10 ΝΟΕΜΒΡΗ 2018

9η Συνδιάσκεψη – Η εμπλοκή της Ελλάδας στις γεωπολιτικές εξελίξεις σε Μ. Ανατολή – Αν. Μεσόγειο – Βαλκάνια

1. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών καταδεικνύουν ότι στην άμεση περιοχή που βρίσκεται η χώρα μας συγκεντρώνονται οι βασικές αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και αναδεικνύονται όλες οι πτυχές της βαρβαρότητας που το καπιταλιστικό σύστημα, στη σημερινή ιμπεριαλιστική του διάσταση, «μπορεί να προσφέρει» στους λαούς (πολέμους, μαζικές δολοφονίες, καταστροφές, διαμελισμό κρατών, προσφυγιά, μαζική εξαθλίωση κι από κοντά εθνικισμούς, αλυτρωτισμούς, σκοταδισμό, αναβίωση φασισμού). Το σημαντικό είναι ότι η σημερινή κατάσταση δεν είναι το «κακό παρελθόν» που οι λαοί αφήνουν πίσω τους, αλλά ο προάγγελος του χειρότερου μέλλοντος που βρίσκεται μπροστά τους (αν η τύχη τους συνεχίσει να βρίσκεται στα χέρια του ιμπεριαλισμού, του κεφαλαίου και των μωροφιλόδοξων-εξαρτημένων αστικών τάξεων).
Στο θερμό λοιπόν τόξο που ξεκινάει από τα Δυτικά Βαλκάνια, περνάει από το Αιγαίο, την Αν. Μεσόγειο, σκεπάζει τη Μ. Ανατολή και οδεύει προς τη Λιβύη, αναπτύσσονται κεντρικοί και περιφερειακοί ανταγωνισμοί, μέσα από εστίες φωτιάς που καίνε και άλλες που αναμένουν τη σειρά τους, για να επιβεβαιώσουν ή να αναιρέσουν τις δυνατότητες των ΗΠΑ να ξεπεράσουν τα μπλοκαρίσματα της στρατηγικής τους, γι να σηματοδοτήσουν τη μονιμότητα ή όχι της ρωσικής ανάκαμψης και της εξόδου από τα στενά πλαίσια της προηγούμενης περιόδου και για να προσδιορίσουν τα περιθώρια που έχουν οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές να ξεπεράσουν τους τριγμούς της ΕΕ και να βρουν τα δικά τους «πατήματα». Εστίες φωτιάς που αναζωπυρώνουν φιλοδοξίες αλλά και ανησυχίες περιφερειακών δυνάμεων και πυροδοτούν τα τυχοδιωκτικά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά των εξαρτημένων αστικών τάξεων της περιοχής που εκλαμβάνουν τις αντιδραστικές εξελίξεις σαν «ευκαιρία» ή και απειλή για το ρόλο και την υπόστασή τους.
Σ’ αυτό το πύρινο τόξο βρίσκεται «εγκλωβισμένη» η χώρα μας, όχι φυσικά σαν μια απλή «χωροταξική» συνέπεια, αλλά σαν αποτέλεσμα του κυριαρχικού ρόλου που κατέχουν οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της ΕΕ στη χώρα και στην περιοχή. Της βαθειάς εξάρτησης που αποτυπώνεται στο σύνολο των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών πτυχών ύπαρξης και λειτουργίας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, που προσδιορίζει «στρατηγικές» κατευθύνσεις και θέτει όρια και προϋποθέσεις στην αστική πολιτική. Που ακολουθεί και σηματοδοτεί την ελληνική αστική τάξη (και το κράτος της) από τα πρώτα βήματα της πορείας της, αλλά παίρνει πιο ασφυκτικά χαρακτηριστικά στη σημερινή φάση που ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός αγγίζει στρατηγικά ζητήματα και ενεργοποιεί όλες τις αντιθέσεις. Έτσι οι «βαθμοί ελευθερίας» της εξαρτημένης αστικής «μας» τάξης περιορίζονται, τα περιθώρια (των όποιων) επιλογών της στενεύουν και οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της πολιτικής της εξάρτησης μεγαλώνουν.
Παράλληλα αυτή η ενεργοποίηση των αντιθέσεων άνοιξε με πιο επιτακτικό και επικίνδυνο τρόπο το ζήτημα των σχέσεων και ανταγωνισμών της με τις γειτονικές χώρες (πρωτίστως με την Τουρκία), όλη τη βεντάλια των λεγόμενων εθνικών θεμάτων, αλλά και της θέσης και του ρόλου που επιφυλάσσουν γι’ αυτήν οι ιμπεριαλιστές. Δημιούργησε προβληματισμούς, ανησυχίες και φόβους, αλλά και (μωρο)φιλοδοξίες για αλλαγή (σε όφελός της) των συσχετισμών και αναζήτηση (από τα αφεντικά) έως και προνομιακού ρόλου στα Βαλκάνια και στην Αν. Μεσόγειο.
Επιπλέον, τα οκτώ χρόνια περιδίνησης στους τυφώνες των μνημονίων, εκτός από την εξαθλίωση των λαϊκών μαζών, την καταβύθιση των μεσοστρωμάτων και τη (συνακόλουθη) μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού σε όφελος του κεφαλαίου, είχαν σαν αποτέλεσμα την οικονομική συρρίκνωση της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης και την περαιτέρω υποβάθμισή της, ενώ το σύστημα της διπλής εξάρτησης (ΗΠΑ-ΕΕ) ταρακουνήθηκε αρκετές φορές καθώς ο ανταγωνισμός του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού (κυρίως γερμανικού) ιμπεριαλισμού έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Η απόπειρα «εκμετάλλευσης» αυτού του ανταγωνισμού και η εναλλακτική αναζήτηση στηρίγματος στον έναν ή στον άλλο πυλώνα, οδήγησε σε περισσότερα αδιέξοδα, και τελικά, κυρίως όσον αφορά το γεωστρατηγικό πεδίο, στην μεγαλύτερη πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ. Συνολικά η αστική τάξη της χώρας μας έχει εναποθέσει τις τύχες της (και μαζί της χώρας και του λαού μας) στους αμερικανούς και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές βουλιάζοντας ακόμη πιο βαθειά, τα τελευταία χρόνια, στα λασπόνερα της εξάρτησης.

2. Μέσα από αυτά τα λασπόνερα ανασύρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (για λογαριασμό της μεγαλοαστικής τάξης και σε συμφωνία με όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις) τη «στρατηγική» της, που την πλασάρει στο λαό (ανερυθρίαστα) σα διέξοδο από την κρίση. Δηλαδή, την προβολή της χώρας σαν «πυλώνα σταθερότητας» στην περιοχή, την κατοχύρωση ρόλου «στρατηγικού εταίρου» των ΗΠΑ, και την αποκόμιση (κατ’ αυτόν τον τρόπο) γεωπολιτικών και οικονομικών (κυρίως μέσω των ενεργειακών) κερδών.
Χάρη σ’ αυτήν τη «στρατηγική» ο λαός μας καλείται να αποδεχτεί τη μετατροπή της χώρας σε ένα απέραντο χωράφι σπαρμένο με αμερικανικές βάσεις: στη Σούδα, τη Λάρισα, τον Άραξο την Ανδραβίδα, την Αλεξανδρούπολη, τη Σύρο, την Κάρπαθο, το Καστέλι Ηρακλείου, την περιοχή της Καλύμνου. Καλείται να υπομείνει δυσβάσταχτους πολεμικούς εξοπλισμούς για αεροπλάνα, φρεγάτες και άλλα οπλικά συστήματα για τον «εθνικό»-ΝΑΤΟϊκό στρατό «μας», συνεχείς δαπανηρές ασκήσεις από κοινού με ΗΠΑ, Ισραήλ και άλλες χώρες, συμμετοχή σε ΝΑΤΟϊκές ναυτικές περιπολίες, ελέγχους, στρατιωτικές αποστολές και επιχειρήσεις επιτήρησης των κινήσεων του ρώσικου ιμπεριαλισμού. Καλείται να αποδεχτεί δηλαδή τη διεύρυνση και ενίσχυση του ρόλου της χώρας σαν πλατφόρμα εξόρμησης των αμερικανο-νατοϊκών εναντίων των λαών της περιοχής και να αγνοήσει τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό για τον ίδιο και τη ζωή του.
Χάρη σ’ αυτήν τη «στρατηγική» ο λαός μας καλείται να επιδοκιμάσει τη χρησιμοποίηση της χώρας σαν εργαλείο για όλες τις «διευθετήσεις» που προωθούν οι ιμπεριαλιστές (Βαλκάνια) και σαν εξάρτημα αμερικανόπνευστων «στρατηγικών αξόνων» (με Ισραήλ και Αίγυπτο). Καλείται δηλαδή να στηρίξει την προετοιμασία όρων για νέες αναφλέξεις και ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις, νέες σφαγές και εξανδραποδισμούς λαών, νέους κινδύνους για τον ίδιο.
Χάρη σ’ αυτή τη «στρατηγική» ο λαός μας καλείται να χειροκροτήσει την εμπλοκή της χώρας στον ιμπεριαλιστικό ενεργειακό ανταγωνισμό. Στη χρησιμοποίηση της σα «χώρο» διέλευσης αγωγών μεταφοράς ενέργειας, πάντα μονοδιάστατης προέλευσης (ελεγχόμενης από τις ΗΠΑ) και στοχευμένης κατεύθυνσης, που θα αφαιρεί «ενεργειακούς πόντους» από το ρώσικο ιμπεριαλισμό. Καλείται δηλαδή να αποδεχτεί έναν ακόμη μοχλό ελέγχου και πίεσης στα χέρια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Που απαιτεί συμφωνίες και συνεργασίες και παράλληλα καλλιεργεί αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις μωροφιλόδοξες εξαρτημένες αστικές τάξεις, πάντα στην κατεύθυνση της αναβάθμισης της επικυριαρχίας του επί των υποτελών του.
Το αντάλλαγμα θα είναι η «ανάπτυξη», η μετατροπή της χώρας σε «ενεργειακό κόμβο» και η προσδοκία ανάθεσης στην αστική ελίτ, ρόλου ατζέντη των αμερικανο-νατοϊκών στα Βαλκάνια και γενικότερα. Οι αστική «μας» τάξη θέλει να πιστεύει (δεν έχει και άλλο δρόμο) ότι οι επανειλημμένες «κολακευτικές» δηλώσεις του πολυπράγμονα αμερικανού πρέσβη Πάιατ που βαφτίζουν την Ελλάδα σε «ουσιαστικό σύμμαχο με κρίσιμη θέση κατά μήκος του νότιου μέρους της Ευρώπης» και σε «ενεργειακό κόμβο της νότιας Ευρώπης», θα έχουν πραγματικό (γι αυτήν) αντίκρισμα.
Πρόκειται για μια τυχοδιωκτική, επικίνδυνη και υποτελή «στρατηγική» που, το μεν οικονομικό και γεωπολιτικό της αποτέλεσμα για την μεγαλοαστική τάξη της χώρας «παίζεται» κορόνα-γράμματα στην κούρσα κυριαρχίας των αμερικανο-νατοϊκών ιμπεριαλιστών, το δε κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό αντίτιμο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι προδιαγεγραμμένο και χρωματισμένο με τα πιο μελανά χρώματα: κίνδυνοι πολέμου, εθνικιστικές εξάρσεις και σκοταδισμοί, καταβαράθρωση εργασιακών, κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, υποταγή στις ορέξεις του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.

3. Κρίσιμο ζήτημα που έχει τεθεί με πολύ θερμούς όρους, είναι αυτό των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων και διαφορών. Αντιθέσεις που προκύπτουν από τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά των δύο γειτονικών αστικών τάξεων και τον διαχρονικό ανταγωνισμό τους, με επίδικο την αναζήτηση αναβαθμισμένου ρόλου (η μία σε βάρος της άλλης) στο Αιγαίο, την Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Μια αναζήτηση που έχει αναφορά τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και κυρίως τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σήμερα που η τουρκική αστική τάξη έχει κάνει βήματα προσέγγισης με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι όποιες επί μέρους διαφορές και αμφισβητήσεις, για το εύρος του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων, τις γκρίζες ζώνες, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, τη μειονότητα της Θράκης, αλλά και οι διαγκωνισμοί για το Κυπριακό (με τις ιδιαιτερότητές του).
Οι αντιθέσεις επομένως έχουν μόνιμο και συνολικό χαρακτήρα. Κάθε επί μέρους θέμα ανάγεται στη συνολική επιδίωξη της κάθε αστικής τάξης για κατοχύρωση και ενίσχυση του ρόλου της στην περιοχή, κάτι που το βλέπει μόνο μέσα από την υποβάθμιση της άλλης πλευράς. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο, τόσο όσον αφορά τη επισήμανση, ότι για τις αστικές τάξεις δεν υπάρχουν περιθώρια λύσεων ή συμβιβασμών και άρα η βάση της όξυνσης και των κινδύνων είναι συνεχώς υπαρκτή, όσο και σε σχέση με τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζει η αριστερά και ο λαός τις διαφορές αυτές, δηλαδή σαν συνολικά ζητήματα κυριαρχίας και ανταγωνισμού των δύο αστικών τάξεων, και όχι σαν ζητήματα «διεθνούς δικαίου», «κατοχυρωμένων δικαιωμάτων» ή «ρεαλιστικών προσεγγίσεων».
Το δεύτερο και πιο σημαντικό στοιχείο επικινδυνότητας είναι ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας, ο κυρίαρχος ρόλος των δυτικών ιμπεριαλιστών (κυρίως των ΗΠΑ) στις δύο χώρες και στην περιοχή, σε συνάρτηση με τους σχεδιασμούς τους και τους ανταγωνισμούς τους με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό, αλλά και (δευτερευόντως) μεταξύ τους. Είναι αυτός ο παράγοντας που άμεσα (με παρεμβάσεις στις δύο χώρες) ή έμμεσα (με τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην ευρύτερη περιοχή), διαμορφώνει το υπόβαθρο για εκατέρωθεν διεκδικήσεις, για προσδοκίες και απαιτήσεις, για ανησυχίες και φόβους. Υποθάλπει και αναζωπυρώνει εθνικισμούς και αλυτρωτισμούς, ενισχύει ή συγκρατεί την επιθετικότητα των δύο αστικών τάξεων και βάζει τη σφραγίδα του στο εύρος, την ένταση και την κατάληξη των οξύνσεων ή των υφέσεων.
Στη βάση των παραπάνω η διεκδίκηση και διεύρυνση όρων ισχύος και κυριαρχίας από πλευράς των αμερικανών ιμπεριαλιστών τα τελευταία χρόνια στην περιοχή, μέσα από τη φωτιά του πολέμου στη Συρία και ευρύτερα στη Μ. Ανατολή, την αναμόχλευση των Βαλκανίων και την ανατροπή των ενεργειακών ισορροπιών, από τη μια, και η –με αξιώσεις- είσοδος της Ρωσίας σ’ αυτό τον ανταγωνισμό, έχει δημιουργήσει ένα εύφλεκτο υπόστρωμα, καθοριστικό για την πορεία των σχέσεων των δύο χωρών.
Σημαντικό έως καθοριστικό ρόλο θα παίξει η έκβαση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Οι πιέσεις και εκβιασμοί των ΗΠΑ να (ξανά)εντάξουν οργανικά και αποφασιστικά στη δυτική συμμαχία την Τουρκία και η ένταξη της Ελλάδας σ’ αυτές τις κινήσεις, καθώς και η προσπάθεια της Τουρκίας να διαπραγματευτεί και να αποσπάσει εγγυήσεις για την ακεραιότητα της επικράτειάς της, αλλά και την κατοχύρωσή της σαν μια περιφερειακή δύναμη στην περιοχή.
Η στάση της ΕΕ και κυρίως της Γερμανίας σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση (με πρόθεση να αξιοποιήσει τα ρήγματα που δημιουργούνται) και με δεδομένη την πολιτική της διοίκησης Τραμπ να τραβήξει το σχοινί του ανταγωνισμού και με τους ευρωπαίους συμμάχους του, είναι επίσης κρίσιμο σημείο για την Ελλάδα της διπλής εξάρτησης.
Αρνητικός παράγοντας στις όλες εξελίξεις είναι η απουσία του λαού, η σημαντική υποβάθμιση του αντιπολεμικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, ενός κινήματος που –μόνο αυτό- θα μπορούσε να σταματήσει τον κατήφορο της όξυνσης και του πολέμου, να βάλει φραγμό στο δηλητήριο του εθνικισμού –όργανο υποταγής στις αστικές τάξεις και τον ιμπεριαλισμό- και να προωθήσει τη φιλία και αλληλεγγύη των γειτονικών λαών.
Η όξυνση επομένως των ελληνοτουρκικών σχέσεων και με υπαρκτό τον κίνδυνο της μετεξέλιξης μιας «ελεγχόμενης» πρόκλησης σε πιο διευρυμένο θερμό επεισόδιο, είναι μέσα στην πορεία των πραγμάτων και θέτουν τα ανάλογα καθήκοντα στους λαούς και των δύο χωρών. Εκτιμούμε όμως ότι οι συνθήκες δεν οδηγούν άμεσα ούτε τη μία, ούτε την άλλη αστική τάξη στην επιδίωξη μιας ανοιχτής πολεμικής σύγκρουσης. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να μη συμβαδίζει με τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, που δεν φαίνεται να επιθυμούν ένα ανοιχτό θερμό μέτωπο μεταξύ των δύο συμμάχων τους, τη στιγμή που οι «λογαριασμοί» τους στη Μ. Ανατολή και τα Βαλκάνια με του Ρώσους ανταγωνιστές είναι ανοιχτοί και άγνωστης εξέλιξης. Και καμία από τις δύο αστικές τάξεις δεν μπορεί να βγει, με τα σημερινά δεδομένα και με έναν τέτοιο κατηγορηματικό τρόπο, έξω από αυτούς τους σχεδιασμούς. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι πολεμικοί κίνδυνοι δεν υπάρχουν, πολύ περισσότερο που η «ροή» των πραγμάτων συνεχώς τους ενισχύει.
Την ίδια στιγμή διαμορφώνεται και το «εσωτερικό μέτωπο», που εκτός από τη δεδομένη ενιαία στάση όλων των πολιτικών δυνάμεων στη βάση του «εξ ανατολών εθνικού κινδύνου», απαιτεί (αυτή η διαμόρφωση) και την ανάλογη προσαρμογή του λαού, που πρέπει να αποδεχτεί και να υπερασπιστεί την «εθνική ομοψυχία». Το κλίμα στήνεται στη βάση της «τουρκικής επιθετικότητας» απέναντι στην οποία αντιπαρατίθεται ένα μίγμα «ήρεμης, αλλά αποφασιστικής στάσης», μαζί με εμπρηστικές δηλώσεις και πολεμοκάπηλες ιαχές, κι όλα αυτά με το περιτύλιγμα της υποταγής στο καθεστώς της εξάρτησης. Ένα κλίμα που ανεβάζει τον εθνικισμό, το ρατσισμό και το φασιστικό μίσος, με ιδιαίτερη έκφρασή τους απέναντι στη Μειονότητα της Θράκης, η οποία έχει πληρώσει ακριβά το γεγονός ότι αποτελεί αντικείμενο του ανταγωνισμού των δύο αστικών τάξεων, στις μυλόπετρες του οποίου συνθλίβεται διαχρονικά η ζωή και το μέλλον της. Πριμοδοτεί μια γενικότερη αντιδραστική στροφή και παράλληλα μπλοκάρει συνειδήσεις και διευκολύνει την επίθεση στα εργασιακά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα του λαού.
Το αφήγημα της «επιτιθέμενης Τουρκίας» και «αμυνόμενης Ελλάδας», που κρατάει από την ήττα της ελληνικής αστικής τάξης το 1974, πλασάρεται από όλες τις πλευρές του ελληνικού αστισμού και στοχεύει στην υποταγή των λαϊκών στρωμάτων στην αστική τάξη. Αφαιρεί από τις αντιθέσεις των δύο αστικών τάξεων το πραγματικό τους ταξικό περιεχόμενο και τις ανάγει σε αντιθέσεις του «έθνους». Παράλληλα εξαφανίζει την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και όλο το πλέγμα των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και ανταγωνισμών, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται αυτές οι αντιθέσεις.
Η αποδοχή του αφηγήματος αυτού από δυνάμεις της αριστεράς, στην ουσία σημαίνει την άρνηση του γεγονότος ότι και οι δυο αστικές τάξεις είναι από «φύση» επιθετικές και ότι ο «βαθμός» επιθετικότητάς τους είναι ένα μέγεθος «εναλλασσόμενο» που καθορίζεται από τον μεταξύ τους συσχετισμό, αλλά και από το έδαφος που διαμορφώνει ο ιμπεριαλισμός, οι στοχεύσεις του, οι ανταγωνισμοί του. Η ένταξη αυτού του αφηγήματος στον πολιτικό λόγο της αριστεράς, έστω και με το επιχείρημα της αποτύπωσης του σημερινού συσχετισμού, και επειδή ακριβώς δεν αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση και την πορεία κίνησης των πραγμάτων, το λιγότερο που έχει να κάνει είναι να δυσκολέψει την αυτόνομη αντιπολεμική, αντιιμπεριαλιστική και αντιεθνικιστική συγκρότηση του λαού, ενώ έτσι κι αλλιώς –ιδικά με τους σημερινούς αρνητικούς για τις λαϊκές δυνάμεις συσχετισμούς- προμοτάρει την κατεύθυνση της «εθνικής ομοψυχίας». Αν μάλιστα αυτή η εκτίμηση πάει να υλοποιηθεί σε συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, ή θα καταλήξει σε αποδοχή της αστικής πολιτικής (στρατιωτικούς εξοπλισμούς, κοινωνική ειρήνη κλπ), ή αλλιώς θα είναι κενή περιεχομένου.
Δεν έχει λοιπόν κανένα λόγο το λαϊκό κίνημα της χώρας μας να βάλει την αστική «του» τάξη στη θέση του «πιεζόμενου», του «αμυνόμενου» ή του «ενδοτικού» έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Το αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό-αντιεθνικιστικό κίνημα που είναι ανάγκη να συγκροτηθεί και να δυναμώσει, δεν πρέπει να αφήνει ούτε και τη μικρότερη χαραμάδα για να εισχωρήσει στη συνείδηση του λαού η ανοχή, η αποδοχή και πολύ περισσότερο η ανάγκη ένταξης στο «εθνικό αφήγημα». Η όλη κίνησή του πρέπει να είναι αντιπαραθετική και σε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, το καθεστώς της εξάρτησης, την αστική «μας» τάξη και το μίγμα της υποτέλειας και του εθνικισμού που τη χαρακτηρίζει (και φυσικά απέναντι στον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό και των γειτονικών αστικών τάξεων).
Η επισήμανση αυτή είναι ακόμη πιο αναγκαία στις σημερινές συνθήκες ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, με τις συνακόλουθες, βαθειά αρνητικές συνέπειες που έχει στη συγκρότηση της συνείδησης και των μετώπων πάλης του λαού. Για την ανασύσταση, ανασυγκρότηση του κινήματος μέσα από τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στους καταπιεστές τους, μέσα από τον αυτόνομο, ταξικά προσδιορισμένο δικό τους δρόμο. Είναι επίσης η απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί με πραγματικούς όρους, με όρους λαϊκής πάλης και προοπτικής, το κεντρικό καθήκον που τίθεται απέναντι στις επικίνδυνες εξελίξεις: το καθήκον της αποτροπής του πολέμου και της κατηγορηματικής αντίθεσης στην επαναχάραξη των συνόρων, και επομένως το καθήκον εναντίωσης σε κάθε ενέργεια που εντείνει την όξυνση και φέρνει τη σύγκρουση πιο κοντά.

4. Ιδιαίτερο στοιχείο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού αποτελεί το «Κυπριακό», στο οποίο, όπως και σε όλα τα άλλα, οι αστικές τάξεις προσπαθούν να προσαρμόσουν και να εντάξουν τις στοχεύσεις τους στις επιλογές και τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών.
Η Κύπρος αποτελεί έναν σημαντικό κρίκο στη γεωπολιτική αντιπαράθεση που εξελίσσεται σε όλο το πύρινο τόξο που αναφέραμε παραπάνω.
Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές επιδιώκουν να την μετατρέψουν σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο, σε ένα σημείο ελέγχου μεγάλου μέρους της Αν. Μεσογείου, των ναυτικών δρόμων που οδηγούν στο Σουέζ και των στρατιωτικών κινήσεων του ρώσικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Η σημασία των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Αν. Μεσογείου μπορούν να την καταστίσουν, εκτός από χώρο ενεργειακής εκμετάλλευσης, διαμετακομιστικό κέντρο, ο έλεγχος του οποίου προσδίδει ιδιαίτερα πλεονεκτήματα στα πλαίσια του ενεργειακού ανταγωνισμού. Επίσης, μπορεί να αποτελέσει συνεκτικό κρίκο των αξόνων που στήνουν οι ΗΠΑ στην περιοχή και τις δίνουν αυξημένες δυνατότητες επηρεασμού των εξελίξεων.
Ρόλο κατέχει ήδη με τις βάσεις της η Μεγάλη Βρετανία, τον οποίον δεν προτίθεται να εγκαταλείψει. Κατά τον ίδιο τρόπο Γερμανία και Γαλλία δεν είναι διατεθειμένες να δεχτούν υποβάθμιση του οικονομικο-πολιτικού ρόλου που έχουν αποκτήσει μέσω της ΕΕ, αλλά και αυτόνομα.
Τέλος η Ρωσία, που έχει χάσει τους παλιούς δεσμούς της Σοβιετικής Ένωσης με την κυπριακή ελίτ και βλέπει να περιορίζονται τα κανάλια οικονομικής και πολιτικής της επιρροής, έχει κάθε λόγο να προσπαθεί να είναι παρούσα στις εξελίξεις που αφορούν το νησί, αφού κατανοεί πολύ καλά τις επιδιώξεις των ανταγωνιστών της να την εκδιώξουν από την περιοχή.
Μέσα στους όρους που δημιουργεί ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός επιδιώκει η τουρκική αστική τάξη να εντάξει και τις δικές της στοχεύσεις. Για την Τουρκία η Κύπρος διατηρεί μια σημαντική γεωστρατηγική θέση και γι αυτό επιδιώκει καθοριστικό ρόλο σε όλο το νησί και όχι μόνο στο βόρειο τμήμα του. Παράλληλα βέβαια και υπό το φως των εξελίξεων στον ενεργειακό τομέα και σ’ αυτό των «αξόνων», και κατανοώντας τις συνέπειες απομόνωσής της σ’ αυτό το επίπεδο, είναι αποφασισμένη να αντιδράσει, υποστηρίζοντας το «έχει» της (κατοχή του 36,2% του νησιού) με την ενίσχυση της παρουσίας της στη λεγόμενη Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία (δημιουργία στρατιωτικής βάσης) και με πυκνές ενέργειες στο Νότιο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και τμήματα της Κυπριακής ΑΟΖ (που αμφισβητούνται από την ίδια), με στρατιωτική παρουσία, δεσμεύσεις εκτεταμένων περιοχών για ασκήσεις, ερευνητικές γεωτρήσεις κλπ. Αυτές τις κινήσεις βεβαίως τις εντάσσει στη συνολική «διαπραγμάτευση» που κάνει με τις ΗΠΑ και την ΕΕ και στην οποία φυσικά αποτελεί το «αδύναμο μέρος».
Όσον αφορά την ελληνική αστική τάξη, εντάσσει συνολικά το μέλλον της Κύπρου και τον ρόλο της σ’ αυτήν, στην επιδίωξή της να αντιστρέψει τους συσχετισμούς με την τουρκική άρχουσα τάξη, και να αναβαθμίσει το ρόλο της στην περιοχή. Κι εδώ η «στρατηγική» της συνίσταται στην ευθυγράμμισή της με τις ΗΠΑ, θωρώντας ότι αυτό της προσδίδει πλεονεκτήματα και την καθιστά «αξιόπιστο εταίρο» του υπερατλαντικού αφεντικού. Αυτό αφορά και την όποια προωθούμενη διχοτομική «λύση» για το κυπριακό, και το ζήτημα των ενεργειακών και στρατιωτικών αξόνων.
Τόσο η τουρκική, όσο και η ελληνική αστική τάξη θέλουν –και όσο μπορούν το επιδιώκουν- «δικιά τους» ολόκληρη την Κύπρο και καμία δεν είναι πρόθυμη να αναγνωρίσει δικαιώματα και ρόλο στην άλλη, στο νησί. Μ’ αυτόν τον καμβά πορεύονται, αναζητώντας τρόπους για να προσαρμόσουν τους ευρύτερους στόχους τους στα δεδομένα που διαμορφώνουν οι ιμπεριαλιστές και ο ανταγωνισμός τους, πλην όμως τα ζητήματα που έχουν ανοίξει είναι πολύ πιο πάνω από το μπόι τους και τις πιέζουν συνεχώς για πιο επώδυνες προσαρμογές.

5. Η αστική τάξη της χώρας μας «μπήκε» σ’ αυτή τη νέα φάση όξυνσης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού με την αυταπάτη της εκμετάλλευσης της «δύστροπης» στάσης της Τουρκίας απέναντι (κυρίως) στις ΗΠΑ. Πρόβαλε σαν ατού τη γεωπολιτική θέση της, αλλά και το ότι μπορεί να αποτελέσει «πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας». Σε μια περιοχή την οποία οι ιμπεριαλιστές ανακατώνουν και αποσταθεροποιούν συνεχώς, το παραπάνω επιχείρημα θα ήταν χωρίς περιεχόμενο, αν στην πραγματικότητα δεν ήταν προσφορά της χώρας και του λαού στο βωμό της ιμπεριαλιστικής αστάθειας και επιθετικότητας. Αν δε σήμαινε την υποστήριξη της δυνατότητας να αποτελέσει η χώρα τον εναλλακτικό-σταθερό (σε σχέση με την Τουρκία) υπηρέτη των δυτικο-ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Ευελπιστεί η αστική τάξη της χώρας μας και όλο το πολιτικό της προσωπικό ότι ο γεωστρατηγικός σχεδιασμός των ΗΠΑ θα ευνοήσει τις προσμονές και επιδιώξεις της. Αδυνατεί όμως να κατανοήσει ή να αποδεχτεί, επειδή δεν έχει άλλη εναλλακτική διέξοδο, ότι αυτός ο σχεδιασμός ενσωματώνει την Ελλάδα απλώς σαν πλατφόρμα εξόρμησης και όχι σαν «στρατηγικό εταίρο». Ότι όχι μόνο δεν αναδεικνύεται η Ελλάδα σαν «παράγοντας σταθερότητας», αντίθετα ενσωματώνεται ακόμη περισσότερο στην περιοχή της αστάθειας, του ανταγωνισμού και του πολέμου. Αυτό όμως είναι μια (οδυνηρή για το λαό) συνέπεια του καθεστώτος της εξάρτησης, ανεξάρτητα αν πολλοί στην καθ’ ημάς αριστερά και του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου, θέλουν να αγνοούν το καθεστώς αυτό.
Για μια ακόμη φορά λοιπόν η οικονομική, πολιτική και κοινωνική ελίτ της Ελλάδας εναπόθεσε την κατοχύρωση και διεύρυνση της κυριαρχίας της, σε σχέση με την βασική ανταγωνίστριά της, στους ιμπεριαλιστές, με το βάρος να κλίνει συνεχώς προς τους αμερικανούς, που έτσι κι αλλιώς κατέχουν την πρωτοκαθεδρία και το γεωστρατηγικό προβάδισμα στο δυτικό στρατόπεδο. Αυτό βεβαίως δεν είναι χωρίς επιπτώσεις, αφού η εξάρτηση από την ΕΕ είναι πλέον δομικά ενσωματωμένη στη λειτουργίας της, και ο Γερμανικός, αλλά και ο Γαλλικός ιμπεριαλισμός δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τα ατού (όχι μόνο οικονομικά) που αποκομίζουν από το «οικόπεδο» που λέγεται Ελλάδα, κάτι, που ήδη έχει φανεί στη μακρόχρονη πορεία των μνημονίων και προσδιόρισε την «ιδιαιτερότητα» της ελληνικής κρίσης, και θα φανεί, αναλόγως με την ένταση που θα πάρει ο ενδο-δυτικός ανταγωνισμός, ίσως με χειρότερους όρους στο μέλλον.

6. Η επιδιωκόμενη «γεωστρατηγική αναβάθμιση» της χώρας, δηλαδή η απόσπαση της εύνοιας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οδηγεί την ελληνική αστική τάξη σε κινήσεις που την εντάσσουν πολύ βαθειά στους επιθετικούς σχεδιασμούς του. Μια τέτοια κίνηση είναι η σύναψη των αντιδραστικών αξόνων Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, φυσικά κάτω από την αιγίδα των ΗΠΑ, που ξεκίνησαν από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και σφραγίστηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Είναι αντιδραστικοί αυτοί οι άξονες γιατί εντάσσονται και υπηρετούν τις γεωστρατηγικές αναδιατάξεις που επιχειρεί ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στην περιοχή. Γιατί το περιεχόμενό τους καθορίζεται και ευνοεί την επιθετικότητα και τα πολεμικά του σχέδια. Είναι αντιδραστικοί γιατί στρέφονται ενάντια στους λαούς της Μ. Ανατολής και πρώτα απ’ όλα ενάντια στον ηρωικό Παλαιστινιακό λαό. Είναι αντιδραστικοί γιατί σχηματοποιούν ένα νέο παράγοντα όξυνσης και ανταγωνισμού με άλλες χώρες (Τουρκία) εναντίον των οποίων εκ των πραγμάτων στρέφονται.
Οι άξονες αυτοί εκτίνονται σε μια σειρά πεδία: το ενεργειακό, το ζήτημα της ασφάλειας, τον έλεγχο της θαλάσσιας περιοχής, την πολιτική προστασία, τις εμπορικές και επιχειρηματικές σχέσεις, τον τουρισμό, τις διαπολιτισμικές συνεργασίες.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι διευρύνονται και σε επίπεδο στρατιωτικής συνεργασίας αγκαλιάζοντας και άλλες χώρες της Μ. Ανατολής (Σαουδική Αραβία, Εμιράτα), με συχνές συνδυασμένες ασκήσεις των ενόπλων δυνάμεων των χωρών αυτών, μαζί με ΗΠΑ Ιταλία και άλλες ΝΑΤΟϊκές χώρες, στην κατεύθυνση ενίσχυσης του «δυτικού στρατοπέδου» ενάντια στη «ρώσικη απειλή» και τους συμμάχους της, και με επιπρόσθετο περιεχόμενο τη διεύρυνση και ισχυροποίηση του αντι-ιρανικού μετώπου.
Βασικό τους περιεχόμενο είναι η διευθέτηση των ενεργειακών αποθεμάτων της Αν. Μεσογείου (στις ΑΟΖ του Ισραήλ, της Κύπρου, της Αιγύπτου και πιθανώς μελλοντικά της Ελλάδας) και η συνεργασία στη διακίνησή τους. Οι ποσότητες φυσικού αερίου που φαίνεται ότι υπάρχουν στις περιοχές αυτές και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης είναι πολύ μεγάλες. Τα κοιτάσματα Αφροδίτη της Κύπρου, Ταμάρ και Λεβιάθαν του Ισραήλ και Ζορ της Αιγύπτου φτάνουν αθροιστικά τα 2.000 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα.
Η διαχείριση φυσικά αυτών των κοιτασμάτων δεν μπορεί να είναι και δεν είναι αρμοδιότητα των εμπλεκόμενων χωρών, άσχετα αν ανήκουν στις ΑΟΖ τους, για τον καθορισμό των οποίων γίνεται τόσος ντόρος. Το ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνογνωσία και τις οικονομικές δυνατότητές τους ή στον οικονομικό ανταγωνισμό που εξελίσσεται ανάμεσα σε πολυεθνικούς κολοσσούς του ενεργειακού τομέα. Αυτά είναι υπαρκτά ζητήματα και αντανακλώνται στον τρόπο που μοιράζονται τα διάφορα οικόπεδα των ΑΟΖ. Το ουσιαστικό ζήτημα βρίσκεται στο γεγονός ότι τα ενεργειακά αποθέματα της Αν. Μεσογείου αποτελούν πλέον αντικείμενο του ενεργειακού και επομένως του γενικότερου γεωστρατηγικού ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να έχει τον πρώτο λόγο. Αυτό άλλωστε πιστοποιείται και με το συνωστισμό των πολεμικών πλοίων όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών που παρατηρείται στην περιοχή, για να καταδείξει για άλλη μια φορά τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη στρατιωτική και οικονομική ισχύ.
Είναι στρατηγικής σημασίας ζήτημα για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να περιορίσει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από το ρώσικο φυσικό αέριο (που ξεπερνά το 30% των ετήσιων εισαγωγών της και ανήλθε το 2017 σε 164 δις κ.μ.) και να προωθήσει την εξάρτησή της από ελεγχόμενα από αυτόν κοιτάσματα. Αποψιλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη Ρωσία από τα οικονομικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα που της προσφέρει αυτή η σχέση, και ενισχύοντας ταυτόχρονα τη δικιά του στρατηγική υπεροχή στη δυτική συμμαχία.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι επιλογές των δρόμων μεταφοράς αυτών των ενεργειακών αποθεμάτων («Ελληνική οδός»-EastMed, «Αιγυπτιακή οδός», «Τουρκική οδός»), επιλογές που φυσικά υπόκεινται σε τεχνικούς και οικονομικούς περιορισμούς, αλλά η τελική επιλογή τους θα συναρτάται άμεσα με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Συνέπεια αυτού -και για τη χώρα μας- είναι η προσθήκη ενός ακόμη εργαλείου πιέσεων, εκβιασμών, ελέγχου και συμπόρευσή της με τους αμερικάνικους σχεδιασμούς στα θερμά μέτωπα που εξελίσσονται και σε όλες τις «διευθετήσεις» που προωθούνται στη Μ. Ανατολή και ευρύτερα.

7. Ξεχωριστές, στα πλαίσια αυτά, είναι οι ελληνο-ισραηλινές σχέσεις οι οποίες διανύουν –σύμφωνα με την Ισραηλινή πρεσβεία- «μια χρυσή περίοδο, καθώς η Αθήνα και η Ιερουσαλήμ έχουν σφυρηλατήσει ένα νέο στρατηγικό συνεταιρισμό». Το τονίζουμε αυτό επειδή αναφερόμαστε σε μια χώρα που δολοφονεί μαζικά και σε καθημερινή βάση τον Παλαιστινιακό λαό, που αποτελεί κατασκεύασμα του ιμπεριαλισμού σφήνα στον αραβικό κόσμο, βασικό πυλώνα έκφρασης και στήριξης της αμερικάνικης πολιτικής και με βαθειά εμπλοκή και ρόλο στην αιματηρή διαδικασία αναδιάταξης των όρων ισχύος και επιρροής στη Μ. Ανατολή και την Αν. Μεσόγειο. Όλα αυτά καταδεικνύουν τους επικίνδυνους δρόμους στους οποίους έχει μπει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια μ’ αυτόν τον «στρατηγικό συνεταιρισμό» και βεβαίως την αντιδραστικότητα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και σ’ αυτό το πεδίο.
Η νέα περίοδος των σχέσεων άρχισε το καλοκαίρι του 2010 από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που έκανε σε πολλά πεδία εμφανή την περαιτέρω στροφή προς τις ΗΠΑ, την οποία συνεχίζει επάξια η σημερινή κυβέρνηση. Από τότε οι συχνές-πυκνές επαφές και οι εκατέρωθεν επισκέψεις υψηλών πολιτικών παραγόντων, η υποστήριξη της δημιουργίας «κοινής περιφερειακής δύναμης μέσα από τη στρατιωτική συνεργασία των Τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας και Ισραήλ» (πρόεδρος του Ισραήλ Ρέβλιν), η αναγόρευση της συνεργασίας αυτής σε «άξονα σταθερότητας» που «ανοίγει νέους ενεργειακούς δρόμους» (Καμμένος), η ολοένα και πιο διευρυμένη συνεργασία στον τομέα της ανταλλαγής πληροφοριών και υπηρεσιών ασφάλειας και στην «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», η σύσφιξη των πολιτικών σχέσεων και η υποστήριξη του σιωνιστικού κράτους (χαρακτηριστική η μη ψήφιση από την Ελλάδα στον ΟΗΕ της πρότασης για ανάρτηση παλαιστινιακής σημαίας στα γραφεία του Οργανισμού), αποδεικνύουν ότι η συνεργασία αυτή αποκτά συνεχώς πιο διευρυμένα πολιτικά και στρατιωτικά χαρακτηριστικά, σβήνοντας κάθε ίχνος του παλιού προσανατολισμού προς τις αραβικές χώρες.
Αυτοί οι «άξονες» και οι συνεργασίες της Αν. Μεσογείου που προωθούνται από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αφήνουν εκτός ενεργειακού παιχνιδιού την Τουρκία, ενώ το ίδιο γίνεται και στο στρατιωτικό επίπεδο. Είναι προφανές, ότι χρησιμοποιούνται από τις ΗΠΑ, εκτός των άλλων, και ως μέσο πίεσης και συνετισμού της κυβέρνησης Ερντογάν, ενώ για την Ελλάδα, αποτελούν «στρατηγική» (και επιθετική) κίνηση αλλαγής των συσχετισμών σε βάρος της τουρκικής αστικής τάξης.
Φυσιολογικά λοιπόν συναντούν την αντίδραση της τουρκικής αστικής τάξης και όλου του πολιτικού της προσωπικού, με ενέργειες που μεταφέρουν την όξυνση στα οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ και στο Αιγαίο και προσδίδουν στις ελληνοτουρκικές διαφορές περισσότερο βάθος, συνέχεια και επικινδυνότητα.

8. Η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου της Αν. Μεσογείου ανέδειξε την πραγματική διάσταση και το ουσιαστικό περιεχόμενο των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ), που έχουν «εισέλθει» με αποφασιστικό τρόπο τα τελευταία χρόνια στις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και ανακατατάξεις που εξελίσσονται στην περιοχή. Το ίδιο συμβαίνει και για την υποτιθέμενη αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου προς το συμφέρον του λαού και της χώρας στης οποίας την «κυριαρχία» βρίσκονται.
Το νομοθετικό πλαίσιο για το «δίκαιο της θάλασσας» που θεσπίστηκε το 1982, προβλέπει τον καθορισμό θαλάσσιων ζωνών (αιγιαλίτιδα ζώνη, συνορεύουσα ζώνη, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα), επί των οποίων ασκεί πλήρη ή περιορισμένα (αναλόγως της ζώνης) κυριαρχικά δικαιώματα το παράκτιο κράτος και παράλληλα περιορίζει το καθεστώς της «ανοιχτής θάλασσας» πέραν αυτών των ζωνών (εφόσον έχουν οριοθετηθεί). Αυτή η «κυριαρχία» βέβαια την περίοδο του ιμπεριαλισμού, την περίοδο όπου μια χούφτα ισχυρών κρατών ελέγχουν και εξαρτούν όλες τις άλλες χώρες, είναι κενό γράμμα. Το δίκαιο για τις ΑΟΖ είναι ένα «δίκαιο» των ισχυρών, των ιμπεριαλιστικών κρατών και δε χρειάζεται καν να διακηρύσσεται με τυμπανοκρουσίες μέσα στα νομικά κείμενα. Ο αντίθετος ισχυρισμός (που δυστυχώς γίνεται από διάφορες πλευρές της αριστεράς) θα ήταν –τουλάχιστον- «αφελής», και δεν αντέχει ούτε μια στιγμή μπροστά στην ζωντανή πραγματικότητα. Η νομοθέτηση των ΑΟΖ επιδιώκει να «τακτοποιήσει» (βάσει ισχύος) τους όρους με τους οποίους θα διεξάγεται ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και να προσθέσει ένα επιπλέον εργαλείο εκβιασμού και ελέγχου των εξαρτημένων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Αυτή η «τακτοποίηση» που, σημειωτέον, γίνεται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βρίσκεται σε φάση αντεπίθεσης, ισχυροποιεί τη θέση των ΗΠΑ, οι οποίες σε μεγαλύτερη κλίμακα από τους ανταγωνιστές τους, έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους σε όλον τον πλανήτη, με τους στόλους και τις βάσεις τους να πιστοποιούν και να στηρίζουν το καθεστώς εξάρτησης που έχουν επιβάλλει σε πληθώρα χωρών. Ας σημειωθεί εδώ, και για όσους επικαλούνται το γεγονός ότι η ΗΠΑ ήταν η μια από τις τέσσερεις χώρες που καταψήφισαν στον ΟΗΕ το κείμενο για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), ότι η «διαφωνία» τους σχετιζόταν μ’ αυτήν ακριβώς την φάση αντεπίθεσης που προαναφέραμε και αφορούσε την «κατοχύρωση περεταίρω δικαιωμάτων τους» στην εκμετάλλευση των ανοιχτών θαλασσών και όχι τις ΑΟΖ (οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που ανακήρυξε ΑΟΖ το Μάρτη του 1983), γεγονός που τελικά αποτυπώθηκε στο νέο κείμενο της UNCLOS το 1994. Έτσι λοιπόν οι ΗΠΑ μπορούν να παρεμβαίνουν και να πετυχαίνουν τον έλεγχο των ΑΟΖ, την εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων τους και των δρόμων μεταφοράς τους, να πιέζουν και να στοιχίζουν εξαρτημένες αστικές τάξεις και συνολικά να ενισχύου τους όρους ισχύος τους απέναντι σε συμμάχους και ανταγωνιστές. Και επειδή οι συσχετισμοί δεν είναι απόλυτοι, σταθεροί και αμετάβλητοι, στο ίδιο «παιχνίδι» υπεισέρχονται Ρώσοι και Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, καθιστώντας το, ένα «παιχνίδι» σκληρού ανταγωνισμού, που, ανεξάρτητα από την επιμέρους έκβασή του, έχει σαν σίγουρους χαμένους τις χώρες στην «κυριαρχία» των οποίων υποτίθεται ότι ανήκουν οι ΑΟΖ και πολύ περισσότερο τους λαούς αυτών των χωρών.
Η πολιτική και πνευματική ελίτ του συστήματος ισχυρίζεται ότι «η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο» δίνει τη δυνατότητα διαμόρφωσης μιας «νέας ελληνικής στρατηγικής», αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας είναι η ανακήρυξη και οριοθέτηση των ζωνών «δικαιοδοσίας» της χώρας μας, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ΑΟΖ. Σαν «νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας» αναφέρονται βέβαια στον έντονο, και σε όλα τα επίπεδα (στρατιωτικό, ενεργειακό, πολιτικό κλπ) ενδο-ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και στην αναδιάταξη δυνάμεων και σφαιρών επιρροής που εξελίσσεται μέσα από πολέμους και αίμα. Η «νέα στρατηγική» που προτείνουν είναι η εμπλοκή της Ελλάδας (με όρους υποταγής) σ’ αυτό τον ανταγωνισμό. Όσο δε αφορά στη «δικαιοδοσία» της χώρας μας είναι γνωστό ότι αυτή έχει εκχωρηθεί στις «προστάτιδες δυνάμεις» από συστάσεως του ελληνικού κράτους.
Είναι γεγονός πάντως ότι η ελληνική αστική τάξη εδώ και μερικά χρόνια προσπαθεί να εντάξει τις ΑΟΖ στη νέα «στρατηγική» της. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III), που υπογράφηκε το 1982 στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα, ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία το 1995 (σε μια περίοδο «σκληρής» γραμμής απέναντι στην Τουρκία, με το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου κλπ). Λίγα χρόνια μετά, τα δεδομένα αλλάζουν και το 2003 η τότε κυβέρνηση Σημίτη με υπουργό εξωτερικών το Γ. Παπανδρέου διαμηνύει στην κυπριακή κυβέρνηση να οριοθετήσει την ΑΟΖ με την Αίγυπτο κατά τρόπο που δεν θα δημιουργεί εμπλοκές με την Τουρκία. Είναι η εποχή της αμερικανόπνευστης ελληνοτουρκικής φιλίας που ακολουθεί την κρίση των Ιμίων, το «ευχαριστώ» του Σημίτη προς τους Αμερικάνους και τις συμφωνίες της Μαδρίτης και του Ελσίνκι. Τον Απρίλη του 2009 ο Κώστας Καραμανλής ξεκινώντας από τα «εύκολα» υπογράφει εκ μέρους της Ελλάδας μαζί με τον Σαλί Μπερίσα εκ μέρους της Αλβανίας συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ. Η συμφωνία όμως ακυρώνεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, πριν καν ισχύσει, τον Απρίλη του 2010. Βασικός λόγος ακύρωσης ήταν το γεγονός ότι η συμφωνία αναγνώριζε πλήρη επήρεια των νησιών στον καθορισμό της ΑΟΖ, ενώ το Δικαστήριο είχε διαφορετική γνώμη. Αυτό είναι ένα σημείο που τίθεται ξανά μπροστά στην υπό διαμόρφωση νέα συμφωνία και είναι επίσης ένα πολύ κρίσιμο έως καθοριστικό σημείο αντιδικίας με την Τουρκία. Έτσι η πρώτη απόπειρα οριοθέτησης που θα δημιουργούσε κάποια δεδομένα και για το Αιγαίο, απέτυχε και έμεινε η αναζήτηση ευνοϊκότερης συγκυρίας. Ας σημειώσουμε ότι την ίδια περίοδο αναιρείται, με αποφασιστική παρέμβαση των ΗΠΑ και η κατασκευή του αγωγού μεταφοράς ρώσικου πετρελαίου Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Η «ευνοϊκότερη» συγκυρία αναζητείται φυσικά από την ελληνική αστική τάξη στους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών προστατών, κατά τον ίδιο τρόπο που η ανακίνηση ή όχι του θέματος ακολούθησε και ακολουθεί αυτούς τους σχεδιασμούς. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου προβάλλει (άνοιξη 2013) τη θέση ότι η ελληνική ΑΟΖ είναι και ΑΟΖ της ΕΕ, ευελπιστεί ότι θα πάρει την υποστήριξη από τους ιμπεριαλιστές της ΕΕ για μια θετική ρύθμιση της ΑΟΖ στο Αιγαίο, παραχωρώντας ως «αντάλλαγμα» μεγάλες ποσότητες από τις μελλοντικές αντλήσεις. Βεβαίως η ΕΕ δεν είχε κανένα λόγο να «επιλύσει» το πρόβλημα της ελληνικής αστικής τάξης σε βάρος της Τουρκίας «αγνοώντας» όρους και ανταγωνισμούς με τις ΗΠΑ, και έτσι το «σχέδιο» για μια ακόμη φορά ναυάγησε.
Τα δεδομένα σήμερα είναι διαφορετικά, και ο προστάτης από τον οποίο ζητά η κυρίαρχη τάξη της χώρας μας να κατοχυρώσει τις επιδιώξεις της είναι οι ΗΠΑ. Ο στόχος της είναι, με βάση τον καθορισμό των ΑΟΖ, να εξουδετερώσει και να ακυρώσει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, και παραπέρα να την εκτοπίσει από το Αιγαίο. Να σημειώσουμε ότι η οριοθέτηση της ΑΟΖ προϋποθέτει τον προσδιορισμό του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οπία για την ελληνική πλευρά πρέπει να είναι τα 12 μίλια, ενώ για την τουρκική αυτό αποτελεί «αιτία πολέμου». Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι αν καθοριστεί η ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ιόνιο σύμφωνα με τις διεκδικήσεις της Ελλάδας ο χώρος «κυριαρχίας» της τετραπλασιάζεται, το Αιγαίο γίνεται κλειστή ελληνική θάλασσα και η Τουρκία «στριμώχνεται» στα χερσαία όρια της Μικράς Ασίας. Το «βάρος» επομένως της αστικής «μας» τάξης μεγαλώνει, ειδικά αν προστεθούν στο λογαριασμό τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου και τα πιθανά αντίστοιχα στην ελληνική ΑΟΖ.
Να το, λοιπόν, το «νέο σχέδιο». Για την ευόδωσή του η ανερμάτιστη, μωροφιλόδοξη και βαθειά υποταγμένη στους ιμπεριαλιστές αστική «μας» τάξη, δίνει «πεσκέσι» το λαό και τη χώρα στους αμερικανούς φονιάδες, και χαίρεται να δέχεται στρατάρχες που επιθεωρούν το «στρατό τους» (σαν τον αρχηγό ΓΕΣ των ΗΠΑ το Σεπτέμβρη του 2018), και ύπαρχους που αλωνίζουν τη χώρα και «μαρκάρουν» λιμάνια και χερσαίες εκτάσεις που τους είναι αναγκαίες (σαν τον πρέσβη Πάιατ). Το πόσο πραγματικά πιστεύει η ελληνική αστική τάξη ότι μπορεί να υλοποιηθεί αυτό το «σχέδιο» ή απλώς είναι αναγκασμένη στα πλαίσια της εξάρτησής της να καταφεύγει σε τέτοιες φαντασιώσεις και να ελπίζει σε ικανοποιητικούς συμβιβασμούς, είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί εύκολα να απαντηθεί. Πρέπει να γίνει καθαρό όμως ότι μια τέτοια επιδίωξη είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτή από την τουρκική αστική τάξη, ενώ ανεβάζει τον πήχη ανταγωνισμού στο κόκκινο, σε επίπεδο θα λέγαμε θερμής αντιπαράθεσης (κι ας χαρακτηρίζουν κάποιοι την αστική «μας» τάξη σαν αμυνόμενη), και παράλληλα οδηγεί σε ακόμη πιο ασφυκτικό μπλέξιμο στα πλοκάμια τις εξάρτησης. Το πόσο θα της στοιχίσει αυτό το παραπέρα μπλέξιμο, θα ήταν αδιάφορο για το λαό, αν δε συνεπάγονταν και το δικό του πολύ βαθύ μπλέξιμο σε περιπέτειες και πολεμικούς κινδύνους.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός πράγματι έχει εντάξει στο «στρατηγικό του βάθος» τη χώρα μας. Τη γεμίζει με βάσεις, τη χρησιμοποιεί στους ενεργειακούς εκβιασμούς που κάνει, την εντάσσει σε αντιδραστικούς άξονες προώθησης των σχεδίων του, την περιλαμβάνει σε «ρυθμίσεις» ισχυροποίησης της κυριαρχίας του. Το «αντάλλαγμα» που θα δώσει θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, τους ανταγωνισμούς του, τις σχέσεις και τους συσχετισμούς που θα διαμορφώνει και πάντως, θα είναι ποτισμένο με αίμα και δυστυχία. Άλλωστε η ιστορική πείρα (και της Ελλάδας) δείχνει ότι εξαρτημένες χώρες που μπλέκονται στα γρανάζια του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, μόνο χαμένες βγαίνουν.
Η υπόθεση λοιπόν της οριοθέτησης των ΑΟΖ και της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων ενέργειας που υπάρχουν στις θάλασσες της περιοχής και της χώρας, δεν είναι μια υπόθεση που αφορά το συμφέρον του λαού μας και των άλλων λαών. Οι νέες «ζώνες κυριαρχίας» των χωρών γίνονται βαρύς κρίκος στα δεσμά της εξάρτησης. Ο ορυκτός πλούτος που εξορύσσεται από τα σπλάχνα τους φουσκώνει τα χαρτοφυλάκια των μεγάλων πολυεθνικών και γίνεται όπλο ισχύος και κυριαρχίας των ιμπεριαλιστών, ενώ για τους λαούς, γίνεται κατάρα φτώχιας και αίματος, όπως αυτή που βιώνουν οι λαοί της Μέσης Ανατολής.

9. Η άλλη περιοχή που έχει μπει σε νέα φάση «αναμόχλευσης», δηλαδή τα Βαλκάνια, είναι επίσης ένας χώρος στον οποίο «διεκδικεί ρόλο» η αστική τάξη της χώρας μας. Μετά τις καταρρεύσεις του 1989-1991, σαν χώρα της Δύσης, μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, θεώρησε ότι θα μπορούσε να αναλάβει ρόλο τοποτηρητή σ’ αυτά και να εισπράξει τα ανάλογα ανταλλάγματα, τόσο στον οικονομικό τομέα, όσο και σ’ αυτόν της πολιτικής επιρροής, γεγονός που θα της έδινε παράλληλα πιο αναβαθμισμένα εφόδια στον ανταγωνισμό της με την τουρκική αστική τάξη. Μ’ αυτή τη έπαρση κινήθηκε τόσο απέναντι στην Αλβανία (στο «βορειοηπειρωτικό» ζήτημα), όσο και απέναντι στην ΠΓΔΜ αρνούμενη -στην ουσία- την περίοδο εκείνη την αυτόνομη ύπαρξή της. Στην συνέχεια αναγκάστηκε να προσγειωθεί στα πραγματικά δεδομένα που έθετε ο αμερικάνικος και ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός, αδυνατώντας να ασκήσει επιρροή στο νέο αλβανικό καθεστώς, (σε αντίθεση με την ανταγωνίστρια Τουρκία), ενώ σε σχέση με την ΠΓΔΜ οδηγήθηκε στην «εθνική γραμμή του 2008» και την αποδοχή της σύνθετης ονομασίας, η οποία ωστόσο συνάντησε τότε την άρνηση της ΠΓΔΜ.
Σήμερα το ζήτημα επανήλθε, όχι φυσικά με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς, αλλά σε πλήρη σύνδεση με τις συνολικές γεωπολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και τις επιδιωκόμενες αναδιατάξεις δυνάμεων, συμμαχιών και επιρροών στην περιοχή, και σε άμεση συνάφεια με τον ευρύτερο ενδο-ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η επιδίωξη των ΗΠΑ να «κλειδώσουν» άμεσα, αποφασιστικά και ερμητικά την επιρροή τους στα δυτικά Βαλκάνια και παράλληλα να δημιουργήσουν όρους διεύρυνσής της οδήγησε στην ενεργοποίηση ανοιχτών ζητημάτων και προσανατόλισε τις τοπικές αστικές τάξεις σ’ ένα δρόμο «ρύθμισής» τους, κατά το δοκούν του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Στην «κούρσα» αυτή μπήκε βεβαίως και η ΕΕ, θέτοντας κι αυτή τους όρους της στους εμπλεκόμενους και, όσον αφορά τη χώρα μας, με τις απαιτήσεις που της προσδίδει η θέση της σαν ο δεύτερος πυλώνας εξάρτησης.
Οι τετραμερείς συναντήσεις ανάμεσα σε πολιτικούς εκπροσώπους Ελλάδας, Βουλγαρίας, ΠΓΔΜ και Αλβανίας, εντάσσονται σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών στοχεύσεων: Την εντεταλμένη (από τις ΗΠΑ) συνεργασία στο ενεργειακό επίπεδο, με την υποστήριξη και υλοποίηση του Διαδριατικού Αγωγού Φυσικού Αγωγού (ΤΑΡ) και του Διασυνδετήριου Αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), που θα μεταφέρουν αζέρικο αέριο σε Ευρώπη και Βαλκάνια με στόχο τον περιορισμό της ενεργειακής (και όχι μόνο) επιρροής της Ρωσίας, και παράλληλα την ακύρωση οποιασδήποτε άλλης επιλογής μεταφοράς ενέργειας που ευνοεί τη Ρωσία. Τη στρατιωτική τους συνεργασία, δηλαδή την καλύτερη και συνδυασμένη ενσωμάτωσή τους στα σχέδια απώθησης και περικύκλωσης της Ρωσίας μέσα από τη χρήση των ΝΑΤΟϊκών βάσεων που βρίσκονται στις χώρες τους. Την πολιτική τους προσέγγιση για τη «ρύθμιση» των εκκρεμοτήτων που εμποδίζουν την ακόμη μεγαλύτερη περίσφιξή τους από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Ωστόσο αυτές οι τετραμερείς απέχουν πολύ από το να γίνουν «άξονας», γιατί «εδώ είναι Βαλκάνια» και περισσεύουν οι αντιθέσεις, οι αλυτρωτισμοί, οι «μεγάλες ιδέες» και οι εθνικισμοί (παραδοσιακοί και νεώτεροι), που, όσο κι αν καταλαγιάζουν προς όφελος του ρεαλισμού της εξάρτησης, δε μπορούν να σβήσουν και να δώσουν ένα πιο «σταθερό περιβάλλον». Παράλληλα υπάρχουν (σε κάποιες από τις χώρες αυτές) ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό, βασισμένοι σε εθνολογικά, πολιτικά, οικονομικά και ενεργειακά δεδομένα. Και είναι αυτό ακριβώς που ανησυχεί τις ΗΠΑ και τις οδηγεί σε προσπάθειες «σφραγίσματός» τους.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο σχηματοποιούνται για μια ακόμη φορά οι φιλοδοξίες αλλά και οι αγωνίες των τοπικών αστικών δυνάμεων και προσδιορίζονται οι κινήσεις τους, με την ελπίδα ότι θα βρεθούν στην πλευρά των κερδισμένων, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν (εξαρτημένες και τυχοδιωκτικές καθώς είναι), ότι η εμπλοκή στα γρανάζια του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού έχει μόνο χαμένους.
Με παρόμοιες ελπίδες και φιλοδοξίες μπήκε και η «δική μας» αστική τάξη στη διαδικασία αυτών των ρυθμίσεων. Κατ’ αρχήν η στάση της αυτή προσδιορίζεται από τη συνολική της κατεύθυνση για πλήρη ευθυγράμμιση με τον αμερικάνικο-δυτικό ιμπεριαλισμό. Μια κατεύθυνση που με περίσσιο ζήλο και πληθώρα κινήσεων και εκδουλεύσεων ανέλαβε και υλοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ταυτόχρονα και σ’ αυτή τη βάση έχει στήσει τη «στρατηγική» της, δηλαδή την προσδοκία της να αποτελέσει τον προνομιακό «εταίρο» των ΗΠΑ (και γενικά της Δύσης) στα Βαλκάνια, και με στοχεύσεις την απόκτηση ευρύτερου οικονομικού και πολιτικού ρόλου σ’ αυτά και επί πλέον -και πατώντας πάνω σ’ αυτό- τη διαμόρφωση καλύτερων όρων και συσχετισμών απέναντι στην τουρκική αστική τάξη, μια επιδίωξη που διακηρύσσεται συνεχώς σαν «θετική» συνέπεια της υποταγής στους ιμπεριαλιστές.
Πρέπει να σημειωθεί ότι και σ’ αυτό το πεδίο οι «ρυθμίσεις» που προωθούνται από τις ΗΠΑ και με τον τρόπο που προωθούνται, αφήνουν εκτός «νυμφώνα» την τουρκική αστική τάξη, που έχει αναπτύξει ικανή επιρροή σε αρκετές βαλκανικές χώρες. Είναι μια συγκεκριμένη επιλογή που σχετίζεται με τη διατάραξη των σχέσεων Τουρκίας-Δύσης και χρησιμοποιείται ως ένα ακόμη μέσο πίεσης για «συνετισμό» του τούρκικου «τυχοδιωκτισμού». Αυτή η «απομόνωση», για την οποία είναι περιχαρής η ελληνική άρχουσα τάξη, προσθέτει, όπως είναι φυσικό, νέα στοιχεία ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και δημιουργεί πρόσθετη νευρικότητα και οξύνσεις.

10. Οι αναθέσεις που έχουν γίνει από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα στην αστική «μας» τάξη (δια μέσου της «αριστερής μας κυβέρνησης»!!) αφορούν κυρίως το λεγόμενο «μακεδονικό», με στόχο την άμεση ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, και το κλείσιμο των εκκρεμών θεμάτων με την Αλβανία, προϋπόθεση για την συνολική ένταξή της στο δυτικό στρατόπεδο. Βεβαίως αυτή η «ανάθεση» περιέχει, από την πλευρά των ιμπεριαλιστών, και την «κατανόηση» των προβληματισμών και των ζητημάτων που θέτει η ελληνική πλευρά, η οποία έτσι κι αλλιώς αποτελεί τον πιο σταθερό και ισχυρό σύμμαχο της Δύσης στα Βαλκάνια, και άρα την ανάλογη κατανομή των πιέσεων που ασκούνται. Αυτό όμως μέχρι του σημείου να μην καθυστερούν και να μην παρεμποδίζονται τα συμφέροντα κυρίως των ΗΠΑ (που κανοναρχούν αυτή τη διαδικασία) αλλά και της ΕΕ. Αυτό είναι και το σημείο όπου συναντήθηκαν οι «κόκκινες γραμμές» Τσίπρα και Ζάεφ, στην πρόσφατη διαπραγμάτευση για το όνομα της γειτονικής χώρας και οδήγησαν στη γνωστή συμφωνία.
Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε με τη συμφωνία αυτή, είναι ένας αντιδραστικός συμβιβασμός, γιατί δεν είναι αποτέλεσμα ειλικρινούς και αβίαστης προσέγγισης των δύο χωρών, πολύ περισσότερο δεν είναι προϊόν αποφασιστικής παρέμβασης των λαών για ειρηνική συμβίωση και ευημερία. Είναι ένας «κατ’ εντολή» συμβιβασμός, που υπηρετεί τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, εντάσσεται στα επιθετικά τους σχέδια και οξύνει τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Έχει τη σφραγίδα της ιμπεριαλιστικής επιδιαιτησίας και επικυριαρχίας και θα συνεχίσει να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και εργαλείο πιέσεων από τους ιμπεριαλιστές. Δεν τερματίζει τη «διένεξη» ανάμεσα στις δύο χώρες, κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν επιθυμούν οι ιμπεριαλιστές, αφού αντίθετα επιθυμία τους είναι να υποθάλπουν και να διατηρούν αντιθέσεις για να τις χρησιμοποιούν σαν εργαλεία χειραγώγησης. Άλλωστε είναι αυτοί που με τις επεμβάσεις και τις παρεμβάσεις τους έχουν καλλιεργήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια τους εθνικισμούς, τους αλυτρωτισμούς και τα μίση. Παράλληλα θα ήταν το λιγότερο αφέλεια να θεωρεί κανείς ότι αστικές τάξεις που δένουν τις τύχες τους με τα πολεμικά σχέδια των ιμπεριαλιστών θα υπερβούν τα εθνικιστικά και τυχοδιωκτικά τους χαρακτηριστικά, που αποτελούν την άλλη όψη της εξάρτησης και της υποτέλειάς τους, και θα βαδίσουν το δρόμο της συναδέλφωσης και της φιλίας των λαών της περιοχής.
Αν και η βασική κατεύθυνση της ελληνικής αστικής ελίτ είναι να «κλείσει» τώρα το «μακεδονικό», υπάρχουν πλευρές που, χωρίς να ξεφεύγουν από τη ρότα της υποταγής στα δυτικά σχέδια, προσβλέπουν σε περισσότερα ανταλλάγματα από τη διαπραγμάτευση, έως και επαναφέρουν την παλιά προσμονή για «διάλυση και διανομή» της ΠΓΔΜ. Αυτά αποτυπώνονται εσωτερικά και στο μέτωπο των «μακεδονομάχων» όπου μαζί με τις ανοιχτά φασιστικές δυνάμεις και την εκκλησία, συμπορεύονται -στην αρχή δειλά και στη συνέχεια πιο θαρρετά- και πολιτικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν και στήριξαν την «εθνική γραμμή» του 2008. Σημαντική επιδίωξη όλων αυτών των δυνάμεων είναι να πλασαριστούν καλύτερα -με βάση τον «πατριωτισμό» τους- στο πολιτικό παιχνίδι και την διαμορφούμενη πολιτική βεντάλια. Ιδιαίτερα εμφανές είναι αυτό στην περίπτωση της ΝΔ, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο να «μη δυσαρεστήσει» τους μεγάλους προστάτες και να μη χάσει, αντίθετα να κερδίσει, πολιτική επιρροή από τα ακροδεξιά. Είναι ένα ρίσκο στις σχέσεις της με τα δυτικά αφεντικά, τα οποία αν και κατανοούν τις επιδιώξεις του βασικού εκφραστή του καθεστώτος της εξάρτησης, δε σταματούν να πιέζουν ποικιλοτρόπως για πλήρη σύνταξη όλων, εκφράζοντας παράλληλα την ευαρέσκειά τους για το «ρεαλισμό» και τις υπηρεσίες που τους προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το «μακεδονικό» λοιπόν είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα και του επόμενου πολιτικού σκηνικού, και παράλληλα ένας παράγοντας στροφής των εξελίξεων σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση με τη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για τις σοβινιστικές, ακροδεξιές έως και φασιστικές δυνάμεις ώστε να αναβαπτιστούν ως «πατριωτικές» και ως εκφραστές της λαϊκής αγανάκτησης.

11. Μολονότι η Αλβανία είναι μέλος του ΝΑΤΟ από το 2009 η ισχυροποίηση της συμμαχίας (και της αμερικάνικης παρουσίας) απαιτεί τη «διευθέτηση» των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία, κάτι που θα ανοίξει και το δρόμο για την ένταξη της χώρας αυτής στην ΕΕ. Να σημειωθεί εδώ ότι Ελλάδα και Αλβανία τυπικά βρίσκονται ακόμη σε εμπόλεμη κατάσταση, η οποία είχε κηρυχθεί για μεν την Αλβανία το 1939 από τον τότε βασιλιά της Αχμέτ Ζώγου (την αναίρεσε ο Εμβέρ Χόντζα το 1944 και την επανέφερε ο Σαλί Μπερίσα το 1992), για δε την Ελλάδα το 1940 από το καθεστώς Μεταξά (άτυπα αναιρέθηκε το 1987 από τον Α. Παπανδρέου).
Οι επιδιώξεις από την πλευρά των ιμπεριαλιστών είναι σαφείς: όλες οι χώρες πρέπει να συνταχθούν χωρίς κενά και ανορθογραφίες στο δυτικό στρατόπεδο. Προς αυτή την κατεύθυνση δεν έχουν ενδοιασμούς να ανοίξουν και στη συνέχεια να «κουκουλώσουν» έως και θέματα συνόρων, όπως έκανε τον Ιούλη του 2018 ο Επίτροπος Περιφερειακής Πολιτικής και Διεύρυνσης της ΕΕ Γιοχάνες Χαν μιλώντας για τροποποίηση συνόρων των δύο χωρών.
Σημαντικό ζήτημα για την ελληνική πλευρά αποτελεί η οριοθέτηση των ΑΟΖ και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα γίνει (επήρεια των νησιών, κλειστοί κόλποι, εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης κλπ). Τον αυτόνομο ρόλο του (όχι μόνο σε σχέση με τις ΑΟΖ) έχει και ο καθορισμός των θαλάσσιων συνόρων στα 12 μίλια, όπως έχει ανακοινωθεί από τον ΥΠΕΞ Κοτζιά. Η σημαντικότητα αυτών των ζητημάτων έγκειται στο γεγονός ότι εξελίσσονται με το βλέμμα στο Αιγαίο, τον εκεί δηλαδή ανταγωνισμό των αστικών τάξεων Ελλάδας-Τουρκίας που έχει αντίστοιχα ζητήματα ως επίδικα. Μ’ αυτή την έννοια αποκτούν επιπλέον βάρος ως εργαλεία πιέσεων και ελέγχου από τους ιμπεριαλιστές, και ως πυροδότες περισσοτέρων κινδύνων για το λαό μας.
Δεν λείπουν βέβαια κι εδώ οι «κρυφές» σκέψεις για το «βορειοηπειρωτικό», την «άδικη ρύθμιση» των συνόρων, τους «αδελφούς βορειοηπειρώτες» και λοιπά, που μπορούν να δώσουν νέα εφόδια στον εθνικισμό και το σοβινισμό και πρόσφορο έδαφος για αντιδραστικότερες εξελίξεις, ειδικά όταν βγουν στο αέρα οι συγκεκριμένες πλευρές κάποιου συμβιβασμού και θεωρηθούν (καθόλου δύσκολο) «μειωτικές για τον ελληνισμό».
Από την άλλη πλευρά, το όνειρο της «Μεγάλης Αλβανίας» είναι ζωντανό και πολλάκις διακηρυγμένο και ο αλβανικός αλυτρωτισμός αγκαλιάζει το Κόσσοβο, την ΠΓΔΜ, αλλά και τμήματα του Μαυροβουνίου και της Σερβίας και ακουμπά την «Τσαμουρία». Η ανάθεση αυτού του αλυτρωτισμού στα (ματωμένα) χέρια των αμερικανών ιμπεριαλιστών, και ανεξάρτητα από τις πιθανότητες που έχει να ικανοποιηθεί, αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα στις αναδιατάξεις (έως και την αλλαγή συνόρων) που επιχειρούν οι ΗΠΑ στα Βαλκάνια, στο πλαίσιο του ασφυκτικού ελέγχου που επιδιώκουν. Άλλωστε το «αλβανικό ζήτημα» αποτέλεσε μια πολύ σημαντική πλευρά της βαλκανικής τραγωδίας που εξελίχθηκε στη δεκαετία του ’90 με ενορχηστρωτές τους δυτικούς ιμπεριαλιστές.
Και οι δύο αστικές τάξεις λοιπόν κινούνται στο πνεύμα του «ρεαλισμού» της υποταγής στους αμερικανούς-δυτικούς ιμπεριαλιστές, προσπαθώντας παράλληλα να διακρίνουν τις «ευκαιρίες» και να εκτιμήσουν τις δυνατότητες που (νομίζουν) ότι τους ανοίγει η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, οι ανταγωνισμοί και οι ανακατανομές ισχύος και επιρροής στη Βαλκανική Χερσόνησο, που δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης.

12. Η χώρα και λαός μας βαδίζουν ήδη, εδώ και κάποια χρόνια, σε μια πολύ επικίνδυνη πορεία, μέσα σε μια περιοχή έντασης, φτώχιας, αντιδραστικών έως σκοταδιστικών εξελίξεων και πολέμου. Μέσα σ’ αυτή την πορεία η αστική «μας» τάξη δημιουργεί «νέες» -φρούδες- «ελπίδες» και αφηγήματα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την πολιτική υλοποίησης των «οικονομικών» και «γεωστρατηγικών» μνημονίων, με την υποταγή δηλαδή στις οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές και γεωστρατηγικές απαιτήσεις των ΗΠΑ-ΕΕ, έχει τεράστια ευθύνη για την επιτάχυνση αυτής της αντιδραστικής πορείας. Ο συμβιβασμός που επήλθε ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και επέτρεψε την «έξοδο» της χώρας από τα μνημόνια δίνει σίγουρα κάποιες ανάσες και καλλιεργεί «ελπίδες» για χαλάρωση της οικονομικής ασφυξίας και βελτίωση της θέσης της αστικής τάξης. Ελπίδες που, η έστω και μικρή ευόδωσή τους, εξαρτάται, και στην ουσία συμπιέζεται, από την ιμπεριαλιστική αναμέτρηση που εξελίσσεται στην περιοχή.
Η προσπάθεια αναζήτησης διεξόδου από τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται το σύστημα με την εμφανή μεγαλύτερη στήριξη στον αμερικάνικο πυλώνα εξάρτησης και την ένταξη της χώρας σε σχεδιασμούς που λίγο ως πολύ δρουν ανταγωνιστικά με τον άλλον πυλώνα (ΕΕ), επαναφέρει τα αδιέξοδα της διπλής εξάρτησης και τους κινδύνους που αυτή εμπεριέχει.
Ωστόσο, και παρά την ενίσχυση του αμερικάνικου παράγοντα, ο συμβιβασμός που συνάφθηκε μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ το 1974 και καθορίζει μέχρι σήμερα την πορεία της χώρας, συνεχίζει να ισχύει, παρά τις όποιες κατά καιρούς τροποποιήσεις του, τις αμφισβητήσεις και από τις δύο πλευρές και τις συνεχείς κινήσεις τους για ενίσχυση του ρόλου του ενός σε βάρος του άλλου. Συνεχίζει να ισχύει επειδή η Ελλάδα αποτελεί ένα «οικόπεδο» ιδιαίτερα χρήσιμο συνολικά για τη Δύση, με σημαντική γεωπολιτική χρηστικότητα έναντι του ρώσικου ιμπεριαλισμού, που αποτελεί το στρατηγικό αντίπαλο των δυτικών ιμπεριαλιστών, αλλά και έναντι της Κίνας που επιχειρεί βήματα απόκτησης διεθνούς επιρροής και ρόλου. Έτσι κανένας από τους δύο «συμβαλλόμενους» δεν επιδιώκει τη διάρρηξη αυτού του συμβολαίου.
Είναι πολύ σημαντικό όμως να επισημανθεί ότι μια τέτοια εξέλιξη (διάρρηξη του συμβιβασμού), που θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες που δεν είναι επιθυμητές από τις δυνάμεις του συστήματος και που φαίνεται ότι είναι μια «ακραία» πιθανότητα, δεν είναι καθόλου έξω από την ιμπεριαλιστική λογική, ιδιαίτερα στη σημερινή περίοδο, που συνολικά το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα κινείται σε «ακραίες» καταστάσεις, τόσο όσον αφορά τη δικιά του πορεία, όσο και σε σχέση με την επίθεση που έχει εξαπολύσει απέναντι σε λαούς και εξαρτημένες χώρες.
Το σημαντικότερο ζήτημα όλων είναι βέβαια η απουσία του λαϊκού παράγοντα από αυτές τις εξελίξεις. Του παράγοντα εκείνου του οποία τα συμφέροντα και οι προσδοκίες βρίσκονται έξω και σε αντίθεση με τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών και τις αστικής τάξης και που είναι ο μοναδικός παράγοντας που θα μπορούσε να αντιστρέψει την αντιδραστική και αδιέξοδη πορεία των εξελίξεων. Μόνο που αυτός ο παράγοντας αδυνατεί στις σημερινές συνθήκες να παίξει τον αναγκαίο ρόλο του. Η αποσυγκρότησή του, αποτέλεσμα της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, έδωσε τη δυνατότητα στις κυρίαρχες δυνάμεις να χειραγωγούν τις λαϊκές διαθέσεις, να αφοπλίζουν το λαό και να τον υποτάσσουν στους εγκληματικούς τους σχεδιασμούς. Η ανασύνταξη, ανασυγκρότησή του είναι και το κρίσιμο ζήτημα, η απάντηση που οφείλουμε να δώσουμε σαν κομμουνιστές.

Από εδώ μπορείτε να το κατεβάσετε:

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr