Περίπου δυόμισι χρόνια μετά το δημοψήφισμα, στις 25/11 στις Βρυξέλλες, οι 27 της ΕΕ ενέκριναν το «διαζύγιο» με τη Βρετανία, που θα ολοκληρωθεί στις 29 Μαρτίου 2019. Αφορά «Συμφωνία αποχώρησης», ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο και ένα σχέδιο «πολιτικής διακήρυξης» που σκιαγραφεί το πλαίσιο της μελλοντικής σχέσης ΕΕ και Βρετανίας. Είχε προηγηθεί, στις 14 Νοεμβρίου, η υπογραφή προσχεδίου της συμφωνίας από τη Μέι και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που όταν το παρουσίασε στην κυβέρνησή της παραιτήθηκαν επτά υπουργοί της, συμπεριλαμβανομένου του υπεύθυνου των διαπραγματεύσεων για το Brexit.
Το επόμενο βήμα είναι να περάσει, τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, από το βρετανικό Κοινοβούλιο. Αν ψηφισθεί, απίθανο με τα σημερινά δεδομένα, η Μέι θα πρέπει να παρουσιάσει ένα νομοσχέδιο εφαρμογής των συμφωνηθέντων, ανοίγοντας νέο κύκλο εσωτερικών αντιπαραθέσεων. Αν ευοδωθεί και αυτό, το «μπαλάκι» θα περάσει στο γήπεδο του Ευρωκοινοβουλίου, όπου απαιτείται απλή πλειοψηφία. Στη συνέχεια πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου απαιτείται ειδική πλειοψηφία: 72% των 27 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων. Τα χρονικά περιθώρια έχουν καταληκτική ημερομηνία την 28η Μαρτίου.
Η, μη δεσμευτική νομικά, πολιτική διακήρυξη –σε αντίθεση με τη συνθήκη αποχώρησης– θα αποτελέσει τη βάση για όλες τις μελλοντικές συμφωνίες. Θεσπίζει μια μεταβατική περίοδο, η διάρκεια της οποίας δεν έχει καθοριστεί, κατά την οποία η Βρετανία δεν θα θεωρείται πλέον μέλος της Ένωσης, αλλά θα υποχρεωθεί να συμμορφωθεί με τους κανόνες της, ακόμη και εκείνους που θα εγκριθούν στη συνέχεια. Συνοπτικά προβλέπει: Δέσμευση για σεβασμό του αδιαίρετου των τεσσάρων ελευθεριών της Ε.Ε. (μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών), με ειδική αναφορά για τερματισμό της ελεύθερης μετακίνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ξεκάθαρη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην ερμηνεία των νόμων της Ε.Ε. που θα εφαρμόζονται από τη Βρετανία στη μεταβατική περίοδο. Χρήση «τεχνολογικών ή άλλων μέσων διευκόλυνσης»(;) ώστε να αποτραπεί η επαναφορά «σκληρών» συνόρων στο διχοτομημένο νησί της Ιρλανδίας. Καμία συμφωνία μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών δεν θα πρέπει να έχει ισχύ στο Γιβραλτάρ, χωρίς συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ Ισπανίας και Βρετανίας.
Εκ του αποτελέσματος, πράγμα που βρίσκει σύμφωνους όλους σχεδόν τους αναλυτές, μόνο κερδισμένη δεν πρέπει να θεωρηθεί για τη Μέι αυτή η μάχη. Η πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές θα αντιστοιχεί με αυτήν που έχουν οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, ενώ θα καταβάλει περίπου 40 δισ. στερλίνες, συμβάλλοντας για ένα διάστημα στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, παρ” ότι δεν θα είναι μέλος της ΕΕ.
Αν οι βρετανοί βουλευτές απορρίψουν τη συμφωνία, όπως φαίνεται και το πιθανότερο, ανοίγονται διάφορα σενάρια. Ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι μόνο η πλειοψηφία για την προτεινόμενη συμφωνία. Πάει πολύ μακρύτερα! Οι κυβερνήσεις Γερμανίας–Γαλλίας, ιδιαίτερα της πρώτης, επιδίωξαν να καταστήσουν την έξοδο της Βρετανίας από την Ένωση ένα κακό παράδειγμα για όλους, θέτοντας αποτρεπτικούς όρους αποχώρησης. Κάτι που, σε μεγάλο βαθμό, πέρασε στη συμφωνία, είτε αφορά «τεχνικής» είτε πολιτικής φύσης ζητήματα. Γίνεται καθαρό ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η Βρετανία να είναι ταυτόχρονα εκτός κοινής αγοράς και τελωνειακής ένωσης και να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές και προπάντων να μη συμμορφώνεται με τους κανόνες της. Πράγμα που ουσιαστικά υπονομεύει τον θεμιτό (κατά τα άλλα) πολιτικό στόχο της Μέι να ενώσει το Βρετανικό λαό, μετά τα ρήγματα του Brexit.
Στη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον περασμένο Σεπτέμβριο η Μέι παρουσίασε ένα σχέδιο που, λίγο-πολύ, ζητούσε να απομακρυνθεί από τις πολιτικές δομές της ΕΕ, αλλά να παραμείνει στενά συνδεδεμένη με τις οικονομικές δομές. Ως γνωστόν, η καμπάνια των υπέρμαχων του Brexit αναπτύχθηκε πάνω σε αυτή την προοπτική. Ακόμα και το παραδοσιακά ευρωσκεπτιστικό Εργατικό Κόμμα υποστήριξε ότι θα δεχόταν το Brexit, αλλά μόνο αν οι όροι θα ήταν εξίσου καλοί με εκείνους που απολάμβανε η Βρετανία στην ΕΕ. Τα παραπάνω, ως φαντασίωση, αν δεν περιγράφουν μια εντελώς αφελή προσέγγιση του ζητήματος, δείχνουν ανάγλυφα τη σύγχυση του βρετανικού ιμπεριαλισμού στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Ίσως, το πρώτο διάστημα, το Λονδίνο να πίστευε ότι θα είχε το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις, άρα οι «μαξιμαλιστικές» απαιτήσεις του είχαν και το στοιχείο της μεγαλύτερης πίεσης!
Η απόρριψη, αν συμβεί, της Συμφωνίας από το Κοινοβούλιο οδηγεί λογικά σε ένα Brexit χωρίς συμφωνία και άρα χωρίς δυνατότητα μιας μεταβατικής περιόδου. Αυτό το σενάριο το φοβούνται τόσο οι Βρυξέλλες όσο και το Λονδίνο. Επίσης η Μέι θα μπορούσε να αντικατασταθεί από κάποιο πιο δυναμικό στέλεχος υπέρ του Brexit, κάτι που θα ήταν ακόμη χειρότερο για την ΕΕ, από τη μη ελεγχόμενη (no deal) έξοδο της Βρετανίας. Ενδεχομένως η Μέι θα μπορούσε να επιδιώξει, στην περίπτωση μιας αρχικής απόρριψης από τους βουλευτές, μια δεύτερη ψηφοφορία, στοχεύοντας, μέσω παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, να πάρει το ΟΚ. Σύμφωνα με τη Sunday Telegraph, βρετανοί υπουργοί και ευρωπαίοι διπλωμάτες ήδη καταρτίζουν ένα «σχέδιο Β» (κάτι που επίσημα το αρνούνται όλοι) με βάση το μοντέλο της Νορβηγίας. Αυτό θα προϋπέθετε ότι οι 27 αποδέχονται την επανάληψη των συζητήσεων, αναβάλλοντας και την ημερομηνία του Brexit. Ίσως κάτι τέτοιο να υπαινίσσεται ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπλερ σε άρθρο του στη Le Monde λέγοντας: «H Συμφωνία για το Brexit δεν θα κρατήσει» (…) γιατί «είναι ανεφάρμοστη» (…) «Δεν είναι αργά να κάνουμε στροφή εμπρός στο αδιέξοδο (…) διαφορετικά (καταλήγει), Βρετανία και Ευρώπη θα πρέπει να προετοιμαστούν για όλα τα ενδεχόμενα»!
Όλα τα σενάρια λοιπόν είναι ανοιχτά, δείγμα ενός ιδιότυπου εγκλωβισμού της Βρετανίας στο «λίγο μέσα και λίγο έξω» από την ΕΕ ή στο πώς το Brexit δεν σημαίνει και πολύ… Brexit. Πάντως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολιτική διάσταση του «συνοριακού». Πώς δηλαδή θα αντιμετωπιστούν τα σύνορα μεταξύ της Ιρλανδίας, η οποία θα παραμείνει στην ΕΕ, και της Βόρειας Ιρλανδίας, η οποία θα ακολουθήσει τη Βρετανία. Η ΕΕ είχε δημιουργήσει ένα πολιτικό πλαίσιο που άμβλυνε την βορειοϊρλανδική κρίση. Το Brexit το ανατρέπει, ανοίγοντας «παλιά ενοχλητικά πολιτικά ζητήματα». Ίδια σοβαρότητα έχει και το θέμα του Γιβραλτάρ.
Η Βρετανία διατηρεί βέβαια την ελπίδα να συνάψει νέες εμπορικές συμφωνίες με πιο μακρινές χώρες από Ευρώπη. Αλλά μέχρι τώρα δεν υπάρχουν ενθαρρυντικά στοιχεία από μια «προνομιακή συμφωνία» με την Κίνα που επιδίωκε η Μέι. Δυσκολίες υπάρχουν και με την Κοινοπολιτεία, με την οποία οι δεσμοί έχουν χαλαρώσει με την πάροδο του χρόνου. Οι ΗΠΑ, υπό τον Τραμπ, κινούνται προς μια κατεύθυνση όχι και τόσο ευνοϊκή. Πάντως οι ελπίδες σε μια πιο ενεργή εμπλοκή των ΗΠΑ στην ΕΕ υπάρχουν, εξαιτίας της εντεινόμενης επιθετικότητας του Τραμπ προς Γαλλογερμανούς.
Όπως φαίνεται, η ΕΕ (Γερμανία) κέρδισε τον πρώτο γύρο της σύγκρουσης με τη Βρετανία. Η κατευθυντήρια αρχή των Βρυξελλών σε αυτές τις διαπραγματεύσεις ήταν ότι η Βρετανία θα έπρεπε να υποστεί ζημιές εάν έφευγε. Και αυτό δρομολογείται. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι οι Μακρόν και Μέρκελ έχουν πλήρη επίγνωση του τι διακυβεύεται μακροπρόθεσμα με τη βρετανική απόσπαση. Όταν έχεις τον αντίπαλο με την πλάτη στον τοίχο, δεν είναι αναγκαστικά ό,τι καλύτερο, όχι μόνο επειδή ο αντίπαλος υποχρεωτικά θα αντιδράσει όσο πιο έντονα μπορεί, αλλά γιατί αυτή η συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει στην «αφύπνιση» παλιών και νέων αντιθέσεων, οι οποίες σοβούν στο ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ.
Στις Βρυξέλλες επικρατεί ευφορία, καθώς κλείνει(;) το ένα από τα δύο μεγάλα ζητήματα της ΕΕ και θα μπορούν να επικεντρωθούν στην κρίση των σχέσεων με τη Ρώμη. Πάντως οι διαπραγματεύσεις του Brexit τροφοδότησαν και άλλο την αλαζονεία των Βρυξελλών (Γερμανίας). Αυτό προκύπτει από το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασίες επιβολής κυρώσεων κατά Πολωνίας και Ουγγαρίας (με αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), κατηγορώντας τες για παραβιάσεις των «αξιών της Ένωσης»! Επιδιώκεται(;) η μετάθεση των δύο αυτών κρατών στην ίδια θέση με τη Βρετανία και σε μεταβατική περίοδο: δηλαδή να υποχρεωθούν να σέβονται τους κανόνες της Ένωσης χωρίς να είναι σε θέση να τους καθορίσουν.
Πολλοί θεωρούν πως τα λάθη της Μέι οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη σκληρή στάση όλων των υπολοίπων μελών της ΕΕ, τα οποία δεν διαχωρίστηκαν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, έχοντας υιοθετήσει ένα είδος «ομερτά», που δεν μπορούσε να το διασπάσει η Βρετανία. Ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι η εφαρμογή του Brexit, αλλά τα αίτιά του. Και αυτές οι Συμφωνίες όχι μόνο δεν τα απαντούν, αλλά βαθαίνουν και οξύνουν το χαρακτήρα της σύγκρουσης. Κατά συνέπεια, μπορεί μεν η Βρετανία να έχασε αυτή τη μάχη, αλλά η σύγκρουση συνεχίζεται.
Τελικά δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η εποχή που διανύουμε, στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνιστικών σχέσεων, είναι μια εποχή μεγάλων ανατροπών, που καταρρίπτουν δεδομένα και σταθερές που ίσχυαν πολλές δεκαετίες.
ΧΒ