. Μια στάση που δεν έχει καμία σχέση με τη διαλεκτική και τον μαρξισμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο οι αντιλήψεις αυτές απομακρύνονται από τα μαρξιστικά εργαλεία ανάλυσης τόσο παρουσιάζουν ένα πλεόνασμα… κομμουνισμού, τόσο που μερικές φορές σε κάνει να αναρωτιέσαι αν αυτό αποτελεί στοιχείο «απογείωσης» ή έναν άλλο τρόπο υπόκλισης στο «αντικειμενικά κανονικό».
Από την άλλη μεριά, δεν είμαστε εμείς που ταμπουρωμένοι στις «βασικές αρχές» θα αγνοήσουμε πραγματικές θεωρητικές προσπάθειες στην «ανάγνωση» του κόσμου και της χώρας μας. Μόνο που αυτές οι θεωρητικές προσπάθειες για να είναι στοιχειωδώς συνεπείς πρέπει να είναι γειωμένες στην ταξική πάλη και τις ανάγκες της και να μην αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου, διανοητικές υπερβάσεις αναζήτησης «σύγχρονων μαρξιστικών εργαλείων». Το να προσθέτεις το επίθετο «σύγχρονος» σε κάθε θεωρητική ακροβασία δεν το κάνει πραγματικά τέτοιο αλλά παμπάλαιο, όπως οι θεωρίες του «υπερ-ιμπεριαλισμού» των ηγετών της Β΄ Διεθνούς.
Σε τι κόσμο ζούμε;
Στις θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ και στο Α΄ Κεφάλαιο διαβάζουμε στην παράγραφο «Για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό σαν νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης»:
«Η νέα βαθμίδα αναδύεται ως συνισταμένη των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας, της ταξικής πάλης, των προσπαθειών μεγιστοποίησης του καπιταλιστικού κέρδους και θωράκισης της αστικής κυριαρχίας, των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και της δυνατότητας που γεννούν οι τεχνολογικές και επικοινωνιακές καινοτομίες της εποχής».
Η ΠΕ του ΝΑΡ έχει «ανακαλύψει» ένα νέο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού και προσπαθεί να ορίσει το περιεχόμενό του έτσι ώστε να γίνει αντιληπτή η διαφορά του από το προηγούμενο, αυτό του μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού. Γράφουν, λοιπόν, για να εξηγήσουν, υποτίθεται, ότι ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός «Εγγράφεται όχι σε tabula rasa αλλά στο προϋπάρχον καπιταλιστικό status quo, αποτελώντας ποιοτική τομή, νέα μορφή εκδήλωσης της αναλλοίωτης ουσίας του, μορφή ποιοτικά καινούρια εν συνόλω που αναπτύσσει στο έπακρο προϋπάρχοντα στοιχεία, αρνείται ή καταργεί κάποια από αυτά, αναμορφώνει αλλά και δημιουργεί κάποια νέα, τομή που έχει με τον ιμπεριαλισμό/μονοπωλιακό καπιταλισμό τη διαλεκτική σχέση που είχε εκείνος με το προγενέστερο στάδιό του, του ελεύθερου ανταγωνισμού». (Ο τονισμός δικός μας)
Το ζήτημα του χαρακτήρα του συστήματος που ζούμε αποτελεί για εμάς κεντρικό ζήτημα και θα κάνουμε αντιπαράθεση σε όλες τις θεωρίες «ανάπτυξής» του μέχρι να «παγώσει ο ήλιος», καθώς θεωρούμε ότι αποτελεί κομβικό θέμα του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ας εξηγηθούμε.
Ο ιμπεριαλισμός δεν χαρακτηρίστηκε τυχαία σαν «ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» από τον Λένιν, ακριβώς γιατί αποτελεί ένα σύστημα «που σαπίζει» και «πεθαίνει» και δεν μπορεί να προσφέρει στην ανθρωπότητα τίποτα άλλο από φτώχεια, εξαθλίωση και πολέμους. Ο ιμπεριαλισμός είναι το σύστημα που όχι μόνο δεν μπορεί να αναπτυχθεί παραπέρα σε ένα επόμενο-ανώτερο στάδιο, αλλά –από τη φύση του παρασιτικό– όσο παραμένει «στη ζωή» τόσο «αναπτύσσει» τα πιο βάρβαρα και αντιανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός στο μονοπωλιακό του στάδιο, για να «αναπτυχθεί» σε κάτι ανώτερο από αυτό που είναι πρέπει να «λύσει» δύο βασικά ζητήματα: πρώτον, να καταργήσει τη μισθωτή εργασία (από την οποία κλέβει την υπεραξία) και να γίνουν όλα κεφάλαιο, και δεύτερο, ταυτόχρονα, με έναν ενιαίο τρόπο και σε όλο τον πλανήτη να επικρατήσει μία δύναμη η οποία θα κυριαρχεί.
Είναι γεγονός ότι το κεφάλαιο, οι κεφαλαιοκρατικές αστικές τάξεις, θα ήθελαν να μειώσουν την «εξάρτησή» τους από την εργατική τάξη που ταυτόχρονα αποτελεί και τον θανάσιμο εχθρό τους. Αλλά επειδή γνωρίζουν πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο θα μείωνε σημαντικά τα κέρδη τους έχουν επιλέξει να τσακίσουν την εργατική τάξη πολιτικά-ταξικά, να την αποσυγκροτήσουν σαν τάξη, χωρίς δικαιώματα, και να την μετατρέψουν σε απλό εργαλείο της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτός είναι ο στρατηγικός τους στόχος και το κατά πόσο θα τον πετύχουν είναι ζήτημα που θα το κρίνει η ταξική πάλη.
Δεν είναι ανάγκη να παίρνουμε τους στόχους του κεφαλαίου σαν πραγματικότητα που έχει επιβληθεί, καθώς, διαβάζοντας τις Θέσεις του ΝΑΡ, σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει κάποιος. Αλλά ας το δούμε πιο συγκεκριμένα:
«Καρδιά του νέου σταδίου είναι η ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων… Έκφραση της ποιοτικά ανώτερης εκμετάλλευσης είναι η πρωτοφανής συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας ελάχιστης μερίδας υπερπλουσίων και αθλιότητας σε μια τεράστια μάζα του πληθυσμού της γης».
Φαίνεται ότι η ουσία των πραγμάτων δεν έχει σημασία για τους συντάκτες των Θέσεων του ΝΑΡ. Με ένα «ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση» θεωρούν ότι απάντησαν ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που μάλιστα αποτελεί και «την καρδιά του νέου σταδίου».
Είναι γεγονός ότι οι καπιταλιστές για να επιβραδύνουν την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους εντείνουν την εκμετάλλευση των εργαζόμενων προσπαθώντας να αποσπάσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη υπεραξία τόσο απόλυτα όσο και σχετικά, τόσο με άμεσο όσο και με έμμεσο τρόπο. Το πόση υπεραξία θα αποσπάσουν κάθε φορά, είναι αποτέλεσμα των συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στην εργατική τάξη και την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη και στους όρους της ταξικής πάλης (επίπεδο οργάνωσης, πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση των εργαζομένων). Αυτά όμως τα ζητήματα είναι λυμένα, υποτίθεται, σε όποιον αναφέρεται στην κομμουνιστική κοσμοαντίληψη. Γιατί αναφέρονται όμως και μάλιστα σαν «ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση» και όχι σαν αυτό που είναι;
Η απάντηση εκτιμούμε ότι βρίσκεται στα παρακάτω αποσπάσματα:
«Παράλληλα ο καπιταλισμός υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το “είναι” των εργαζομένων…»
«Η μισθωτή εργασία υπάγεται πραγματικά στο κεφάλαιο σε όλες της τις διαστάσεις (καθολικά)».
Δεν ξέρουμε εάν είμαστε αντιμέτωποι με τον γνωστό βερμπαλισμό του χώρου ή με την αποδοχή μιας θέσης που λέει ότι η μισθωτή εργασία έχει υποστεί μια στρατηγική ήττα, υπαγόμενη καθολικά στο κεφάλαιο. Η οπισθοχώρηση και η ήττα του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος είχε τραγικές συνέπειες για τη ζωή και την πάλη της εργατικής τάξης και των λαών. Αυτή η εξέλιξη καθορίζει και τη σημερινή ιστορική περίοδο της γενικευμένης επίθεσης των δυνάμεων του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς. Από αυτό το σημείο να φτάνουν σε εκτίμηση ότι αυτό αποτελεί «υποδούλωση» όλου του «είναι» των εργαζομένων και καθολική υπαγωγή της μισθωτής εργασίας στο κεφάλαιο είναι μια θέση που δεν φέρνει την «ελπίδα» και μάλιστα την κομμουνιστική, αλλά σκορπίζει σύγχυση και παραλυτικές διαθέσεις.
Ξαναλέμε στους συντάκτες των Θέσεων του 4ου Συνεδρίου του ΝΑΡ να μην παίρνουν τους στόχους του συστήματος για πραγματικότητα. Η ταξική πάλη, έτσι όπως διεξάγεται σήμερα, τόσο στη χώρα μας όσο και σε όλο τον κόσμο, δείχνει ακριβώς –και παρά τους δυσμενείς συσχετισμούς– ότι η μισθωτή εργασία δεν υπάγεται καθολικά στο κεφάλαιο και πολύ περισσότερο το σύστημα δεν έχει καταφέρει να υποδουλώσει το «είναι» των εργαζομένων.
Ας δούμε όμως ακόμα ένα «βαρύ πυροβολικό» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που κυριαρχεί στον πλανήτη:
«Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός ανασυγκροτεί το “στρατόπεδο” του κεφαλαίου με ηγετική δύναμη τα ΠΠΜ. Τα ΠΠΜ, ποιοτικά ανώτερη έκφραση των τάσεων συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, συγκροτούνται με παλιές ή νέες μορφές… σχεδιάζουν-υλοποιούν τη δράση τους σε πλανητική βάση…».
Τα Πολυεθνικά Πολυκλαδικά Μονοπώλια (ΠΠΜ) είναι και αυτά «ποιοτικά ανώτερη έκφραση» καθώς ακολουθούν τη βασική τάση του κεφαλαίου για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση και ακριβώς αυτή η τάση είναι που δημιούργησε το μονοπώλιο, ταυτόχρονα όμως είναι και η τάση που όξυνε τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου τόσο μέσα στην εθνική βάση εκκίνησής τους όσο και στο διεθνές επίπεδο. Και είναι αυτές οι αντιθέσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου που σπρώχνουν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε οξυμένο ανταγωνισμό για την πολιτικο-στρατιωτική κυριαρχία στον πλανήτη. Τα ΠΠΜ τι είναι; Η ποιοτικά ανώτερη συγκέντρωση του κεφαλαίου που χωρίς αντιθέσεις και ανταγωνισμούς «σχεδιάζουν-υλοποιούν σε πλανητική βάση»;
Παρ’ όλα αυτά, εμείς στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είδαμε τα ΠΠΜ της Κίνας να φεύγουν από τη Λιβύη μετά την επέμβαση των Δυτικών, είδαμε τα ΠΠΜ της Ρωσίας να δέχονται ισχυρό πλήγμα στην Κύπρο, βλέπουμε τα ΠΠΜ(!!!) της Ελλάδας να αποσύρονται από τα Βαλκάνια και τα ΠΠΜ της Αγγλίας να εγκαταλείπουν την ΕΕ. Ταυτόχρονα συνεχίζουμε να επιμένουμε ότι ηγετική δύναμη του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού της εποχής μας παραμένει το χρηματιστικό κεφάλαιο και μάλιστα στην κορυφή του βρίσκεται το χρηματιστικό κεφάλαιο που έχει βάση εκκίνησης τις ΗΠΑ. Αρκεί να αναφέρουμε ότι τρεις αμερικάνικες τράπεζες (JP Morgan, Citibank, Bank of America) είχαν το 2015 ποσό «μοχλευμένων κεφαλαίων» (παράγωγα, CDS, κ.λπ.) 187 τρισ. Δολαρίων, όταν το ΑΕΠ του πλανήτη είναι 60 τρισ. δολάρια. Έκφραση του παρασιτικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και αποτέλεσμα της τεράστιας συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που ακριβώς σαν τέτοια ενισχύει τις αντιθέσεις-ανταγωνισμούς και φέρνει την εξαθλίωση και τους πολέμους.
Αυτός είναι ο καπιταλισμός που «σαπίζει» και όχι τα ΠΠΜ του ΝΑΡ. Όσον αφορά την παγκόσμια κυριαρχία της «μίας δύναμης», των ΠΠΜ, θέλει, αλήθεια, πολλή επιστημονική φαντασία για να αποδεχτεί κάποιος ότι ενιαία και παγκόσμια «μία δύναμη» θα ορίζει τις τύχες του κόσμου. Ίσως το πρώτο δείγμα μια τέτοιας τάσης φανεί (;) όταν στα αεροπλανοφόρα και στους πυραύλους να δούμε στις σημαίες τους τα σήματα της Google, της Gazprom και της Cosco, μέχρι τότε, όμως, ας δούμε τον κόσμο και τους ιμπεριαλιστές όπως πραγματικά είναι.
Το πόσο θα «αναπτυχθεί» το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν εξαρτάται μόνο από το ίδιο, δεν υπάρχει μόνο του. Αλλά υπάρχουν, επίσης, η εργατική τάξη, οι λαοί και η πάλη τους και κεντρικό ζήτημα σε αυτή την πάλη αποτελεί η αντιπαράθεση για την πολιτική ηγεμονία στο εργατικό-λαϊκό κίνημα ανάμεσα στην επαναστατική κατεύθυνση και την οπορτουνιστική-ρεφορμιστική. Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο με την ορμή και τους στόχους που είχε, φέρνοντας μαζί του την καταστροφή και το σφαγείο δύο παγκόσμιων πολέμων, παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις και εξαθλίωση σε όλο τον πλανήτη. Εμποδίστηκε και ανακόπηκε η ορμή του από την ταξική πάλη και την πιο ανώτερη μορφή της, τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα, με πρωτοπόρα την Οκτωβριανή Επανάσταση, από την Αντιφασιστική Νίκη στον Β΄ΠΠ, την Κινέζικη Επανάσταση και την πλημμυρίδα του απελευθερωτικού αγώνα των λαών.
Η ταξική πάλη και οι νικηφόρες επαναστάσεις άλλαξαν τον κόσμο. Το σύστημα που ζούμε δεν είναι σε κάποιον «αυτόματο πιλότο» ανάπτυξής του αλλά αποτέλεσμα της πιο οξυμένης μορφής της ταξικής πάλης τόσο στη νικηφόρα πορεία της όσο και στην ήττα της και την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αν κάποιος, από αριστερή σκοπιά, θα ήθελε να προσδιορίσει ένα πραγματικά νέο ποιοτικά στοιχείο στον κόσμο που ζούμε, τόσο από τη μεριά της εργατικής τάξης και των λαών όσο και αντικειμενικά, αυτό θα ήταν η καπιταλιστική παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που σηματοδοτήθηκε από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, για να ολοκληρωθεί με τις καταρρεύσεις του ’89-91. Εκτός και αν θεωρεί ότι σοσιαλισμός δεν υπήρξε και το μόνο που υπήρξε είναι «πρώιμες επαναστάσεις». Άρα εδώ δεν τίθεται μόνο ζήτημα για το τι είναι ιμπεριαλισμός αλλά και για το τι είναι σοσιαλισμός και ποια ζητήματα ανοίγονται στην οικοδόμησή του.
Η παλινόρθωση του καπιταλισμού έδωσε «οξυγόνο» στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα, τόσο μάλιστα, που κάποιοι μέσα από την Αριστερά θεώρησαν ότι το σύστημα μπορεί να αναπτύσσεται «αενάως», βαθιά απογοητευμένοι από την εξέλιξη των πραγμάτων. Και δεν είναι τυχαίο ότι, κύρια, η απογοήτευση αυτή και οι «νέες θεωρήσεις» εκδηλώνονται σε όλους αυτούς που στάθηκαν ενάντια στην άποψη για τη συνέχιση της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό.
Παραπάνω, στις «συνισταμένες» που προσδιορίζουν το στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δεν αντιληφθήκαμε κάποια καινούρια από αυτές που «κλασικά» προσδιορίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος που ζούμε, εκτός από ένα: «τη δυνατότητα που γεννούν οι τεχνολογικές και επικοινωνιακές καινοτομίες της εποχής». Είναι γεγονός ότι οι τεχνολογικές και επικοινωνιακές καινοτομίες κάνουν άλματα στην εποχή μας και αποτελούν ένα εργαλείο του συστήματος τόσο για τα «καθημερινά» όσο και για το μέλλον του. Αλλά, αλήθεια, ποιο είναι το νέο ποιοτικό στοιχείο που φέρνει στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αλλά και στις ταξικές-πολιτικές αντιθέσεις η τεχνολογία; Τις διαφοροποιεί; Αλλάζει το χαρακτήρα τους; Δεν νομίζουμε ότι αυτό εννοούν οι συντάκτες των Θέσεων, αλλά ο τονισμός της «δυνατότητας» πράγματι δείχνει ένα νέο ποιοτικό στοιχείο για όποιον το αντιλαμβάνεται σαν τέτοιο. Καθώς οι δυνατότητες της τεχνολογίας και των επιστημών δεν είναι ένα ουδέτερο μέγεθος έξω από την ιστορία, την ταξική πάλη και την ταξική κυριαρχία. Ως στοιχεία του εποικοδομήματος έχουν την ταξική σφραγίδα της τάξης που κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα και στη συγκεκριμένη περίπτωση της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης, της οποίας αποτελούν σημαντικά εργαλεία για την ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των εργατικών στρωμάτων, την ακόμα μεγαλύτερη καταπίεσή τους.
«Από τη σκοπιά της ταξικής πάλης, η κρίση και η επιμονή της έχουν τη βάση τους (…) στην αντίθεση ανάμεσα στις τεράστιες δυνατότητες απελευθέρωσης των εργαζομένων τις οποίες παρέχουν οι επιστημονικές και τεχνολογικές κατακτήσεις και στη δέσμευση αυτών στην υπηρεσία του κέρδους και των πολέμων». Αυτό εννοούν οι θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ από τη «σκοπιά της ταξικής πάλης». Εδώ εμείς δεν θέλουμε να προσθέσουμε παρά μόνο το εξής. Οι δυνατότητες των εργαζομένων να απελευθερωθούν από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και των πολέμων είναι υπόθεση πάλης, ταξικής πάλης, και σε αυτό θα επιμείνουμε μέχρι οι «επιστημονικές και τεχνολογικές κατακτήσεις»… να μας διαψεύσουν. Το ζήτημα όμως δεν είναι τι πιστεύουμε εμείς, αλλά η ΠΕ του ΝΑΡ που αναδεικνύει την επιστήμη και την τεχνολογία σαν μία αυτόνομη παραγωγική δύναμη της κοινωνίας γενικά, που μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τον καπιταλισμό και αυτή η αντίθεση αποτελεί στοιχείο της επιμονής των κρισιακών φαινομένων της εποχής μας. Δεν χωρίζει και μεγάλη απόσταση αυτή την αντίληψη από τους παλιούς και νέους θιασώτες της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων». Θα λέγαμε ότι, κατά βάση, από εκεί αντλεί τα «σύγχρονα μαρξιστικά εργαλεία» ανάλυσης του συστήματος.
Και στο σημείο αυτό να τους αφιερώσουμε δύο πολύ «σύγχρονα» αποσπάσματα για την επιστήμη και την τεχνολογία: «Όταν οι απαντήσεις μίας καθορισμένης τεχνικής έρχονται σε αντίθεση με καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις, αυτές εδώ (δηλαδή οι κοινωνικές σχέσεις) αργά ή γρήγορα θα προσαρμοστούν…» (Κάουτσκι) και επίσης «η επιστημονικοτεχνική επανάσταση είναι ένα οργανικό συστατικό της γενικής διαδικασίας μετάβασης της ανθρωπότητας σε μία αταξική κοινωνία και αποτελεί έτσι τον σπουδαιότερο παράγοντα στο χτίσιμο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού» (Βοπρόσσι Φιλοσόφι, Νο 7, 1968).
Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος δεν αποδεικνύεται μόνο από το μονοπώλιο αλλά και από το κεντρικό πολιτικό ζήτημα που αποτελεί το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου από μία «χούφτα χώρες». Η αντίληψη που λέει ότι ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός αποτελεί «τομή που έχει με τον ιμπεριαλισμό/μονοπωλιακό καπιταλισμό τη διαλεκτική σχέση που είχε εκείνος με το προγενέστερο στάδιό του, του ελεύθερου ανταγωνισμού» δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει την «τομή» στο ζήτημα του μοιράσματος και του ξαναμοιράσματος του κόσμου. Λύθηκε το ζήτημα αυτό; Ας δούμε την άποψη της ΠΕ του ΝΑΡ:
«Προωθούνται επίσης μέσω διαδικασιών που ενίοτε θυμίζουν την πρωταρχική κεφαλαιοκρατική συσσώρευση –η οποία σήμερα δεν γίνεται πρωτίστως με «περιφράξεις» και στρατούς, αν και δεν λείπουν κι αυτά, αλλά με νομικούς όρους– προγράμματα διάσωσης υπερχρεωμένων χωρών, κανόνες διεθνούς «δικαίου» και κατοχύρωση πάνω σε δημόσια αγαθά και χώρους».
Εμείς θα λέγαμε ότι αυτή η τοποθέτηση πραγματικά αποτελεί «πατέντα» και θα καλούσαμε τους εμπνευστές της να βιαστούν να την κατοχυρώσουν. Στα σοβαρά τώρα η επαναποικιοποίηση και επανακατάκτηση του πλανήτη συντελείται με «νομικούς όρους»; Πόση διαστρέβλωση της ωμής πραγματικότητας;
Όμως –για να είμαστε δίκαιοι– δεν υπάρχουν μόνο αυτές οι εκτιμήσεις στις Θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ. Πιο συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Το αντιδραστικό δίπολο ανταγωνισμού-καπιταλιστικής διεθνοποίησης» διαβάζουμε:
«Βέβαια οι μορφές και οι ρυθμοί με τους οποίους εκδηλώνεται αυτή η ιστορική τάση σχετίζονται με την επίδραση άλλων, επίσης ενδογενών, νόμων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, όπως ο ανταγωνισμός και η ανισόμετρη οικονομική-πολιτική ανάπτυξη, η μη ευθεία αντιστοίχιση οικονομικών-πολιτικών διεργασιών, η ύπαρξη εθνών-κρατών-νόμων που αποκτούν άλλη σημασία σε εποχές κρίσης, όπως η σημερινή»
Τώρα τι σχέση έχει αυτό το απόσπασμα με τις θεωρίες περί «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» μόνο οι συντάκτες των Θέσεων το γνωρίζουν. Είναι φανερή στο σημείο αυτό η δύναμη της πραγματικότητας που αναγκάζει κάποιους να «προσγειωθούν» ή να κάνουν έναν ελιγμό για να αποφύγουν τη σύγκρουση μαζί της.
Από τα κεντρικά στοιχεία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» για την ΠΕ του ΝΑΡ αποτελεί ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός:
«Στο κράτος του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού αναβαθμίζεται η χρήση της βίας κατά του λαού, υποβαθμίζεται ανοικτά ο κεντρικός στην αστική δημοκρατία σχετικά αυτοτελής νομοθετικός ρόλος του κοινοβουλίου και γίνεται απλώς επικυρωτής αποφάσεων που έχουν ληφθεί στα αδιαφανή κέντρα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας».
Εδώ δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: ή ότι οι συντάκτες του κειμένου είχαν την άποψη ότι τα αστικά κοινοβούλια είχαν έναν «αυτοτελή νομοθετικό ρόλο» (δεν το πιστεύουμε) ή ότι προσπαθούν να βρουν στοιχεία για να υπερασπίσουν το «δημιούργημά» τους. Και προχωρούν ακάθεκτοι σε μία προσέγγιση για το κράτος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού:
«Από εκεί που το αστικό κράτος εμφανιζόταν ως “ουδέτερος” μηχανισμός που έθετε ορθολογικούς κανόνες στην αγορά, τώρα υιοθετεί σαν δομή και στη λειτουργία του τους δικούς της κανόνες (…) από εκεί που εμφανιζόταν να προστατεύει και τα δικαιώματα της εργασίας, τώρα προβάλλει ως πολιορκητικός κριός της εργοδοσίας με πρόσχημα την προσέλκυση επενδύσεων…».
Δεν αξίζει καν να σχολιασθεί η άποψη ότι τώρα το αστικό κράτος «προβάλλει σαν πολιορκητικός κριός της εργοδοσίας». Θεωρούμε ότι αποτελεί μια προσβλητική άποψη για όποιον αναφέρεται στην Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα. Όμως έχει ενδιαφέρον η άποψη ότι το αστικό κράτος «υιοθετεί σαν δομή και στη λειτουργία του» τους κανόνες της καπιταλιστικής αγοράς. Είναι η εισαγωγή στη ρεβιζιονιστική ερμηνεία της θεωρίας του ΚΜΚ (κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού) ή αλλιώς της «κρατικομονοπωλιακής συνύφανσης», όπως λέει στις θέσεις της η ΠΕ του ΝΑΡ. Άλλη μία «σύγχρονη» ανάλυση η οποία όμως έλκει την καταγωγή της απευθείας από το οπλοστάσιο των δυνάμεων που παλινόρθωσαν τον καπιταλισμό.
«Συζητώντας τον ορισμό και τα βασικά γνωρίσματα του ΚΜΚ οι ομιλητές (στη σύσκεψη οικονομολόγων και θεωρητικών τον Μάη του 1966 στη Γαλλία) άσκησαν κριτική κατά της παλιότερης δογματικής άποψης που παρουσίαζε τον ΚΜΚ σαν απλή «υποταγή» του κράτους στα μονοπώλια. Ο Μπακαρά (…) σημείωσε πως η σωστή άποψη βρίσκεται στη συνένωση της δύναμης των μονοπωλίων και της δύναμης του κράτους σε έναν ενιαίο μηχανισμό όπως αναφέρεται και στη Δήλωση των κομμάτων του 1960 (…) Ο ΚΜΚ λοιπόν εκφράζει τη συνένωση-σύμπλεξη των μονοπωλίων και του κράτους (…) Στη συζήτηση του προβλήματος αυτού συνέβαλαν σοβαρά οι Σοβιετικοί αντιπρόσωποι».
Αυτά έγραφε ο Γρ. Φαράκος στο βιβλίο του «Θέματα του ελληνικού ΚΜΚ», σελ. 59-60 στα 1977. Κάποιοι φαίνεται το έχουν «ξεσκονίσει» από τα νιάτα τους, αλλά να μας τα παρουσιάζουν ως ό,τι πιο «σύγχρονο», πάει πολύ. Και για την ιστορία, η «παλιότερη δογματική άποψη» περί υποταγής του κράτους στα μονοπώλια ανήκει στον Λένιν και τον Στάλιν. Οι θεωρίες της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» μαζί με τη διαστρέβλωση της θεωρίας του ΚΜΚ αποτέλεσαν τη βάση για τις θεωρίες του «ειρηνικού περάσματος» από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις, ενώ για τους ρεβιζιονιστές αποτέλεσαν τη θεωρητική πλατφόρμα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ.
Τώρα πώς οδηγούνται από αυτή την άποψη στην ανάγκη για «συντριβή του αστικού κράτους» και όχι στην αντίληψη για «ταξική πάλη μέσα στο κράτος» που υιοθέτησε το ΚΚΕ στο τελευταίο συνέδριό του, αυτό μόνο οι ίδιοι μπορούν να το εξηγήσουν. Είναι και αυτό ένα στοιχείο του οπορτουνισμού που ενώ υιοθετεί ρεφορμιστικές θέσεις ταυτόχρονα αρέσκεται στη χρήση ενός επαναστατικού βερμπαλισμού. Τουλάχιστον επιμένουν σε κάτι από τα «παλιά», γιατί με τη φόρα που έχουν πάρει για να μας εξηγήσουν τα περί «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» φοβόμαστε ότι θα αναγκαστούν να γίνουν απολογητές όλης της ρεφορμιστικής σαβούρας.
Η ανάγκη που νιώθει –εδώ και χρόνια– η ηγεσία του ΝΑΡ να πετάξει από πάνω της τη λενινιστική ανάλυση για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος έτσι ώστε να ξεκόψει από τον «πρώιμο» κομμουνισμό-σοσιαλισμό, την οδηγεί σε τοποθετήσεις που όχι απλώς συσκοτίζουν την πραγματικότητα αλλά επιτείνουν τη σύγχυση. Ας προσπαθήσει ο αναγνώστης να παρακολουθήσει την παρακάτω τοποθέτηση:
«Γενικά ο καπιταλισμός δεν οδεύει προς ένα άθροισμα ανταγωνιζόμενων ή απλώς εμπορευόμενων μεταξύ τους καπιταλιστικών εθνών-κρατών και κεφαλαίων, ούτε σε έναν απόλυτα διεθνοποιημένο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αλλά προς μία νέα σύμπλεξη εθνικού και διεθνικού, εντός της οποίας οι αναδιαμορφούμενοι σχηματισμοί βαθύτερης ενοποίησης (ολοκληρώσεις) και τα ανταγωνιστικά καπιταλιστικά μπλοκ θα έχουν ισχυρότατο ρόλο και θέση».
Έχουμε δει και δει κείμενα –μέσα στην Αριστερά– που προσπαθούν με ταχυδακτυλουργικό τρόπο να «στρογγυλέψουν» τα πράγματα και ο καθένας να βγάζει το συμπέρασμα που θέλει –βασική οπορτουνιστική αρχή– αλλά πραγματικά αυτή η «σύμπλεξη» ξεπερνάει ό,τι μέχρι τώρα γνωρίζαμε.
Σε ποια χώρα ζούμε;
Η ΠΕ του ΝΑΡ, προσπαθώντας να απαντήσει στο φαινόμενο για την οξύτητα και την επιμονή της κρίσης στη χώρα μας, καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που αξίζει τον κόπο να αποτυπωθεί ολόκληρο:
«Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η οξύτητα και η επιμονή της κρίσης στην Ελλάδα απορρέουν όχι από την “καθυστέρηση” και τον “αδύναμο εκσυγχρονισμό” της, αλλά από την καπιταλιστική ανάπτυξη και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται οι γενικές τάσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού με τις ιδιομορφίες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (ιδιομορφίες που έχει κάθε σχηματισμός), οφείλονται τόσο στη σχετική προώθηση των αναδιαρθρώσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού όσο και στη σχετική υστέρηση να εμπεδωθούν όλοι οι μετασχηματισμοί που τον χαρακτηρίζουν, αντανακλούν όχι μία «ψωροκώσταινα» που «δεν παράγει τίποτα» αλλά μία ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία που έχει αφήσει πίσω της το μονοπωλιακό/ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, κινείται με γνώμονα το εθνικό και διεθνικό πλαίσιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και ενσωματώνει τους ειδοποιούς για το στάδιο αυτό μετασχηματισμούς».
Το απόσπασμα που παραθέσαμε είναι μεγάλο, αλλά αξίζει τον κόπο, καθώς δεν θέλαμε να διασπάσουμε την εσωτερική ενότητά του στη διατύπωση της εκτίμησης για το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού από την ΠΕ του ΝΑΡ. Καταρχάς, ας ξεκινήσουμε από το τι είναι ο ελληνικός καπιταλισμός. Εμείς δεν γνωρίζουμε καμία «ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία» που μάλιστα «έχει αφήσει πίσω της το μονοπωλιακό/ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού», που δεν έχει στη δική της κυριαρχία τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, λιμάνια, αεροδρόμια, οδικούς άξονες, αλλά τελούν κάτω από την κυριαρχία άλλων καπιταλιστικών σχηματισμών. Δεν γνωρίζουμε καμία «ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία» που στο έδαφός της έχει παραχωρήσει στρατιωτικές βάσεις, τεράστιας εμβέλειας και στρατηγικού χαρακτήρα, σε άλλους καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Δεν γνωρίζουμε καμία «ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία» που η απόπειρα για ένα δημοψήφισμα (περίπτωση ΓΑΠ) οδήγησε στην εκπαραθύρωση ενός πρωθυπουργού. Δεν γνωρίζουμε καμία «ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία» που η πολιτική της εκπροσώπηση τρέχει πανικόβλητη να υπογράψει ό,τι της επιτάσσουν οι άλλοι καπιταλιστικοί σχηματισμοί όταν απειλείται με «κατέβασμα του διακόπτη» (περίπτωση 3ου μνημονίου). Δεν γνωρίζουμε καμία «ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία» όπου κατά τη διάρκεια της κρίσης το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 27%, έκλεισαν 244.717 επιχειρήσεις κατά την περίοδο 2008-2015, συρρικνώθηκε το εμπόριο κατά 26,2% το λιανικό και 37,1% το χονδρικό και αυξήθηκε το δημόσιο χρέος στο 180% του ΑΕΠ. (Τα τελευταία αυτά στοιχεία περιέχονται στις Θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ.)
Η εκτίμηση ότι ζούμε σε μία «ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία» και μάλιστα τέτοια που «έχει αφήσει πίσω της το μονοπωλιακό/ιμπεριαλιστικό στάδιο» αποτελεί άλλη μία «ανακάλυψη» που προσπαθεί να εντάξει τη χώρα στο στάδιο του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Ουσιαστικά αποτελεί μία παραλλαγή της άποψης του ΚΚΕ για την «ιμπεριαλιστική πυραμίδα» όπου όλοι οι καπιταλιστικοί σχηματισμοί που έχουν μονοπώλια είναι ιμπεριαλιστικοί με διαβαθμίσεις και «αλληλεξαρτήσεις». Όλοι λοιπόν οι σχηματισμοί που είχαν μονοπώλια, άρα και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, πέρασαν στο επόμενο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αλλά ο καθένας με την «ιδιορρυθμία» του. Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να προστρέξουμε σε ένα απόσπασμα των Θέσεων που έχει ξεχωριστή σημασία για το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε. Διαβάζουμε λοιπόν ότι «Η προσέγγιση αυτή της νέας πραγματικότητας απαιτεί σύγχρονα μαρξιστικά εργαλεία και όχι άκριτη αναπαραγωγή –και παλιότερα λαθεμένων– θεωριών περί “εξάρτησης“ και “εθνικής ανεξαρτησίας”». Δηλαδή το «σύγχρονο μαρξιστικό εργαλείο» που χρησιμοποιείται στην ανάλυση για την Ελλάδα είναι η «ιδιομορφία» του καπιταλιστικού σχηματισμού της;
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστούν κάποια ζητήματα τα οποία σκοπίμως θολώνονται, για να μην πούμε ότι διαστρεβλώνονται, από τη μεριά της ΠΕ του ΝΑΡ. Η εκτίμηση ότι ένας καπιταλιστικός σχηματισμός είναι εξαρτημένος από το ξένο κεφάλαιο και από τους ιμπεριαλιστές δεν οδηγεί αυτόματα τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις σε συμμαχία με την εθνική αστική τάξη για την κατάχτηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Το ζήτημα έχει να κάνει με το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στην κάθε χώρα ξεχωριστά και αυτό καθορίζει και τον χαρακτήρα της κύριας αντίθεσης που τη διατρέχει και οφείλουν οι επαναστατικές – κομμουνιστικές δυνάμεις να αναδείξουν για να λυθεί σε όφελος της εργατικής τάξης και του λαού. Στη χώρα μας το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού και η ιστορική διαδρομή της ταξικής πάλης έχουν δώσει συγκεκριμένα στοιχεία. Η ελληνική κεφαλαιοκρατική αστική τάξη, μεταπρατική από τη γέννησή της μέχρι σήμερα, έχει σαν βασικό σημείο στήριξης της κυριαρχίας της πάνω στην εργατική τάξη και το λαό τους ιμπεριαλιστές. Η πολιτική, οικονομική, στρατιωτική εξάρτηση της χώρας αποτελεί στρατηγική επιλογή της ντόπιας αστικής τάξης στο σύνολό της, με αντάλλαγμα τις «υπεργολαβίες» του ξένου κεφαλαίου και μία σχετική ελευθερία κίνησης στη χώρα και την περιοχή, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν (η λεγόμενη διείσδυση στα Βαλκάνια που τόσους σαγήνεψε). Οι ανισότιμες οικονομικές σχέσεις της χώρας με το ξένο κεφάλαιο έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό. Εντείνεται η εκμετάλλευση και η καταπίεση των εργαζόμενων με την απόσπαση ακόμα μεγαλύτερης υπεραξίας (τόσο απόλυτης όσο και σχετικής), ξεπουλιούνται ο πλούτος και οι υποδομές της χώρας, κλιμακώνεται η αποβιομηχάνιση και η αγροτοδιατροφική εξάρτηση. Στη βάση αυτή η αντίθεση του εργαζόμενου λαού με τους ιμπεριαλιστές και την ντόπια κεφαλαιοκρατία έχει ταξικό χαρακτήρα και όχι εθνικοαπελευθερωτικό. Η αντιιμπεριαλιστική πάλη είναι εργατική υπόθεση και η ανεξαρτησία της χώρας έχει κόκκινο χρώμα.
Ο εξαρτημένος χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού και οι οξυμένες αντιθέσεις των κυρίαρχων στη χώρα ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ – Ευρωπαίων) είναι οι αιτίες της οξύτητας και της επιμονής της οικονομικής κρίσης και όχι η «καπιταλιστική ανάπτυξη» και οι «ιδιομορφίες» του ελληνικού καπιταλισμού, που μας λένε οι Θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ. Και έχει σημασία να ορίσουμε με σωστό τρόπο τις αιτίες καθώς αυτό αποτελεί σημαντικό στοιχείο πολιτικής συγκρότησης του κινήματος για τις αιτίες της κατάστασης στη χώρα και τους πραγματικούς εχθρούς του εργαζόμενου λαού.
Για το ζήτημα της επανάστασης
Διαβάζουμε στο ΣΤ΄ κεφάλαιο των Θέσεων για «Την εργατική αντικαπιταλιστική επανάσταση με κομμουνιστικό περιεχόμενο» μια τοποθέτηση για την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της επανάστασης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, τη συντριβή του αστικού κράτους και όλων των μηχανισμών εκμετάλλευσης και καταπίεσης των εργαζόμενων, με περιγραφές της κάθε καμπής της επαναστατικής διαδικασίας που είναι φανερά παρμένες από τις καμπές και τα ζητήματα που αντιμετώπισε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Ταυτόχρονα όμως διαβάζουμε ότι η επανάσταση «θα είναι αντικαπιταλιστική (…) ως εκ τούτου η επανάσταση θα υλοποιήσει το σύνολο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης».
Στη συνέχεια και για να μην υπάρξουν «παρανοήσεις» διευκρινίζει ότι «το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα δεν παραπέμπει σε κάποιο ενδιάμεσο στάδιο, σε μία συσσώρευση μεταρρυθμίσεων με μοχλό μία αριστερή κυβέρνηση, έχει όμως μία αυτοτέλεια». Για να επιβεβαιώσει στη συνέχεια ότι «το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» είναι ακριβώς αυτό που υποτίθεται ότι δεν θέλουν οι συντάκτες των Θέσεων. Ένα πρόγραμμα που η «αυτοτέλειά» του δεν θίγει στο σύνολό της την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, της γης, του ορυκτού πλούτου και των υποδομών της χώρας. Στην «εξειδίκευση» διαβάζουμε:
«Πέρασμα στο Δημόσιο χωρίς αποζημίωση και με εργατικό κοινωνικό έλεγχο όλων των τραπεζών και όλων των μονάδων στρατηγικής σημασίας». Μέχρι εκεί.
Βασικά του στοιχεία, όπως διαβάζουμε στις Θέσεις:
«Α. Ριζική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων σε βάρος του κεφαλαίου (…) Β. Μονομερής κατάργηση όλων των μνημονίων (…) Γ. Αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη (…) Ανεξαρτησία των λαών από τους υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς (ΕΕ-ΔΝΤ-ΝΑΤΟ-ΠΟΕ-ΟΟΣΑ) Δ. Παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους (…) Ε. Συνολική υπεράσπιση της ζωής της εργατική τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων…».
Δεν θα μπούμε στη συζήτηση για το πώς προβάλλονται από το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το σύνολο των θέσεων του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος» σαν ζητήματα προς κατάχτηση στον παρόντα χρόνο και τόπο και αρκούμαστε στον ελιγμό των Θέσεων ότι «το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα θα εφαρμοστεί στο σύνολό του» μετά την επανάσταση. Στην ουσία του το πρόγραμμα αυτό είναι ένα «παραδοσιακό» πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας και αναζητώντας να βρούμε το «κομμουνιστικό περιεχόμενο» σε όλα τα παραπάνω διαβάζουμε: «Θα έχει κομμουνιστικό απελευθερωτικό περιεχόμενο αφού θα ενεργοποιήσει τη διαδικασία μετάβασης προς τον κομμουνισμό μέσα σε μια πορεία με καμπές σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο».
Είναι φανερό ότι το ΝΑΡ, στριμωγμένο από ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» από το οποίο έλειπε η επανάσταση, την «πρόσθεσε» για να αντιπαρατεθεί στους υπόλοιπους «μεταβατικούς» αλλά και για να έχει την ευχέρεια να προβάλει σήμερα την «άμεση έξοδο από την ΕΕ» και, από την άλλη, να λέει ότι αυτό «θα υλοποιηθεί στο σύνολό του» μετά την επαναστατική ανατροπή. Με τον τρόπο αυτό η επανάσταση παρουσιάζεται σαν μια διαδικασία που θα «ολοκληρώσει» ό,τι έμεινε «ανοικτό» από την προηγούμενη περίοδο της αστικής-καπιταλιστικής κυριαρχίας. Με τον τρόπο αυτό «όλοι είναι ευχαριστημένοι» με τη «σύμπλεξη» της τακτικής και της στρατηγικής του κινήματος και μπορεί «κάθε λουλούδι να ανθίζει».
Όμως δεν αναφερθήκαμε τυχαία στο ζήτημα των μέσων παραγωγής, γης, υποδομών και πλούτου της χώρας ούτε στο ζήτημα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, που τα θεωρούμε τα κύρια ζητήματα της νέας εργατικής-λαϊκής εξουσίας μετά τη σύγκρουση και την επαναστατική ανατροπή. Καθώς αυτά μαζί με το ζήτημα της καθαυτήν εξουσίας αποτελούν τα κεντρικά ζητήματα πάνω στα οποία αρθρώνεται η επαναστατική στρατηγική και οι στόχοι του επαναστατικού-κομμουνιστικού κινήματος. Θεωρούμε ότι σε αυτά τα ζητήματα η επαναστατική τομή είναι τόσο κάθετη και σε βάθος που είναι σαν να «ξεκινούμε από το μηδέν» με την καθολική άρνηση του καπιταλισμού και το κόψιμο των δεσμών της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Καθώς αυτοί οι στόχοι του κινήματος μπορούν να υλοποιηθούν μόνο σε πλήρη σύγκρουση και με την ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος. Η αποδοχή από τη μεριά της ΠΕ του ΝΑΡ ότι αυτό που μπορεί να υπάρξει σαν αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μετά την επανάσταση στη χώρα μας είναι ένα πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας δείχνει ακριβώς τα αδιέξοδα της άποψής του για την «αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία» που μάλιστα έχει «αφήσει πίσω της το μονοπωλιακό/ιμπεριαλιστικό στάδιο» και την «προσγείωσή» του στα «παραδοσιακά».
Αλλά η επανάσταση όσο ανάγκη έχει το πρόγραμμα άλλο τόσο ανάγκη έχει και τα υποκείμενά της στο ταξικό-πολιτικό επίπεδο. Στο κεφάλαιο Ι με τίτλο «Για το πρόγραμμα και το Κόμμα Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης» διαβάζουμε:
«Η ανάγκη για ένα νέο Πρόγραμμα και Κόμμα Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης έχει ως αφετηρία την εκτίμηση αφενός για την αποτυχία του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος στις διάφορες εκδοχές του και αφετέρου του τύπου των κομμουνιστικών κομμάτων που υπηρέτησαν τη στρατηγική αυτού του ρεύματος».
Νομίζουμε ότι η παραπάνω διατύπωση είναι αποκαλυπτική της βαθιάς απαξίωσης του κομμουνιστικού κινήματος ως αποτυχημένου. Είναι άλλης τάξης ζήτημα να μιλάς για την ήττα του κινήματος και τις αιτίες που την προκάλεσε, αναζητώντας τους όρους της ανασυγκρότησής του, και άλλο ζήτημα να διαγράψεις μία ολόκληρη ιστορική περίοδο της ταξικής πάλης ως αποτυχημένη. Την παραπάνω αντίληψη δεν τη «σώζει» το παρακάτω απόσπασμα: «(…) ένα πραγματικό νέο Κομμουνιστικό Πρόγραμμα μπορεί να υπηρετηθεί από ένα νέο στη μορφή και στις αρχές του Κομμουνιστικό Κόμμα με αξιοποίηση των καλύτερων παραδόσεων της ιστορικής διαδρομής του κομμουνιστικού κινήματος, κυρίως όμως με μια τομή βάθους με αυτήν», καθώς αναπαράγει όλη τη μικροαστική απογοήτευση που προκάλεσε η ήττα και η παλινόρθωση και μέσα στην παραζάλη της κατηγορεί ό,τι υπήρξε σαν αποτυχημένο. Διαγράφοντας το κομμουνιστικό κίνημα και τον σοσιαλισμό που υπήρξε και αρνούμενοι να υπερασπιστούν κάτι από όλο αυτό, αισθάνονται «απελευθερωμένοι» από τα δεσμά της ιστορίας και ότι δεν έχουν να δώσουν λογαριασμό για την ήττα και την παλινόρθωση. Με αυτή την αντίληψη σκαρώνουν θεωρίες για τον κόσμο και τη χώρα αλλά και για την εργατική τάξη που κατά τα άλλα αποτελεί και την «ατμομηχανή» της επανάστασης.
Έτσι λοιπόν στις θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ για το 4ο Συνέδριό του διαβάζουμε:
«Αν με όρους κλασικού μαρξισμού του 20ού αιώνα η εργοστασιακή εργατική τάξη αναγνωριζόταν αντικειμενικά στην κορυφή της επαναστατικής κοινωνικής πρωτοπορίας, με όρους ενός σύγχρονου μαρξισμού, πολιτική έμφαση και ερευνητικό ενδιαφέρον πρέπει να δοθεί σήμερα στις δυνατότητες και το ρόλο όσων εργάζονται στις βιομηχανικές επιχειρήσεις και τις τεχνολογίες αιχμής, στη «βιομηχανία» των υπηρεσιών, στα ΜΜΕ, τον πολιτισμό κ.λπ.».
Είναι φανερή η διάθεση και το «ερευνητικό ενδιαφέρον» να «ξεχειλώσει» την εργατική τάξη τόσο που να μην αναγνωρίζεται σαν τέτοια καθώς, όπως μας εξηγούν οι Θέσεις: «Αν στο προηγούμενο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού το κρίσιμο ζήτημα ήταν η ηγεμονία της εργατικής τάξης και της πολιτικής της στη συμμαχία της με τα μεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, σήμερα η ίδια η εργατική τάξη αποτελεί ευρύτερη (μετωπική) κοινωνική οντότητα».
Η άποψη για το ξεχείλωμα της εργατικής τάξης και η μετατροπή σε «ευρύτερη κοινωνική οντότητα» θα μπορούσε να αντανακλά την αγωνία για να δοθεί έμφαση στην πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων στην καπιταλιστική οικονομία-κοινωνία σε σχέση με τη μειοψηφία των καπιταλιστών που ιδιοποιούνται τον κόπο και τον πλούτο, άρα και το δίκαιο της επαναστατικής ανατροπής. Θα μπορούσε να αποτελεί μια αντίληψη που ενισχύει τον υποκειμενικό παράγοντα που αντικειμενικά έχει συμφέρον να έρθει σε σύγκρουση με το υπάρχον σύστημα και να επιζητά την ανατροπή του. Πρόκειται άραγε γι’ αυτό ή για κάτι άλλο; Καθώς, όπως από όλες τις αναλύσεις, ακόμα και αστών, η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι σε όλο τον πλανήτη αλλά και στη χώρα μας είναι η συντριπτική πλειοψηφία σε σχέση με τους εκμεταλλευτές και καταπιεστές τους. Και όσον αφορά τον κοινωνικό υποκειμενικό παράγοντα, ανάλογα με τις συνθήκες της ταξικής πάλης στην κάθε χώρα μπορούν να συμπτυχθούν πολιτικές – κοινωνικές συμμαχίες που να δώσουν τη δυνατότητα στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις μιας νικηφόρας πορείας της πάλης τους. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για τέτοιου είδους αγωνίες αλλά για μια προσπάθεια να «αντιστοιχηθεί» η «ευρύτερη κοινωνική οντότητα» (εργατική τάξη) στον «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» του ΝΑΡ. Και σε αυτή την προσπάθεια είναι σίγουρο ότι δεν βοηθά ο «κλασικός μαρξισμός του 20ού αιώνα» (ό,τι και αν σημαίνει αυτό στη «γλώσσα» της ΠΕ του ΝΑΡ) και απαιτείται ένας «σύγχρονος μαρξισμός» που ξεχειλώνει – εξαφανίζει την εργατική τάξη και τη μετατρέπει σε ένα «πλήθος».
Η αντίληψη αυτή –που, για να μην είμαστε άδικοι, δεν είναι μόνο του ΝΑΡ αλλά και άλλων πολιτικών δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα, όπως το ΚΚΕ– έχει πολύ συγκεκριμένη αφετηρία και πολύ συγκεκριμένη «πρακτική αξία» για το παρόν και το μέλλον. Η αφετηρία της βρίσκεται στην περιβόητη ΕΤΕ (επιστημονική-τεχνική επανάσταση του καπιταλισμού) που διαμόρφωσε μία νέα και αυτόνομη παραγωγική δύναμη και έτσι ο επιστήμονας-τεχνικός έγινε εργάτης και η «πρακτική της αξία» είναι ότι μπορεί να βαπτίζεται «εργατική» κάθε αντίληψη και πρακτική που αντανακλά μικροαστικά συμφέροντα. Εξαφανίζεται με τον τρόπο αυτό ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και με την έννοια αυτή η κοινωνική-πολιτική πρωτοπορία τόσο στο σήμερα όσο και στο αύριο. Απαλλάσσονται από την καταπίεση και τα βάσανα που νιώθουν μια σειρά πολιτικές-κοινωνικές δυνάμεις να υποταχτούν σε μια προλεταριακή κατεύθυνση, πολύ περισσότερο όταν στις θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ υπάρχει η εκτίμηση ότι «ο καπιταλισμός υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το «είναι» των εργαζομένων…».
Είναι πράγματι απορίας άξιο το πώς κατέληξε η ΠΕ του ΝΑΡ στο ζήτημα της επανάστασης, καθώς τόσο το αποτυχημένο κομμουνιστικό κίνημα (όπως οι ίδιοι λένε) όσο και η εργατική τάξη σαν «ευρύτερη κοινωνική οντότητα» δεν προϊδεάζουν σε προοπτική επαναστατικής ανατροπής αλλά σε μια μεγάλη και σε βάθος υποχώρηση τόσο ιδεολογική όσο και πολιτική και μάλιστα με ερείσματα και δάνεια από την παλιά ρεφορμιστική σχολή της οικονομίστικης αντίληψης του μαρξισμού.
Για το ζήτημα του αντικαπιταλιστικού πόλου-μετώπου
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται, στο σύνολο των θέσεων της ΠΕ του ΝΑΡ, για την ενίσχυση της επαναστατικής Αριστεράς και τη συγκρότησή της σε «ανώτερο επίπεδο». Στο κεφάλαιο Θ΄ με τίτλο «για την ανατρεπτική Αριστερά, για τον αντικαπιταλιστικό πόλο» περιγράφονται οι πολιτικοί όροι συγκρότησης του αντικαπιταλιστικού πόλου και ιδιαίτερα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στο σημείο μάλιστα αυτό διαβάζουμε ότι:
«Κριτήριο για την προώθησή του (του αντικαπιταλιστικού πόλου) είναι κυρίως η πράξη, όχι απλώς οι θέσεις που διατυπώνει η κάθε πολιτική δύναμη και το κάθε πολιτικό ρεύμα». Πράγματι, εδώ θα συμφωνήσουμε απόλυτα με τους συντάκτες των Θέσεων ότι βασικό κριτήριο όλων των ζητημάτων, πόσω μάλλον της συγκρότησης ενός αντικαπιταλιστικού μετώπου, αποτελεί η πράξη, η πολιτική πράξη και όχι οι γενικές διακηρύξεις. Ας δούμε λοιπόν το ζήτημα αυτό από την πλευρά της πράξης. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί μία πολύ σημαντική κατάκτηση για το ρεύμα μας και την αντικαπιταλιστική Αριστερά γενικότερα», μας λένε οι Θέσεις, τονίζοντας ότι «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί το πρώτο βήμα του αντικαπιταλιστικού πόλου».
Από τον τονισμό όμως των θετικών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν τα ζητήματα μπαίνουν στο συγκεκριμένο, τότε τα πράγματα αλλάζουν και μάλιστα δραματικά:
«Η οργανική συμμετοχή των δυνάμεων αυτών στο ρεφορμιστικό σχέδιο της ΛΑΕ δείχνει ότι οι διαφορές είχαν «στρατηγικό βάθος» και δεν αφορούσαν μόνο «τακτικά ζητήματα», εκλογικές συνεργασίες, «σεχταρισμούς» κ.λπ.».
Η αναφορά στις οργανώσεις αλλά και τα στελέχη που αποχώρησαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εντάχθηκαν στη ΛΑΕ με τη διαπίστωση ότι οι, μέχρι την αποχώρηση, διαφορές είχαν «στρατηγικό βάθος» είναι μία αναγκαστική ομολογία ότι το οικοδόμημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στηρίχτηκε για αρκετά χρόνια σε καιροσκοπικούς συμβιβασμούς ανάμεσα σε αντιτιθέμενες αντιλήψεις και κατευθύνσεις. Το «στρατηγικό βάθος» των διαφορών δεν προέκυψε ξαφνικά το φθινόπωρο του 2015 και μάλιστα ενόψει των εκλογών, οι διαφορές υπήρχαν και διαπερνούσαν το σώμα των θέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όλα αυτά τα χρόνια, αλλά πάντα καλύπτονταν από τη συμφωνία στο «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» και τις… εκλογές. Μέχρι που κάποιες άλλες εκλογές, του Σεπτεμβρίου του 2015, για κάποιους είχαν μεγαλύτερη αξία από τις προηγούμενες.
Τελικά, ούτε το «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» αποδείχτηκε τόσο ισχυρή συγκολλητική ουσία από αυτή των εκλογών και της πιθανής κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Με την αποχώρηση των ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ και των υπολοίπων οι οποίοι εντάχθηκαν «οργανικά στο ρεφορμιστικό σχέδιο της ΛΑΕ», με λίγα λόγια προσχώρησαν ανοιχτά στο ρεφορμισμό, θα περίμενε κάποιος ότι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα παρέμειναν οι «καθαρά αντικαπιταλιστικές» δυνάμεις και το «πρώτο βήμα» του αντικαπιταλιστικού μετώπου δεν κινδυνεύει πια να ρυμουλκηθεί από ρεφορμιστικές δυνάμεις. Στις Θέσεις όμως διαβάζουμε ότι: «Το ζήτημα που τέθηκε και τίθεται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν και είναι στρατηγικού προσανατολισμού. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός αυτοτελούς κοινωνικοπολιτικού ρεύματος με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και επαναστατική ηγεμονία (…) ή θα καθηλώνεται στην αναζήτηση κάποιου ρεφορμιστικού πολιτικού ρεύματος ως οχήματος για να “αναρριχηθεί” προς το πολιτικό σκηνικό με «συμμαχίες κορυφής» χωρίς αρχές και προοπτική».
Τι παραπάνω αποτελεί το παραπάνω απόσπασμα παρά ομολογία ότι στο «πρώτο βήμα» του αντικαπιταλιστικού πόλου δεν έχει λυθεί, μετά από επτά χρόνια συγκρότησης, το ζήτημα του επαναστατικού ή ρεφορμιστικού του προσανατολισμού από τις βασικές δυνάμεις που συμμετέχουν σε αυτόν. Και όχι μόνο δεν έχει λυθεί αλλά:
«Παρά τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει σε ορισμένες δυνάμεις η αντίληψη της Αριστεράς ως ενιαίου χώρου (με παραχάραξη της λογικής του ενιαίου μετώπου, που φτάνει μέχρι το κυβερνητικό κόμμα και τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό), ενώ ανανεώνονται λογικές πολιτικού συνεχούς με το ρεφορμισμό».
Εδώ το πράγμα «χοντραίνει» επικίνδυνα. Καθώς η αναφορά μπορεί να μη γίνεται ευθέως αλλά όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι αναφέρεται στο ΣΕΚ, «που φτάνει μέχρι το κυβερνητικό κόμμα και τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό». Δηλαδή, αν συνοψίσουμε, από τις θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ προκύπτει ότι βασικές οργανωμένες δυνάμεις που συναποτέλεσαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είτε προσχώρησαν σε ένα ρεφορμιστικό σχέδιο, αυτό της ΛΑΕ, είτε απειλούν να μετατρέψουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε «πολιτικό συνεχές του ρεφορμισμού».
Εδώ δύο ζητήματα τίθενται: ή η ΠΕ του ΝΑΡ πιεσμένη από την «πράξη» είναι υποχρεωμένη να αναφερθεί σε θέματα που έχουν ήδη αποκαλυφθεί με σκοπό να τα «καλύψει» με έναν αυτοκριτικό τρόπο ή προετοιμάζεται μία πολιτική σύγκρουση στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να ξεκαθαριστούν τα ζητήματα του προσανατολισμού της. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι η υπόθεση της συγκρότησης της επαναστατικής Αριστεράς είναι μία υπόθεση που δεν μπορεί να καλυφθεί με ευκαιριακές συμπράξεις και «εμπόριο ενότητας». Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η συνεργασία είχε σαν βασική της πολιτική πλατφόρμα ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» το οποίο δεν απείχε ιδιαίτερα από το αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ πριν μπει σε κυβερνητική τροχιά, τόσο κοντά μάλιστα που συχνά-πυκνά σε διάφορα «τραπέζια» συζητήσεων ή «συντονιστικά» ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τις διαφορές τους. Όντως λοιπόν υπάρχει σε «ορισμένες δυνάμεις η αντίληψη της Αριστεράς ως ενιαίου συνόλου», μόνο που η ΠΕ του ΝΑΡ σε αυτές τις δυνάμεις πρέπει να εντάξει και τη δική της καθώς αυτή είναι που συνεργάστηκε και συνεργάζεται με δυνάμεις που βρίσκονται με το ένα πόδι (αν όχι και με τα δύο) στο στρατόπεδο του ρεφορμισμού, στο όνομα της «επαναστατικής Αριστεράς».
Επίλογος
Στις θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ για το 4ο Συνέδριό του υπερτονίζονται οι λέξεις «νέο» και «σύγχρονο» με πρόθεση να δώσουν ένα αντίστοιχο περιεχόμενο στις αναλύσεις και τις τοποθετήσεις που περιέχονται σε αυτές. Η αγωνία για κάτι πραγματικά νέο και ελπιδοφόρο στο εργατικό, επαναστατικό και κομμουνιστικό κίνημα είναι αναγκαία και επιτακτική και αποτελεί καθήκον για όσους υπηρετούν αυτή την υπόθεση. Μόνο που το νέο και το σύγχρονο δεν το ορίζουμε εμείς σαν υποκείμενα της ταξικής πάλης, επειδή έτσι μας αρέσει είτε επειδή δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κουβαλήσουμε στις πλάτες μας το «παλιό». Το πραγματικά νέο αναγνωρίζεται από όλους όταν γεννηθεί μέσα από την πάλη και για την πάλη. Πραγματικά νέο, από κάθε άποψη, ήταν το κομμουνιστικό κίνημα που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου σε αντιπαράθεση και πολεμική με τους αποστάτες της σοσιαλδημοκρατίας και της Β’ Διεθνούς. Πραγματικά νέο ήταν η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο δρόμος της απελευθέρωσης που άνοιξε για την εργατική τάξη και τους λαούς. Πραγματικά νέο ήταν το μεγάλο κίνημα της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης που επηρέασε όχι μόνο τους κινέζους επαναστάτες αλλά τα κινήματα σε όλο τον κόσμο. Το πραγματικά νέο είναι αυτό που «γράφει ιστορία» στην επαναστατική πάλη. Όσο για τη χρησιμοποίηση της λέξης «σύγχρονο» (μαρξισμός, κόμμα, πρόγραμμα, εργατική τάξη κ.λπ.), είναι φανερή η αγωνία των συντακτών των Θέσεων να παρουσιαστούν ότι αντιλαμβάνονται τα «μηνύματα των καιρών» και να εναρμονιστούν σε αυτά. Μόνο που στη βιασύνη τους να πετάξουν από πάνω τους το βάρος του «παλιού» είναι πρόθυμοι να υιοθετήσουν όλη την «αρχαία σκουριά».
το άρθρο αναδημοσιεύεται από την Αντίθεση που κυκλοφορεί