Τα τελευταία χρόνια, το σκηνικό στις δυνάμεις που αναφέρονται στο κίνημα έχει υποστεί σοβαρές μετατοπίσεις. Η δεξιόστροφη πορεία του πολιτικού σκηνικού, την οποία έχει επιβάλει η επίθεση του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος παγκόσμια και με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στη χώρα μας, έχει συμπαρασύρει τις δυνάμεις αυτές. Τελικά, η όξυνση της κρίσης του συστήματος και η κλιμάκωση της επίθεσής του, αντί να ταρακουνήσει τις αντιλήψεις των δυνάμεων αυτών (όπως, ίσως, κάποιοι αγωνιστές έλπιζαν), τις οδήγησαν στην παγίωση των ρεφορμιστικών χαρακτηριστικών τους. Και οι αιτίες για αυτό πρέπει να αναζητηθούν σε δύο βασικούς παράγοντες:
Πρώτα, στη συνολική αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, που οδήγησε μια σειρά μικροαστικά στρώματα να αποκτήσουν την «ηγεμονία» σε μαζικές και σημαντικές κινητοποιήσεις που βασικά εκδηλώθηκαν την περίοδο 2010-12 και σε κάποιες στιγμές πήραν το χαρακτήρα ξεσηκωμού. Τα στρώματα αυτά λόγω της θέσης τους (αλλά και σε συνδυασμό με την πολιτική μακρόχρονη κυριαρχία αντίστοιχων αστικών και μικροαστικών – ρεφορμιστικών αντιλήψεων) παρέμειναν εγκλωβισμένα σε αυταπάτες εύκολων μαχών, επιστροφής στην προ της κρίσης κατάσταση και μιας αποκατάστασης της «ισορροπίας» όπου τα στρώματα αυτά δεν θα συντρίβονταν. Η εργατική τάξη ως τάξη και όχι ως μεμονωμένοι άνθρωποι, όλη αυτήν την περίοδο έμεινε χωρίς φωνή, χωρίς δικό της αποτύπωμα στις εξελίξεις.
Δεύτερο, στις ίδιες τις καταβολές των δυνάμεων αυτών (και εννοούμε, ΟΛΕΣ τις δυνάμεις από το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ μέχρι τον τροτσκισμό και την αναρχία), που η καθεμιά με τον τρόπο της συγκροτήθηκε πάνω στην ήττα και την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, πάνω στα συντρίμμια του κομμουνιστικού κινήματος, πάνω στην πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός είναι ανίκητος και αποτελεί μονόδρομο. Οι ίδιες αυτές δυνάμεις είναι ιστορικά συνυπεύθυνες για την (υποτίθεται) από τα «αριστερά» συκοφάντηση του επαναστατικού, κομμουνιστικού, εργατικού κινήματος, στο πλαίσιο των διαπιστευτηρίων στο σύστημα, το οποίο απαιτεί σταθερά μια ισχυρή δόση αντικομμουνισμού, αντιμπολσεβικισμού, αντιλενινισμού, αντισταλινισμού και αντιμαοϊσμού.
Με βάση τα παραπάνω, κυριάρχησε τα προηγούμενα χρόνια μια απογείωση των περισσότερων από αυτές τις δυνάμεις για γρήγορες λύσεις και κόλπα που θα παρακάμψουν την επώδυνη και κοπιώδη προσπάθεια συγκρότησης της εργατικής τάξης ως τάξη για τον εαυτό της μέσα από την όξυνση των αγώνων και της ταξικής πάλης, επιβλήθηκαν στην κουβέντα στο κίνημα μικροαστικές βιασύνες και άγχη για «ιστορικές ευκαιρίες που χάνονται» (εκλογικού πάντα χαρακτήρα) και παράχθηκαν άπειρα πολιτικά σχέδια (διανθισμένα με φλύαρους βερμπαλισμούς) στρατηγών χωρίς στρατούς.
Το χαστούκι διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν έβαλε μυαλό σε καμία από τις δυνάμεις αυτές. Αντίθετα, συνεχίζουν να κινούνται στην ίδια χρεοκοπημένη ρότα. Πιο συγκεκριμένα, τα χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν ΟΛΕΣ τις παραπάνω δυνάμεις (με διαβαθμίσεις η καθεμιά τους ανά χαρακτηριστικό) είναι τα εξής:
- οι ρεφορμιστικές αντιλήψεις, είτε αυτές εκφράζονται με απόψεις κοινοβουλευτικών αυταπατών και σχέδια κατάληψης του κράτους και εργαλειακής του χρησιμοποίησης «σε όφελος του λαού» και με συνακόλουθο καταιγισμό προτάσεων διαχείρισης, είτε με αποδοχή του καπιταλιστικού μονόδρομου και αυταπάτες για νησίδες «δίκαιου εμπορίου», «αυτοδιαχείρισης», «απελευθερωμένων από τις δυνάμεις καταστολής περιοχών» κοκ.
- η αντικατάσταση του κινήματος αντίστασης – διεκδίκησης με κινήσεις εθελοντισμού, στις οποίες όση πολιτική σάλτσα και αν προσθέτουν οι υποστηρικτές τους, όταν αυτές γίνονται έξω από διαδικασίες κινήματος, εκπίπτουν σε φιλανθρωπία αλλά και σε αποενοχοποίηση του αστικού κράτους και απαλλαγή του από καθήκοντα που αυτό έχει απέναντι στο λαό.
- η απογείωση των ακτιβισμών και των τηλεοπτικών γεγονότων, μια τακτική που αποκοιμίζει και αποσυγκροτεί παραπέρα τις λαϊκές μάζες, νομιμοποιώντας την αντίληψη ότι τους αγώνες τους κάνουν κάποιοι… «ειδικοί στον αιφνιδιασμό», αλλά και ότι οι αγώνες αντανακλούνται στο θέαμα και στη «φασαρία» που παράγουν, έξω από την ενεργητική συμμετοχή των μαζών.
- η παγίωση του εκλογικού κρετινισμού και των κοινοβουλευτικών αυταπατών (εδώ δεν θα είχαμε πρόβλημα να εξαιρέσουμε την αναρχία αν δεν ήταν πολύ πρόσφατη η πανστρατιά της το 2015 πίσω από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και στις βουλευτικές εκλογές αλλά και στο δημοψήφισμα, αποκαλύπτοντας πόσο κάλπικος είναι ο αντιεκλογισμός της) και η υποταγή των διάφορων πολιτικών σχεδίων σε αυτόν τον στόχο. Η διαμόρφωση τακτικών από διάφορες δυνάμεις για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν τις εκλογές με το ένα μάτι σε αυτές.
- η πλήρης απομάκρυνση και απέκδυση στοιχειώδους κομμουνιστικής φυσιογνωμίας είτε μέσω της πλήρους υποτίμησης της εργατικής τάξης, είτε μέσω της αποθέωσης του εναλλακτισμού και της εποικοδομητικής κριτικής στον καπιταλισμό, είτε μέσω της έλλειψης κατανόησης της ιστορικής φάσης που διανύουμε ως μια φάση που καθορίζεται από τον δυσμενή συσχετισμό, είτε, τέλος, με τον ανοιχτό αντικομμουνισμό και την στοίχιση σε αυτόν τον τομέα πίσω από το σύστημα – με προνομιακό και αγαπημένο πεδίο τον αντισταλινισμό και αντιμαοϊσμό.
Πριν συνεχίσουμε την σύντομη αναφορά μας στις δυνάμεις αυτές, διευκρινίζουμε ότι τα παραπάνω τα εντοπίζουμε για να είναι καθαρό ότι, σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων, ο συσχετισμός είναι –δυστυχώς- απόλυτα αρνητικός για την οργάνωσή μας. Όχι μόνο και όχι τόσο με την στενή «αριθμητική» έννοια, αλλά βασικά γιατί τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά των δυνάμεων αυτών εδράζονται στο ίδιο το σύστημα, έχουν τις δικές του «πλάτες» και παίρνουν δύναμη από την κυριαρχία του.
Πιο συγκεκριμένα:
Για το ΚΚΕ
Το ΚΚΕ –από την επιβολή της δεξιάς γραμμής το ’56 και μετά- είναι ο βασικός πυλώνας του ρεφορμισμού(1) στη χώρα μας (ο άλλος πιο αδύναμος πυλώνας – δίδυμο αδερφάκι του ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσωτ. φρόντισε με την μετέπειτα πορεία και τη σημερινή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να αποκαλύψει πλήρως τη δική του φύση), είναι το κόμμα που έχει τη βασική ευθύνη για τη διάλυση και την ήττα του εργατικού κινήματος. Είναι το κόμμα που ιστορικά εμπέδωσε τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας στο εργατικό κίνημα, τη μετατροπή των (από ταξική άποψη) πιο σημαντικών συνδικάτων σε σφραγίδες, την «αριστερή» εμπέδωση της αντιδραστικής γραμμής «οι λαοί ΕΧΟΥΝ ανάγκη από προστάτες». Τα δοκίμια που εκδίδει και η «διόρθωση» της ιστορίας, την οποία δηλώνει πως επιδιώκει, υπόκεινται σε δύο βασικές ακυρώσεις:
Η πρώτη είναι η συνολική αντιφατικότητα των υποτιθέμενων συμπερασμάτων του. Το ΚΚΕ βαράει μια στο καρφί και μια στο πέταλο. «Δικαιώνει» το Ζαχαριάδη και κλείνει το μάτι στο Στίνα, «υπερασπίζεται» τον Στάλιν και επιτίθεται στις επιλογές του κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της περιόδου. Ο στενός (τροτσκιστικών καταβολών) οικονομισμός στις εκτιμήσεις του και η μονομανία περί «επιχειρηματικών ομίλων» δημιουργεί σύγχυση σε αριστερές συνειδήσεις και αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια κατανόησης των εξελίξεων.
Η δεύτερη είναι ότι ακόμα και αυτές οι –άλλοτε λανθασμένες και άλλοτε σε σωστή κατεύθυνση- αναθεωρήσεις του ΚΚΕ, αποδεικνύονται απόλυτα υποκριτικές όταν τίθενται στην κρίση της σημερινής του πρακτικής. Ενώ το ΚΚΕ πλησιάζει τον τροτσκισμό στην θεώρησή του για την «ιμπεριαλιστική Ελλάδα», επιστρέφει όταν το απαιτήσει το σύστημα στη θεωρία της καημένης Ελλάδας που όλοι την επιβουλεύονται. Ο «σκοπιανός αλυτρωτισμός» και η «τούρκικη επιθετικότητα» είναι οι απειλές για αυτήν τη φοβερή και τρομερή ιμπεριαλιστική ελληνική αστική τάξη σύμφωνα με το ΚΚΕ. Από το ένα ακραίο λάθος στο άλλο. Από την άλλη οι πρόσφατες κριτικές του τοποθετήσεις του στη στροφή του ’56-’57 και η υποτιθέμενη εναντίωσή του στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, στο ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό και στην πολιτική γραμμή διαχείρισης του συστήματος αποδεικνύονται υποκριτικές κάτω από τη βροχή τροπολογιών και προτάσεων νόμου στη Βουλή, δηλώσεων του τύπου «η μόνη λύση για να μη μειωθούν οι συντάξεις είναι να ψηφιστεί στη Βουλή η τροπολογία του ΚΚΕ» αλλά και συναντήσεων της ηγεσίας του με Τσίπρα, Μητσοτάκη και προέδρους Επιμελητηρίων που εκπροσωπούν τον ιμπεριαλισμό και το κεφάλαιο (Ελληνοαμερικάνικο, Εμπορικό Βιομηχανικό). Ενώ, ταυτόχρονα, είναι βαθιά ποτισμένο στις συνδιοικητικές αντιλήψεις και στον κρατικό και κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό.
Συνολικά, το ΚΚΕ συνεχίζει στο γνωστό μοτίβο της διγλωσσίας και της συνεχούς αλλαγής τοποθετήσεων, με σταθερή πρόθεση να αποφύγει να εμπλακεί σε καταστάσεις που μπορεί να το φέρουν σε θέση σύγκρουσης με το σύστημα. Συνεχίζει να νιώθει άνετα με την εξαφάνιση των λαϊκών μαζών από τους δρόμους του αγώνα γιατί έτσι μπορεί να αποκρύπτει τη χάρτινη κυριαρχία του σε «δεκάδες εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες και εκατοντάδες σωματεία» και να φαίνεται ότι «μόνο αυτό αντιστέκεται». Πλειοδοτεί σε θεαματικές ενέργειες και δεν απασχολείται καθόλου από την κατάσταση πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης μιας που αυτή «έχει το κόμμα της» παρά την αποσυγκρότησή της! Πιο σημαντικό είναι ότι το ΚΚΕ συνεχίζει να υποστηρίζει την προσέγγιση της «αερογέφυρας» για το σοσιαλισμό, προβάλλοντας ως διέξοδο την κομματική του ενίσχυσή και παρακάμπτοντας τη διαδρομή που πρέπει να διανυθεί. Μια διαδρομή συγκρότησης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων μέσα από την ένταση των αγώνων, οι οποίοι πολλές φορές θα είναι ανολοκλήρωτοι, έξω από προδιαγραφές και ολοκληρωμένα σχέδια. Συνεχίζει να αντιμετωπίζει την ταξική πάλη ως μια διαδικασία σεμιναριακού τύπου σε κομματικά γραφεία έξω από την πραγματική γνώση που αποκτούν οι μάζες στους δρόμους του αγώνα, στην όξυνση της ταξικής πάλης.
Οι δυνατότητες κοινής δράσης με δυνάμεις του ΚΚΕ περιορίζονται αντικειμενικά (και με βάση τη δική του στάση) σε κάποιες κινήσεις σε πρωτοβάθμια σωματεία. Αυτήν την ενδεχόμενη κοινή δράση (ψηφίσματα, στήριξη απεργιών, αντιπαράθεση σε διοικήσεις και εργοδοσία) δεν πρέπει να την αποφεύγουμε και από την άλλη δεν πρέπει να υποστέλλουμε τη σημαία της κριτικής στο βασικό φορέα του ρεφορμισμού στη χώρα μας.
Για τις ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΛΑΕ
Δεν θέλουμε ασφαλώς να εξισώσουμε μια σειρά τάσεις που συνυπάρχουν σε όλον αυτόν το χώρο, τάσεις που σε διάφορα ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα έχουν αποκλίνουσες θέσεις. Ούτε, βέβαια, από την άλλη μπορούμε στο πλαίσιο ενός προσυνδιασκεψιακού (και άρα σύντομου) κειμένου να κάνουμε εκτενή αναφορά σε καθεμία από αυτές τις τάσεις. Με δεδομένα αυτά, θα αναφερθούμε στα γενικά χαρακτηριστικά του χώρου αυτού, σε εκείνα που με έναν τρόπο τον οδηγούν να «ψάχνεται» σε κοινά πολιτικά μονοπάτια.
Το γεγονός ότι αυτός ο χώρος γοητεύτηκε από το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ (και δεν εννοούμε μόνο τις δυνάμεις που εντάχθηκαν άμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τις οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ήταν σε πολυετή και πολυεπίπεδη ώσμωση με τον ΣΥΡΙΖΑ) είναι αναμφισβήτητο.
Η ίδια η βάση συγκρότησης και η μήτρα των περισσότερων από αυτές τις δυνάμεις (ρεφορμισμός, ρεβιζιονισμός, τροτσκισμός), η μικροαστική βιασύνη, ο χρόνιος οπορτουνισμός και η μόνιμη κλίση για κόλπα για κάποιες άλλες (βασικά η πρώην Α/συνέχεια – ΚΟΕ, της οποίας τώρα μια ομάδα που έχει απομείνει περιδιαβαίνει στις νέες «θαυμάσιες ιδέες» του σωβινισμού μαζί με κάτι εθνικιστικά ρετάλια) τις οδήγησαν στην ουρά του ΣΥΡΙΖΑ. Χειρότερο είναι το γεγονός ότι οι δυνάμεις αυτές όχι μόνο δεν έκαναν καμία αυτοκριτική για τη στάση τους αλλά συνεχίζουν στην ίδια αδιέξοδη ρότα των μεταβατικών προγραμμάτων, των εκλογικών στρατηγημάτων και των θεαματικών ενεργειών.
Οι πρόσφατες διεργασίες ανακατατάξεων στον ρευστό χώρο στον περίγυρο των ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΛΑΕ δεν έχει παράξει καμία καινούρια ιδέα, αλλά γίνονται στη βάση των προβλημάτων που υπάρχουν στην ταξική πάλη, σε συνδυασμό –αρκετές φορές- με κρισιακά φαινόμενα πολιτικών παραγόντων που νιώθουν ότι τους αξίζει ένα καλύτερο πλασάρισμα στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Για τη ΛΑΕ: Δεν εκτιμάμε ότι αντέχει κάποιας σοβαρής κριτικής η γενική θεώρηση της ΛΑΕ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα “σωστό εγχείρημα”, το οποίο απλώς πουλήθηκε από την ομάδα Τσίπρα. Για πολλά χρόνια στα λημέρια του ρεβιζιονισμού – ρεφορμισμού, η ομάδα Λαφαζάνη γαλουχήθηκε στη λογική των “προοδευτικών κυβερνήσεων” και της “εθνικής ενότητας” και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ούτε ο ρόλος που έπαιξε στην αποπροσανατολιστική και καταστροφική αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ ούτε ο απόλυτα διαχειριστικός χαρακτήρας της γραμμής της ούτε και η πρόσφατη προβολή ενός σοσιαλσωβινιστικού προφίλ. Παράλληλα, ο αντιιμπεριαλισμός της γίνεται κάλπικος όταν γίνεται πλυντήριο κάθαρσης του ρώσικου ιμπεριαλισμού και αναζήτησης ενός άλλου “καλύτερου” ιμπεριαλιστή – “προστάτη”.
Για το ΝΑΡ(2): Το ΝΑΡ παρά τις εμμονές περί “νέου” που έχει, δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει κάτι νέο πέρα από το αναμάσημα θεωρημάτων αποκομμουνιστικοποίησης που κρατάνε από την ευρωπαϊκή ρεφορμιστική Αριστερά και σχετίζονται με τα νέα… μεταϊμπεριαλιστικά στάδια του καπιταλισμού, με την υποτίμηση ή εξαφάνιση του ιμπεριαλισμού και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, με το ξεχείλωμα της εργατικής τάξης, με το άγχος του να πετάξει τα βαρίδια (έτσι τα βλέπει) που δημιούργησε η περίοδος εφόδου του επαναστατικού, κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Με τις καταβολές του από το ΚΚΕ, το ΝΑΡ δεν επιδεικνύει λιγότερους ηγεμονισμούς, καπελώματα και τάσεις θεαματικών ακτιβισμών και εικονικών “συντονισμών ταξικών σωματείων”. Η μακρόχρονη συνύπαρξη του ΝΑΡ στο πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το ΣΕΚ (ένα από τα πιο οπορτουνιστικά μορφώματα που έχουν περάσει από το κίνημα) έχει δύο πλευρές: Αν η μία πλευρά είναι οι οπορτουνιστικοί συμβιβασμοί διάφορων πολιτικών ρευμάτων στο φόντο της φιλοδοξίας του πλασαρίσματος στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό (και του… 3%), η άλλη πλευρά είναι μια -έστω μερική- κοινή ανάλυσή τόσο σε σχέση με την “εξαφάνιση” του ιμπεριαλισμού όσο και με τον αντισταλινισμό που τους διακρίνει.
Ενώ σε σχέση με τα περιβόητα μεταβατικά προγράμματα των ΛΑΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ανεξάρτητα από τις επιμέρους αναλύσεις, περιγραφές και διαδρομές, καταλήγουν στο ίδιο σημείο: Στη σημερινή φάση ταξικού συσχετισμού, με αφοπλισμένο το λαό και την εργατική τάξη, αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια όχι μόνο ανακυκλώνουν τις αυταπάτες εύκολων λύσεων και “αντιφατικών κυβερνήσεων” που θα “ανοίξουν το δρόμο προς το σοσιαλισμό” αλλά (το χειρότερο) δημιουργούν σύγχυση για τη φάση που διανύουμε και καθυστερούν την ανταπόκριση στα δύσκολα καθήκοντα που θέτει η πραγματική ζωή.
Η οργάνωσή μας επιδιώκει σε ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ την κοινή δράση με δυνάμεις που κινούνται στο πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (εξαιρούμενου του ΣΕΚ, που από καμία πολιτική και ιδεολογική σκοπιά δεν δείχνει πιθανό κάτι τέτοιο) αλλά και της ΛΑΕ (με περισσότερες δυνατότητες με την Παρέμβαση, η οποία, πάντως, χρωστάει έναν απολογισμό για την επιλογή της να ενταχθεί στο πλαίσιο της ΚΟΕ στο ΣΥΡΙΖΑ). Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν αποδέχεται ηγεμονισμούς, καπελώματα και αντίστοιχες πρακτικές, στις οποίες μας έχουν συνηθίσει κάποιες από τις δυνάμεις αυτές.
Για το Μ-Λ ΚΚΕ
Το Μ-Λ ΚΚΕ το γνωρίσαμε καλύτερα τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της Λαϊκής Αντίστασης – ΑΑΣ(3). Είναι η οργάνωση με την οποία είναι περισσότερο δυνατό να συνυπογράψουμε ένα πολιτικό κείμενο χωρίς σοβαρά πολιτικά προβλήματα. Από την άλλη παραμένουν, χωρίς να έχουν αμβλυνθεί, οι γνωστές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές που σχετίζονται με τη “θεωρία των τριών κόσμων”, αλλά ακόμα περισσότερο με το ζήτημα του τρόπου οικοδόμησης κινήματος και κόμματος της εργατικής τάξης. Οι φυσιογνωμίες των δύο οργανώσεων παραμένουν σε απόσταση ενώ οι πρόσφατες αποκλίσεις στα ζητήματα του Brexit αλλά και των ελληνοτουρκικών απέδειξαν για μια ακόμα φορά το άτοπο της θέσης του Μ-Λ ΚΚΕ για κομματική ενότητα, καθώς και ότι οι σχέσεις γενικότερα ανάμεσα στις οργανώσεις είναι σε ρευστή κατάσταση. Ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα προκύπτει από την αδυναμία των δύο οργανώσεων να κάνουν βήματα κοινής δράσης σε κάποιους από τους χώρους που παρεμβαίνουν και οι δύο (οι εκπαιδευτικοί είναι ένα χτυπητό παράδειγμα, όπου οι δυνάμεις του Μ-Λ ΚΚΕ δείχνουν αγκιστρωμένες στη συμμαχία τους με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και επιδεικνύουν αντίστοιχο με αυτήν ηγεμονισμό και μεγαλοκομματισμό).
Σε κάθε περίπτωση, το Μ-Λ ΚΚΕ παραμένει μια συναγωνιστική οργάνωση απέναντι στην οποία είναι τόσο λάθος κάθε πρακτική υπεροψίας όσο από την άλλη και κάθε πρακτική απόκρυψης των διαφωνιών και της κριτικής στις λαθεμένες θέσεις του.
Για τον τροτσκισμό
Ο τροτσκισμός είναι το κατεξοχήν ρεύμα που ψαρεύει στα θολά νερά. Κριτικάρει το κομμουνιστικό κίνημα για τα λαϊκά μέτωπα και την ηρωική ένοπλη πάλη που αυτό έκανε, όταν αυτός αποτελεί διαχρονική ουρά όχι μόνο στο ρεφορμισμό αλλά και στη σοσιαλδημοκρατία και σε καθαρά αστικές πολιτικές εκδοχές (στη χώρα μας του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, στις ΗΠΑ των Δημοκρατικών, στη Βρετανία των Εργατικών κοκ). Ο τροτσκισμός, που δεν έχει καταφέρει να συμμετέχει στα σοβαρά σε κανένα επαναστατικό κίνημα στον κόσμο, δηλητηριάζει τα μυαλά αγωνιστών με καθαρό αντικομμουνισμό δανεισμένο από τις πιο μαύρες προπαγανδιστικές μηχανές του συστήματος. Μόνο η υποχώρηση του κινήματος και η μειωμένη έφεση ιστορικής – πολιτικής μελέτης που την συνοδεύει, επιτρέπουν στον τροτσκισμό (παρέα ασφαλώς και με τη συμπάθεια αστικών πολιτικών κύκλων και την ώσμωσή του με τη σοσιαλδημοκρατία) την χοντροκομμένη παραποίηση της ιστορίας σε αντικομμουνιστική κατεύθυνση(4).
Ταυτόχρονα, τώρα σε συνθήκες κρίσης και ήττας αποκτά ευρύτερη… γοητεία και αγγίζει το ΚΚΕ και το ΝΑΡ η αντιεπιστημονική τροστσκιστική αντίληψη θαψίματος του ιμπεριαλισμού του Λένιν και προβολής του υποτίθεται πούρου εργατισμού.
Οι τροτσκιστικές οργανώσεις με διάφορες παραλλαγές συνέβαλαν τα μέγιστα στην προώθηση των ρεφορμιστικών «μεταβατικών προγραμμάτων» ενώ προβάλλουν ακόμη και σήμερα αποπροσανατολιστικά αιτήματα περί «κυβέρνησης των εργαζομένων», «αντεπίθεσης» κ.λπ.
Με τροτσκιστικές δυνάμεις δεν αποφεύγουμε την κοινή δράση, έχοντας πάντως καθαρό ότι τόσο αυτές όσο και εμείς ξέρουμε πού το πάνε το πράγμα.
Για την αναρχία
Η αναρχία είναι από κάθε άποψη το τυπικό (“ριζοσπαστικό”) παράγωγο της ήττας του επαναστατικού, κομμουνιστικού, εργατικού κινήματος. Κι αυτό από δύο πλευρές: από τη μία το γενικό πλαίσιο της “επανάστασης που θα γίνει χωρίς οργάνωση” είναι σαφές ότι απευθύνεται είτε σε ανθρώπους που σε είναι φάση ήττας και μειωμένου πολιτικού κριτηρίου είτε σε ανθρώπους που θεωρούν δεδομένο πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ανατραπεί και αυτό που μένει είναι το σαμποτάζ του. Από την άλλη αποτελεί καταφύγιο για ανθρώπους που έχουν διαισθανθεί την δεξιά γραμμή ενσωμάτωσης της αριστεράς και ψάχνουν άλλες διεξόδους.
Όμως η αναρχία αποτελεί ένα μεγάλο αδιέξοδο. Η αντιιεραρχική της υστερία συντρίβεται στους αρχηγισμούς και τα καπελώματα των ηγετών της, η αντικομματικότητά της αναιρείται από το πραγματικό γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα πιο “κόμμα” από αυτήν. Οι αποκλεισμοί, τα καπελώματα, οι τραμπουκισμοί, η περιφρούρηση του “ζωτικού της χώρου” αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά των αναρχικών ομάδων. Πολλές από αυτές είναι βουτηγμένες στο ρεφορμισμό και στην αναζήτηση “ελεύθερων νησίδων” μέσα στον καπιταλισμό. Η αναρχία, που γνώρισε μια έξαρση μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, επέστρεψε στα γνωστά αδιέξοδά της που εντάθηκαν με την (με τις ευλογίες της) άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία.
Καταφύγιο και σταθερή βάση συγκρότησής της είναι η αποθέωση του ατόμου, οι αυταπάτες, η υποταγή στο θέαμα, η υπεροψία απέναντι στο λαό και η αντικομμουνιστική ατζέντα. “Μπάχαλη” και “πολιτική” αναρχία συναντιούνται σε αυτά τα χαρακτηριστικά. Η αναρχία παραμένει τάση ανταγωνιστική με το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα.
Με δεδομένο ότι τα κυρίαρχα αυτά χαρακτηριστικά συγκρότησης της αναρχίας συνάδουν με την ιδεολογία του συστήματος, γεγονός που την καθιστά εύκολα ελκυστική σε βαθιά απογοητευμένους αγωνιστές, κοινές δράσεις με αναρχικές ομάδες δεν μπορεί παρά να είναι εξαίρεση και στη βάση ευρύτερων λαϊκών κινήσεων.
Ταυτόχρονα, η οργάνωσή μας πρέπει να διερευνήσει σχέσεις και κοινές δράσεις με ομάδες που έχουν υπάρξει τα τελευταία χρόνια και ενώ κινούνται μαζί με την αναρχία, δηλώνουν κομμουνιστικές και αντιιμπεριαλιστικές. Επιδίωξή μας (εκφρασμένη και δημόσια και όχι κρυφή) πρέπει να είναι η απόσπαση των ομάδων αυτών και μεμονωμένων τέτοιων αγωνιστών από τον περίγυρο της αναρχίας.
Μερικές συνολικές επισημάνσεις
Σημειώσεις:
(1) Αντίθεση, τ. 15-16: «ΚΚΕ: Από ταξικό υποκείμενο σε ρεφορμιστικό συμπλήρωμα του συστήματος» (Σ.Χ.).
(2) Αντίθεση, τ. 14: «4ο Συνέδριο ΝΑΡ: Πλεόνασμα… κομμουνισμού» (Γ.Α.).
(3) Είναι χρήσιμο να ξαναδιαβαστεί ο διάλογος που έγινε ενόψη της 2ης Πανελλαδικής Σύσκεψης της Λαϊκής Αντίστασης – ΑΑΣ και να εντοπιστούν τα πολιτικά ζητήματα πέρα από τις φραστικές οξύνσεις: https://la-aas.blogspot.com/search/label/ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
(4) Αξίζει να ξαναδιαβαστούν τα ντοκουμέντα που έχει βγάλει η οργάνωση με συγγραφέα το Β.Σ. και πιο συγκεκριμένα: “1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει”, “Γιάλτα ή Πόστνταμ και για το ζήτημα Κατίν”, “Ισπανικός Εμφύλιος ‘36-’39”. Χρήσιμο επίσης είναι το βιβλίο του Λούντο Μάρτενς “Μια άλλη ματιά στον Στάλιν”, που μπορεί κανείς να το κατεβάσει εδώ:
https://kupdf.net/download/mu-iota-alpha-alpha-lambda-lambda-eta-mu-alpha-tau-iota-alpha-sigma-tau-omicron-nu-sigma-tau-alpha-lambda-iota-nu-lambda-omicron-upsilon-nu-tau-omicron-mu-alpha-rho-tau-epsilon-nu-sigma-sigma-upsilon-gamma-chi-rho-omicron-nu-eta-epsilon-pi-omicron-chi-eta-1997_58d3f6aedc0d609d40c34628_pdf
(5) Είναι πραγματικά εντυπωσιακό να δει κανείς πόσο παλιές είναι οι διάφορες «νέες» απόψεις και πώς είχαν τοποθετηθεί για αυτές οι επαναστάτες. Ενδεικτικά:
- για το κράτος:
Κομμουνιστικό Μανιφέστο – Μαρξ, Ενγκελς (εισαγωγή): «Η κομμούνα απέδειξε ότι δεν μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς.»
Κράτος και Επανάσταση – Λένιν (Αύγουστος 1917 στη φωτιά της εξέγερσης): «Η πορεία των γεγονότων υποχρεώνει την επανάσταση να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις καταστροφής ενάντια στην κρατική εξουσία, την υποχρεώνει να βάλει το καθήκον της όχι την καλυτέρευση της κρατικής μηχανής, μα τη συντριβή της, την καταστροφή της»
Από την άλλη ο γνωστός Κάουτσκι ξεκαθαρίζει τη θέση του: «η νίκη του προλεταριάτου ενάντια στην εχθρική κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή της κρατικής εξουσίας, αλλά μόνο σε μια ορισμένη μετατόπιση των δυνάμεων μέσα στην κρατική εξουσία. Και ο σκοπός του αγώνα είναι η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας με την απόκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και ανύψωση του κοινοβουλίου σε αφέντη της κυβέρνησης.»
- για «ριζοσπαστικές» αυταπάτες διαχείρισης, αυτοδιαχείρισης, συμμετοχής και το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας:
Η 18η Μπρυμαιρ – Μαρξ (1852): «Με την ήττα αυτή το προλεταριάτο περνά στο πίσω μέρος της επαναστατικής σκηνής… Ένα μέρος του ρίχνεται σε δογματικούς πειραματισμούς, σε τράπεζες ανταλλαγών και σε εργατικούς συνεταιρισμούς, δηλαδή σε μια κίνηση που έχει παραιτηθεί από την Ιδέα να ανατρέψει τον παλιό κόσμο με τα δικά του συνδυασμένα μεγάλα μέσα και ζητάει, αντίθετα, να πραγματοποιήσει την απολύτρωσή του πίσω από τις πλάτες της κοινωνίας, με ιδιωτικό τρόπο, μέσα στους περιορισμένους όρους ύπαρξής του και γι” αυτό αποτυχαίνει αναγκαστικά.»
Κριτική του Προγράμματος της Γκότα – Μαρξ (1875): «(σημείωση: κάνοντας κριτική σε θέση του προγράμματος για ‘ίδρυση παραγωγικών συνεταιρισμών με κρατική βοήθεια κάτω από δημοκρατικό έλεγχο και από τους οποίους θα ξεπηδάει η σοσιαλιστική οργάνωση’): στη θέση της ταξικής πάλης που υπάρχει, μπαίνει μια δημοσιογραφική φράση: ‘το κοινωνικό ζήτημα’ που ‘ανοίγει το δρόμο προς τη λύση του’. Η ‘σοσιαλιστική οργάνωση’ αντί να ξεπηδάει από την επαναστατική πορεία μετατροπής της κοινωνίας, ξεπηδά από την ‘κρατική βοήθεια’ που δίνει το κράτος σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς…» Και παρακάτω: «Φιγουράρουν σε ένα πρόγραμμα ένα σωρό αρκετά μπερδεμένες καθαρά δημοκρατικές διεκδικήσεις, που πολλές από αυτές είναι απλούστατα του συρμού, όπως πχ. ‘η νομοθέτηση από το λαό’, που υπάρχει στην Ελβετία και που κάνει περισσότερο κακό παρά καλό, αν γενικά κάνει κάτι».
Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία; – Λένιν (Σεπτέμβρης 1917): «Εμείς βάζουμε την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου, όπως και την πολιτική εξουσία γενικά στην πρώτη θέση… Όταν εμείς λέμε ‘εργατικός έλεγχος’, βάζοντας αυτό το σύνθημα πάντα δίπλα στη δικτατορία του προλεταριάτου, πάντα ύστερα από αυτή, τότε με αυτό διευκρινίζουμε για τι λογής κράτος γίνεται λόγος… Οι καντέτοι-κορνιλοφικοί ξέρουν θαυμάσια ότι η ‘συμμετοχή των εργατών στον κρατικό έλεγχο είναι ο καλύτερος τρόπος εξαπάτησης των εργατών από την αστική τάξη, ο καλύτερος τρόπος εκλεπτυσμένης εξαγοράς…»
Από εδώ μπορείτε να το κατεβάσετε: