Εισαγωγή
Η οργάνωσή μας, το ΚΚΕ(μ-λ) έχει την εκτίμηση για τον εξαρτημένο, από τους ιμπεριαλιστές της Δύσης, χαρακτήρα του ντόπιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Θεωρούμε την εκτίμηση αυτή σωστή και παλεύουμε για την όσο το δυνατόν καλύτερη τεκμηρίωσή της μέσα στον λαό, ώστε να γίνει κυρίαρχη αντίληψη μέσα στο εργατικό – λαϊκό κίνημα απέναντι στις λαθεμένες απόψεις και θέσεις άλλων δυνάμεων. Με βασικό οδηγό την θέση ότι «Η εργατική τάξη συγκροτείται σαν τάξη στην πάλη της ενάντια στο κεφάλαιο και αποκτάει πολιτική ηγεμονία στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό». (απόφαση 8ης συνδιάσκεψης) είναι σήμερα αναγκαίο να ξεδιπλωθεί η πάλη ενάντια στην επίθεση κεφαλαίου – ιμπεριαλιστών.
Η σωστή προσέγγιση του χαρακτήρα του ντόπιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος έχει σημασία τόσο για την αναγνώριση των αντιπάλων του λαού όσο και για τις δυνατότητες οικοδόμησης συμμαχιών σε κοινωνικό επίπεδο με στόχο την ανατροπή του. Τόσο το ζήτημα απέναντι σε ποιους αντιπάλους παλεύουμε όσο και με ποιες κοινωνικές τάξεις και στρώματα μπορούν να αναπτυχθούν κοινά μέτωπα πάλης είναι από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της επαναστατικής πάλης του ταξικού κομμουνιστικού κινήματος που το οριοθετούν τόσο από τον ρεφορμισμό όσο και από τον αριστερισμό.
Η ανάλυση του χαρακτήρα του ντόπιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος έχει σαν κύριο συστατικό του μέρος την ανάλυση της ντόπιας κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης καθώς αποτελεί την τάξη που ασκεί κυριαρχία και παίζει καθοριστικό ρόλο με τις επιλογές της στην «φυσιογνωμία» της χώρας. Η πορεία συγκρότησής της σαν τάξης και η ιστορική της διαδρομή σφραγίζονται ανεξίτηλα τόσο από τον μεταπρατικό της χαρακτήρα όσο και από την υποταγή της στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης. Την οικονομική της βάση, διαχρονικά, αποτελούν η εκμετάλλευση του εργαζόμενου λαού και το ξεπούλημα του πλούτου της χώρας στους ιμπεριαλιστές είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Η επίθεση στον εργαζόμενο λαό και η διαπραγμάτευση της αστικής τάξης
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος βρήκε τη ντόπια κεφαλαιοκρατική αστική τάξη εντελώς απροετοίμαστη καθώς τα στηρίγματά της ήταν τελείως σαθρά όπως φάνηκε και στην συνέχεια στα χρόνια των μνημονίων. Οι πρώτες κινήσεις της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας ήταν να μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που είχε συσσωρεύσει στην Ελβετία και σε διάφορους φορολογικούς παραδείσους ακολουθώντας την ιστορική παράδοση που την χαρακτηρίζει. Οι προσπάθειες της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας επικεντρώθηκαν σε δύο βασικούς άξονες. Από την μία να διαπραγματευτεί με τους ιμπεριαλιστές ΗΠΑ –ΕΕ την θέση και τον ρόλο της στην χώρα και την περιοχή και από την άλλη να πετύχει μία μεγάλης έκτασης νίκη πάνω στον εργαζόμενο λαό στα δικαιώματα, τις κατακτήσεις, την ζωή του, για να δυναμώσει την πολιτική και ταξική της κυριαρχία πάνω του, για να αποσπάσει μεγαλύτερη υπεραξία και να «στραγγιστούν» ο εργαζόμενος λαός και η χώρα για να πληρωθεί το χρέος στους ιμπεριαλιστές – δανειστές.
Οι προσπάθειες της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας να διαπραγματευτεί με τους ιμπεριαλιστές ΗΠΑ – ΕΕ συνάντησαν την κάθετη άρνησή τους και την απαίτηση για πλήρη ευθυγράμμιση στις επιταγές τους. Ενώ ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστών ΗΠΑ –ΕΕ για το «οικόπεδο» Ελλάδα οξύνονταν με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι επιπτώσεις πάνω στην χώρα. Το πολιτικό προσωπικό που εκπροσώπησε στις διαπραγματεύσεις τη ντόπια κεφαλαιοκρατία δοκίμασε με διάφορους τρόπους να πετύχει. Από τα «Ζάππεια» του Σαμαρά, μέχρι την πρόταση δημοψηφίσματος του ΓΑΠ και το πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν τέτοιες προσπάθειες. Σε όλες τις περιπτώσεις οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης και όσοι ανέλαβαν να την εκπροσωπήσουν οπισθοχώρησαν πανικόβλητοι από το μέγεθος των απειλών των ιμπεριαλιστών που εκβίαζαν με το «κατέβασμα του διακόπτη» για την χώρα.
Η νίκη της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας πάνω στον εργαζόμενο λαό επέφερε μόνιμη εξαθλίωση σε μεγάλα τμήματά του που είχε επίπτωση τόσο στην καπιταλιστική αγορά την οποία και «στράγγιξε» όσο και σε ευρύτατα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα τα οποία φτωχοποιήθηκαν. Ταυτόχρονα αυξήθηκε η κερδοφορία για τα πιο ισχυρά τμήματα της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας και ιδιαίτερα αυτά που έχουν πλήρως συνδεθεί με το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Αυξήθηκε και η κερδοφορία ξένων μονοπωλίων τα οποία έχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Βασικά στοιχεία της αύξησης της κερδοφορίας του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου αποτέλεσαν από την μία η κάθετη μείωση του μεροκάματου και των μισθών ενώ από την άλλη είχαμε αύξηση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών που διαλύει τον μύθο της «αυτορρύθμισης» του καπιταλιστικού συστήματος και αποκαλύπτει ότι την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού η ρύθμιση της αγοράς ( και όχι μόνο) γίνεται από μία «χούφτα» μονοπώλια και ιμπεριαλιστές.
Βασικά οικονομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος
Σύνθεση ΑΕΠ
Μελετώντας την σύνθεση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας για τα τελευταία 23 χρόνια (1995-2017) μπορούμε να δούμε ορισμένα σοβαρά δεδομένα για το ντόπιο καπιταλιστικό σύστημα. Ένα πρώτο συμπέρασμα το οποίο βγαίνει είναι ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας από το 1995 που ήταν 93 δις ευρώ (σε σταθερές τιμές 2010) διαμορφώνεται το 2017 στα 178 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει σχεδόν διπλασιασμός του, παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει. Την ίδια περίοδο 1995-2009 οι μισθοί και τα μεροκάματα αυξήθηκαν σε ποσοστό κατά 30% ενώ την περίοδο 2010 – 2015 μειώθηκαν κατά 30,5%. Ότι αυξήσεις κέρδισαν, με τους αγώνες τους, οι εργαζόμενοι πάρθηκαν πίσω σε μία πενταετία και γύρισαν σε επίπεδο εισοδήματος μία εικοσαετία πίσω με λιγότερη αγοραστική δύναμη λόγω των σημαντικών αυξήσεων των τιμών σε είδη λαϊκής κατανάλωσης και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μία χώρα η οποία παράγει πλούτο και μάλιστα αυτός ο πλούτος μεγαλώνει και μέσα σε μία εικοσαετία διπλασιάστηκε. Το στοιχείο αυτό καταρρίπτει έναν από τους πολλούς μύθους που έχει δημιουργήσει η ντόπια κεφαλαιοκρατία με σκοπό να δικαιολογήσει την επίθεσή της ενάντια στον εργαζόμενο λαό. Ο μύθος του «μεγαλώματος της πίττας» που όσο μεγαλώνει τόσο μεγαλύτερα «κομμάτια» θα μπορούν να παίρνουν οι «κοινωνικοί εταίροι». Η αποκάλυψη ότι ο πλούτος αυτός όχι μόνο αυξήθηκε αλλά διπλασιάστηκε και για τους εργαζόμενους το «κομμάτι» που αντιστοιχούσε ήταν αυτό της μόνιμης εξαθλίωσης μέσα από την συνεχή λιτότητα και την ανεργία, δείχνει την τεράστια αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και την κατακόρυφη αύξηση της κερδοφορίας του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα δείχνει και τους στόχους που επιδιώκονται για τη «νέα εποχή» και τι εννοούν «ανάπτυξη» και παραγωγή «νέου πλούτου» από τον οποίο οι εργαζόμενοι πρέπει να περιμένουν βελτίωση της θέσης τους καθώς ο «παλιός πλούτος» που παράχθηκε βρίσκεται πλέον στην ιδιοκτησία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών – δανειστών.
Η συμμετοχή των διάφορων κλάδων της οικονομίας στην σύνθεση του ΑΕΠ της χώρας έχει μεγάλη σημασία καθώς καθορίζει τις πηγές του πλούτου και προσδιορίζει τον οικονομικό – παραγωγικό της χαρακτήρα και επιπλέον αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά της κυρίαρχης τάξης και τις ταξικές – πολιτικές επιλογές της.
Το 1995 οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας Αγροτική και Μεταποίηση-Κατασκευές συνθέτουν το 27% του ΑΕΠ, Εμπόριο, Υπηρεσίες και Δημόσιο το 73% του ΑΕΠ. Είναι φανερή η κυριαρχία του εμπορίου και των υπηρεσιών σε βάρος της παραγωγικής οικονομίας και αυτό δεν αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός ή αποτέλεσμα «κακοδαιμονίας» αλλά στρατηγική επιλογή της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας η οποία θεωρεί ότι μπορεί με ευκολία να «εισπράξει» τα κέρδη από την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ μέσα από την αποβιομηχάνιση και την ενίσχυση του εμπορίου και των υπηρεσιών χωρίς να μπει στην διαδικασία των επενδύσεων αλλά του άμεσου και μεγιστοποιημένου κέρδους μέσα από την παραρτημοποίηση της οικονομίας στο άρμα των Ευρωπαϊκών μονοπωλίων με «διαμεσολάβηση» των Αμερικάνικων χρηματοπιστωτικών μονοπωλίων ( ο ρόλος της GoldmanShachs στην παρουσίαση των στοιχείων για την ένταξη στην ΟΝΕ).
Το 2008 όπου το ΑΕΠ βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του, στα 242 δις ευρώ, αυξημένο κατά 160% σε σχέση με το 1995, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία στους διάφορους κλάδους της οικονομίας έχει την εξής εικόνα. Οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας καλύπτουν μόλις το 18,5% του ΑΕΠ ενώ Εμπόριο, Υπηρεσίες και Δημόσιο το 81,5% του ΑΕΠ. Είναι η περίοδος της ανάπτυξης με ρυθμούς 3-4 %, όπου οικοδομείται η «ισχυρή Ελλάδα» και πραγματοποιείται η «εξόρμηση στα Βαλκάνια». Η ντόπια κεφαλαιοκρατία «αναπτύσσεται» μέσα από την μείωση σε δεκατρία χρόνια κατά 31,5 % των παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, και ιδιαίτερα του κλάδου της μεταποίησης κατά 23%. Η ντόπια κεφαλαιοκρατία όχι μόνο δεν μπαίνει στην διαδικασία να δημιουργήσει βιομηχανία μέσων παραγωγής, η οποία είναι ανύπαρκτη στην παραγωγική δομή της ντόπιας καπιταλιστικής οικονομίας αλλά προχωράει σε ακόμη μεγαλύτερη αποβιομηχάνιση και ενίσχυση του μεταπρατικού της ρόλου.
Η πορεία της αποβιομηχάνισης που συντελείται όλη την περίοδο από την δεκαετία του ’80 έχει σαν αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών στην χώρα να είναι βιομηχανικά προϊόντα( μηχανήματα-ανταλλακτικά- διαρκή καταναλωτικά προϊόντα) και καύσιμα. Την περίοδο 1990-1994 το ποσοστό των εισαγωγών σε βιομηχανικά προϊόντα (συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου ) είναι στο 80% περίπου, την περίοδο 1995-1999 ανεβαίνει στο 81,4% και την περίοδο 2000-2004 στο 83,3%.
Είναι ολοφάνερο ότι είμαστε μπροστά στον ορισμό των ανισότιμων ανταλλαγών ανάμεσα σε μία χώρα και τα ξένα μονοπώλια. Μία οικονομική σχέση από την οποία παράγεται εξάρτηση καθώς τα ποιοτικά στοιχεία αυτής της σχέσης είναι συντριπτικά υπέρ των ξένων μονοπωλίων. Τα οποία δεν καθορίζουν μόνο τις τιμές στην εσωτερική αγορά αλλά προσδιορίζουν κάθε φορά και την κατεύθυνσή της σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Για τα ξένα (Ευρωπαϊκά και Αμερικάνικα ) μονοπώλια η σχέση αυτή τους δίνει την δυνατότητα να ολοκληρώνουν τον οικονομικό κύκλο των προϊόντων τους με τεράστια κέρδη τόσο από την απόσπαση της υπεραξίας των εργαζόμενων σε αυτά όσο και από τις μονοπωλιακές τιμές πώλησης των προϊόντων τους στην χώρα μας. Στην σχέση αυτή η συμμετοχή της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας είναι αυτή του μεταπράτη όπου αποσπάει ένα μέρος των κερδών του από την συμμετοχή του στην εμπορική διάθεση αυτών των προϊόντων και την μεγάλη εκμετάλλευση των εργαζομένων στους τομείς του εμπορίου και των υπηρεσιών.
Η σαθρή παραγωγική βάση αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες της κατακρήμνισης του ΑΕΠ με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και την μεταφορά της – μέσω χρέους και ελλειμμάτων – στο εσωτερικό της χώρας. Η πτώση του ΑΕΠ στην χώρα μας από τα 242 δις ευρώ στα 178 δις ευρώ (ποσοστό 26,55%) ανάμεσα στις χρονιές 2008-2017 αποτελεί την μεγαλύτερη πτώση που έχει συμβεί ποτέ ιστορικά – εκτός τις περιόδους πολεμικών συγκρούσεων – σε μία χώρα. Είναι η περίοδος των απανωτών μνημονίων με ΕΚΤ – ΕΕ –ΔΝΤ, η περίοδος της επίθεσης ενάντια στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του εργαζόμενου λαού, η περίοδος που η ντόπια κεφαλαιοκρατία ενισχύεται από τις νίκες της στο πεδίο της ταξικής πάλης απέναντι στους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα αποτελεί και την περίοδο όπου ενισχύονται τα δεσμά της οικονομικής εξάρτησης με την εποπτεία σε βάθος δεκαετιών (έως το 2060), ενώ όλος ο πλούτος και οι υποδομές της χώρας ξεπουλιούνται ή βρίσκονται σε δέσμευση στο «υπερ-ταμείο» για 99 χρόνια ως εγγύηση για την αποπληρωμή του χρέους προς τους ιμπεριαλιστές-δανειστές.
Η ντόπια κεφαλαιοκρατία την ίδια περίοδο ( 2008-2016 ) βρίσκεται μπροστά σε μία σοβαρή μείωση του κύκλου εργασιών της και μαζικής εκκαθάρισης στο εσωτερικό της σε βάρος των πιο μικρών και αδύναμων επιχειρήσεων. Μία διαδικασία που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την μονοπωλιακή συγκέντρωση του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου και αποτελεί την βάση εκκίνησης της «νέας εποχής».
Εμπορικό ισοζύγιο – ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας, παρουσιάζει μόνιμα έλλειμμα και μάλιστα σημαντικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πιο ψηλό σημείο του ΑΕΠ το 2008 στα 242 δις. το έλλειμμα έχει και αυτό την κορύφωσή του στα 30,5 δις. Αυτό που αποκαλύπτει αυτή η σχέση (αύξηση ΑΕΠ με ταυτόχρονη αύξηση εμπορικού ελλείμματος) είναι ότι η ντόπια κεφαλαιοκρατία ωφελείται σημαντικά από αυτή την σχέση τόσο στις εισαγωγές όσο και στις εξαγωγές, αφού και στις δύο περιπτώσεις έχει και την δική της συμμετοχή, αλλού μικρότερη και αλλού μεγαλύτερη. Για τη ντόπια κεφαλαιοκρατία είναι αδιάφορες οι επιπτώσεις από αυτές τις ανισότιμες οικονομικές σχέσεις και τις επιπτώσεις τους στον λαό αρκεί να εξασφαλίζουν άμεση και μεγάλη κερδοφορία χωρίς μεγάλο ρίσκο και μικρό επενδυτικό κίνδυνο. Το ελλειμματικό έκτρωμα για το οποίο η κύρια υπεύθυνη είναι η ντόπια κεφαλαιοκρατία το φόρτωσε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στις πλάτες του εργαζόμενου λαού και τον οδήγησε στην μόνιμη εξαθλίωση.
Η υποβάθμιση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας ( μεταποίηση – γεωργία ) προς όφελος του εμπορίου και των υπηρεσιών τόσο πριν το ξέσπασμα της κρίσης όσο και μέσα σε αυτή αποτελεί μία στρατηγική επιλογή της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας στα πλαίσια της υποταγής της στον ιμπεριαλιστικό καταμερισμό ( Ευρωπαίων και Αμερικάνων ) με την μετατροπή της ντόπιας οικονομίας σε παράρτημα του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των επιδιώξεών του.
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των αγαθών είναι πολύ μεγαλύτερο του συνολικού ελλείμματος. Και αυτό συμβαίνει καθώς το εμπορικό ισοζύγιο των υπηρεσιών ( αφορά κυρίως τουρισμό και μεταφορές ) είναι πλεονασματικό. Με χρονική αναφορά το 2008 κατά το οποίο είχαμε και το μεγαλύτερο ΑΕΠ αυτό που εμφανίζει το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών της ίδιας χρονιάς είναι εισαγωγές 72,6 δις. και εξαγωγές 24,6 δις δηλαδή ένα έλλειμμα της τάξης των 48 δις. ή του 20% περίπου του ΑΕΠ της ίδιας χρονιάς. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα είναι απόλυτα εξαρτημένη στην οικονομική της λειτουργία από τις εισαγωγές αγαθών καθώς χωρίς αυτές δεν υπάρχει δυνατότητα παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η σχέση εξάρτησης δεν είναι μόνο οικονομική αλλά αποτελεί και μία σημαντική βάση εκκίνησης της πολιτικής εξάρτησης της χώρας από τις πιέσεις και τους εκβιασμούς των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου από το 2009 έως το 2017 ήταν κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης των εισαγωγών ( από 87 δις στα 61 δις ) και δευτερευόντως της αύξησης των εξαγωγών αγαθών από 21,3 δις το 2010 σε 28,9 δις το 2017. Σε μία χώρα όπου η εξάρτηση από βιομηχανικά προϊόντα ( επεξεργασμένες πρώτες ύλες – ανταλλακτικά – μηχανήματα – καύσιμα κ.α. ) είναι ιδιαίτερα μεγάλη η μείωση των εισαγωγών σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση της οικονομικής λειτουργίας της χώρας που βαθαίνει ακόμα περισσότερο την οικονομική εξάρτηση.
Για τις εξαγωγές
Είναι κοινή ομολογία όλων των αναλυτών – απολογητών του συστήματος ότι η μείωση του εργατικού κόστους αποτελεί την «καύσιμη ύλη» των εξαγωγών. Και καθώς η ανεργία βρίσκεται στα ύψη αυτό αποτελεί έναν εκβιαστικό παράγοντα για την πίεση στους ήδη εργαζόμενους για την αύξηση της εντατικοποίησης στην παραγωγική διαδικασία έτσι ώστε να προκύψουν ανταγωνιστικές τιμές για την προώθηση των εξαγωγών και ταυτόχρονα υψηλή κερδοφορία.
Παρ” όλη την αύξηση των εξαγωγών αγαθών που έχει υπάρξει μέχρι τα σήμερα αυτή είναι και μονομερής αλλά και πολύ μικρή σε σχέση με τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους.
Στα ιμπεριαλιστικά κράτη η απόσπαση υπεραξίας από την εκμετάλλευση των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία αγαθών και η συσσώρευση κερδών από την ολοκλήρωση του οικονομικού κύκλου των προϊόντων γίνεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, σε εθνική βάση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ιμπεριαλιστικά κράτη δεν ενδιαφέρονται για τις εξαγωγές αγαθών σε άλλες χώρες και ιδιαίτερα τις εξαρτημένες. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατάκτηση νέων αγορών από τις οποίες θα εισάγουν φτηνές πρώτες ύλες και θα εξάγουν έτοιμα βιομηχανικά, κυρίως, προϊόντα. Ενώ ταυτόχρονα μέσω άμεσων επενδύσεων στήνουν παραγωγικές μονάδες σε χώρες με φτηνό εργατικό κόστος για να εξάγουν μέσω αυτών των χωρών τα προϊόντα τους. Αλλά σε αυτό καθαυτό το ζήτημα των εξαγωγών από τα ιμπεριαλιστικά κράτη αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών δεν αφήνουν στην τύχη τους τα προϊόντα που εξάγουν τόσο από άποψη τιμής όσο και από άποψη εμπορικών δικτύων. Έχοντας τεράστια κεφάλαια στην διάθεσή τους ή ακόμα και μέσα από την άμεση συμμετοχή του χρηματιστικού κεφαλαίου σε εμπορικές επιχειρήσεις στήνουν παγκόσμια δίκτυα εξαγωγών με αυστηρή παρακολούθηση της ολοκλήρωσης του οικονομικού κύκλου του προϊόντος έτσι ώστε η συσσώρευση των κερδών να γίνεται στην χώρα προέλευσης των προϊόντων, δηλαδή στα ιμπεριαλιστικά κράτη. Η δυνατότητα μίας «χούφτας χωρών» να μονοπωλούν το παγκόσμιο εμπόριο δεν καθορίζει μόνο τις τιμές των προϊόντων αλλά και τις ροές αυτών τόσο στις εισαγωγές όσο και στις εξαγωγές.
Από την άλλη μεριά για τις πιο φτωχές και εξαρτημένες χώρες η διαδικασία της συσσώρευσης των κερδών δεν γίνεται κατά βάση μέσα στην χώρα αλλά στην χώρα προορισμού των αγαθών (ακατέργαστες και κατεργασμένες πρώτες ύλες, έτοιμα και ημιέτοιμα βιομηχανικά προϊόντα, αγροτικά προϊόντα) και έτσι ένα μεγάλο μέρος της υπεραξίας των εργαζόμενων που αποσπάστηκε μέσα στην χώρα θα «εξαχθεί» και αυτό. Ο λόγος είναι ότι οι χώρες αυτές δεν διαθέτουν τα κεφάλαια που απαιτούνται για να στήσουν διεθνή εμπορικά δίκτυα, δεν μπορούν κα καθορίσουν τις τιμές πώλησης αλλά αποδέχονται και προσαρμόζονται στις τιμές που τους ορίζουν τα μονοπώλια του διεθνούς εμπορίου.
Όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση του εργατικού κόστους αποτελεί βασικό στοιχείο για την αύξηση των εξαγωγών. Το ίδιο ισχύει και σε όσες χώρες της ΕΕ εξάγουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους· οι μισθοί και τα μεροκάματα των εργαζόμενων είναι από τα χαμηλότερα της ΕΕ. Καθώς η περιβόητη «παραγωγική ανασυγκρότηση» και μάλιστα με «εξωστρεφή προσανατολισμό» απαιτεί ένα τεράστιο όγκο κεφαλαίων για επένδυση τα οποία δεν διατίθενται ούτε στο εσωτερικό από τη ντόπια κεφαλαιοκρατία ούτε σε διεθνές επίπεδο δεν αναμένεται εξαγωγική έκρηξη στον τομέα των αγαθών για τα επόμενα χρόνια. Θα υπάρξει μία σχετική αύξηση η οποία κυρίως θα βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα που εξασφαλίζει το χαμηλό εργατικό κόστος αλλά και οι άμεσες επενδύσεις κεφαλαίων ξένων μονοπωλίων και ιμπεριαλιστικών χωρών που καλούνται από όλους τους πολιτικούς εκπροσώπους του συστήματος να «προλάβουν τις ευκαιρίες», δηλαδή το γενικό ξεπούλημα πλούτου και υποδομών της χώρας.
Το ζήτημα των επενδύσεων
Στην ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας υποστηρίζεται ότι για τα επόμενα 9 χρόνια θα απαιτηθεί ρυθμός ανάπτυξης ιδιωτικών επενδύσεων που θα ξεπερνά το 8% σε ετήσια βάση για να αγγίξει η οικονομία τα επίπεδα του 2007-8. Ακόμη και 200 δισ. ευρώ να πέσουν στην πραγματική οικονομία εφόσον οι επενδύσεις διπλασιαστούν από τα 21 δισ. ευρώ στα 40 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2020 η αποεπένδυση θα συνεχίζεται καθώς οι αποσβέσεις του πάγιου εξοπλισμού θα συνεχίσουν να είναι μεγαλύτερες από τις νέες επενδύσεις μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Η ένταξη στην ΟΝΕ, η κρίση μετά το 2007 και τα μνημόνια κατάργησαν και αχρήστευσαν δύο στόχους-μυθεύματα για την οικονομία της ελληνικής αστικής τάξης: Τον παλιότερο μύθο της λεγόμενης υποκατάστασης των εισαγωγών από τις εξαγωγές αλλά και τον νεότερο μύθο περί παραγωγικής ανασυγκρότησης που προέκυψε ως στόχος και υπόθεση εργασίας μέσα στην οικονομική καταστροφή που επιβλήθηκε (το μεγαλύτερο πρόγραμμα οικονομικής καταστροφής εν καιρώ ειρήνης σύμφωνα με διεθνείς οικονομικούς αναλυτές).
Στόχοι και πεδία «αναμενόμενης» καπιταλιστικής κερδοφορίας
• Η αξιοποίηση των γεωστρατηγικών «πρωτοβουλιών» των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν τη χώρα ως ενεργειακό κόμβο αποκλείοντας και ακυρώνοντας τις ενεργειακές οδούς και τις συμφωνίες που ευνοούν τους Ρώσους. Πιο άμεσα υλοποιήσιμο είναι από αυτή την άποψη το διαμετακομιστικό κομμάτι (πχ η μεταφορά-αποθήκευση-διανομή του υγροποιημένου και συμπιεσμένου φυσικού αερίου ) παρά το εξορυκτικό κομμάτι που εξαρτάται από την έκβαση του γενικότερου γεωστρατηγικού ανταγωνισμού γύρω από τις ΑΟΖ και όχι μόνο. Ο όμιλος Κοπελούζου είναι ήδη προνομιακός επενδυτής στις πλατφόρμες της Αλεξανδρούπολης και στο σταθμό συντήρησης, συναρμολόγησης των επιθετικών ελικοπτέρων του ΝΑΤΟ. Στο χώρο δε της μεταφοράς του υγροποιημένου –και συμπιεσμένου- αέριου πέρα από τους έλληνες εφοπλιστές της «διασποράς» που ήδη έχουν σημαντικό ρόλο και θέση (δύο έλληνες είναι αυτή την περίοδο οι επικεφαλής των δύο μεγαλύτερων ναυτιλιακών ενώσεων στον κόσμο) δραστηριοποιούνται και οι εκπρόσωποι της ελληνικής «περιφέρειας». Ο Μαρινάκης αποτελεί τέτοιο παράδειγμα.
• Η αξιοποίηση της χώρας ως τηλεπικοινωνιακού και ως διαμετακομιστικού κόμβου. Η αναβάθμιση της ψηφιακής βάσης των τηλεπικοινωνιών (όπου στρατηγικό ρόλο παίζει ο γερμανικός ΟΤΕ), η πόντιση-καλωδίωση Κρήτης και νησιών, και η επέκταση των διάφορων δικτύων κ.λπ. (Βέβαια, ο βασικός έλληνας κατασκευαστής των καλωδιώσεων, πιθανότατα θα πληγεί από τους δασμούς του Τραμπ για το χάλυβα.) Αντίστοιχα, η ενίσχυση της χώρας ως διαμετακομιστικού κόμβου και πύλης εισόδου στην ΕΕ, όσο και αν συναντά τις ενστάσεις των Ευρωπαίων για τον αυξανόμενο ρόλο των κινέζικων επενδύσεων, είναι βασικό στοιχείο μιας τέτοιας αξιοποίησης-αξιολόγησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και οι εκθέσεις που αναφέρονται στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και που δημοσιοποιήθηκαν το 2017-18, αυτή της Eurobank, του OOΣΑ, του ΙΟΒΕΕ και της Εθνικής Τράπεζας εκτιμούν ότι η εφοδιαστική αλυσίδα ( logistics ) θα αποτελέσουν τομέα όπου θα υπάρξουν κερδοφόρες και πολλά υποσχόμενες –με διαφορά από άλλους τομείς- επενδύσεις.
• Τα μικρά περιθώρια και η έκταση της μεταποιητικής δραστηριότητας (της κλασικής δηλαδή βιομηχανικής πολιτικής) μπορούν να διευρυνθούν και να έχουν βιώσιμη και κερδοφόρα προοπτική με εξωστρεφή και εξαγωγική προοπτική σύμφωνα και με τις εκθέσεις που αναφέρθησαν . Μάλιστα το μοντέλο του επιχειρηματικού ομίλου που συγκεντρώνει οριζόντια πολλαπλές κάθετες παραγωγικές δραστηριότητες (ακόμα συνδυάζοντας τες και με εμπορικές δραστηριότητες και μεταπρατικές εκπροσωπήσεις) είναι αυτό που κυριαρχεί . Παράδειγμα ο όμιλος Μυτηληναίου. O OOΣΑ στην έκθεση του για τις δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας συμπεριλαβαίνει στους πέντε κλάδους που θεωρεί ότι διαθέτουν περιθώρια αναστροφής της ύφεσης (εφοδιαστικός, διαχείριση δεδομένων, τα υλικά μεταφορών-επικοινωνιών, τα ηλεκτρονικά, αυτοκινητοβιομηχανία ) και την υφαντουργία-ένδυση.
• Η λεγόμενη «βαριά βιομηχανία» της χώρας αν και ουσιαστικά βρίσκεται στα χέρια των ξένων τουριστικών εκπροσώπων και έχει δεχτεί βαρύ φορολογικό χτύπημα (αύξηση ΦΠΑ, τέλος διανυκτέρευσης) δέχεται επίσης την διείσδυση των αμερικάνικων και ισραηλινών κεφαλαίων που αγοράζουν τουριστικές μονάδες . Θα αντιμετωπιστεί με αυτό τον τρόπο το μεγάλο πρόβλημα εκσυγχρονισμού των τουριστικών μονάδων; Σίγουρα η μεγάλη εκκαθάριση των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων αφορά κατά μεγάλο ποσοστό αυτά των επιχειρηματιών του τουριστικού-ξενοδοχειακού τομέα. Σε αυτά τα πλαίσια γίνονται κινήσεις όπως αυτές της Agean του ομίλου Βασιλάκη δημιουργίας «επίγειας» αλυσίδας ξενοδοχειακών μονάδων που βέβαια θα συνδυαστούν με την αεροπορική κάλυψη και αφίξεις τουριστικών «πακέτων».
• Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι ένα άλλο πεδίο που το ελληνικό κεφάλαιο σε συμπράξεις λιγότερο ή περισσότερο μειοψηφικές στα επενδυτικά σχήματα που θα εξαγοράσουν τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς, θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από την πώληση του πλούτου της χώρας. Το σχήμα πώλησης του ΟΛΘ μπορεί να απαναπαραχθεί στο χώρο της ενέργειας, του σιδηροδρομικού δικτύου κλπ.Και επαναλαμβάνεται με την εταιρεία συντήρησης και τα εργοτάξια του ΟΣΕ μετά την πώληση τους στους Ιταλούς.
• Η δραστηριοποίηση στην συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου κατά πρώτο λόγο στις περιοχές που βρίσκονται κοντά στην κυρίως ελληνική επικράτεια πχ Ιόνιο αλλά και τις φιλοδοξίες για συμμετοχή στο πλιάτσικο των ΑΟΖ εφόσον το… επιτρέψουν οι γεωπολιτικές εξελίξεις. Να σημειωθεί εδώ πως μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης και μεταφοράς αερίου στην Αδριατική είναι σχεδόν αμιγώς ελληνικών συμφερόντων (μάλιστα θεωρείται η μεγαλύτερη επένδυση μετά εκείνη του Πρίνου που είναι έργο και επένδυση της ίδιας εταιρείας –Energan- ). Τα ΕΛΠΕ με την συμμετοχή του ελληνικού κράτους στο μετοχικό του κεφάλαιο αποτελούν ήδη αυτή την περίοδο τη μεγαλύτερη και πλέον κερδοφόρα από κάθε άποψη (κέρδη προ και μετά φόρων, νέες επενδύσεις κλπ) στη χώρα και στην περιοχή των Βαλκανίων.
• Παραδοσιακά ο κλάδος των τροφίμων ή ο αγροτροδιατροφικός κλάδος προσφέρεται για δραστηριοποίηση με σημαντικούς περιορισμούς όσον αφορά την κατάσταση της εσωτερικής αγοράς αλλά και τη διείσδυση ξένου κεφαλαίου στο βαθμό που η κλίμακα επιχειρησιακής επέκτασης και επιβίωσης το απαιτεί.Εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος τομέας της ελληνικής μεταποίησης και ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας κάνοντας τζίρο μέσα στο 2017 περί τα 12,5 δις ευρώ και έχοντας εξαγωγικό προσανατολισμό. Πάντως στον αγροτικό τομέα έχουν γίνει οι μικρότερες επενδύσεις τόσο εγχώριες αλλά και άμεσες ξένες επενδύσεις. Αν μάλιστα εξαιρέσει κανείς τα συμβόλαια της Αθηναϊκής ζυθοποιίας για προμήθεια πρώτης ύλης (συμβολαιακή γεωργία), αλλά και τις υπόλοιπες ζυθοποιίες, την τοπική οινοποιία, και εν μέρει στην καθαυτό βιομηχανία τροφίμων, τα ζυμαρικά σε σημαντικό βαθμό, ο «μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας» εξαρτιέται και αυτός από τις εισαγωγές πρώτων υλών. Οι μόνοι υποκλάδοι της μεταποίησης τροφίμων και ποτών που η Ελλάδα εμφανίζει πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο είναι αυτοί της επεξεργασίας φρούτων και λαχανικών και της μεταποίησης φυτικών και ζωικών λιπών (λόγω ελαιολάδου). Με την κρεατοπαραγωγή και τα προϊόντα γάλακτος να είναι οι πλέον «χτυπημένοι» από τις εισαγωγές, κλάδοι . Το 80% των αναγκών της Ελλάδας σε χοιρινό και βόειο κρέας καλύπτεται από εισαγωγές έτσι ή αλλιώς.
• Στο χώρο των ασφαλειών διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο άγριας κερδοφορίας καθώς με την ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών θα επιδιωχτεί δομική παρέμβαση στο ασφαλιστικό σύστημα με την εισαγωγή του δεύτερου πυλώνα (κεφαλαιοποιητικά ταμεία και εταιρικά ταμεία συλλογικής ασφάλισης ) και του τρίτου πυλώνα (δηλαδή άμεσα του ιδιωτικού τομέα). Ενδεχομένως μία «ανοχή» των ευρωπαίων σε μικρότερη ή τμηματική περικοπή των συντάξεων να έχει τη βάση της σε αυτή την διαρθρωτική δέσμευση της κυβέρνησης.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις
Ιστορικά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλές έως μηδενικές γιατί υπήρχε ένα ισχυρό προστατευτικό πλαίσιο για την αδύναμη ντόπια ελληνική βιομηχανία (υφαντουργία, τρόφιμα, βαμβάκι, καπνός κλπ) και κατευθύνονταν σε κλάδους όπου το ελληνικό κεφάλαιο είχε πολύ μικρή συμμετοχή όπως η βιομηχανία μετάλλων, τα χημικά, τα μεταφορικά μέσα.Την περίοδο αυτή έχουμε μία έντονη παρουσία αμερικάνικων άμεσων επενδύσεων στη χώρα που θα συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα (μέχρι το 1970) παράλληλα με μία αύξηση των ευρωπαϊκών ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία σύνδεσης με την –τότε- ΕΟΚ . Μέχρι τις αρχές του 1970 στη χώρα υπήρξε μεγάλη συνολική άνοδος των άμεσων ξένων επενδύσεων –κοντά στο 50% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο- στους κλάδους που αναφέρθηκαν και εξασφάλιζαν για τα ιμπεριαλιστικά κεφάλαια χαμηλό εργασιακό κόστος και εμπορεύματα ανταγωνιστικά στις αγορές . Χαρακτηριστικά το 39% των κάθετων παραγωγικών μονάδων (πρωτόγνωρο για τα τότε ελληνικά δεδομένα) που ήταν σε μεγάλο βαθμό θυγατρικές των ξένων, παρήγαγαν εντελώς νέα προϊόντα . Θα μπορούσαμε να πούμε πως σε αυτή την «χρυσοκάνθαρη» περίοδο ολοκληρώνεται η μετατροπή της χώρας από αγροτοβιομηχανική και σε βιομηχανοαγροτρική εξαρτημένη χώρα δευτέρου επίπεδου ανάπτυξης όπως έχει χαρακτηριστεί και σε παλιότερα κείμενα της οργάνωσης. Ταυτόχρονα με την έναρξη της σαραντάχρονης –πια- κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος αυτή η «ανάπτυξη» πιάνει τα όρια της καθώς θα ακολουθήσει το κύμα των λεγόμενων «προβληματικών επιχειρήσεων» που αναλαμβάνει –τότε- να διαχειριστεί το ΠΑΣΟΚ.
Μέσα από μία διαδικασία υφέσεων και εκρήξεων στους ρυθμούς των άμεσων ξένων επενδύσεων φτάνουμε στα τέλη περίπου της δεκαετίας του 90 όπου η –ήδη υψηλή συμμετοχή- των ευρωπαϊκών κεφαλαίων το 1988 από 72,4% εκτινάσσεται στο 92% το 1997-σε όλους πια τους κλάδους ακόμα και τους παραδοσιακά «ελληνικούς»- ενώ τα κεφάλαια από ΗΠΑ από το –ήδη χαμηλό- 13,5% του 1988 πέφτουν στο 2% τη διετία του 1999-2000.
Μία τέτοια εξέλιξη είναι λογική και αναμενόμενη για μία χώρα που πλέον στο οικονομικό επίπεδο έχει εναποθέσει την οικονομική της ανάπτυξη στην ευρωζώνη και τους αντίστοιχους ρόλους που αυτή η «ανάπτυξη» απαιτεί.
Αν και μέχρι και το 2006 –την περίοδο της «παγκοσμιοποίησης» συνεχίζουμε να έχουμε πολύ μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίων από άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα (αλλά και στον καπιταλιστικό κόσμο γενικότερα) η κεφαλαιακή αυτή παλίρροια δεν διακρίνεται από επενδύσεις που κατευθύνονται στην παραγωγή αλλά κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Φυσικά η εξαρτημένη ελληνική οικονομία δεν θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί όσον αφορά αυτό το ποιοτικό στοιχείο της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης». Αποτέλεσμα, η επενδυτική «άμπωτη» που ακολούθησε με την κρίση του 2008 να «στραγγίξει» από ρευστότητα μία χώρα που ήταν εξαρτημένη από αυτό τον δοτό «πακτωλό».
Οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις.
Ένα άλλο ιστορικό στοιχείο που γεννά από «ηθελημένες» παρεξηγήσεις μέχρι και συγκεκριμένες πολιτικές τοποθετήσεις (πχ ιμπεριαλιστική Ελλάδα) αφορά στον τομέα των άμεσων ξένων επενδύσεων του ελληνικού κεφαλαίου αυτή τη φορά προς το εξωτερικό. Ενώ στο εσωτερικό συντελούνταν η υποβάθμιση του πρωτογενή και δευτερογενή τομέα αντίθετα στο εξωτερικό το ελληνικό κεφάλαιο πραγματοποιούσε για λογαριασμό του άμεσες ξένες επενδύσεις. Αυτή η αντίστροφη πορεία έχει βέβαια τις εξηγήσεις της .Ένα σημαντικό κομμάτι αφορά στα περιθώρια που έδινε η τυπική ενσωμάτωση των χωρών του παλινορθωμένου καπιταλισμού και η κατάρρευση των οικονομιών τους που αξιοποιούνταν μεμονωμένα από έλληνες επιχειρηματίες.Στην πορεία και όσο «οργανώνονται τα πράγματα» λειτουργούν ως μεσάζοντες των ευρωπαϊκών πολυεθνικών δεχόμενοι παραγγελίες από αυτές και διοχετεύοντας τες στις θυγατρικές τους σε Ανατολική Ευρώπη και κυρίως Βαλκάνια.Εμβληματικό παράδειγμα μια τέτοιας «άνδρωσης» αποτελεί φυσικά ο όμιλος Κόκκαλη σε ένα άλλο επίπεδο . Ένα επίσης σημαντικό κομμάτι αφορά τα παραγωγικά τμήματα κυρίως της υφαντουργίας αλλά όχι αποκλειστικά αυτής, που μεταφέρθηκαν –για πιο φτηνό εργασιακό κόστος και μηδαμινή φορολόγηση – στα Βαλκάνια, ειδικά στην Βουλγαρία . Ένα τρίτο κομμάτι αντιπροσωπεύεται από τον… προσκοπικό ρόλο που έπαιξε το ελληνικό τραπεζιτικό κεφάλαιο για λογαριασμό του ευρωπαϊκού στα Βαλκάνια (σήμερα έχει ταχέως αποσυρθεί). Βέβαια αξιοποιήθηκαν και επενδυτικές θέσεις που είχαν «ανοίξει» και μέσα στην ίδια την ευρωζώνη. Και που δεν μπορούσε να «απαγορευτεί» η κατάληψη τους λόγω και της «ελευθερίας κίνησης των κεφαλαίων».
Θα αντιπροσώπευε μία μηχανιστική λογική – αντίστοιχη της μηχανιστικής αντίληψης περί «ιμπεριαλιστικού ρόλου» της χώρας – να βγει το συμπέρασμα ότι το ελληνικό κεφάλαιο βγήκε… χαμένο και δεν ανταμείφτηκε από αυτή τη διαδικασία. Οι ελληνικές άμεσες ξένες επενδύσεις στήριξαν-εκτός των άλλων- την κερδοφορία της ντόπιας κεφαλαιοκρατία ή καλύτερα αντιγύρισαν εν μέρει τις απώλειες κεφαλαιακών εισροών τουλάχιστον μέχρι το 2013. Όμως η κρίση αγγίζει και την επενδυτική «έξοδο» του ελληνικού κεφαλαίου. Γιατί το 2013 ακόμη και οι (ελληνικές) άμεσες ξένες επενδύσεις σε Ευρώπη- Βαλκάνια λαμβάνουν αρνητικό πρόσημο φτάνουν δηλαδή σε (– 698) εκατομμύρια δολάρια, αφαιρούνται δηλαδή επενδύσεις, γίνονται επενδυτικές αποχωρήσεις που στοιχειωδώς ανέκαμψανσε πολύ όμως χαμηλότερο επίπεδο,στα383 εκατομμύρια δολάρια το 2015.
Αλλά και σε αυτό το χαμηλό επίπεδο παρέμειναν-τότε- υψηλότερες από τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα. Δηλαδή στον κυρίως εθνικό οικονομικό «κορμό» της «ιμπεριαλιστικής» αστικής τάξης ( σύμφωνα με ΚΚΕ – ΝΑΡ κ.α ) ξένοι και έλληνες δεν επενδύουν!
Μία σοβαρή διάσταση στο ζήτημα των ΑΞΕ
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι (καθαρές) εισροές Ξένων Άμεσων Επενδύσεων στην Ελλάδα για το 2017 ανήλθαν σε 3.590,5 εκατ. ευρώ, σε σχέση με 2.774,2 εκατομμύρια το 2016, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 29,4%. Η επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας προέρχεται κατά κύριο λόγο από εταιρείες σημαντικών αγορών, όπως της ΕΕ,με τη Γαλλία και τη Γερμανία να αποτελούν τις βασικές χώρες προέλευσης επενδυτικών κεφαλαίων την τελευταία δεκαετία. Η Κύπρος, καθώς και χώρες εκτός ΕΕ, όπως οι ΗΠΑ, η Ελβετία και ο Καναδάς αποτελούν επίσης βασικές χώρες προέλευσης επενδυτικών κεφαλαίων, με την πρώτη δεκάδα να συμπληρώνεται από την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, την Ισπανία και την Κίνα (με το Χονγκ- Κονγκ).
Στην πρώτη δεκάδα των χωρών που επενδύουν στη χώρα την τελευταία δεκαετία ανήκουν επίσης οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, με τις χώρες αυτές να αυξάνουν σημαντικά την επενδυτική τους παρουσία τα τελευταία έτη. Αμερικάνικες είναι και οι 8 –πρώτη φορά που πλειοψηφούν από τη δεκαετία του 50!- από τις 24 άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα το 2017.
Σίγουρα κάτι τέτοιο αποτυπώνει και ένα προβάδισμα των επενδύσεων προς τη μεριά των ΗΠΑ (αποτυπώνοντας παράλληλα και την γεωπολιτική εδραίωση και παραπέρα διείσδυση τους στη χώρα και στην περιοχή).
Σε γενικές γραμμές μπορεί να διατυπωθεί η εκτίμηση ότι χωρίς να αναιρείται η βασική ιεράρχηση της σύνθεσης των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα όπου κυριαρχούν οι ευρωπαίοι (κυρίως γερμανοί και γάλλοι) έχουμε τα τελευταία χρόνια μία αύξηση των αμερικάνικων κεφαλαίων κατά βάση σε τραπεζιτικό, ενεργειακό αλλά και ξενοδοχειακό –τουριστικό τομέα. Επίσης μία αύξηση διαπιστώνεται τελευταία και όσον αφορά τους γάλλους. Οπωσδήποτε, ακόμα και έτσι οι επενδύσεις αυτές δεν πρόκειται να λύσουν το επενδυτικό «πρόβλημα» της αστικής τάξης όσο και αν τον αμερικάνο πρέσβη σε κάθε σημαντική του κίνηση ή δήλωση τον συνοδεύουν αμερικάνοι επενδυτές. Είναι χαρακτηριστικό από το σύνολο των άμεσων ξένων επενδύσεων του 2017 –όχι μόνο των αμερικάνων- δημιουργήθηκαν μόλις 1194 θέσεις εργασίας.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ για την οικονομία της εξαρτημένης ελληνικής αστική τάξης.
Η «αποεπένδυση» ή έστω η χαμηλή και «υφεσιακή» επένδυση στην πραγματική οικονομία δεν είναι πρόβλημα μόνο μίας εξαρτημένης αστικής τάξης όπως η ελληνική. Ως αρνητικό ζητούμενο αποτελεί «μέγα θέμα» και για τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις (η ανάδειξη πχ του Τραμπ έχει εκτός των άλλων να κάνει και με την ένταση που εμφανίζεται το πρόβλημα αυτό στην κυρίως μητρόπολη του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος). Στην περίπτωση όμως της χώρας μας και πάνω στο υφιστάμενο πλαίσιο εξάρτησης της αστικής τάξης λαβαίνει πολύ δραματικότερα χαρακτηριστικά.
Η «αποεπένδυση στην οικονομία της ελληνικής αστικής τάξης δεν είναι επίσης ένα πρόβλημα που προέκυψε την περίοδο των μνημονίων. Κατά βάση συντελέστηκε την περίοδο που η μεγαλοαστική τάξη ζούσε την αυταπάτη της συμμετοχής αρχικά στην ΕΟΚ και κατόπι στον «σκληρό πυρήνα» της ΕΕ, στην ευρωζώνη, πριν το 2009. Την εποχή δηλαδή της… «ανάπτυξης»! Η «κρίση» και τα μνημόνια από τη μια, ανέδειξαν ταόρια αυτής της βάσης όπου η εύκολη ρευστότητα μετάτρεψε μία χώρα… περίπου βιομηχανοαγροτική σε μεγάλη αγορά των ευρωπαϊκών –κατά βάση γερμανικών και γαλλικών – επιχειρήσεων αλλά και σε και διεκπεραιωτή υπηρεσιών. Βέβαια, από την άλλη, τα κατασταλτικά μέτρα των ιμπεριαλιστών –δανειστών διόγκωσαν το ήδη … διογκωμένο πρόβλημα για την αστική τάξη : πολλαπλασιάστηκαν και αυξήθηκαν δανειακά σε δραματικό βαθμό τα κόκκινα δάνεια στο τραπεζιτικό σύστημα, συντελέστηκε η απώλεια του ελέγχου του, η συντριβή της εσωτερικής αγοράς, η δραματική μείωση των χρηματοδοτικών πηγών και ροών κάθε είδους, η μεταφορά πόρων στο εξωτερικό (διαμαρτυρίες των αστών για την «υπερφορολόγηση»),επίσης επιβλήθηκε και η μείωση της εγχώριας αποταμίευσης με χαρακτηριστική μείωση του πάγιου κεφαλαίου στο σύνολο της οικονομίας .
Με αυτή την έννοια έχει νόημα το ερώτημα που διατυπώνει η μεγαλοαστική τάξη της χώρας και οι οικονομικοί και πολιτικοί της αναλυτές σχετικά με του τι είδους…. επιστροφή στην λεγόμενη προτεραία κανονικότητα μπορεί να υπάρξει. Το νέο όραμα για την οικονομική φυσιογνωμία της χώρας και του «είδους» των επενδύσεων που θα πρέπει να προσελκύσει προβάλλεται μέσα από το τρίπτυχο: κόμβος – ενεργειακό – υπηρεσίες. Συνδέεται δε ακόμα με γεωπολιτικές προτεραιότητες των ιμπεριαλιστών και ειδικότερα των αμερικάνων στην αντιπαράθεση με τους ρώσους σε πρώτο πλάνο και με τους ευρωπαίους σε δεύτερο. Η διαπίστωση που χωρά εδώ είναι πως σε μία διαφορετική εξέλιξη των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων ή σε μία πολεμική αναμέτρηση οι επενδυτικοί αυτοί υπολογισμοί θα ακολουθήσουν την τύχη των ιμπεριαλιστικών-κατά βάση- υπολογισμών.
Το παράδειγμα μιας «εξαγωγικής οικονομίας» που προωθεί ο ΙΟΒΕ και όχι μόνο, προβάλλοντας ως συγκρίσιμη και την περίπτωση της Ιρλανδίας, έχει πάρα πολλά κενά και διαφορές . Με εξαίρεση την Ελλάδα όλα τα μνημόνια της ευρωπαϊκής ζώνης την τελευταία δεκαπενταετία ήταν τρίχρονα και όχι μίας δεκαετίας όπως εδώ. Δεν επιβλήθηκε η τεράστια μείωση ΑΕΠ που περιγράφτηκε ούτε η υπερφορολόγηση για την οποία διαμαρτύρεται σήμερα ο ελληνικός αστικός επιχειρηματικός κόσμος. Αντίθετα στην Ιρλανδία «επετράπη» να διατηρήσει μεγάλο μέρος της φορολογικής πολιτικής πράγμα που έχει άμεση –θετική- επίπτωση στις επενδύσεις που ήθελε να προσελκύσει και να υλοποιήσει. Το σπουδαιότερο, οι δύο βασικοί ιμπεριαλισμοί που είχαν «ενδιαφέρον» για το… νησί (αμερικάνικος, γερμανικός αλλά και ο βρετανικός) κατά μία έννοια είχαν κοινά συμφέροντα να συνεργαστούν ώστε να σύρουν την Ιρλανδία σε μία συντεταγμένη είσοδο –και έξοδο- από τα μνημόνια. Δεν συνέβη αυτή η μοναδική λυσσαλέα αντιπαράθεση των ιμπεριαλιστών –δανειστών πάνω από τη χώρα μας που δημιούργησε ένα πλαίσιο ακόμα μεγαλύτερης οικονομικής και κοινωνικής ερημοποίησης. Και αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο διαφοροποίησης!
Ακόμα όμως και έτσι δεν μπορούμε να αντιληφτούμε μία οικονομία ακόμα και του τύπου της Ελλάδας να μπορεί να σταθεί με μόνο και μόνο στήριγμα τις εξαγωγές όταν η εσωτερική της αγορά/ζήτηση συντρίβεται, όταν η εγχώρια της αποταμίευση εξαϋλώνεται, όταν ο έλεγχος του τραπεζιτικού συστήματος κατά μεγάλο βαθμό δεν ανήκει στην αστική της τάξη και όταν η χρηματοδότηση της είναι «όμηρος» ενός χρέους που, παρά τις άμεσες ή έμμεσες απομειώσεις του ως αναλογία προς το ΑΕΠ έχει αυξηθεί πάνω από το 50% ακριβώς την χρονική περίοδο που εφαρμόστηκαν-υποτίθεται- τα μέτρα για την μείωση του!
Στην πραγματικότητα το αφήγημα της «εξαγωγικής οικονομίας» δεν στέκει αφ’ εαυτού του. Η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου από το 2009 έως το 2017 ήταν κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης των εισαγωγών ( από 87 δις στα 61 δις ) και δευτερευόντως της αύξησης των εξαγωγών αγαθών από 21,3 δις το 2010 σε 28,9 δις το 2017. Η μείωση στην εισαγωγή αγαθών στην περίοδο των μνημονίων ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης συρρίκνωσης της εσωτερικής αγοράς σαν αντίβαρο της προηγούμενης περιόδου της «άλογης ανάπτυξης».
Από την άλλη, ο λόγος και η σχέση των ελληνικών εισαγωγών ως προς τις επενδύσεις εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δηλαδή «οικονομία» εισάγει πολύ μεγαλύτερο όγκο «προϊόντος» από αυτόν που επενδύει και κατά συνέπεια παράγει εντός της χώρας .
Διαπιστώνουμε πως οι λεγόμενοι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι (Μυτηληναίος, Energan, Ελληνικά Πετρέλαια, Κοπελούζος κλπ) που συγκεντρώνουν καθετοποιημένες και ολικής μορφής λειτουργίες αλλά και πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες κυριαρχούν στο κάδρο της μεγαλοαστικής τάξης και δυναμώνουν τις θέσεις τους .
Δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης πως οι διάφοροι επιχειρηματικοί εθνικοί «πρωταθλητές» μεγεθύνθηκαν αφού κατά διαστήματα συνεργάστηκαν σε υπολογίσιμες γεωπολιτικές μπίζνες με τον ιμπεριαλισμό κάτω από διάφορους ρόλους (πχ ο Μυτιληναίος με τα άρματα, ο Μελισσανίδης την περίοδο του ιρανικού αποκλεισμού στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, ο Κοπελούζος σήμερα στην Αλεξανδρούπολη κλπ).
Η ακτινογραφία των «επιχειρηματικών εθνικών πρωταθλητών» που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στην ελληνική έκδοση του Forbes (αμερικάνικου επιχειρηματικού περιοδικού που εκδίδεται πάνω από 80 χρόνια) δείχνει στις εταιρείες με την μεγαλύτερη ποσοτικά κερδοφορία να κυριαρχεί ο πετρελαϊκός κλάδος (με πρώτα τα ΕΛΠΕ και δεύτερη τη γνωστή και μη εξαιρετέα Motor Oil) ενώ οι υπόλοιπες επιχειρήσεις ανήκουν στην ευρύτερη «οικογένεια» του εμπορίου και των υπηρεσιών και κρατικού τζόγου (π.χ. Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, πωλήσεις αυτοκινήτων). Όσον αφορά τον κατάλογο των 10 επιχειρήσεων που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση κερδοφορίας (που είναι διαφορετικό γιατί αντανακλά την δυναμική των κλάδων) η εκπροσώπηση της μεταποίησης είναι αυξημένη (φαρμακοβιομηχανία, τσιμεντοβιομηχανία-ΤΙΤΑΝ-, ιχθυοκαλλιέργεια/επεξεργασία, παραγωγή και επεξεργασία βαμβακιού), αλλά η εκπροσώπηση του τριτογενή τομέα είναι επίσης ισχυρή (ΕΡΤ, ασφάλειες, ναυτιλιακές εταιρείες Κρήτης- πρώτες στην κατάταξη). Στις επιχειρήσεις που εμφάνισαν τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών κυριαρχεί ο Μυτιληναίος, το Μετρό, κατασκευαστικές εταιρείες (π.χ. Ελλάκτωρ), βιομηχανία τροφίμων (Νητσιάκος), εταιρείες που ασχολούνται με τις τεχνολογικές αναβαθμίσεις (όπως αυτή που ανέλαβε τον ιδιωτικοποιημένο ΟΛΠ) και εταιρείες πώλησης αυτοκινήτων.
Όταν όμως ο φακός μεγεθύνει και διευρύνει το… πλάνο του συμπεριλαμβάνοντας τις 100 πρώτες ελληνικές επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ –δηλαδή τις καθαυτό επιχειρήσεις της μεγαλοαστικής τάξης (ιδιωτικής, κρατικής π.χ. τα στελέχη των ΕΛΠΕ, και χρηματοπιστωτικής) η εικόνα τροποποιείται: Το μερίδιο της μεταποίησης παραμένει μικρό (φαρμακοβιομηχανία, διυλιστήρια, παραγωγή αλουμινίου, τρόφιμα-ποτά, επεξεργασία πρώτων υλών, ανελκυστήρες, ενδιάμεσα προϊόντα –π.χ. μπαταρίες–, ας συμπεριλάβουμε εδώ καταχρηστικά και τον κατασκευαστικό τομέα) αναλογικά με το υπόλοιπο κομμάτι. Δηλαδή τις υπηρεσίες, εμπόριο που καταλαμβάνουν τον μεγαλύτερο χώρο (εφοδιαστικός τομέας, λιανική πώληση, λιμάνια, αεροδρόμια, τηλεπικοινωνίες-τηλεφωνία, ναυσιπλοΐα, τράπεζες-ασφάλειες, κρατικός τζόγος).
Αρκετά αποδυναμωμένος εμφανίζεται στην μνημονιακή περίοδο ο άλλοτε πανίσχυρος κατασκευαστικός κλάδος. Περιορισμένος χρηματοδοτικά σε Βαλκάνια – Παρευξείνιες Χώρες – Κεντρική Ευρώπη (ύστερα από την αποχώρηση των ελληνικών τραπεζών που τον στήριζαν) συρρικνωμένος από τα ανύπαρκτα προγράμματα δημόσιων επενδύσεων στο εσωτερικό, πιεσμένος επιχειρηματικά από τις εξελίξεις σε Μέση Ανατολή – Αραβικές χώρες (όπως πρόσφατα με την κρίση του Κατάρ όπου ελληνικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις βρέθηκαν σε δύσκολη θέση) εξακολουθεί να είναι, παρ’ όλα αυτά, μέσα «στους μεγαλύτερους εργοδότες» της χώρας. Ο ελληνικός Ελλάκτωρ και ο ελλληνοκυπριακός Άβαξ κατατάσσονται μέσα στις πρώτες 50 τεχνικές εταιρείες στην Ευρώπη. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, πριν μερικές μέρες, ο μεγάλος Ινδο-Καναδός επενδυτής Prem Watsa –ως έχων πια δικαίωμα αξιολόγησης των επενδύσεων στη χώρα– στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, ο ελληνικός κατασκευαστικός κλάδος στα χρόνια της κρίσης έχασε το 87% της δραστηριότητάς του. Ποσοστό εφιαλτικό, που είναι μεγαλύτερο από κάθε άλλο μεγάλο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, οδήγησε στο κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων και σε συσσωρευμένες ζημίες άνω του 1 δισ. για τις μεγάλες εταιρείες του κλάδου. Παρ’ όλα αυτά, ο κλάδος συνεχίζει να απασχολεί 150.000 εργαζόμενους, ενώ επισημαίνεται ότι για κάθε δική του θέση εργασίας δημιουργεί στην οικονομία άλλες 3 και για κάθε ένα ευρώ δικής του δραστηριότητας δίνει άμεσα το μισό και πλέον πίσω στο Δημόσιο σε φόρους και εισφορές. Με εξαντλημένα τα διάφορα προγράμματα (αυτοκινητόδρομοι, μεγάλοι κόμβοι, ολοκληρώσεις κ.λπ.) ο κλάδος είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τη γεωπολιτική πορεία του ενεργειακού τομέα (π.χ. το αεροδρόμιο στο Καστέλι της Κρήτης) ή να αποτελεί κομμάτι γενικότερων επιχειρηματικών ομίλων (π.χ. Κοπελούζος, που περιλαμβάνει από ενέργεια και διαχείριση αποβλήτων μέχρι κατασκευές) που δυναμώνουν την παρουσία και τη θέση τους στην οικονομία της ελληνικής αστικής τάξης.
Το εφοπλιστικό κεφάλαιο, σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται ο ΙΟΒΕ, παράγει γύρω στο 7% του εγχώριου ΑΕΠ. Αυτό το ποσοστό αν και μεγάλο είναι αρκετά δυσανάλογο της θέσης της ελληνόκτητης εμπορικής ναυτιλίας στο σημερινό κόσμο Η Clarksons Research υπολογίζει πως η τρέχουσα αξία του ελληνόκτητου στόλου ανέρχεται στα 105 δισ. δολάρια, η υψηλότερη όλων των εθνικών πλοιοκτησιών. «Αν και ο πληθυσμός της Ελλάδας αντιπροσωπεύει μόνο το 0,15% του παγκόσμιου πληθυσμού, τα πλοία που μεταφέρουν το 20% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου ελέγχονται από Ελληνες», αναφέρει η ετήσια έκθεση της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ).
Ειδικότερα, η ελληνική ναυτιλία εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση διεθνώς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΕ, ο στόλος ανέρχεται σε 4.746 πλοία (άνω των 1.000 gt) χωρητικότητας 365,45 εκατ. τόνων (dwt), που αντιπροσωπεύει το 19,89% σε όρους χωρητικότητας dwt του συνολικού παγκόσμιου στόλου και το 49,15% του συνόλου του στόλου της ΕΕ. Αξιοσημείωτο, δε, είναι πως αξιοποιώντας την… απαξίωση και την πτώση των τιμών των ναυτιλιακών αξιών, αλλά και προσπαθώντας να διασώσουν τα κέρδη τους από ένα κούρεμα κεφαλαίων ή την αύξηση της φορολόγησης, οι έλληνες εφοπλιστές τα τελευταία δέκα χρόνια έκαναν νέες επενδύσεις, «έχτισαν» νέα πλοία και εμφανίζονται ως το κομμάτι του διεθνούς εφοπλιστικού κεφαλαίου που έχει την πιο μικρή μέση ηλικία στόλου! Σ’ αυτό βοήθησε και η ευκαιρία της μεταφοράς υγροποιημένου αέριου και οι ιδιαίτερες σχέσεις με τον αμερικάνικο και αγγλοσαξονικό παράγοντα. Όσον αφορά δε στον επιμερισμό του ελληνόκτητου στόλου ανά τύπο πλοίου, οι έλληνες εφοπλιστές ελέγχουν το 29,19% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενοπλοίων αργού πετρελαίου, το 22,03% του παγκόσμιου στόλου πλοίων χύδην ξηρού φορτίου και το 15,45% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς χημικών και παραγώγων προϊόντων πετρελαίου.
Κι όμως, μόλις 753 (!) πλοία από αυτά τα 4.746 φέρουν την ελληνική σημαία και ως εκ τούτου ο στόλος με ελληνική σημαία κατατάσσεται στην έβδομη θέση διεθνώς και δεύτερος στην ΕΕ. (σε όρους χωριτικότητας). Γεγονός που καταδεικνύει την έλλειψη ανταγωνιστικότητας του ελληνικού νηολογίου που αντανακλά και τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό οικονομικό «καταμερισμό». Αλλά και τα όρια του «πατριωτισμού» ενός κατεξοχήν κοσμοπολίτικου κεφάλαιου όπως το εφοπλιστικό, προκειμένου να διατηρήσει άθικτα τα κέρδη από τη φορολογία αλλά και ανέπαφους τους άθλιους εργασιακούς όρους των πληρωμάτων (που στα πλοία με ξένη σημαία αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από ξένους εργάτες του τρίτου κόσμου).
Από την άλλη, ίσως το μεγαλύτερο μέρος των εφοπλιστικών και παρελκόμενων από αυτές υπηρεσιών «κατοικοεδρεύει» στο Λονδίνο. Για την ακρίβεια, υπάρχει μία συνεχής μεταφορά δραστηριοτήτων από το Λονδίνο στον Πειραιά και ανάποδα, έτσι ώστε οι εφοπλιστές να φαίνονται «αόρατοι» φορολογικά. Αν και το ελληνικό κράτος φορολογεί υπό προϋποθέσεις τη χωρητικότητα των πλοίων τους και όχι τα κέρδη, πράγμα που επισύρει την οργή των ανταγωνιστών Γερμανών που απαιτούν σε αυτό το πεδίο φορολογική εναρμόνιση.
Η τελευταία φορά που το εφοπλιστικό κεφάλαιο επένδυσε στη χώρα ήταν τη δεκαετία του ’60 όπου με δικά τους κεφάλαια και με την άνευ όρων στήριξη του τραπεζιτικού τομέα στήθηκαν τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά (Νιάρχος), Ελευσίνας (Ανδρεάδης – Χανδρής), Νεωρίου (Γουλανδρής) κ.λπ. Αντίθετα, στα τέλη της δεκαετίας του 70 τα περισσότερα περνάνε στον έλεγχο του κράτους με τον άλφα ή βήτα τρόπο (τότε, ακόμα και ο Καραμανλής κατηγορήθηκε από τους πούρους δεξιούς για… σοσιαλμανία!). Οι εφοπλιστές επιλέγουν να «χτίσουν» στην Κορέα ή όπου αλλού…
Με εξαίρεση την παρουσία σε τομείς δημόσιας επιρροής (π.χ. ποδόσφαιρο και ΜΜΕ), το εφοπλιστικό κεφάλαιο απογοήτευσε πολλούς, μεταξύ των οποίων και αυτό το ΙΟΒΕ που προέβλεπε ζεστό εφοπλιστικό χρήμα (αρχικά 500 εκατομμύρια ευρώ) να «πέσει» στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ιδρύματος, η εμπορική ναυτιλία (και οι δορυφορικές σε αυτή δραστηριότητες και υπηρεσίες) απασχολούν γύρω στα 190.000 άτομα, πράγμα που δεν υποστηρίζουν ούτε οι ίδιοι οι εφοπλιστές. Είναι σίγουρο και διαπιστωμένο πως από αυτόν τον εργατικό, τεχνικό και υπαλληλικό-στελεχικό πληθυσμό, μόνο 30 με 35.000 είναι η κυρίως «ναυτοσύνη», δηλαδή τα πληρώματα.
Μετά από δύο –ουσιαστικά– χρεοκοπίες (τα δύο PSI) και τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις που χρηματοδότησε ο ελληνικός λαός, η κατάσταση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει χειροτερεύσει. Από τα 110 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια που πλέον καταλαμβάνουν ένα αξιοσέβαστο ποσοστό των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, τα 65 δισ. είναι δάνεια επιχειρήσεων, εκ των οποίων τα 45 δισ. ευρώ και πλέον αφορούν τις μεγάλες επιχειρήσεις. Η κατάσταση επιδεινώνεται λόγω της –ουσιαστικά– συνεχιζόμενης «καραντίνας» από τον απευθείας δανεισμό των αγορών και του μεγάλου δημόσιου χρέους, που έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην μπορούν να δανειστούν υπό κανονικές συνθήκες και είναι απόλυτα εξαρτημένες από τη βούληση της ΕΚΤ. Η οποία, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορεί αυξήσει τα ελληνικά ομόλογα που αγοράζει για να τις διευκολύνει…
Από την άλλη, οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να… δανείσουν στον επιθυμητό βαθμό λόγω της ασφυκτικής κατάστασης που επικρατεί στην ελληνική εσωτερική αγορά, καθώς είναι ήδη εκτεθειμένες σε μεγάλο αριθμό «κόκκινων δανείων». Με δύο λόγια, οι τράπεζες –ένα «μαγαζί γωνία», η «καρδιά» του καπιταλιστικού συστήματος που υπάρχει για να δανείζεται και να δανείζει με κέρδος– δεν μπορεί να εκπληρώσει μία βασική του λειτουργία.
Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά στον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τυπικά, μετά τις δύο μεγάλες ανακεφαλαιοποιήσεις το ελληνικό κράτος, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ελέγχει το μεγαλύτερο ποσοστό των μετοχών. Με μία έννοια, οι τράπεζες κρατικοποιήθηκαν για να διασωθούν. Αυτός, όμως, που διαθέτει τον προνομιακό αριθμό των μετοχών, δηλαδή το ελληνικό κράτος, δεν ορίζει τις… διοικήσεις των Τραπεζών στις οποίες έχουν εμφυτευτεί διάφορα στελέχη ευρωπαϊκής καταγωγής. Κάτι τέτοιο αποτελεί προφανώς παγκόσμια πρωτοτυπία! 34 στελέχη έχουν περάσει μέχρι στιγμής από το Ταμείο χωρίς να έχει οριστικοποιηθεί ο τρόπος που θα διοικεί και μάλιστα για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου που ακόμα αναζητείται (ακούγεται το όνομα ενός Πολωνού) η γνώση της ελληνικής δεν θεωρείται… υποχρεωτική!
Η άλλη πλευρά του ελέγχου των ελληνικών τραπεζών αφορά στην είσοδο επενδυτικών fund, που ήδη κατέχουν μεγάλο ποσοστό μετοχών. Τελευταία, βέβαια, λόγω της αμφισβήτησης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, έχουμε μία υποχώρηση θέσεων από τέτοια σχήματα και αύξηση των μικροκαταθετών. Κάτι τέτοιο δεν διαφοροποιεί τη βασική αυτή εξέλιξη. Έτσι, στην Εθνική Τράπεζα οι ξένοι επενδυτές διαθέτουν το 29% των μετοχών, στην Τράπεζα Πειραιώς το 19%, στην Άλφα Μπανκ οι ξένοι θεσμικοί μαζί με κάποια funds το 40% και στην Εurobank το 19%.
Στόχος όλων αυτών δεν είναι μόνο ο διαμοιρασμός των περιουσιακών στοιχείων και ακινήτων που διαθέτουν οι ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και οι ιδιώτες (π.χ. στεγαστικά-καταναλωτικά) στα οποία ουσιαστικά έχουν πρόσβαση έναντι μικρού τιμήματος, αφού έχουν αγοράσει μετοχές σε χαμηλότατες τιμές (έναντι 8 δισ. ελέγχουν ένα τραπεζιτικό σύστημα με χορηγήσεις 220 δισ. και ενεργητικό ίσο με δύο φορές το ΑΕΠ της χώρας!). Σημαίνουσα θα είναι και η συμβολή τους στη διαμόρφωση του νέου επιχειρηματικού τοπίου που θα προέλθει μετά το ξεπούλημα αυτών των δανείων. Αλλά και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ελληνικών επιχειρήσεων που εξακολουθούν να είναι εκτεθειμένες στα «κόκκινα δάνεια».
Η σύνδεση των επενδυτικών σχεδίων της μεγαλοαστικής τάξης της χώρας από τα οικονομικά περιθώρια και τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών είναι αποδεικτικό στοιχείο ότι δεν υπάρχει καθαυτό εθνικός οικονομικός σχεδιασμός και τούτο αποτελεί ακόμα μία έκφραση του μη-εθνικού χαρακτήρα αυτής της τάξης.
Όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις από τις οποίες είναι καθοριστικά εξαρτημένη η οικονομική δραστηριότητα της αστικής τάξης, η μετακίνηση των επενδύσεων προς τις ΗΠΑ για να αξιολογηθεί σωστά θα πρέπει να εκτιμηθεί όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Αφού σε ένα καθοριστικό τομέα για το μέλλον των επενδύσεων στη χώρα –όπως τουλάχιστον προβάλλεται-, δηλαδή στην ενέργεια, οι ΗΠΑ παίζουν ένα τόσο σημαντικό ρόλο (πλατφόρμες, κεφάλαια, στήριξη)αποκτούν εύλογα ακόμα μεγαλύτερο οικονομικό «βάρος» και χώρο παρέμβασης.
Όταν στον τραπεζιτικό τομέα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες εκτός από τον μηχανισμό χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (ΕSM) δηλαδή τους ευρωπαίους, έχουν να δίνουν λόγο και στα αμερικάνικα και καναδικά επενδυτικά σχήματα συνεπάγεται ότι αυτή η «πλευρά» των επενδυτών θα έχει καθοριστικό ρόλο και γνώμη στη διαμόρφωση του νέου επιχειρηματικού τοπίου μέσα από τη διαχείριση-πώληση –εκκαθάριση των «κόκκινων» δανείων. Συνεπώς δεν πρόκειται απλά για μία ποσοτική αύξηση προς τις ΗΠΑ αλλά για κάτι μεγαλύτερο (όταν στις αρχές του 2000 οι αμερικάνικες άμεσες επενδύσεις δεν υπερέβαιναν το 2% των ΑΞΕ) .
Η σημασία για το κίνημα
Το ερώτημα είναι τι ενδιαφέρει έναν αγωνιστή του εργατικού κινήματος αν υπάρχουν περιθώρια επενδυτικής ανάπτυξης και ποια για την αστική τάξη αφού είναι γνωστό στην… αριστερά ότι κάθε ανάπτυξη θα βασιστεί στην άγρια κερδοφορία που θα αντληθεί από την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους γενικότερα . Αυτή είναι μία «καθαρή» αλήθεια. Το ΚΚΕ για παράδειγμα έχει «κλειδώσει» το γεγονός της καπιταλιστικής ανάπτυξης που θα προέλθει από την εκμετάλλευση των εργαζομένων η οποία θα ενταθεί. Ως προς το τελευταίο καμία αντίρρηση, όμως, όπως με το αφήγημα της «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας » έχει γίνει τώρα αποδεκτό το αφήγημα της ανάπτυξης που προβάλλει η σημερινή κυβέρνηση όπως και οι προηγούμενες. Μόνο που αυτή η ριμάδα η ανάπτυξη έχει την ιδιότητα να «στήνει» στα ραντεβού της τους υποψήφιους μνηστήρες της !.
Κεντρικός άξονας σε αυτή τη θεώρηση η «παράβλεψη» του εξαρτημένου χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Όμως οι διάφορες θεωρήσεις της πραγματικότητας επηρεάζουν τη στάση του καθένα μέσα στο κίνημα και το ίδιο το κίνημα.
Αν σήμερα η αστική τάξη αδυνατεί να σερβίρει ένα νέο «αφήγημα» στον λαό, όπως για παράδειγμα τα προηγούμενα χρόνια το λεγόμενο «ευρωπαϊκό όραμα», γιατί τέτοιο «αφήγημα» δεν διαθέτει, αυτό είναι ένα σημείο που μπορεί να αξιοποιήσει το κίνημα αν έχει βέβαια τη διορατικότητα να το δει.
Όταν ακόμα και αυτή η μείωση της ανεργίας που παρουσίασαν πρόσφατα όχι μόνο δεν αυξάνει το εργατικό δυναμικό των επιχειρήσεων αλλά δυσανάλογα σχετίζεται με την μείωση (άλλη ελληνική πρωτοτυπία!) του εργατικού δυναμικού, ποιον μπορούν να πείσουν; Κάποιοι άνεργοι απλά «εξαφανίστηκαν» στη μαύρη εργασία ή μετανάστευσαν.Το μόνο επίπεδο που μπορούν σήμερα πραγματικά να υποσχεθούν κάτι: στο μοίρασμα της φτώχειας και την διαχείριση της εξαθλίωσης. Όλη βέβαια αυτή η επενδυτική «φασαρία» δεν είναι για το τίποτα. Κάποιες επενδύσεις θα γίνουν, κάποιες χιλιάδες, εκατοντάδες (;) εργαζόμενοι θα απασχοληθούν ωστόσο το βασικό πρόβλημα δεν θα αντιμετωπιστεί.
Όχι δεν ήρθε η ανάπτυξη!
Από την άλλη αν υποθέσουμε ότι κάπου στο μέλλον μία νικηφόρα επανάσταση στον ελληνικό χώρο «αναλάβει» τη χώρα, τι χώρα και τι οικονομία θα βρει; Μία οικονομία που και ο αγροτικός και ο βιομηχανικός της τομέας θα υπολείπονται σημαντικά από τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Οπότε τίθεται και ένα ερώτημα για το τι σημαίνει σήμερα χώρα μέσου επιπέδου ανάπτυξης που λέγαμε μέχρι πρόσφατα.Βέβαια θα είναι μία χώρα με κάποιες υποδομές, κόμβους και δίκτυα σε σχέση με παλιότερα.
Η χώρα που θα πάρει στα χέρια του ο λαός μετά την ανατροπή του ντόπιου εξαρτημένου κεφαλαιοκρατικού συστήματος δεν θα είναι μία «συνέχεια» αυτού που υπάρχει σήμερα σαν τέτοιο. Αλλά σε πολύ χειρότερη κατάσταση από κάθε άποψη. Αυτό σημαίνει ότι τα καθήκοντα που θα τεθούν στη νέα περίοδο οικοδόμησης μίας νέας χώρας θα απαιτούν τεράστιες προσπάθειες, θυσίες και μία ολόκληρη περίοδο για να μπορέσει να σταθεί στα δικά της πόδια.
Από εδώ μπορείτε να το κατεβάσετε: