Συντρόφισσες και σύντροφοι, φίλες και φίλοι,
Αυτός ο ιστορικός χώρος του Σκοπευτηρίου είναι δεμένος με τους αγώνες και τις θυσίες των κατοίκων της Καισαριανής και του λαού μας, με τους αγώνες και τις θυσίες των κομμουνιστών. Δεν επιλέχτηκε τυχαία από τους Γερμανούς κατακτητές ως τόπος εκτελέσεων. Ήθελαν να σπείρουν τον φόβο, να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους που τους αντιστάθηκαν πρώτοι και μέχρι το τέλος. Στην Καισαριανή, από τον Μάη του 1941, πριν την ίδρυση του ΕΑΜ, συγκροτήθηκαν ένοπλοι αντιστασιακοί πυρήνες με την καθοδήγηση του Θανάση Κλάρα, του γνωστού, σε όλους, Άρη Βελουχιώτη. Στη συνέχεια, το ΕΑΜ ρίζωσε στη προσφυγική συνοικία. Οι κάτοικοι οργανώθηκαν μαζικά στις γραμμές του. Από την πρώτη κιόλας κατοχική περίοδο, που στιγματίστηκε από την εμφάνιση του λιμού, ο αυθόρμητος αγώνας του κόσμου για επιβίωση, συνδέθηκε και τροφοδοτήθηκε από το ΕΑΜ, σε μια πιο συγκροτημένη και πολιτική βάση. Σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η φτώχεια και κάθε μέρα έδιναν μάχη να επιβιώσουν, το ΕΑΜ, με κεντρικό σύνθημα «Κανένας νεκρός από πείνα», κατάφερε να διοχετεύσει τον ατομικό αγώνα σε συλλογικές μορφές διεκδίκησης. Έτσι, κατά τη διάρκεια του κατοχικού λιμού, καταγράφεται κατά πολύ μικρότερη αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας σε σχέση με πιο εύπορους δήμους. Οι φτωχοί κάτοικοι που ζούσαν από το 1922 σε παραπήγματα, διέψευσαν τον Γιόζεφ Γκέμπελς, που τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς, έγραψε στο ημερολόγιό του:
«Οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών είναι βουτηγμένοι στις υλικές έγνοιες. Η πείνα και το κρύο είναι στην ημερήσια διάταξη. Άνθρωποι που η μοίρα τους έχει χτυπήσει τόσο σκληρά, σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις».
Η σύνδεση του αγώνα της επιβίωσης με τον αντιστασιακό, εισήγαγε τους κατοίκους στην αντιστασιακή δράση. Δεν στηρίχτηκε σε κάποια φαεινή, αλλά στον μετασχηματισμό και στον εμπλουτισμό των αντανακλαστικών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που προϋπήρχαν στη φυσιογνωμία των κατοίκων της συνοικίας. Το γεγονός ότι τα μέλη του ΕΑΜ ήταν κάτοικοι του συνοικισμού, συγγενικά πρόσωπα, φίλοι ή γείτονες έπαιξε καθοριστικό ρολό στην γρήγορη κοινωνική νομιμοποίηση που απέκτησε. Αλλά και οι ανοργάνωτοι κάτοικοι έβλεπαν θετικά το ΕΑΜ και την πάλη του, μα κυρίως αναγνώριζαν τον δίκαιο χαρακτήρα του αγώνα του.
Το Σκοπευτήριο, η ματωμένη καρδιά της Ελλάδας, όπως το αποκαλούσαν και οι εκτελέσεις που γίνονταν εκεί, αντί να σκορπούν τον τρόμο, μεγάλωναν τον μίσος για τους κατακτητές. Η συχνότητα των εκτελέσεων αυξανόταν, όσο αυξανόταν η αντίσταση. Το 1942 εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο 13 αγωνιστές, το 1943, 147 και το 1944, 440. Παράλληλα, εκτελεστήκαν 25 αντιφρονούντες, αντιφασίστες στρατιώτες, Ιταλοί και Γερμανοί. Οι περισσότεροι ερχόντουσαν από το πολυπληθές στρατόπεδο συγκέντρωσης που υπήρχε στο Χαϊδάρι. Σε αυτό το στρατόπεδο κρατούνταν οι κομμουνιστές που είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί από το φασιστικό καθεστώς της 4η Αυγούστου του Μεταξά για «κομμουνιστική δράση», δεν ελευθερώθηκαν όπως οι ποινικοί κρατούμενοι όταν κατέλαβαν την χώρα οι Γερμανοί, αλλά παραδόθηκαν στους κατακτητές.
Ο ΕΛΑΣ προσπάθησε να σχεδιάσει την απόδρασή τους αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Πολύδωρος Δανιηλίδης, που είχε αναλάβει να χαρτογραφήσει την περιοχή γύρω από τις φυλακές στο Χαϊδάρι, γράφει πως για να πλησιάσουν, έπρεπε «να διασχίσουν έναν χώρο ακάλυπτο, γυμνό σαν ταψί, περίπου χίλια μέτρα απόσταση... Αργότερα, οι κρατούμενοι έμαθαν για την προσπάθειά μας, αγνοώ πώς. Όμως δεν μπορέσαμε να ανταποκριθούμε στις ελπίδες τους».
Η μαζική εκτέλεση 200 κομμουνιστών, την Πρωτομαγιά του 1944 ήταν ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της κατοχής. Η εκτέλεση αυτή, λειτούργησε ως αντίποινα για την εξόντωση του Γερμανού στρατηγού Franz Krech και τριών αντρών του επιτελείου του, από τον ΕΛΑΣ στους Μολάους της Λακωνίας στις 27 Απρίλη. Το προηγούμενο βράδυ, στις 26 Απριλίου του 1944, είχε γίνει η απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Kreipe από Βρετανούς κομάντο και Έλληνες αντιστασιακούς, στη Βιάννο της Κρήτης. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει πολλές περιοχές και πίεζε τους Γερμανούς σε όλη την επαρχία. Ο Κόκκινος Στρατός σφυροκοπούσε τις γερμανικές ταξιαρχίες της Βέρμαχτ που υποχωρούσαν. Όλα τα νέα προανάγγελλαν την ήττα των Γερμανών.
Ο κατακτητής ήθελε να στείλει ηχηρό μήνυμα στον λαό πως δεν αστειεύεται. Γι’ αυτό τα αντίποινα ήταν πολύ σκληρά. Διάταξε να κάψουν όλα τα χωριά της επαρχίας Βιάννου και να εκτελέσουν τους άντρες, να εκτελέσουν όσους άντρες συναντούσαν στη διαδρομή Μολάων Σπάρτης και να εκτελέσουν 200 κομμουνιστές. Στις 30 Απρίλη του 1944, στον κατοχικό Τύπο δημοσιοποιήθηκε και ανάρτησε στους τοίχους των σπιτιών της πρωτεύουσας την εξής διαταγή:
«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν. Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:
Υπό την εντύπωσίν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος»
Εθελοντές, που αναφέρει, ήταν οι ταγματασφαλίτες. Γερμανοτσολιάδες, τους αποκαλούσε ο λαός. Τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν ιδρυθεί από την πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη και ήταν γνωστά για τις θηριωδίες τους. Οι Γερμανοί συχνά τους ανέθεταν αποστολές εκκαθάρισης πληθυσμών, όπως στον Χορτιάτη τη.
Κανείς δεν πήρε αψήφιστα τη διαταγή. Μόλις γνωστοποιήθηκε, ξεδιπλώθηκε μια τεράστια κινητοποίηση για την αποτροπή της σφαγής. Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες τρικ που καλούσαν τον λαό να ξεσηκωθεί για να σωθούν οι αγωνιστές από την εκτέλεση. Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις, οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλειά. Οι φοιτητές και οι σπουδαστές βγήκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής. Ο Ράλλης και ο δήμαρχος έκαναν κάποια χλιαρά διαβήματα, ενώ ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός είπε ότι προσεύχεται για ένα θαύμα.
Ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του 1944, ξεκίνησε η διαλογή στο Χαϊδάρι. Από τους 200 κομμουνιστές, οι 170 ήταν πρώην κρατούμενοι των φυλακών της Ακροναυπλίας και οι 30 πρώην εξόριστοι από την Ανάφη. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν στον σκληρό πυρήνα των στελεχών του ΚΚΕ. Ανάμεσα τους ήταν ο πρώην βουλευτής, Στέλιος Σκλάβαινας, ο Ναπολέοντας Σουκατζίδης, που εκτελούσε χρέη διερμηνέα, και ο Αντώνης Βαρθολομαίος, που εκτελούσε χρέη στρατοπεδούχου. Στον Σουκατζίδη και τον Βαρθολομαίο προτάθηκε να εξαιρεθούν, αλλά και οι δύο αρνήθηκαν. Επέλεξαν τον θάνατο, ώστε να μην εκτελεστούν άλλοι σύντροφοι στη θέση τους. Οι μελλοθάνατοι επιβιβάστηκαν σε 10 φορτηγά και οδηγηθήκαν στον τόπο εκτέλεσής τους. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής πετούσαν τα σημειώματα που είχαν γράψει. Όταν μπήκαν στην Καισαριανή, οι κάτοικοι οργισμένοι τα υποδέχτηκαν με φωνές που ζητούσαν την απελευθέρωσή τους.
Πίσω από την ψηλή μάντρα του Σκοπευτηρίου δεν γνωρίζουμε να πούμε με σιγουριά τι συνέβη. Ξέρουμε πως τους χώρισαν σε ομάδες των είκοσι και άρχισαν αμέσως οι εκτελέσεις. Κάθε εικοσάδα κουβαλούσε πρώτα τους νεκρούς της προηγούμενης και στη συνέχεια στηνότανε στον τοίχο. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν περίπου στις 12 το μεσημέρι. Μετά την εκτέλεση, οι νεκροί απομακρύνθηκαν στοιβαγμένοι σε 3 σκουπιδιάρικα, τα οποία διέσχισαν τη συνοικία, βάφοντας του δρόμους με το αίμα που κυλούσε από τις καρότσες. Οι σκηνές που εκτυλίχτηκαν ήταν συγκλονιστικές. Ο θρήνος ενώθηκε με βρισιές και κατάρες και το αίμα των νεκρών σκεπάστηκε με λουλούδια.
Αν μπορούσαμε να διαβάσουμε όλα τα σημειώματα που άφησαν πίσω τους οι εκτελεσμένοι κομμουνιστές, θα διακρίναμε την αγάπη στους ανθρώπους, την πίστη στην ιδέες τους και τη δίψα για ζωή.
Στο τελευταίο του σημείωμα ένας από τους 200, γράφει:
«Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη»
Σε ένα άλλο σημείωμα διαβάζουμε.
«Αγαπημένοι μου. Ο θάνατος δε θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ, για την πάλη που διεξάγετε. Σφίξετε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια από τη νέα αυτή δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ. Με πολλή αγάπη. Σας φιλώ»
Τα λόγια των εκτελεσμένων μας καλούν να δούμε τον χώρο του Σκοπευτηρίου όχι σαν θυσιαστήριο αλλά σαν πεδίο μάχης.
Να αισθανθούμε τους 200 νεκρούς, όχι σαν υπερφυσικούς ήρωες, αλλά σαν ανθρώπους του λαού και της εργατιάς που γαλουχήθηκαν με τις κομμουνιστικές ιδέες.
Τους τιμούμε με αγώνες. Αθάνατοι!
Συντρόφισσες και σύντροφοι, φίλες και φίλοι,
Όταν ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής υπέγραφε τη διαταγή εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1944, γνώριζε πολύ καλά τη σήμαινε η λέξη κομμουνιστής και τι συμβόλιζε η Πρωτομαγιά για την εργατική τάξη. Οι φασίστες ήθελαν να εξαφανίσουν και τους κομμουνιστές και τις ταξικές επετείους. Χρησιμοποίησαν και τη βία και την τεχνική της ενσωμάτωσης.
Στις 7 Απριλίου του 1933, ο Χίτλερ καθιέρωσε την 1η Μαΐου ως εθνική αργία για την εργασία. Την ημέρα εκείνη, οι εργαζόμενοι, παρότι δεν εργάζονταν, θα λάμβαναν ολόκληρο το ημερομίσθιό τους. Την 1η Μάιου του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) οργάνωσε πλήθος εορταστικών εκδηλώσεων. Στο Βερολίνο πραγματοποιήθηκε το κεντρικό συλλαλητήριο του ναζιστικού καθεστώτος, στο οποίο μίλησε ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ. Στις 2 Μαΐου, οι ναζί κατέλαβαν τα γραφεία των Εργατικών Ενώσεων και προχώρησαν στη διάλυση τους κηρύσσοντας παράνομα τα συνδικάτα. Στις 10 Μάιου του 1933 οι ναζί ίδρυσαν στη θέση των διαλυμένων συνδικάτων το «Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας» (DAF). Όπως σημειώνει ο Γκέμπελς στο ημερολόγιο το: «Όλα πάνε ρολόι». Από το 1942, η πρώτη Μαΐου γιορτάζονταν ως Αργία του γερμανικού λαού και όχι πια ως Ημέρα της Εργασίας. Από τους φασίστες εμπνεύστηκε ο Μεταξάς κι έπραξε ανάλογα παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως τον «πρώτο εργάτη», αλλά και οι σημερινοί φασίστες που την ημέρα της Πρωτομαγιάς την παρουσιάζουν ως ημέρα των Ελλήνων εργατών.
Είναι φανερό πως οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν σήμερα οι αστοί και οι κυβερνήσεις τους για να σπάσουν τον ταξικό χαρακτήρα της Πρωτομαγιάς δεν έχουν τίποτα το πρωτότυπο. Απλά… αντιγράφουν!
Τα γεγονότα που στάθηκαν η αιτία να καθιερωθεί η πρώτη του Μάη ημέρα της εργατικής τάξης, εκτυλίχτηκαν στο Σικάγο το 1886. Την άνοιξη του 1886, ο «Σύνδεσμος για την Καθιέρωση του Οκτάωρου», ο οποίος είχε ιδρυθεί από τους Αύγουστο Σπάις και Αλμπερτ Πάρσον ξεκίνησε μεγάλες κινητοποιήσεις στο Σικάγο και σε άλλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, με βασικό αίτημα την καθιέρωση του οκτάωρου. Την 1η Μαΐου, 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη την χώρα και 190.000 πήραν μέρος στην απεργία. Περισσότεροι από 90.000 συμμετείχαν στην απεργιακή συγκέντρωση στην πόλη του Σικάγο. Η απεργία συνεχίστηκε τις επόμενες ημέρες, ενώ οι συμπλοκές στα εργοστάσια μεταξύ απεργών και απεργοσπαστών ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Σε μια τέτοια συμπλοκή στις 3 Μαΐου, έξω από το εργοστάσιο Μακ Κόρμικ στο Χάρβεστερ, η αστυνομία πυροβόλησε κατά των απεργών. Σκοτώθηκαν έξι εργάτες και την επομένη (4 Μαΐου) περίπου 3.000 εργάτες συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Αγοράς για να διαμαρτυρηθούν. Κατά τη διάρκειά της, και ενώ ο ‘Αλμπερτ Πάρσον ολοκλήρωνε την ομιλία του, κάποιος πέταξε μια χειροβομβίδα προς την πλευρά των αστυνομικών. Από την έκρηξη τραυματίστηκαν 66 αστυνομικοί, εκ των οποίων οι επτά πέθαναν αργότερα. Οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν κατά του πλήθους. Από τα πυρά αυτά, σκοτώθηκαν τέσσερις διαδηλωτές και τραυματίστηκαν 200. Ακολούθησαν συλλήψεις των ηγετών του κινήματος. Ο Αύγουστος Σπάις, ο Άλντολφ Φίντεν, ο Τζορτζ Ένγκελ και Άλμπερτ Πάρσον, κρεμάστηκαν στις 11 Νοεμβρίου του 1887.
Η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε σαν τη παγκόσμια μέρα των εργατικών διεκδικήσεων, κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Σοσιαλιστικού Συνεδρίου, (της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Διεθνούς) στις 20 Ιουλίου του 1889, στο Παρίσι, τα τιμώντας τους αγώνες και τους νεκρούς του Σικάγο του 1866.
Το συνέδριο στην ανακοίνωσή του γράφει πως αποφάσισε «να οργανώσει μια μεγάλη διεθνή διαδήλωση έτσι που σε όλες τις χώρες και σε όλες τις πόλεις και σε μια, από πριν καθορισμένη, μέρα, οι εργατικές μάζες να ζητήσουν από τα κρατικά όργανα την ελάττωση με νόμο της εργάσιμης μέρας σε 8 ώρες και την εκπλήρωση των αποφάσεων του συνεδρίου του Παρισιού. Εφόσον η Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας καθόρισε κι αυτή, στο συνέδριο του Σαιντ Λούις, μια παρόμοια διαδήλωση για την πρωτομαγιά του 1890, η μέρα αυτή ορίστηκε σαν μέρα της διεθνούς διαδήλωσης…».
Να σημειώσουμε εδώ, πως από το 1790 μέχρι το 1889, στις ΗΠΑ οι εργάτες γιόρταζαν την 4η Ιουλίου, Ημέρα της Ανεξαρτησίας, ως ημέρα προβολής και διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους.
Την 1η Μαΐου του 1890, δηλαδή την πρώτη Πρωτομαγιά μετά την επίσημη καθιέρωσή της ως εργατικής γιορτής, ο Φ. Ένγκελς σημείωνε στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου:
«Σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές, το προλεταριάτο της Ευρώπης και της Αμερικής επιθεωρεί τις δυνάμεις του, που για πρώτη φορά κινητοποιούνται σε μια στρατιά, κάτω από μια σημαία και για έναν άμεσο σκοπό: για το νομοθετικό καθορισμό της κανονικής οχτάωρης εργάσιμης ημέρας, που διακηρύχτηκε ακόμα από το 1866, από το Συνέδριο της Διεθνούς στη Γενεύη και ξανά ύστερα από το Εργατικό Συνέδριο του Παρισιού στα 1889. Και το θέμα της σημερινής μέρας θα δείξει στους καπιταλιστές και στους γαιοκτήμονες όλων τω χωρών ότι οι προλετάριοι όλων των χωρών είναι σήμερα πραγματικά ενωμένοι. Ας ήταν ο Μαρξ πλάι μου, να το έβλεπε αυτό, με τα ίδια του τα μάτια!»
Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε το 1893, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, που ιδρύθηκε από τον Σταύρο Καλλέργη στις 20 Ιούλη του 1890. Την Κυριακή 2 Μαΐου 1893 περίπου 2.000 άνθρωποι –αριθμός σημαντικός για τα δεδομένα της εποχής– συγκεντρώθηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο και διαδήλωσαν. Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα, το οποίο έδωσαν στον Πρόεδρο της Βουλής. Με το ψήφισμα ζητούσαν, εκτός από το οκτάωρο, την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής και τη χορήγηση σύνταξης στα θύματα των εργατικών ατυχημάτων. Η άρνηση του προέδρου να το εκφωνήσει, προκάλεσε τη θορυβώδη αντίδραση του Καλλέργη και τελικά τον ξυλοδαρμό, την σύλληψη και την καταδίκη του, σε φυλάκιση 10 ημερών, «για διατάραξη της συνεδρίασης». Εκείνη την εποχή, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα τη χώρα μας. Τις δράσεις όλες τις αποφάσιζαν οι πρώτες σοσιαλιστικές ενώσεις που είχαν φτιαχτεί.
Τον επόμενο χρόνο, το 1894 οι σοσιαλιστικές ενώσεις επανέλαβαν τον εορτασμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με ομιλητές τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη. Στα αιτήματα προστέθηκε και η κατάργηση της θανατικής ποινής. Μετά το τέλος της εκδήλωσης, οι αρχές έκαναν συλλήψεις και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς απαγορεύτηκε.
Το 1911, η Φεντερασιόν αναλαμβάνει τη διοργάνωση της εργατικής Πρωτομαγιάς στη Θεσσαλονίκη. Οι αστυνομικές δυνάμεις επεμβαίνουν και συλλαμβάνουν τους πρωτεργάτες, ανάμεσα σ’ αυτούς τον Α. Μπεναρόγια, που εξορίζεται στη Σερβία. Η Φεντερασιόν ήταν πολιτικό-συνδικαλιστική σοσιαλιστική εργατική οργάνωση ομοσπονδιακής μορφής, η οποία είχε συγκροτηθεί στην Θεσσαλονίκη όταν αυτή υπαγόταν ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, από εργάτες Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους, Σλάβους και άλλους.
Η Πρωτομαγιά γιορτάζεται ξανά το 1919 σε 12 πόλεις πανελλαδικά, ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ.
Την Πρωτομαγιά του 1924 (και ενώ ισχύει στρατιωτικός νόμος), παρά την απαγόρευση, εργάτες συγκεντρώνονται στην Πλατεία Κοτζιά, όπου βρισκόταν τότε το Εργατικό Κέντρο Αθήνας. Ο επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων δίνει εντολή στο ιππικό να επιτεθεί εναντίον τους. Δολοφονείται ο κομμουνιστής απεργός Παρασκευαΐδης και τραυματίζονται άλλοι 12 εργάτες.
Το 1929 η κυβέρνηση Βενιζέλου απαγορεύει τις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις και εντείνει την αστυνομική βία κατά των συνδικαλιστών και γενικά του εργατικού κινήματος.
Το 1934, μετά τις εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς, ακολουθεί απεργιακή κινητοποίηση των λιμενεργατών και μυλεργατών στην Καλαμάτα, που καταστέλλεται από τον στρατό και δολοφονούνται οχτώ εργάτες.
Η ματωμένη Πρωτομαγιά του 1936, αλλά και όλος ο μήνας Μάης, θα σημαδευτεί από την ηρωική εξέγερση των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη και θα αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς του εργατικού κινήματος. Κατά την αιματηρή καταστολή δολοφονούνται 12 εργάτες. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι. Σε αυτόν αναφέρεται το ποίημα του Ρίτσου «Επιτάφιος».
Οι κομμουνιστές, επιχείρησαν να σπάσουν τις απαγορεύσεις των αρχών κατοχής με μικρές κινητοποιήσεις σε ορισμένους κλάδους, όπως τα μηχανουργεία, για να τιμήσουν την Πρωτομαγιά του 1942 και του 1943. Την Πρωτομαγιά του 1944 την τίμησαν με τη θυσία τους.
Η πρώτη ανοικτή συγκέντρωση για την Πρωτομαγιά μετά τον πόλεμο γίνεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο, σχεδόν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά. Μετά την ήττα του ΔΣΕ το 1949, ο εορτασμός γίνεται με πολλές δυσκολίες, κυρίως σε κλειστούς χώρους, καθώς υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί στις δημόσιες συναθροίσεις και την πολιτική δράση. Οι διοικήσεις της ΓΣΕΕ διορίζονται από τα δικαστήρια, τακτική που θα συνεχισθεί έως τη Μεταπολίτευση και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από αυτήν.
Ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, σε συνθήκες νομιμότητας θα γίνει τον Μάιο του 1975. Η 1η Μαΐου συνέπιπτε με τη Μεγάλη Παρασκευή και η διοίκηση της ΓΣΕΕ με το Εργατικό Κέντρο, όρισαν σαν ημέρα του εορτασμού τις 9 Μαΐου.
Το 1976 έγιναν δυναμικές συγκεντρώσεις, λόγω του μεταπολιτευτικού αγωνιστικού κλίματος και της άνθησης των εργοστασιακών σωματείων. Η Πρωτομαγιά αυτή σημαδεύτηκε από τον θάνατο του Αλέκου Παναγούλη σε ένα παράξενο αυτοκινητιστικό ατύχημα. Την παραμονή της, τραυματίζεται θανάσιμα ο μαθητής Σιδέρης Ισιδωρόπουλος, μετά από αστυνομική καταδίωξη, κατά τη διάρκεια αφισοκόλλησης.
Κάθε Πρωτομαγιά αντανακλά την εποχή της. Το φετινό αλαλούμ που δημιουργείται γύρω από τον εορτασμό της αντανακλά τον βαθμό διάλυσης του συνδικαλιστικού κινήματος και την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική αποσυγκρότηση τη εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα της ήττας του εργατικού κινήματος και της οπισθοχώρησης των κομμουνιστικών ιδεών. Η αγριότητα της επίθεσης του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού στους λαούς κάνει επιτακτική την ανάγκη της ανασυγκρότησης του κινήματος και της συγκρότησης ξανά της εργατικής τάξης ως τάξης για τον εαυτό της. Για να αποκτήσει η εργατική τάξη κοινωνική επίγνωση, συνείδηση της θέσης της και του ιστορικού της ρόλου, πρέπει, ανάμεσα σε πολλά ακόμα πρέπει, να κατανοήσει την ιστορική πορεία της κοινωνικής εξέλιξης. Οι κομμουνιστές που έχουν ως σκοπό της ζωής τους να υπηρετούν τον λαό και να βοηθήσουν την εργατική τάξη να αναλάβει τον ηγετικό και καθοδηγητικό της ρόλο, έχουν καθήκον να μελετούν την ιστορία με τα εργαλεία του ιστορικού και του διαλεκτικού υλισμού, να ζυγίζουν τα γεγονότα και τους ανθρώπους με τα μέτρα της κάθε εποχής και να χρησιμοποιούν τα ιστορικά συμπεράσματα στην πάλη τους για να αλλάξουν τον κόσμο.
Την εργατική τάξη άλλοι την ξεχειλώνουν, άλλοι την συρρικνώνουν, άλλοι αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά της και άλλοι την εξαφανίζουν. Μοιάζει αόρατος όποιος σωπαίνει. Μα αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα τη δούμε. Την διακρίνουμε στα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε, στα ρούχα που φοράμε, στα κτήρια και τους δρόμους… παντού. Όλο τον πλούτο που υπάρχει γύρω μας, τον έχει φτιάξει εκείνη.
Η Πρωτομαγιά είναι η γιορτή της. Για να την «γιορτάσει», πρέπει να απεργήσει. Αυτή τη μέρα, τιμά τους αγώνες της ενάντια στο κεφάλαιο και τους εργάτες που χύσανε αίμα υπερασπίζοντας το δικαίωμά τους για μια καλύτερη ζωή. Αναδεικνύει τη σημασία της εργατικής αλληλεγγύης, προβάλλει τον διεθνισμό. Διεκδικεί ξανά το οκτάωρο, το πενθήμερο, τις ανθρώπινες και ασφαλείς συνθήκες δουλειάς. Μα πάνω απ’ όλα, διαδηλώνει και απεργεί για τον μεγάλο της σκοπό, να απελευθερωθεί για να απελευθερώσει όλη την κοινωνία.
Το 1865, ο Μαρξ έλεγε στους Άγγλους εργάτες:
«Η εργατική τάξη δεν πρέπει να μεγαλοποιεί το τελικό αποτέλεσμα της καθημερινής πάλης… Τα εργατικά σωματεία ενεργούν ωφέλιμα ως κέντρα αντίστασης στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Το μερικό τους λάθος είναι πως δεν κάνουν σωστή χρήση της δύναμης που κατέχουν. Το γενικό τους λάθος είναι που περιορίζονται σε πόλεμο ακροβολισμών ενάντια στα αποτελέσματα του τωρινού καθεστώτος, αντί να πασχίζουν μαζί να το αλλάξουν, αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες τους δυνάμεις σαν άξονα για το τελικό ξεσκλάβωμα της εργατικής τάξης, δηλαδή για την κατάργηση της μισθωτής δουλείας.»
Σήμερα, που ο πόλεμος κρέμεται πάνω από τα κεφάλια της ανθρωπότητας, που οι εθνικισμός και το μίσος καλλιεργούνται για να βάλουν τους λαούς να αλληλοφαγωθούν, έχει σημασία η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων για τη διεκδίκηση μισθών και δικαιωμάτων, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του αντιπολεμικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.
Σήμερα ακούμε συχνά τη λέξη «πατρίδα». Η ιστορία διδάσκει πως όταν η αστική τάξη της χώρας μας, με τον εξαρτημένο και παρασιτικό της χαρακτήρα, μιλάει πολύ για «πατρίδα», ο λαός κινδυνεύει. Η υποχώρηση των επαναστατικών ιδεών φέρνει αμήχανες απαντήσεις. Έτσι, στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας, η αστική τάξη σέρνει τους εργάτες στον πόλεμο. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο διαβάζουμε:
«Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν. Αφού, όμως, το προλεταριάτο πρέπει να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους,… είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη… Μαζί με την εξάλειψη της αντίθεση των τάξεων στο εσωτερικό των εθνών, εξαλείφεται και η εχθρική στάση των εθνών μεταξύ τους».
Με απλά λόγια, η πάλη των εργατών σε κάθε χώρα, ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση της αστικής τάξης, ενισχύει την πάλη των λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο.
Σήμερα, που η κατήφεια και η απογοήτευση κυριαρχεί, να φέρουμε στο μυαλό μας την μεγάλη απεργία των εργατών του Σικάγο και την ταξική οργή, την αποφασιστικότητα και την επαναστατική αισιοδοξία που είχαν τα λόγια του Σπάις, πηγαίνοντας στην κρεμάλα.
"Θα έρθει μια εποχή, που η σιωπή του τάφου μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα".
Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο!
Ζήτω η εργατική Πρωτομαγιά!