Στις 25 Μάρτη λαμβάνει χώρα στη Ρώμη η επετειακή σύνοδος της ΕΕ των «27» πια, μετά το Brexit, επ’ αφορμή της ιδρυτικής συνθήκης του 1957. Σε μια περίοδο έντονης κρίσης και ισχυρών ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων τόσο σε επίπεδο ΗΠΑ –ΕΕ όσο και μέσα στην ίδια την ΕΕ, η σύνοδος αυτή έρχεται να «αναγνωρίσει» την κρισιμότητα της κατάστασης και να επιβεβαιώσει την απόφαση να προχωρήσουν όλοι μαζί αλλά με… διαφορετικές ταχύτητες. Η συνοχή της ΕΕ θα μπαίνει συνεχώς σε δοκιμασία όχι μόνο από τις επιθέσεις του Τραμπ και των ΗΠΑ αλλά και από τις εσωτερικές της αντιθέσεις. Μια σειρά αστικές δυνάμεις της Ευρώπης διεκδικούν, για λογαριασμό τους, καλύτερη θέση στο ευρωπαϊκό πεδίο και αρνούνται το «ρίξιμο» της Γερμανίας. Ιδιαίτερα αυτή η αντίθεση εκφράζεται από την γαλλική αστική τάξη που έχει συνηθίσει να ποντάρει σε πολλά «άλογα» – ένα από αυτά είναι και η Λεπέν για να διεκδικήσει τον ρόλο που θεωρεί ότι της αναλογεί. Ακόμα και αν οι εκλογικές αναμετρήσεις του 2017 πάνε «κατ’ ευχή» όπως στην Ολλανδία, τα προβλήματα όχι μόνο δεν θα λυθούν αλλά θα γιγαντωθούν, καθώς θα αναζητηθούν νέες ισορροπίες και συμβιβασμοί. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και η τετραμερής των ισχυρών (Γερμανία- Γαλλία- Ιταλία –Ισπανία) για να βρεθεί ένας κοινός βηματισμός τουλάχιστον αυτών που αποτελούν –λέμε τώρα – την πιο ανεπτυγμένη ταχύτητα. Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό, ο Τσίπρας διεκδικεί, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης, να είναι στο κατάστρωμα του πλοίου της ΕΕ και όχι στα αμπάρια, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι στη γέφυρα.
Η αστική τάξη και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της στην χώρα μας κινήθηκαν από νωρίς προς ένταξη στην «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» με υποβολή αίτησης το 1959 και συμφωνία σύνδεσης το 1961. Καθώς η λυκοσυμμαχία των Δυτικοευρωπαίων ιμπεριαλιστών αποτελούσε επιδίωξη των ίδιων για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό που ξεκίνησε με το τέλος του Β’ ΠΠ, ταυτόχρονα ενισχύονταν από τις ΗΠΑ για μία πιο συγκροτημένη αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ στην Ευρώπη, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει από τη μία εύκολη λεία για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια και από την άλλη γεωπολιτικό προγεφύρωμα στα Βαλκάνια και τη Νοτιανατολική Μεσόγειο. Μην ξεχνάμε ότι η πολιτική γεωγραφία της περιοχής, την περίοδο εκείνη, ήταν τελείως διαφορετική από την σημερινή, με τα Βαλκάνια στην ΚΟΜΕΚΟΝ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, στις Αραβικές χώρες αλλά και την Κύπρο να δυναμώνει ο αντιαποικιακός αναβρασμός και οι μόνες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κατεύθυνση της ένταξης στην «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» αποτελούσε μονόδρομο για την ντόπια αστική τάξη, που αναζητούσε και άλλα στηρίγματα για την κυριαρχία της πάνω στον λαό αλλά και αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή, δίνοντας σαν αντάλλαγμα την υποθήκευση των υποδομών και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας καθώς και των δικαιωμάτων του εργαζόμενου λαού. Η ντόπια κεφαλαιοκρατία επιζητούσε μέσα από την ένταξη να αυξήσει και την δική της κερδοφορία μέσα από τον ρόλο του «υπεργολάβου» των συμφερόντων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, δίνοντας στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία έναν χαρακτήρα παραρτήματος, καθώς ιστορικά είχε παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης.
Η υπόθεση της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ πέρασε από πολλές «περιπέτειες», καθώς οι πολιτικές εξελίξεις στην χώρα από το 1961, που έγινε η συμφωνία σύνδεσης, ήταν ραγδαίες και οξυμένες με κορυφαίο το πραξικόπημα του 1967 που πάγωσε κάθε ενταξιακή διαδικασία. Εδώ είναι αναγκαία μία παρένθεση, καθώς η περίοδος 1967-1974 δεν αποτέλεσε μόνο μία περίοδο «δημοκρατικής εκτροπής» για τους Δυτικοευρωπαίους «δημοκράτες» αλλά ταυτόχρονα και μία περίοδος όπου άρχιζαν να παρουσιάζονται όλο και πιο έντονα τα σημάδια των αντιθέσεων στο δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές και ιδιαίτερα οι Γάλλοι όλο και περισσότερο αμφισβητούσαν την αμερικάνικη ηγεμονία και μάλιστα όσο ο πόλεμος στο Βιετνάμ αποδείκνυε ότι οι ΗΠΑ ήταν ένας «χάρτινος τίγρης». Η αμερικανοκρατία στην Ελλάδα μαζί με την χούντα των συνταγματαρχών έμπαιναν σε «καραντίνα» και η ένταξη στην ΕΟΚ ξανάρχισε να αποκτά υπόσταση μετά το 1974 και με αίτηση για ένταξη πλήρους μέλους μετά τον Ιούνη του 1975. Η μεταπολίτευση για τη χώρα μας αποτέλεσε ένα προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα σε ΗΠΑ και Δυτικοευρωπαίους ιμπεριαλιστές για την κυριαρχία τους στην χώρα μας και στη βάση αυτή όλα τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν φέρνουν την σφραγίδα αυτού του συμβιβασμού και της διπλής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ έγινε κατά βάση με πολιτικά και όχι οικονομικά κριτήρια, η γεωστρατηγική της θέση στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και η ιμπεριαλιστική κυριαρχία καθόρισαν τις πολιτικές επιλογές της περιόδου. Και σε αυτό συνηγορούν όλες οι πολιτικές εξελίξεις από τη δεκαετία του ’80 μέχρι τα σήμερα, που στον πυρήνα τους έχουν σαν βασικό συστατικό τον έντονο ανταγωνισμό Αμερικάνων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για την κυριαρχία στην χώρα.
Η Ελλάδα εντάσσεται σαν «ισότιμο μέλος» της ΕΟΚ το 1981 και ακολουθεί όλη την πορεία μετεξέλιξης από την «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» στην «Ευρωπαϊκή Ένωση» και την «Οικονομική και Νομισματική Ενότητα» μέχρι σήμερα. Η ντόπια αστική τάξη και οι κάθε φορά πολιτικοί της εκπρόσωποι από την δεκαετία του ΄80 – για να μείνουμε στα πιο πρόσφατα – μέχρι τα σήμερα, θεωρούν την ένταξη σε ΕΟΚ/ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ σαν μεγάλη επιτυχία που άλλαξε ριζικά προς το καλύτερο την ελληνική οικονομία και την κοινωνία, ενίσχυσε τους δημοκρατικούς θεσμούς, επέβαλε την δημοκρατική κανονικότητα, έβαλε την χώρα στο «κλαμπ των ισχυρών της Ευρώπης». Μάλιστα, ο μύθος της «ισχυρής Ελλάδας» είχε πλήξει και εξακολουθεί να πλήττει και την αριστερά «μας», που πίστεψε ότι ο ντόπιος καπιταλιστικός σχηματισμός εισήλθε στην ιμπεριαλιστική του περίοδο. Για να έρθει η εποχή των μνημονίων και να σαρώσει όλους τους μύθους που έστησε η ντόπια αστική τάξη. Καθώς ξεσπούσε η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής έκανε την… πρόβλεψη ότι «η κρίση δεν θα έχει επιπτώσεις στην Ελλάδα, καθώς είναι μέλος της ΕΕ, στη ζώνη του ευρώ και δεν έχει μεγάλη βιομηχανία». Αυτό που αποκαλύφθηκε τα χρόνια που πέρασαν, ήταν ότι ακριβώς αυτοί οι λόγοι που επικαλέστηκε τότε ο Καραμανλής οδήγησαν την χώρα να έχει χάσει το 25% του πλούτου της, να έχει 23% ανεργία, αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης, ξεπούλημα υποδομών και πλούτου, κατάρρευση μισθών-συντάξεων, διάλυση κοινωνικής ασφάλισης-υγείας και παιδείας. Την καταστροφή της χώρας και του λαού δεν την εμπόδισε η συμμετοχή στην ΕΕ και το ευρώ ούτε πολύ περισσότερο η άρχουσα τάξη της, η οποία αφού έβγαλε τα πλούτη της στην Ελβετία, σήμερα κάνει «διαπραγματεύσεις» για να αναβαθμίσει μόνο τη δική της θέση. Αποκαλύφτηκε ότι όλη η περίοδος της συνεχούς λιτότητας ήδη από το 1985 με τις «στενωπούς» μέχρι τα «προγράμματα σύγκλισης» του Σημίτη και τα σφαγιαστικά μέτρα των τελευταίων 7 χρόνων, δεν ήταν τίποτα άλλο από το ξεζούμισμα του λαού για τη μεταφορά πλούτου από τα «μέσα» προς τα «έξω» και για να πλουτίζουν τα ντόπια παράσιτα της άρχουσας τάξης, παρά η συγκρότηση μίας «κανονικής ευρωπαϊκής χώρας» όπως προπαγανδίζουν επί δεκαετίες. Και αυτό φάνηκε ολοκάθαρα το καλοκαίρι του 2015, όταν οι απειλές των ιμπεριαλιστών να «κατεβάσουν τον διακόπτη» έσπειρε τον πανικό στην αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, που σύσσωμο έτρεξε να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο.
Είναι γεγονός ότι από την περίοδο των ΜΟΠ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα), των ΚΠΣ (Κοινοτικά Προγράμματα Σύγκλισης), της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), μέχρι τα ΕΣΠΑ (Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης) σήμερα, έχουν διοχετευθεί μεγάλα κονδύλια προς την Ελλάδα από ΕΟΚ/ΕΕ. Υπολογίζεται ότι οι «πόροι» των διάφορων «πακέτων στήριξης» μέχρι το 2014 ξεπερνούν τα 110 δις. ευρώ. Τότε πού οφείλεται η σημερινή κατάληξη; Στο «όλοι μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου ή στο τι πραγματικά ήρθαν να εξυπηρετήσουν αυτοί «οι κρουνοί της χρηματοδότησης»; Πώς γίνεται δηλαδή να ενισχύεται η γεωργία στη χώρα μας από ΕΟΚ /ΕΕ με 40 δις μέσω της ΚΑΠ και να έχουμε μείωση αγροτικού πληθυσμού, μείωση αγροτικής παραγωγής, μείωση του πραγματικού εισοδήματος των εναπομεινάντων αγροτών, έλλειμμα στο αγροτικό ισοζύγιο; Πώς γίνεται να ενισχύεται η παραγωγική βάση με τα διάφορα μέτρα «στήριξης» και να έχουν εξαφανισθεί ολόκληροι παραγωγικοί κλάδοι όπως το ένδυμα, η κλωστοϋφαντουργία, το έπιπλο, το παπούτσι, τα είδη υγιεινής κ.ά.; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι άμεσα συνδεμένες με την κατεύθυνση αυτών των ενισχύσεων και των στοχεύσεών τους. Όσο αφορά την αγροτική παραγωγή, κύριο στόχο αποτέλεσε η μείωση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, σαν πρώτη ύλη, στην ξένη και ντόπια βιομηχανία και όχι βέβαια η ενίσχυση των αγροτών. Ταυτόχρονα, οι επιδοτήσεις πλουτίζουν ακόμα περισσότερο τους μεγαλοαγρότες- καπιταλιστές, δημιουργώντας και ένα στρώμα στήριξης στην «ευρωπαϊκή προοπτική». Μέσω της πολιτικής των επιδοτήσεων καταστράφηκαν ολόκληροι κλάδοι της γεωργικής παραγωγής ενώ ο προσανατολισμός σε «μονοκαλλιέργειες» είχε σαν αποτέλεσμα να μην υπάρχει επάρκεια και να γίνονται αθρόες εισαγωγές. Σε ότι αφορά τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας, αυτοί που κυρίως ενισχύθηκαν ήταν έργα μεταφορών, οι υποδομές σε ενέργεια-φυσικό αέριο και οι τηλεπικοινωνίες-πληροφορική, με καταθλιπτική τη συμμετοχή σε όλα αυτά τα έργα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Τα οποία, αφού πήραν όλη τη χρηματοδότηση των «κοινοτικών και εθνικών πόρων» για την κατασκευή τους, στη συνέχεια αναλαμβάνουν και την πλήρη εκμετάλλευσή τους είτε μέσω παραχωρήσεων είτε μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Αεροδρόμια, οδικοί άξονες, ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου, μετρό, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ, φυσικό αέριο, σχεδόν μονοπωλούν την κατεύθυνση των «κοινοτικών ενισχύσεων», με σαφή στόχο να μετατρέψουν την Ελλάδα σε μία «πλατφόρμα» υπηρεσιών διευκόλυνσης της διακίνησης των ευρωπαϊκών προϊόντων και όχι μόνο, ενός ελεγχόμενου ενεργειακού κόμβου και ένα προγεφύρωμα για τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις σε όλη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η υλοποίηση αυτών των στρατηγικών επιλογών από μέρους των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, με την άμεση σύμπραξη της ντόπιας πλουτοκρατίας είναι αυτή που έχει οδηγήσει στη σημερινή εφιαλτική κατάσταση τον εργαζόμενο λαό. Η ανατροπή αυτού του εφιάλτη όχι μόνο δεν μπορεί να αφήσει άθικτα τα δεσμά της εξάρτησης από την ΕΕ αλλά πρέπει να αποτελέσει έναν από τους βασικούς στόχους πάλης του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Η έξοδος από την ΕΕ-ΟΝΕ δεν μπορεί να αποτελέσει έναν «μεταβατικό» στόχο του κινήματος, όπως διατείνονται κάποιοι μέσα στην αριστερά, αλλά έναν στρατηγικό στόχο πάλης, που οικοδομείται μέσα από τις αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων και συνδέεται άμεσα με την οικοδόμηση μίας χώρας ανεξάρτητης και σοσιαλιστικής.