ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ
Η εξέγερση σε μια χώρα με βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις και το επαναστατικό κενό!
Θα αλλάξουν και πώς οι περιφερειακές ισορροπίες και οι σχέσεις εξάρτησης της χώρας;
Σχεδόν σαράντα μέρες έχουν περάσει από την αρχή των μαζικών κινητοποιήσεων των φοιτητών του Μπαγκλαντές, που μετεξελίχθηκαν σε μια εξέγερση με μεγάλη λαϊκή συμμετοχή και οδήγησαν στην παραίτηση της πρωθυπουργού Σεΐχ Χασίνα, του κόμματος Awami League (Αουάμι Λίγκ- Λαϊκός Σύνδεσμος).
Τα γεγονότα, η αφορμή και οι βαθιές αιτίες της εξέγερσης
Η αφορμή (αλλά και αιτία) για το ξέσπασμα των μαζικών κινητοποιήσεων των φοιτητών, ήταν η επαναφορά του καταργηθέντος συστήματος ποσοστώσεων που προβλέπει –μεταξύ άλλων– το 30% των θέσεων στο Δημόσιο να δίνεται σε συγγενείς των βετεράνων που συμμετείχαν στον πόλεμο ανεξαρτησίας του Μπαγκλαντές το 1971 κατά του Πακιστάν. Οι φοιτητές απαιτούσαν να διατηρηθούν μόνο οι ποσοστώσεις που αφορούν τις εθνικές μειονότητες και τα άτομα με ειδικές ανάγκες, θεωρώντας ότι το σύστημα των ποσοστώσεων ευνοεί τα παιδιά των υποστηρικτών της πρωθυπουργού Χασίνα που κυβερνά από το 2009.
Οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν στα τέλη Ιουνίου, αλλά οι εντάσεις κλιμακώθηκαν τη Δευτέρα 8 Ιουλίου, όταν, για την αντιμετώπιση της φοιτητικής διαδήλωσης στο Πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας Ντάκα, (το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο της χώρας), επιστρατεύτηκε –εκτός από τις αστυνομικές δυνάμεις– και η νεολαία του κυβερνώντος κόμματος. Έτσι, οι φοιτητές είχαν να αντιμετωπίσουν μαζί με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής και την Bangladesh Chhatra League, που λειτούργησε σαν παρακρατική πολιτοφυλακή και η οποία ευθύνεται για ένα ποσοστό των δολοφονιών που έχουν διαπραχθεί από την κυβέρνηση. Στην άγρια καταστολή των φοιτητικών αντιδράσεων, καθώς και στα βασανιστήρια στους συλληφθέντες, συμμετείχε το διαβόητο RAB («Τάγμα Ταχείας Δράσης») που ευθύνεται για χιλιάδες εξωδικαστικές εκτελέσεις προοδευτικών, αριστερών και κομμουνιστών από την ίδρυσή του το 2011, κατά την τελευταία διακυβέρνηση του Εθνικιστικού Κόμματος του Μπαγκλαντές (BNP).
Η επαναφορά του συστήματος των ποσοστώσεων θεωρήθηκε κατάφορη αδικία από τους χιλιάδες φοιτητές, όσον αφορά τον τρόπο πρόσληψης στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, πέρα, πίσω και κυρίως πάνω από αυτό, η κίνηση αυτή λειτούργησε σαν θρυαλλίδα για τους νέους που ζουν σε μια χώρα με τεράστια ποσοστά ανεργίας και φτώχειας και με το Δημόσιο να αποτελεί τη μοναδική διέξοδο για μια (σχετικά πάντα) καλύτερη ζωή. Πάνω από το 40% του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 1,25 δολάρια την ημέρα. Τα 32 από τα 75 εκατομμύρια του εργατικού δυναμικού εργάζονται στη γεωργία, είτε σαν εργάτες γης είτε σαν πάμφτωχοι αγρότες. Στη βιομηχανία, σε μια χώρα που είναι δεύτερη μετά την Κίνα στην εξαγωγή ενδυμάτων για δυτικές μάρκες, με μεγάλη ανάπτυξη του τομέα κατασκευής και εξαγωγής ένδυσης, η πλειοψηφία των εργατών πληρώνεται με 78 δολάρια το μήνα. Η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού εργάζεται χωρίς συμβάσεις ή οποιουδήποτε είδους κοινωνική προστασία. Το μέγεθος του άτυπου τομέα καθιστά δύσκολο για τα συνδικάτα να οργανώσουν τους εργαζόμενους.
Επιπλέον, το τελευταίο διάστημα, στην υψηλή ανεργία των νέων (και όχι μόνο αυτών – το ένα πέμπτο των 170 εκατομμυρίων κατοίκων της χώρας, δηλαδή κοντά στα 34 εκατομμύρια, μαστίζεται από την ανεργία), προστέθηκε η απογείωση των τιμών στα απολύτως απαραίτητα για τη διαβίωση του πληθυσμού αγαθά.
Συνάμα, το Μπαγκλαντές εδώ και αρκετό διάστημα βιώνει μια σημαντική πολιτική κρίση, που κορυφώθηκε από το μποϋκοτάρισμα των πρόσφατων εκλογών του Γενάρη του 2024 από το μεγαλύτερο αντιπολιτευόμενο κόμμα, το BNP, που κατήγγειλε την εκτεταμένη βία ενάντιά του από την κυβέρνηση. Είχε προηγηθεί, τον χειμώνα του 2023, ο μεγάλος αγώνα των εργατών στον τομέα της ένδυσης για γενναίες αυξήσεις μισθών, που αντιμετωπίστηκε με ωμή βία, πυρά κατά απεργών και σκοτωμούς. Άλλωστε, οι εργάτες, οι φοιτητές και συνολικά ο λαός του Μπαγκλαντές έχουν βγει αρκετές φορές και με μαζικό τρόπο στο δρόμο, για να διεκδικήσουν τα κοινωνικά του δικαιώματα, πριν και μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Έτσι, ο ξεσηκωμός πήρε και μια σαφή αντικυβερνητική διάσταση και στράφηκε συνολικά ενάντια στην κρατική εξουσία όπως αυτή εκφράζονταν μέσω του κόμματος Awami League που βρίσκεται επί 15 χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας.
Αυτός ο συνδυασμός των βαθιών και μεγάλων κοινωνικών αιτιών μαζί με την υποβόσκουσα πολιτική κρίση, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τον ρυθμό χιονοστιβάδας με τον οποίο εξελίχθηκαν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις και αγκάλιασαν, πέρα από το πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας Ντάκα, και μια σειρά άλλες μεγάλες πόλεις του Μπαγκλαντές. Όπως επίσης ερμηνεύει και την κλιμακούμενη συμμετοχή λαϊκών στρωμάτων στις φοιτητικές κινητοποιήσεις που δώσανε τον αέρα μιας λαϊκής εξέγερσης.
Ούτε ο αποκλεισμός στην «πρόσβαση σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης» και ο περιορισμός «των υπηρεσιών δεδομένων για κινητές συσκευές» (εργαλεία-κλειδιά των οργανωτών των διαδηλώσεων), ούτε το κλείσιμο σχολείων και σχολών, και –κυρίως– ούτε η άγρια κρατική και παρακρατική καταστολή (εισβολές στις πανεπιστημιακές σχολές, πλαστικές και πραγματικές σφαίρες εναντίον των φοιτητών, εκτεταμένες συλλήψεις, τραυματισμοί και 300 νεκροί) μπόρεσαν να σταματήσουν το ανερχόμενο κύμα της εξέγερσης που απλώθηκε σε όλες τις πόλεις του Μπαγκλαντές.
Το αντίθετο: Αντί να σβήσουν τις αρχικές κινητοποιήσεις, τις φούντωσαν και οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση των δράσεων και των αιτημάτων. Οι αρχικές διαδηλώσεις εξελίχθηκαν σε πολυήμερες συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις, στην πυρπόληση 50 περίπου αστυνομικών τμημάτων, καθώς και της έδρας του κύριου κρατικού τηλεοπτικού δικτύου του Μπαγκλαντές (BTV) στο οποίο είχαν καταφύγει αστυνομικοί. Από την κατάργηση των ποσοστώσεων για τον διορισμό στο Δημόσιο οι διαδηλωτές πέρασαν στο «Κάτω η δικτάτορας» και οι κινητοποιήσεις εξέφραζαν πια μια γενικευμένη δυσαρέσκεια και οργή έναντι της κυβερνητικής εξουσίας.
Έτσι, η κατευναστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου την Κυριακή 21 Ιουλίου, καθώς και η αποδοχή της απόφασης αυτής από την κυβέρνηση δύο μέρες μετά, να μειώσει τις ποσοστώσεις των βετεράνων του πολέμου του 1971 στο 5%, αφήνοντας έτσι «ελεύθερο» το 93% των θέσεων εργασίας (το 2% που μένει αφορά εθνικές και κοινωνικές μειονότητες) στη δημόσια διοίκηση, δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει την εξέγερση. Οι χιλιάδες διαδηλωτές απαιτούσαν πια την απελευθέρωση των χιλιάδων συλληφθέντων, την τιμωρία των ενόχων για τις 300 δολοφονίες διαδηλωτών και την πτώση της κυβέρνησης. Η μεγάλη πορεία των διαδηλωτών προς το πρωθυπουργικό μέγαρο την Κυριακή 5 Αυγούστου, παρά το όργιο καταστολής και δολοφονιών που είχε προηγηθεί, αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της κυβέρνησης της Awami League. Η πρωθυπουργός Σεΐχ Χασίνα παραιτήθηκε και έφυγε με ελικόπτερο από τη χώρα, με ενδιάμεσο σταθμό την Ινδία και με σκοπό, όπως γράφουν τα ΜΜΕ, τη μετάβαση στο Λονδίνο. Ο στρατός, που πριν την παραίτηση της Χασίνα και με εντολή της είχε κατέβει στους δρόμους, ανακοίνωσε ότι έχει καλέσει σε σύσκεψη όλα τα πολιτικά κόμματα πλην του κυβερνώντος –την οποία και έχουν αποδεχθεί– για τη δημιουργία μιας μεταβατικής κυβέρνησης. Ο αργηχός του ΓΕΣ υποσχέθηκε ότι θα υπάρξει έρευνα για τα θύματα της καταστολής και ζήτησε από τον λαό του Μπαγκλαντές «ηρεμία και αυτοσυγκράτηση και να εργαστούν μαζί μας».
Ο στρατός του Μπαγκλαντές, που δημιουργήθηκε με τον πόλεμο της ανεξαρτησίας το 1971, εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας, ενώ κατέχει σημαντική οικονομική δύναμη χάρη στις δεκάδες εταιρείες που του ανήκουν. Από το 1975 έως το 1979 και από το 1982 έως το 1991, είχε αναλάβει πραξικοπηματικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Την περίοδο 2007-2008, σε μια (ακόμη) φάση πλήρους ανυποληψίας των αστικών πολιτικών κομμάτων και μεγάλης διαφθοράς, ανέλαβε πάλι πραξικοπηματικά και για λογαριασμό του συστήματος τον πολιτικό έλεγχο της χώρας, για να την οδηγήσει ελεγχόμενα σε εκλογές.
Οι ηγέτες της ομάδας «Οι Φοιτητές κατά των Διακρίσεων» (της κύριας ομάδας πίσω από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και με ρόλο πια συνολικά στον λαϊκό ξεσηκωμό) συναντήθηκαν με τον αρχηγό του στρατού, και διεμήνυσαν ότι δεν θα δεχτούν τίποτε άλλο εκτός «από ένα δημοκρατικό Μπαγκλαντές». Ως αίτημα έχουν να μπει επικεφαλής της μεταβατικής κυβέρνησης ο 84χρονος, βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης, οικονομολόγος Μουχάμαντ Γιουνούς, ο οποίος διώκονταν από το καθεστώς της Χασίνα και αυτήν τη στιγμή ζει στην Ευρώπη και είναι γνωστός για τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και την Δύση. Ο οικονομολόγος Γιουνούς έγινε γνωστός ως «τραπεζίτης των φτωχών», γιατί η τράπεζα που δημιούργησε έδινε δάνεια των 100 ευρώ στους φτωχούς αγρότες με χαμηλότερα επιτόκια απ’ ότι οι άλλες τράπεζες της χώρας!
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έφτασε η είδηση ότι ο εν λόγω οικονομολόγος έκανε αποδεκτή την πρόταση του (και του) στρατού να τεθεί επικεφαλής της μεταβατικής κυβέρνησης, ενώ οι ΗΠΑ χαιρέτησαν αυτήν την εξέλιξη. Φαίνεται πως για μια ακόμη φορά το επαναστατικό κενό καλύπτεται από αστικές δυνάμεις με φανερές και υπόγειες ιμπεριαλιστικές διασυνδέσεις. Πέρα από τη γενική κατάσταση του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, η μικρή εμβέλεια της κομμουνιστικής Αριστεράς στο Μπαγκλαντές έχει τις ρίζες της και είναι επηρεασμένη από τη στάση ορισμένων ομάδων στο πόλεμο του 1971 και κυρίως από τις αντιδράσεις και τον προβληματισμό που γέννησε εκείνη την περίοδο η στάση της Κίνας, όπως επίσης από τη βάρβαρη και πρωτοφανή κρατική καταστολή (δολοφονίες, εξαφανίσεις) που γνώρισαν οι οργανώσεις με αναφορά στον μαοϊσμό, οι οποίες πρόσφεραν πολλά στον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Ωστόσο, ακόμα και αν είναι θέμα χρόνου η διάψευση των ελπίδων που γέννησε αυτός ο ξεσηκωμός, ένα είναι σίγουρο: μόνο με τη συμμετοχή και τη συμβολή των επαναστατικών δυνάμεων στους ξεσηκωμούς και τις εξεγέρσεις αυτές μπορεί να συγκροτηθεί εκ νέου ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον για τον λαό του Μπαγκλαντές, που –σημειωτέο– έχει σημαντική ιστορία εθνικοαπελευθερωτικών και ταξικών αγώνων.
Περιφερειακές και διεθνείς διαστάσεις της πολιτικής κρίσης στο Μπαγκλαντές
Τα δύο βασικά κόμματα που λυμαίνονται –μαζί με τον στρατό και για λογαριασμό της άρχουσας τάξης– την κυβερνητική εξουσία στο Μπαγκλαντές, από το 1971 και εδώ διακρίνονται τόσο για τον ζήλο τους στην αναζήτηση προστάτη ή προστατών όσο και για την ευελιξία τους στον αναπροσανατολισμό ή στον συνδυασμό της «προστασίας». Έτσι και τα δύο κόμματα (η Awami League και το BNP) κράτησαν διαχρονικά φιλοαμερικανική στάση, ενώ αδιαπραγμάτευτή ήταν η προσήλωσή τους στην εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων και η υποταγή σε προγράμματα του ΔΝΤ. Επιπλέον, η Awami League, που τέθηκε επικεφαλής του πολέμου της ανεξαρτησίας το 1971, και ειδικά το πρώτο διάστημα (1972-1975), διατηρούσε στενές σχέσεις και με τους σοβιετικούς σοσιαλιμπεριαλιστές.
Στο σήμερα, οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές εξακολουθούν (και όχι μόνο ή κυρίως για οικονομικούς λόγους) να διεισδύουν και να επενδύουν στη χώρα, ενώ η άρχουσα τάξη του Μπαγκλαντές έχει αναπτύξει μια σειρά σχέσεις οικονομικής εξάρτησης και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κίνα αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα εμπορικό εταίρο της Ντάκα, ενώ η ρωσική εταιρεία Rosatom έχει αναλάβει το μεγαλύτερο έργο υποδομής στη χώρα, την δημιουργία πυρηνικού εργοστασίου.
Επίσης, η Ινδία ασκεί μεγάλη επιρροή στην πολιτική και οικονομική ελίτ του Μπαγκλαντές. Ακριβώς επειδή έπαιξε σημαντικό (άλλοι αναλυτές θεωρούν καθοριστικό) ρόλο στην επίτευξη της απόσχισης του Ανατολικού Πακιστάν από το Δυτικό Πακιστάν (σημερινό Πακιστάν) στον πόλεμο της ανεξαρτησίας το 1971, υπάρχουν αντιφατικές έως και αντιθετικές πολιτικές συμπεριφορές έναντι της Ινδίας. Η Awami League διαχρονικά υπήρξε φιλο-ινδικό κόμμα, ενώ το BNP ήταν σχεδόν αντι-ινδικό.
Το Μπαγκλαντές είναι ζωτικής σημασίας για την Ινδία, ώστε να συνδέσει τις γεωγραφικά απομονωμένες βορειοανατολικές πολιτείες της με τον Κόλπο της Βεγγάλης, αλλά και για να βάλει φραγμό στα σχέδια της Κίνας. Η Κίνα έχει βαλθεί να μετατρέψει το Δέλτα της Βεγγάλης σε εναλλακτική (σε σχέση με τα ελεγχόμενα από φιλοαμερικανικά καθεστώτα στενά της Μάλακα) έξοδό της για το σχέδιο «μία ζώνη - ένας δρόμος». Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά χρόνια πριν η Ινδία, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, κατάφεραν να ακυρώσουν συμφωνία Κίνας-Μπαγκλαντές για την δημιουργία ενός προβλήτα βαθέων υδάτων στο Μπαγκλαντές.
Έτσι, από πρώτη άποψη, η πτώση της Χασίνα συνιστά χτύπημα στην επιρροή της Ινδίας στο Μπαγκλαντές Η Χασίνα θεωρούνταν ένας από τους πιο αξιόπιστους συμμάχους της Ινδίας, σε μια γειτονιά και σε μια φάση που η Κίνα αποσπούσε μια σειρά χώρες από την ινδική επιρροή. Ωστόσο, μια σειρά αναλυτές εκτιμούν ότι το Μπαγκλαντές θα συνεχίσει να ισορροπεί μεταξύ των μεγάλων γειτόνων του. Από την άλλη, η επιρροή των ΗΠΑ στην «επόμενη μέρα» είναι φανερή. Παραμένει, ωστόσο, άγνωστο πόσο μπορεί να επωφεληθεί η Κίνα, αλλά και ποια θα είναι από τις ΗΠΑ η διαχείριση της δυσαρέσκεια της Ινδίας από την όλη εξέλιξη.
Μπορούμε να ισχυριστούμε, λοιπόν, πως η εργατική τάξη, οι φτωχοί αγρότες και ο λαός του Μπαγκλαντές έχουν να αντιμετωπίσουν τόσο τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα που έχει δημιουργήσει η καπιταλιστική αγριότητα και η ιμπεριαλιστική λεηλασία του πλούτου της χώρας όσο και το νέο μεγάλο «παιχνίδι» για την επιρροή στην περιοχή Ινδίας-Ειρηνικού. Ένα «παιχνίδι» που αφορά όλους τους λαούς της περιοχής και το οποίο έχει προκύψει από τη συμβολή τριών συν ένα στρατηγικών: της αναβάθμισης της επιθετικής δράσης των ΗΠΑ στην περιοχή για τον περιορισμό Κίνας και Ρωσίας, της Κίνας για τον θαλάσσιο Δρόμο του Μεταξιού, της Ρωσίας που διεκδικεί ρόλο για τον «ρωσικό κόσμο» στην Ασία, και τέλος της Πολιτικής Ανατολικής Δράσης (Act East Policy) της Ινδίας.
Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024
Τάσος Σαπουνάς
Μέλος του ΚΟ του ΚΚΕ(μ-λ)
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ
Επιμέλεια: Τάσος Σαπουνάς
Από τον 12ο έως τον 14ο αιώνα το Σουλτανάτο του Δελχί είχε καταχτήσει ολόκληρη την περιοχή της Βεγγάλης και ίδρυσε το Σουλτανάτο της Βεγγάλης που κρατήθηκε μέχρι τον 16ο ιώνα. Το Σουλτανάτο της Βεγγάλης χαρακτηρίζεται από τον πολιτιστικό πλουραρισμό του, καθώς οι πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες αποτελούνταν από μουσουλμάνους, ινδουιστές και βουδιστές.
Τον 16ο αιώνα η περιοχή της Βεγγάλης κατακτήθηκε από την Αυτοκρατορία των Μουνγκάλ (ή Αυτοκρατορία των Μεγάλων Μογγόλων). Η σημερινή πρωτεύουσα, Ντάκα, δημιουργήθηκε το 1608 ως επαρχιακή πρωτεύουσα των Μουνγκάλ. Υπό την εξουσία των Μουνγκάλ λέγεται ότι αποκρυσταλλώθηκε η εθνική ταυτότητα των Βεγγαλέζων, που είχαν αρκετή αυτονομία ώστε να αναπτύξουν τα δικά τους έθιμα και λογοτεχνία. Το 1717 ιδρύθηκε στην περιοχή το ανεξάρτητο πριγκηπάτο της Βεγγάλης.
Με την ήττα του κυβερνήτη της Βεγγάλης στο Πλάσεϊ το 1757 άρχισε η κυριαρχία της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών στη Βεγγάλη. Οι μουσουλμάνοι άρχοντες λειτουργούσαν για έναν αιώνα υπό βρετανική κηδεμονία, παρέχοντας στήριξη στη βρετανική αποικιοκρατία. Το 1857 σημειώθηκε μεγάλη αποστασία, αρχίζοντας από τη Βεγγάλη, με εξεγέρσεις του στρατού στην Ντάκα, την Καλκούτα και την Τσιταγκόνγκ. Ακολούθησαν πολλές άλλες εξεγέρσεις. Το 1905, μετά από συμβουλές τοπικών μουσουλμάνων αρχόντων, οι Βρετανοί διχοτομούν το κράτος της Βεγγάλης. Έτσι δημιουργούνται η Ανατολική Βεγγάλη (υπό τον τυπικό έλεγχο των Μουσουλμάνων, αλλά υπό βρετανική κηδεμονία) με πρωτεύουσα την Ντάκα και η Δυτική Βεγγάλη (υπό τον έλεγχο των Βρετανών) προκαλώντας οργή στους ινδουιστές.
Η αποχώρηση των βρετανών αποικιοκρατών από την κτήσεις τους στην ινδική υποήπειρο το 1947, συνοδεύτηκε από τον χωρισμό της πρώην αποικίας σε Ινδία και Πακιστάν, που με τη σειρά του διακρίνονταν σε Δυτικό Πακιστάν και Ανατολική Βεγγάλη. Ο χωρισμός έγινε αυθαίρετα (όπως συνήθως έπρατταν οι αποικιοκράτες) με βάση τη λεγόμενη Γραμμή Ράντκλιφ που χώριζε την Βρετανική Ινδία στο περίπου και με βάση το θρήσκευμα. Έτσι, το Πακιστάν κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από μουσουλμάνους, ενώ η Ινδία, στην οποία ανήκε και η περιοχή της Δυτικής Βεγγάλης, από ινδουιστές.
Η Ανατολική Βεγγάλη (δηλαδή το σημερινό Μπαγκλαντές) ήταν χωρισμένη εδαφικά από το Δυτικό Πακιστάν, μιας και μεσολαβούσαν πολλά τετραγωνικά χιλιόμετρα ινδικού εδάφους, ενώ επιπλέον το ίδιο το Ανατολικό Πακιστάν περιτριγυρίζονταν από ινδικό έδαφος (βλέπε χάρτη). Το Μπαγκλαντές καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της Ανατολικής Βεγγάλης και κατά συνέπεια του Δέλτα της Βεγγάλης (το μεγαλύτερο Δέλτα τη Γης).
Αν και το Ανατολικό Πακιστάν ήταν η πολυπληθέστερη επαρχία του Πακιστάν, πρωτεύουσα ορίστηκε το Ισλαμαμπάντ ενώ και συνολικά το Δυτικό Πακιστάν είχε μετατραπεί σε πολιτικό κέντρο της νέας χώρας. Το 1949 με διάσπαση της κυβερνώσας δύναμης του Πακιστάν (της Μουσουλμανικής Ένωσης) δημιουργείται η Awami League και το 1952 γίνεται κίνημα για την αναγνώριση της γλώσσας των Μπενγκάλι. Το 1955 η επαρχία της Ανατολικής Βεγγάλης ονομάστηκε Ανατολικό Πακιστάν. Το 1956 ο ηγέτης της Awami League εκλέγεται πρωθυπουργός του Πακιστάν, αλλά εκδιώκεται ένα χρόνο μετά από το κατεστημένο του Δυτικού Πακιστάν. Η κίνηση ορισμού της Ντάκα ως νομοθετικής πρωτεύουσας του Πακιστάν μένει μετέωρη, καθώς με το πέρασμα των χρόνων αυξάνονται οι διακρίσεις σε βάρος του λαού αλλά και των ελίτ του Ανατολικού Πακιστάν. Οι πολίτες του Ανατολικού Πακιστάν αποτελούν μόλις το 15% των κυβερνητικών υπαλλήλων και το 10% των ενόπλων δυνάμεων. Η πακιστανική κυβέρνηση επέβαλε απαγορεύσεις στη βεγγαλική λογοτεχνία. Επιπλέον, ενώ το Ανατολικό Πακιστάν παρήγαγε το 70% των εξαγωγών της χώρας, το εμπορικό πλεόνασμα διοχετεύονταν για την ανάπτυξη του Δυτικού Πακιστάν και τη στήριξη των εισαγωγών στο δυτικό κομμάτι της χώρας.
Στο 1968 αρχίζουν να δυναμώνουν οι φωνές για ανεξαρτησία της Ανατολικής Βεγγάλης. Μεγάλες φοιτητικές και εργατικές κινητοποιήσεις εκδηλώνονται. Συνθήματα όπως «Ζήτω η Βεγγάλη» και «Διακυβέρνηση από τους αγρότες και τους εργάτες» ακούγονται στους δρόμους της Ντάκα. Οι πάνω από 300 χιλιάδες νεκροί και πάνω από 3 εκατομμύρια άστεγοι που άφησε ένα μεγάλος κυκλώνας το 1970, θεωρήθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της περιοχής από την κεντρική κυβέρνηση. Οι εκλογές του 1970 δίνουν στον ηγέτη της Awami League, Σεΐχ Μουτζιμπούρ Ραχμάν, καθαρή πλειοψηφία, αλλά η πακιστανική χούντα δεν του επιτρέπει να αναλάβει τη θέση του. Ξεσπά εξέγερση, η Awami League κηρύσσει την ανεξαρτησία και στις 23 Μαρτίου του 1971 η σημαία του Μπαγκλαντές υψώνεται στην Ντάκα. Στις 26 Μαρτίου 1971, η στρατιωτική χούντα του Πακιστάν ξεκίνησε στρατιωτική επέμβαση στο ανατολικό Πακιστάν. Η Ινδία είδε την κρίση αυτή ως ευκαιρία για να αποδυναμώσει τον αντίπαλό της και να αποκτήσει επιρροή κατά μήκος των κινεζικών συνόρων.
Κάτω από την ηγεσία της Awami League οργανώθηκαν οι «Μαχητές της Ελευθερίας» που αποτέλεσαν τον κύριο κορμό του ένοπλου απελευθερωτικού κινήματος. Μετά από εννέα μήνες ο πόλεμος έληξε με την παράδοση του στρατού του Πακιστάν στη συμμαχία Μπαγκλαντές-Ινδίας στις 16 Δεκεμβρίου 1971. Τα ινδικά στρατεύματα αποχώρησαν στις 12 Μαρτίου 1972, τρεις μήνες μετά τη λήξη του πολέμου. Το Πακιστάν αναγνώρισε το Μπαγκλαντές το 1974, υπό τις πιέσεις του μουσουλμανικού κόσμου.
Εμπνευσμένα από τους Ναξαλίτες στην Ινδία, τμήματα της μαοϊκής Αριστεράς του Ανατολικού Πακιστάν ριζοσπαστικοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Βρισκόμενες σε μια περίπλοκη κατάσταση με πολλές παραμέτρους, και προσπαθώντας να την αντιμετωπίσουν και να σταθούν σωστά, υπήρχε προβληματισμός έως και απόρριψη της αυτοδιάθεσης από ορισμένες μαοϊκές δυνάμεις, θεωρώντας ότι η όλη κατάσταση είναι υποκινούμενη από την Ινδία και με σκοπό την αποδυνάμωση του Πακιστάν με το οποίο διατηρούσε καλές σχέσεις η Κίνα. Ήταν, άλλωστε, πρόσφατη (1962) η ένοπλη αντιπαράθεση Ινδίας - Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (με παρ’ ολίγον επέμβαση των ΗΠΑ στο πλευρό της Ινδίας), με την Ινδία να υπερασπίζεται την αποικιακή γραμμή Μακμάχον που είχε χαραχθεί στις αρχές του 20ού αιώνα ερήμην της Κίνας. Αλλά και η χρησιμοποίηση της ινδικής άρχουσας τάξης από τον σοβιετικό ρεβιζιονισμό και σοσιαλιμπεριαλισμό ενάντια στη ΛΔ Κίνας.
Η Αριστερά που υποστήριζε τη ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση ήταν πολύ μικρότερη, αλλά απολάμβανε δυσανάλογη εκπροσώπηση στον Τύπο και τον ακαδημαϊκό χώρο. Πολιτικά υποστήριζαν την αυτοδιάθεση, αλλά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα εξάρτημα της Awami League. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης πολλές οργανώσεις και κόμματα με αναφορά στον Μάο, αλλά και φιλοσοβιετικές ομάδες, οργάνωσαν ένοπλες πολιτοφυλακές στην πρωτεύουσα Ντάκα που διεξάγονταν σφοδρές συγκρούσεις με τον πακιστανικό στρατό και είχαν σημαντική συμβολή στον πόλεμο της ανεξαρτησίας.
Μετά την ανεξαρτησία, η Awami League και ο ηγέτης της Μουτζιμπούρ Ραχμάν υιοθέτησαν οπορτουνιστικά το σύνθημα του σοσιαλισμού, αλλά στην πράξη άσκησαν αντιδραστικές πολιτικές και κράτησαν φιλοαμερικανική στάση, παρά το γεγονός πως οι ΗΠΑ ήταν αντίθετες στην ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές. Οι όποιες εθνικοποιήσεις έγιναν δεν έθιξαν αμερικανικά ή βρετανικά συμφέροντα και ήταν μια μέθοδος για ισχυροποίηση ορισμένων τμημάτων της άρχουσας τάξης που είχαν διασυνδέσεις με το κυβερνών κόμμα. Η αντιδραστικοποίηση του καθεστώτος συνεχίστηκε με την δολοφονία του Σιράτζ Σικντέρ, επικεφαλής του μαοϊκού κόμματος Προλεταριακό Κόμμα Ανατολικής Βεγγάλης / PBSP, που είχε μεγάλη συνεισφορά στον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Η διακυβέρνησή του εξακολουθούσε να στηρίζεται από το φιλοσοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ενώ ο Μουτζιπούρ Ραχμάν κατέστειλε τις δυνάμεις στα αριστερά του, άνοιγε το δρόμο για ακόμα πιο δεξιές λύσεις. Μετά από φιλοαμερικανικό πραξικόπημα δολοφονείται ο ίδιος και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του, και αναλαμβάνει ο υποτράτηγος Ζιαούρ Ραχμάν.
Έπειτα και από την καταστολή ενός αντιπραξικοπήματος ο Ζιαούρ Ραχμάν γίνεται κυρίαρχος, αφού πρώτα εξοντώνει τον ηγέτη του κόμματος JSD και ήρωα του απελευθερωτικού πολέμου, Αμπού Τάχερ, που τον είχε βοηθήσει να αντιμετωπίσει το αντιπραξικόπημα!
Ο Ζιαούρ Ραχμάν κινήθηκε με διπλό τρόπο: στράφηκε στη Δύση για πολιτική υποστήριξη και συμμάχησε με τις ισλαμιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό. Το 1977 αφαίρεσε την κοσμικότητα από το σύνταγμα. Τελικά, ο ίδιος ο Ζιαούρ Ραχμάν δολοφονήθηκε. Ο διάδοχός του, ο στρατηγός Χ. Μ. Ερσάντ, ήταν επικεφαλής ενός άλλου δικτατορικού καθεστώτος από το 1982 μέχρι το 1990. Ο Ερσάντ συνέχισε την πολιτική του Ζιαούρ όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ, απελευθερώνοντας το εμπόριο και ιδιωτικοποιώντας επιχειρήσεις. Η εισροή ξένης βοήθειας και τα αναπτυξιακά έργα δημιούργησαν μια νέα μεσαία τάξη του Μπαγκλαντές, στενά συνδεδεμένη με τις ΜΚΟ. Όπως και ο Ζιαούρ, ο Ερσάντ χρησιμοποίησε τις δεξιές θρησκευτικές δυνάμεις εναντίον της Αριστεράς, που στο μεγαλύτερο μέρος της εκφυλίστηκε, ενσωματώθηκε στα κυρίαρχα κόμματα ή συνέχισε την πολιτική ουράς στην Awami League, με εξαίρεση ορισμένες ομάδες με αναφορά στον μαοϊσμό.
Η αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια βρήκε την έκφρασή της σε μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις, ενώ η φονική βία των φιλοκυβερνητικών πολιτοφυλακών κατά των φοιτητών στην Ντάκα πολλαπλασίασε και εξάπλωσε σε όλη τη χώρα τις μαχητικές αντιδράσεις. Αντιμέτωπος με τις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες ο Ερσάντ παραιτήθηκε τελικά τον Δεκέμβριο του 1990.
Τις δεκαετίες που μεσολάβησαν από τότε, είχαμε την εναλλαγή στον κυβερνητικό θώκο των δύο βασικών αντιδραστικών κομμάτων, του Εθνικιστικού Κόμματος του Μπανγκλαντές (BNP) υπό την ηγεσία της χήρας του υποστράτηγου Ζιαούρ Ραχμάν, Χαλέντα Ζία, και της Awami League (Λαϊκός Σύνδεσμος), υπό την ηγεσία της κόρης του Μουτζιμπούρ Ραχμάν και της πρωθυπουργού Σεΐχ Χασίνα που την Κυριακή 5 Αυγούστου παραιτήθηκε – με τον στρατό να αποτελεί τον «ρυθμιστή» του «δημοκρατικού» πολιτεύματος και έχοντας πάντα τη δυνατότητα επέμβασης στα πολιτικά πράγματα για τη διαφύλαξη του αντιδραστικού καθεστώτος.