Το κείμενο σε pdf: ΜΕΡΟΣ Γ: Η διεθνής κατάσταση
Ζούμε λοιπόν σε μια εποχή πυκνών, σημαντικών και πρωτόγνωρων γεγονότων. Κρίσιμα πολεμικά μέτωπα αναδύονται, παλιές εστίες έντασης αναζωπυρώνονται και νέες γεννιούνται. Χώρες αλλάζουν προσανατολισμό, οι γεωπολιτικές μετατοπίσεις θυμίζουν την κίνηση τεκτονικών πλακών, η οικονομική-πολιτική και κοινωνική ρευστότητα χαρακτηρίζουν τις εξελίξεις από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις έως τις βαθιά εξαρτημένες από αυτές χώρες. Ταυτόχρονα, νέα τμήματα μαζών, χωρών και περιοχών βυθίζονται στην φτώχεια, αυξάνονται οι ανθρώπινες θάλασσες της εξαθλίωσης.
Από δίπλα, και κυρίως από πίσω από τις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, βρίσκονται οι δεύτερης τάξης δυτικοευρωπαίοι και ιάπωνες ιμπεριαλιστές, που παλεύουν να αναβαθμίσουν θέση και ρόλο, αν προσμετρηθούν σε έναν από τους βασικούς διεκδικητές της παγκόσμιας κυριαρχίας και -σ’ αυτή την φάση τουλάχιστον- στις ΗΠΑ.
Από κει και πέρα, μια σειρά περιφερειακές δυνάμεις, με μεγαλύτερες ή μικρότερες δυνατότητες (Ινδία, Βραζιλία, Ιράν), επιχειρούν να βγουν από την αφάνεια του 20ου αιώνα, εκμεταλλευόμενες τα κενά του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για να προβάλλουν τις φιλοδοξίες τους.
Ωστόσο, αυτές του οι προσπάθειες διεξόδου, όπως η «πράσινη» τεχνολογία και μετάβαση, η επέκταση στον χώρο (Αφρική, Αρκτική), ακόμα ακόμα οι γιγάντιες χρηματοδοτήσεις για υποδομές (ΗΠΑ) που εξαγγέλλονται, είναι σπασμωδικές, ανολοκλήρωτες, τελούν υπό την αίρεση των βαθιών αντιφάσεων που διέπουν το ίδιο το σύστημα, αλλά και τελικά των ανταγωνισμών που το χαρακτηρίζουν.
Έτσι, ο άγριος ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστών λειτουργεί επιπλέον και ως παράγοντας παραπέρα όξυνσης της κρίσης και των αδιεξόδων που αυτή παράγει για το σύστημα.
Βιώνουμε λοιπόν την εμπέδωση της ήττας μέσα από την προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεθεμελιώσει όποιο δικαίωμα, εργασιακό, δημοκρατικό-κοινωνικό, είχε κατακτήσει η εργατική τάξη και οι λαοί με πρωτοπορία το επαναστατικό εργατικό κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα, με επικεφαλής τους Λένιν, Στάλιν, Μάο Τσετουνγκ. Αλλά και να πάει πολύ παραπέρα: να δημιουργήσει συνθήκες συνολικής αποσυγκρότησης των εργατικών-λαϊκών μαζών, να τους στερήσει για πολύ καιρό τη δυνατότητα οργάνωσης των αντιστάσεων και των διεκδικήσεών τους. Να επιβάλλει έτσι τη «χιλιόχρονη κυριαρχία» του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού πάνω στα ερείπια των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων των εργατών και των λαών.
Βέβαια παγκόσμια και σε κάθε τόπο, παρά τις ανισομετρίες και μέσα σε αυτές τις ελάχιστες εξαιρέσεις, η γενική κατάσταση των επαναστατικών ομάδων, οργανώσεων και κομμάτων -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- χαρακτηρίζεται από σοβαρές ιδεολογικές-πολιτικές και οργανωτικές ελλείψεις, ανωριμότητα, δογματισμούς και ερασιτεχνισμούς, μικρή πρόσβαση και επιρροή στα εργατικά και λαϊκά στρώματα.
Γι’ αυτό η διαδικασία ανασυγκρότησης του επαναστατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να είναι μια «Μεγάλη Πορεία», δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικές ιδεολογικές-πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις και πολλά εμπόδια να προσπεράσει ή να συντρίψει. Το σημαντικό όμως και το ουσιώδες είναι ότι έχει αρχίσει! Σ’ αυτή τη «Μεγάλη Πορεία» οφείλουν να πάρουν θέση οι συνειδητοί εργάτες και εργαζόμενοι, αυτή τη «Μεγάλη Πορεία» οφείλουν να πλαισιώσουν οι νέοι αγωνιστές!
Στα 33 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε είχαμε μια σειρά γεωπολιτικά και οικονομικά γεγονότα-ορόσημα αυτής της ταραγμένης πορείας.
Το πρώτο αφορά την προσπάθεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να αδράξει την ιστορική ευκαιρία που του έδωσε η ατελής νίκη του το 1989-1991 και να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος επί της γης. Προσπάθεια που όμως ανέδειξε την αναντιστοιχία μεταξύ μέσων και σκοπών για τις ΗΠΑ και κατέδειξε εν τέλει την πορεία σχετικής αποδυνάμωσης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έναντι αντιπάλων, ανταγωνιστών και συμμάχων, πορεία που μάλιστα δεν φαίνεται να ανακόπτεται.
Το δεύτερο, που φυσικά συνδέεται με το πρώτο αλλά κατά βάση έχει τους δικούς του όρους εξέλιξης, αφορά την ανάδυση, αναβάθμιση και ανάδειξη των δυνατοτήτων, των επιδιώξεων και των φιλοδοξιών των ιμπεριαλιστών της Ευρασίας, δηλαδή του ρωσικού και του κινέζικου ιμπεριαλισμού.
Η ανάδειξη αυτής της «τριάδας» (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα), στην πρώτη βαθμίδα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού δεν σημαίνει φυσικά ότι αναιρείται ούτε η σχετική θέση της κάθε μιας δύναμης έναντι της άλλης, ούτε τα ιδιαίτερα ζητήματα και προβλήματα που έχει η κάθε μια από αυτές, μιας και η ιστορικοπολιτική τους πορεία είναι πολύ διαφορετική και μοναδική θα λέγαμε.
Οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, όπως κατ’ αναλογία παλιότερα ο γιαπωνέζικος ιμπεριαλισμός, μέσα από αυτή την πορεία ανακάλυπταν ξανά και ξανά, είτε με ήπιο είτε με οδυνηρό για τους ίδιους τρόπο, το γεγονός ότι μετράνε στην παγκόσμια σκακιέρα μόνο εάν σταθούν δίπλα και πίσω από μία από τις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Μια σημαντική πλευρά της σύμπλεξης της πανδημικής με τη δομική κρίση του συστήματος και με τα χαρακτηριστικά του, είναι ότι αποκάλυψε τη «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού», δηλαδή τις εκτεταμένες ζώνες φτώχειας και απόλυτης εξαθλίωσης στις οποίες ανήκει η μεγάλη πλειοψηφία χωρών και λαών. Αλλά όχι μόνο αυτό! Αποκάλυψε επίσης και τις άθλιες συνθήκες, παρόμοιες με τις προηγούμενες, στις οποίες ζει η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία στις «ευημερούσες» μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού.
Μάλιστα η εναγώνια προσπάθεια του συστήματος να βρει και να δώσει διέξοδο στα αδιέξοδά του και στα φρακαρίσματα που πλήθαιναν, είχε σαν αποτέλεσμα να εντάξει με τον πιο απόλυτο τρόπο το ζήτημα της υγείας και της περίθαλψης των πληθυσμών του πλανήτη, όπως και όλα τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή της εργαζόμενης ανθρωπότητας, στον άγριο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, να τα θυσιάζει καθημερινά στον βωμό της αύξησης των κερδών του κεφάλαιου.
Όλη αυτή η φρικιαστική γεωπολιτική χρησιμοποίηση των εμβολίων για τον COVID-19 σαν εργαλείο για παραγωγή κερδών και στον πόλεμο «όλων εναντίον όλων» των ιμπεριαλιστών αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα για τον απάνθρωπο χαρακτήρα αυτού του συστήματος. Γι’ αυτό η συνάντηση «ευημερίας»-φρίκης, όχι μόνο δεν δημιούργησε συνθήκες ώστε η πρώτη να αντιμετωπίσει τη δεύτερη, αλλά επέκτεινε και τροφοδότησε παραπέρα την φρίκη.
Έτσι το κεφάλαιο αναγορεύεται σε «ιδιοκτήτη» της ανθρώπινης ζωής, ενώ ταυτόχρονα οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συγκρούονται για την «ιδιοκτησία» του πλανήτη. Γι’ αυτό και σήμερα, φυσικά και κοινωνικά αγαθά όπως η γη, ο αέρας, το νερό, η περίθαλψη, η τροφή, η στέγη, υποτάσσονται περισσότερο από ποτέ άλλοτε στα στενά ταξικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Σήμερα, παράγοντες του συστήματος εκφράζουν την ανησυχία τους για έναν νέο κύκλο πανδημιών, πολύ χειρότερων από αυτό που ζήσαμε με τον COVID-19. Ανησυχούν και κυρίως καλούν το σύστημα να προετοιμαστεί ώστε να αντιμετωπίσει αυτόν τον νέο κύκλο με τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις στη λειτουργία του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, χωρίς φυσικά να βάζουν στις παραμέτρους τους το κόστος για τους λαούς, παρά μόνο σε συνάρτηση με την κερδοφορία του κεφαλαίου. Φυσικά είναι στην φύση τους να μην αποφύγουν ξανά την ένταξη ενός νέου κύκλου πανδημιών, αλλά και την προετοιμασία για την αντιμετώπισή τους, στον άγριο ανταγωνισμό για την κυριαρχία.
Στο οικονομικό πεδίο συνεχίζεται η «υπερχρέωση» του πλανήτη στο κεφαλαιοκρατικό-ιμπεριαλιστικό τέρας. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε το ΔΝΤ τον Σεπτέμβρη του 2023, το παγκόσμιο χρέος ανήλθε στο 238% του παγκόσμιου ΑΕΠ, κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο του 2019, ενώ σε απόλυτα ποσά έφθασε στα 235 τρισ. δολάρια ή 200 δισ. παραπάνω από το 2021. Αντίστοιχα συνεχίζεται και η επιβράδυνση της καπιταλιστικής οικονομίας παγκόσμια, όντας το 2023, μία (1) ποσοστιαία μονάδα κάτω από τον μέσο όρο της εικοσαετίας 2000-2019.
- Έτσι είχαμε και έχουμε τον αγώνα δρόμου με πρώτες τις ΗΠΑ, για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη ημιαγωγών, λόγω της πανδημίας αλλά και της συγκέντρωσης της παραγωγής, που αντανακλάστηκε σε σοβαρά προβλήματα στις αυτοκινητοβιομηχανίες.
- Η έλλειψη χαλκού, καθοριστικό μέταλλο για τις βιομηχανίες ηλεκτροκίνητων οχημάτων, τις ανεμογεννήτριες (μία ανεμογεννήτρια παραγωγής 1 μεγαβάτ ενέργειας χρειάζεται 3 τόνους χαλκού) αλλά και τις καλωδιώσεις των μικροεπεξεργαστών.
- Το κλείσιμο για μέρες της Διώρυγας του Σουέζ λόγω της προσάραξης του γιγαντιαίου «EverGiven», που προκάλεσε ανησυχία για το σταμάτημα των εμπορικών ροών, γεγονός που σήμερα επαναλαμβάνεται σε μια άλλη, μεγαλύτερη διάσταση από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Στο παγκόσμιο εμπόριο αντανακλάστηκαν οι συνέπειες αρχικά της κατάρρευσης και στη συνέχεια της εκτίναξης της παγκόσμιας ζήτησης μέσω του ηλεκτρονικού εμπορίου: μποτιλιαρίσματα στα ευρωπαϊκά λιμάνια του Ρότερνταμ και της Αμβέρσας, αλλά και σε αμερικανικά αντίστοιχα, που τα διαδέχθηκε ένα κανονικό έμφραγμα στα λιμάνια εμπορευματοκιβωτίων της Νότιας Κίνας.
Η προσπάθεια των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να εντάξουν την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης στο συνολικό πλαίσιο του γεωπολιτικού τους ανταγωνισμού, επέτεινε, επέκτεινε και πολλαπλασίασε τα μπλοκαρίσματα τόσο στην παραγωγή, την κατανάλωση αλλά και τη μεταφορά και ευρύτερα το εμπόριο.
Ένα σημαντικό απότοκο της μετατροπής της πανδημίας σε οργανικό στοιχείο του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, που επιταχύνθηκε και απογειώθηκε από την κατακόρυφη αύξηση των γεωπολιτικών συγκρούσεων, ήταν η προσπάθεια των δυτικών να εκκινήσουν μια πλήρη αναδιάταξη των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, ώστε να τις ελέγχουν πλήρως. Από την προηγούμενη επικέντρωση στις πιο φτηνές πηγές πρώτων υλών και εξαρτημάτων, προωθήθηκε για γεωπολιτικούς λόγους η επικέντρωση στις πιο «αξιόπιστες» πηγές (πρακτικές του re-shoring, near-shoring, friend-shoring) ακόμα και αν αυξάνουν τα κόστη. Διαδικασία όμως εκτός από κοστοβόρα, χρονοβόρα και εν τέλει καθόλου εύκολη και ευθύγραμμη και που ακόμη έχει δρόμο μπροστά της.
Η ανάγκη των ιμπεριαλιστικών κρατών να ανταπεξέλθουν στον άγριο εξελισσόμενο γεωπολιτικό ανταγωνισμό για το ξαναμοίρασμα των αγορών, των σφαιρών επιρροής, εν τέλει για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, οδηγεί στην απομύζηση των εργαζόμενων τάξεων και των εξαρτημένων χωρών για να τροφοδοτηθούν οι νέοι θηριώδεις «αμυντικοί»-πολεμικοί προϋπολογισμοί που καταρτίζουν τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Το πιο χαρακτηριστικό πεδίο αυτού του αδυσώπητου αγώνα δρόμου αποτελεί «η πάλη για το διάστημα» που είναι αλληλένδετο με την πάλη για την αναβάθμιση και των εκσυγχρονισμό των καταστρεπτικών δυνατοτήτων του κάθε ιμπεριαλιστή (πυρηνικά όπλα, υπερ-υπερηχητικοί πύραυλοι, όπλα ηλεκτρομαγνητικών παλμών κ.λπ.).
Η ίδια ανάγκη οδηγεί επίσης σε έναν πόλεμο «για τα πάντα». Έτσι έχουμε:
Οι συνεχείς κυρώσεις των δυτικών ιμπεριαλιστών έναντι της Ρωσίας, ειδικά στον ενεργειακό τομέα, σε συνδυασμό με τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», έχουν δημιουργήσει έντονα στοιχεία ενεργειακής κρίσης. Επίσης, στη βάση των νέων όρων με τους οποίους διεξάγεται ο ανταγωνισμός, βλέπουμε να δημιουργούνται νέες ενεργειακές συμμαχίες, όπως αυτές μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας στα πλαίσια του OPEC+. Συνολικά, στο κρίσιμο πεδίο των ενεργειακών πόρων εκτυλίσσεται ένας αγώνας δρόμου. Από τη μια ιμπεριαλιστικές χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία χρησιμοποιούν την ενέργεια ως γεωπολιτικό όπλο, ενώ άλλες, όπως η Κίνα, επιταχύνουν τον βηματισμό τους για να καταστούν ενεργειακά αυτάρκεις.
Στην όλη κατάσταση έδρασε σίγουρα επιβαρυντικά και πολλαπλασιαστικά ο πόλεμος των επιτοκίων, με τις κεντρικές τράπεζες (FEF, EKT) να προβαίνουν σε συνεχείς αυξήσεις των τραπεζικών επιτοκίων, με σκοπό τη συγκέντρωση κεφαλαίων για να τροφοδοτηθεί ο ανταγωνισμός, αλλά και για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. Παράπλευρη απώλεια και ένδειξη της κρίσης που «ψάχνει» δρόμους να εμφανιστεί στο «έδαφος», οι καταρρεύσεις τριών περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ, η μεγαλύτερη τραπεζική χρεωκοπία μετά το 2008, που, σημειωτέον, είναι μόνο η κορυφή του κρισιακού παγόβουνου. Επίσης, παρά το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης που οδήγησε στη συρρίκνωση της παγκόσμιας ρευστότητας και στη μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού, είχαμε τη συνέχιση έντονων πληθωριστικών πιέσεων που άρχισαν να συνυπάρχουν με τη στασιμότητα στην παραγωγή (εμφάνιση δηλαδή στοιχείων στασιμοπληθωρισμού).
Το τελευταίο διάστημα η σχετική τιθάσευση του πληθωρισμού, που είχε εκτοξευθεί τον Ιούνιο του 2022, έχει ανοίξει τη συζήτηση στα ιμπεριαλιστικά επιτελεία για την έναρξη ενός νέου γύρου μείωσης των επιτοκίων ακόμα και μέσα στο 2024, ώστε να αποφευχθούν τα παραπάνω, όμως οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) μπορεί και να μεταθέσουν τις αποφάσεις στο μέλλον.
«Τέλος», στην βάση των όρων που λειτουργεί το σύστημα και στα πλαίσια αντιμετώπισης της κρίσης και των αδιεξόδων του, το τελευταίο διάστημα έχουν εκτιναχθεί οι πολιτικές της ακρίβειας που ταλανίζουν και εξαθλιώνουν εκατοντάδες εκατομμύρια μαζών.
Το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα αναζητά νέα πεδία δράσης και επενδύσεων στην πραγματική οικονομία («πράσινη» τεχνολογία, επενδύσεις στις υποδομές των ΗΠΑ) ή και νέους χώρους επέκτασης (Αφρική, Αρκτική). Όμως όλες του οι αναζητήσεις είναι ασταθείς, σχετικές, προσωρινές και τελούν υπό την αίρεση των αντιφάσεών του και των ανταγωνισμών του.
Έτσι, παραδείγματος χάριν, η αναζήτηση διεξόδου στη λεγόμενη «πράσινη τεχνολογία», που σημειωτέον μόνο φιλική στο περιβάλλον δεν είναι, όχι μόνο δεν έχει όρους συνέχειας με αυτό που ήδη υπάρχει (τη λεγόμενη «οικονομία του πετρελαίου») και άρα κινδυνεύει να επιβραδυνθεί/μπλοκαριστεί από τις αντιθέσεις που φέρνει στην επιφάνεια, αλλά τελεί υπό την αίρεση των πραγματικών δυνατοτήτων (τεχνολογικών, επάρκειας των πρώτων υλών) για την υλοποίησή της. Φυσικά η λεγόμενη «πράσινη τεχνολογία» αλλά και η «πράσινη μετάβαση» χρησιμοποιείται ως εργαλείο εκβιασμού και υποταγής των εξαρτημένων χωρών από τους ιμπεριαλιστές, αλλά και στον αναμεταξύ τους οξυμένο ανταγωνισμό. Όσον αφορά το πόσο φιλική στο περιβάλλον είναι, να αναφέρουμε συνοπτικά τα εξής: Το βάφτισμα της πυρηνικής ενέργειας σε «πράσινη», παρακάμπτοντας τις ολέθριες συνέπειες των πυρηνικών ατυχημάτων (Three mile island, Τσέρνομπιλ, Φουκοσίμα), των οβίδων και των βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου σε Ιράκ και Γιουγκοσλαβία, αλλά και τα βουνά τοξικών και ραδιενεργών πυρηνικών αποβλήτων. Την ερήμωση ολόκληρων περιοχών και τη φτωχοποίηση λαϊκών στρωμάτων για την προώθηση των λεγόμενων βιοκαυσίμων, την εξόρυξη τεράστιων ποσοτήτων μεταλλευμάτων για την παραγωγή μπαταριών λιθίου, που έχει σαν αποτέλεσμα μεγάλη παραγωγή μεγάλων όγκων αέριων ρύπων, αλλά και τα ερωτηματικά για την επιβάρυνση του περιβάλλοντος από την ανακύκλωσή τους.
Η βάση υποτίθεται της «στροφής» προς την «πράσινη ενέργεια και τεχνολογία» είναι η κλιματική αλλαγή -ή κατ’ άλλους κλιματική κρίση- που προκαλεί σύμφωνα με τους απολογητές του συστήματος γενικά και αόριστα ο …άνθρωπος. Σ’ αυτό το ζήτημα οφείλουμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην πραγματική βάση των ανησυχιών και την τριπλή προσπάθεια του συστήματος να εξωραΐσει τον εαυτό του, να τρομοκρατήσει τους λαούς και να εντάξει την αντιμετώπιση του προβλήματος στον άγριο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η πραγματική βάση των ανησυχιών των λαών έγκειται στο γεγονός πως το καπιταλιστικό σύστημα για παραπάνω από δύο αιώνες, και ιδιαίτερα όταν αυτό πέρασε στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, καταστρέφει το περιβάλλον και τις ζωές των ανθρώπων, απειλεί τη ζωή πάνω στον πλανήτη. Με γνώμονα τα ολοένα και μεγαλύτερα κέρδη του κεφαλαίου και την ανταπόκριση στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, λεηλατούνται με ληστρικό τρόπο και εξαντλούνται οι φυσικοί πόροι, μολύνεται η στεριά, η θάλασσα, ο αέρας έως και το διάστημα. Τα προηγούμενα ισχύουν στο ακέραιο, ανεξάρτητα από το σε ποιο βαθμό ισχύουν διάφορα στοιχεία που με καταιγιστικό τρόπο μας «βομβαρδίζει» το σύστημα.
Οι διέξοδοι που αναζητούνται είναι λοιπόν σπασμωδικές και δεν φαίνεται έως τώρα ότι μπορούν να δώσουν μια συνολική διέξοδο στο σύστημα. Αυτό αντανακλάται και στο επίπεδο των πολιτικών-κυβερνητικών λύσεων που προκρίνονται στις καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και οι οποίες παίρνουν διάφορες μορφές χωρίς να αναιρούνται δύο αλληλένδετες σταθερές των προκρινόμενων λύσεων:
Η μία αφορά την τερατώδη όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, την τάση προς τον πόλεμο για τη διεκδίκηση σφαιρών επιρροής, με καύσιμη ύλη τους λαούς, ενώ μέσα από αυτή την διαπάλη επιχειρείται να απαντηθεί και το κομβικό ζήτημα των στρατηγικών συμμαχιών των ιμπεριαλιστών. Και δίπλα σ’ αυτή, η κλιμάκωση της γενικευμένης επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, που έχει πάρει παροξυσμικό χαρακτήρα και καταβυθίζει στα κατώτατα όρια τους όρους εργασίας και ζωής των εργαζόμενων τάξεων, όχι μόνο στις μεγάλες περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, αλλά και στις χώρες μέσης ανάπτυξης και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης.
Θα λέγαμε μάλιστα πως το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός έχει κατορθώσει να δημιουργήσει εκτεταμένες ζώνες εργαζομένων σε όλο τον πλανήτη που ζουν μια ζωή αβίωτη, κάτω ή και πολύ κάτω από τα όρια αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, που ζωντανεύουν τους χαρακτήρες των «Άθλιων» του Ουγκώ και των «Ανθρώπων της Αβύσσου» του Τζακ Λόντον.
Επίσης, δεν γίνεται να προσπεραστεί η άθλια εμπορία ανθρώπων (κυρίως γυναικών και παιδιών), ανθρώπινων οργάνων, ναρκωτικών ουσιών, μια μπίζνα με τεράστια κέρδη που λειτουργεί συμπληρωματικά στις τάχα ηθικές μπίζνες του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών κρατών. Μια μπίζνα με την οποία και από την οποία «ζουν» και εξαρτιόνται, με χιλιάδες μάλιστα νήματα και σχέσεις, εκατομμύρια κόσμου στις φτωχογειτονιές απ’ άκρη σ’ άκρη της γης, και δια μέσω της οποίας τίθενται εκτός ταξικής πάλης.
Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να έχουν τις περισσότερες «προϋποθέσεις» ώστε να αναλάβουν τον ρόλο της ατμομηχανής συνολικά για το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός παραμένει εκείνη η δύναμη με τις μεγαλύτερες πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές δυνατότητες. Έχει δημιουργήσει και συνεχίζει να διατηρεί ένα εκτεταμένο δίκτυο στρατιωτικών βάσεων σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ενώ είναι επικεφαλής της μόνης ενεργούς στρατηγικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, παρά τα ζητήματα που έχουν τεθεί και γι’ αυτό. Εξακολουθεί επίσης να διατηρεί και να ελέγχει ένα πολυπληθές δίκτυο εμπορικών και οικονομικών συναλλαγών, ενώ το δολάριο παραμένει το κυρίαρχο νόμισμα, έκφραση της θέσης και της ισχύος των ΗΠΑ στον κόσμο.
Από την άλλη, οι παγκόσμιες εξελίξεις δείχνουν ότι, παρά τις προσπάθειές του, βρίσκεται σε μια συνεχή πορεία υποχώρησης σε σχέση με συμμάχους και ανταγωνιστές. Αυτό το αποδεικνύουν μια σειρά στοιχεία και γεγονότα, οικονομικής, πολιτικής και γεωπολιτικής φύσης.
Αυτή η αντίφαση, και με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ δεν θα παραιτηθούν από τον στόχο της παγκόσμιας κυριαρχίας/ηγεμονίας, παράγει και αναπαράγει τον συνεχιζόμενο και εντεινόμενο διχασμό στο εσωτερικό τους. Έναν διχασμό που δεν θα κοπάσει, αφού συνδέεται με την επιλογή τακτικών και ιεράρχησης αντιπάλων, ώστε να ανατραπεί η πορεία σχετικής τους αποδυνάμωσης. Ιδιαίτερα συνδέεται: α) με το αν η επιλογή να μπουν στο στόχαστρο και με τον ίδιο τρόπο και ένταση οι δύο ιμπεριαλιστές της Ανατολής μπορεί να είναι εφικτή και αποτελεσματική ή πρέπει να γίνουν τροποποιήσεις αυτής της επιλογής και β) τι παραχωρήσεις -ρόλων και θέσης- προτίθενται να κάνουν προς τους συμμάχους τους (ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες, Ιαπωνία, κ.α.).
Αν οι πολιτικές του Τραμπ κατέρρευσαν γιατί συναντήθηκαν με την επιμονή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να επενδύει εκεί που βλέπει άμεσο και αυξημένο κέρδος, η διοίκηση Μπάιντεν ήρθε επιπλέον αντιμέτωπη -ακόμα περισσότερο από την προηγούμενη διοίκηση- με τα προβλήματα που παρήγαγε η πολιτική «αποκόλλησης» από την Κίνα, ενώ το άνοιγμα του μετώπου στην Ουκρανία έσπρωχνε σε επανιεράρχηση και των οικονομικών προτεραιοτήτων.
Γι’ αυτό και το μόνο σχέδιο που διαχρονικά μένει όρθιο, αναβαθμίζεται και υλοποιείται είναι αυτό που αφορά τα δυσθεώρητα ύψη των χρημάτων για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Βέβαια πέρα από το δίλλημα ή και την ισορροπία που πρέπει να κρατηθεί ανάμεσα στις επενδύσεις σε έρευνα για την παραγωγή νέων όπλων ή αύξηση της παραγωγής των ήδη υφιστάμενων (το έχει και η Ρωσία), η στρατιωτικοποίηση της …στρατιωτικοποιημένης οικονομίας των ΗΠΑ και η στήριξη στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα δεν ωθεί μέχρι στιγμής σε μια συνολική ανάταξη της μεταποιητικής βιομηχανικής-παραγωγικής βάσης των ΗΠΑ, τουλάχιστον όχι μέχρι τα αμερικανικά όπλα χρησιμοποιηθούν για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής.
Τα προβλήματα των ΗΠΑ αντανακλώνται επίσης στο ίδιο το πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του. Κάποια στιγμή άνοιξε η συζήτηση για το απαρχαιωμένο σύστημα διακυβέρνησης, που είναι αναντίστοιχο με τις ανάγκες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αλλά έκλεισε, πιθανά γιατί δεν υπήρχαν λύσεις με ευρεία συναίνεση στην άρχουσα τάξη. Πάντως μία μόνο πλευρά του προβλήματος, αν και την πιο τρανταχτή, αποτελεί η έλλειψη σοβαρών νέων πολιτικών στελεχών στο προσκήνιο και η -σε μεγάλο βαθμό- αναγκαστική στήριξη σε ένα δίπολο (μέχρι πότε;) που βρίσκεται στην τέταρτη ηλικία.
Κατ΄ αρχάς η νέα διοίκηση σφράγισε με τα λεγόμενά της, και κυρίως τα πεπραγμένα της, τη συλλογική πια πεποίθηση του αμερικανικού κατεστημένου, που η διοίκηση Τραμπ έφερε στο προσκήνιο: οι ΗΠΑ, για να ανταπεξέλθουν και να βγουν νικήτριες στην εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, όπως χαρακτηριστικά το περιγράφει η «Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας» του 2017 και 2018, δεν μπορούν να «σκέφτονται» και να πράττουν όπως πριν.
Έτσι, μαζί με τις τροποποιήσεις της στην ιεράρχηση των αντιπάλων αλλά και στην αντιμετώπιση των ευρωπαίων «συμμάχων»/ανταγωνιστών, η νέα διοίκηση «κράτησε ζωντανές», με τον δικό της τρόπο, μια σειρά σημαντικές στοχεύσεις και πολιτικές της προηγούμενης.
Η διοίκηση Μπάιντεν φρόντισε επίσης εγκαίρως και με μοχλό τον «αγγλοσαξονικό άξονα», να στείλει το μήνυμα πως η Κίνα αντιμετωπίζεται πια ως ανταγωνιστής και αντίπαλος. Κυρίως με το σχήμα AUKUS και δευτερευόντως του QUAD οι ΗΠΑ επιχειρούν να βάλουν κι άλλους παίχτες της περιοχής που έχουν αφυπνιστεί (Ιαπωνία, Αυστραλία) στο στρίμωγμα της Κίνας αλλά και της Ρωσίας, ενώ στέλνουν μήνυμα ευθυγράμμισης προς τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Η αναζωπύρωση από την πλευρά των ΗΠΑ του ζητήματος της Ταϊβάν, το ενεργό μέτωπο που διατηρούν με τη Βόρεια Κορέα καθώς και τα ζητήματα κυριαρχίας στη Νότια Σινική Θάλασσα, αποτελούν πλευρές και πεδία της εντεινόμενης αντικινέζικης αμερικανικής πολιτικής σε Ασία-Ειρηνικό.
Εμφανής ήταν το πρώτο διάστημα της νέας διοίκησης η αλλαγή «ύφους» και τακτικής προς τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές και προς την ΕΕ, ώστε να αναιρεθεί η καχυποψία και δυσαρέσκεια που είχε παράξει η διοίκηση Τραμπ: άρση αμερικανικών κυρώσεων στον NordStream 2, που συνοδεύτηκε από το πάγωμα από την πλευρά της ΕΕ τη μεγάλης εμπορικής της συμφωνίας με την Κίνα, που είχε συναφθεί τον Σεπτέμβριο του 2020, πάγωμα της διαμάχης Boeing - Airbus, κοινός βηματισμός σε ορισμένα οικονομικο-πολιτικά πεδία (ίδρυση Συμβουλίου για το Εμπόριο και την Τεχνολογία, προώθηση από κοινού της «μεταρρύθμισης» του ΠΟΕ με διάθεση στριμώγματος της Κίνας). Όπως έδειξαν οι κατοπινές εξελίξεις (η συμφωνία AUKUS με άδειασμα της Γαλλίας και συνολικά της ΕΕ και κυρίως το στρίμωγμα της ΕΕ και των γαλλογερμανών όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία) η διοίκηση Μπάιντεν επέλεξε την παλιά καλή οδό της πρόκλησης έντασης και της «με το στανιό» ευθυγράμμισης των ιμπεριαλιστών της ηπειρωτικής δυτικής Ευρώπης στους αμερικανικούς επιθετικούς σχεδιασμούς μέσα από το ΝΑΤΟ.
Βέβαια το ζήτημα με το ΝΑΤΟ, τα ρήγματα και οι αμφιβολίες για τον ρόλο, τη θέση και κυρίως την προοπτική του κάθε ιμπεριαλιστή σ’ αυτό, κάθε άλλο παρά αποτελούν παρελθόν. Ο στρατηγικός εκβιασμός επί προεδρίας Τραμπ προς τους Ευρωπαίους, το «εγκεφαλικά νεκρό ΝΑΤΟ» του Μακρόν, μπορεί να επισκιάστηκαν προσωρινά από τις επιτυχίες με την ένταξη Φιλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και τη συσπείρωση της δολοφονικής αυτής συμμαχίας με βάση τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο το ζήτημα είναι ανοιχτό και έτοιμο να ενεργοποιηθεί, πολύ περισσότερο όταν τον ρόλο του πυροκροτητή μπορεί να διεκδικήσει η ίδια η Ουάσιγκτον, όπως δείχνουν οι νέες εμπρηστικές δηλώσεις Τραμπ.
Παράλληλα, η διοίκηση Μπάιντεν προσπάθησε να ενεργοποιήσει πολυμερή σχήματα συνεργασίας, δημιουργώντας δίπολα «ελεύθερος κόσμος-ολοκληρωτικά καθεστώτα», που είναι παραλλαγές των σχημάτων «Ανατολή-Δύση» της ψυχροπολεμικής περιόδου, ώστε μαζί με το ισχυρό χαρτί της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας να ευθυγραμμίσει παραπέρα τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές αλλά και μια σειρά περιφερειακών δυνάμεων που δυστροπούν με τις εξελίξεις ή συνεχίζουν να μην στοιχίζονται ολοκληρωτικά προς την Δύση.
Από κει και πέρα υπάρχουν μια σειρά περιοχές με ειδικό βάρος για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Στα Βαλκάνια από τη μια προσπαθεί να κατοχυρώσει τα μέχρι τώρα αποτελέσματα των επεκτάσεών του και να εκδιώξει τα στηρίγματα της Ρωσίας (π.χ. στη Σερβία) αλλά και να αποσοβήσει το άνοιγμα νέων ρωγμών (Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο), συνεχίζοντας την πολιτική «σφραγίσματος των Βαλκανίων». Στον Καύκασο προσπαθεί να χωθεί χρησιμοποιώντας πέρα από την Γεωργία και την Αρμενία. Ενώ ζητούμενο παραμένει για τις ΗΠΑ το πώς θα αντιμετωπίσει τα ερείσματα που οικοδομούν Ρωσία, Κίνα αλλά και Ευρωπαίοι στην «πίσω αυλή» του, στην Κεντρική και Νότια Αμερική.
Η ταυτόχρονη προσπάθεια αντιμετώπισης της Ρωσίας και της Κίνας σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στο οικονομικό, έχει φέρει τους δύο ιμπεριαλιστές της Ευρασίας πιο κοντά, κάτι που δημιουργεί έναν ατέλειωτο πονοκέφαλο στο αμερικανικό κατεστημένο. Έτσι, αν και η τακτική συμμαχία Ρωσίας-Κίνας έχει φτάσει έως τώρα στο επίπεδο μιας σχέσης που οριακά χαρακτηρίζεται στρατηγικής συνεργασίας (όχι ότι και αυτό είναι λίγο), ωστόσο δημιουργούνται συνεχώς δεδομένα που φέρνουν τις ΗΠΑ ολοένα και πιο κοντά στον κίνδυνο να δουν μπροστά τους αυτό που απεύχονται δεκαετίες τώρα: μια στρατηγική συμμαχία των δύο ευρασιατικών γιγάντων. Αυτό αποτελεί –ξανατονίζουμε- και το σημαντικότερο ίσως στρατηγικό δίλημμα/αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την πορεία αποδυνάμωσής τους. Σ’ αυτό το στρατηγικό δίλημμα προστίθεται και επικάθεται το στρατηγικό αδιέξοδο των ΗΠΑ στην Ουκρανία.
Το 2015, με την κρίσιμη επέμβασή της στην Συρία έδειξε πως απαιτεί να έχει ρόλο και λόγο όχι μόνο για τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (πόλεμος με τη Γεωργία το 2008) αλλά και στον κοντινό της περίγυρο και πως έχει την ικανότητα να σπάει έμπρακτα τη ζώνη περικύκλωσης που δημιουργούν οι ΗΠΑ γύρω της. Παράλληλα, δεν σταματά να χρησιμοποιεί τα ερείσματά της σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια και ο Καύκασος.
Το τελευταίο διάστημα, χρησιμοποιώντας μια σειρά όπλα (εμβόλια, ενεργειακό, δυσαρέσκειες χωρών), όχι μόνο συνεχίζει να στηρίζει χώρες στο μαλακό υπογάστριο των ΗΠΑ (Βενεζουέλα) και να βάζει σφήνες στις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης, αλλά διεκδικεί πια σοβαρό ρόλο σε περιοχές όπως η Ζώνη του Σαχέλ στην Αφρική, είναι κοντά στο να αποκτήσει -μετά την Ταρτούς (Συρία)- και δεύτερη βάση στη Μεσόγειο (Ανατολική Λιβύη), δημιουργεί «ανάρμοστες» σχέσεις με πάλαι ποτέ φιλοδυτικές χώρες στη Μέση Ανατολή (Σαουδική Αραβία). Εκμεταλλεύεται έτσι την υποχώρηση του γαλλικού ιμπεριαλισμού στη Μαύρη Ήπειρο, τα κενά που αφήνει αλλά και τις δυσαρέσκειες που δημιουργεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και γενικά η «συλλογική Δύση». Ενώ μέσω του σχήματος των BRICS, μαζί με την Κίνα προσπαθεί να αναβαθμίσει σημαντικά την παγκόσμια επιρροή της.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, μαζί με τις κινήσεις των ΗΠΑ σε Ταιβάν και Ειρηνικό, έχουν επιταχύνει την σύσφιξη των σχέσεων Ρωσίας-Κίνας. Ωστόσο αυτή για την ώρα δεν κλιμακώνεται έως στο ποιοτικό επίπεδο τη στρατηγικής συνεργασίας. Από την πλευρά της ρώσικης ΝΑΤ υπάρχουν φόβοι για την ραγδαία ενδυνάμωσή της Κίνας, αλλά και στρατηγικές αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσο χωρούν δύο ηγεμόνες στον ευρασιατικό χώρο.
Η «εκστρατεία προς τη Μόσχα» του επικεφαλής της Βάγκνερ, Πριγκόζιν ανέδειξε εκτός των άλλων την έλλειψη ιστορικού βάθους και των σημαντικών κενών και στρεβλώσεων που ενυπάρχουν στην ανολοκλήρωτη πορεία διαμόρφωσης της Νέας Αστικής Τάξης της Ρωσίας. Στην κίνηση Πριγκόζιν αντανακλάστηκε η τάση σκλήρυνσης τμημάτων της ΝΑΤ με τη λογική να μετατραπεί η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία σε έναν πλήρη πόλεμο. Ωστόσο δόθηκε η ευκαιρία και σε άλλα τμήματα της ΝΑΤ να εκφράσουν την δυσαρέσκεια και τις ενστάσεις τους για τη μεγάλη οπισθοχώρηση στη στρατηγική ενεργειακή σχέση με τη Γερμανία, το σπάσιμο των δεσμών με την Ευρώπη και τη ρηγμάτωση συνολικά στις ρωσοδυτικές σχέσεις. Κοινή βάση και των δύο αντιτιθέμενων οπτικών το γεγονός ότι η ρωσική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν εκτίμησε σωστά και σε όλο το βάθος του τι θα αντιμετώπιζε όταν ξεκινούσε την εισβολή, και με δεδομένο ότι οι σχέσεις Ρωσίας-Ευρώπης αλλά και Ρωσίας-Δύσης απασχολούν και προβληματίζουν το σύνολο της ΝΑΤ και του πολιτικού της προσωπικού.
Στο παραπάνω πλαίσιο επικάθεται και το συνολικό πρόβλημα του πολιτικού συστήματος, που εκφράζεται και δια μέσω της υπερβολικής στήριξης στην ικανότητα του Πούτιν, στήριξη που σε συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί από πλεονέκτημα να μετατραπεί στο αντίθετό του.
Συνδυαστικά αυτές οι δύο εξελίξεις, παρά τις προφανείς αρνητικές τους συνέπειες, ανάγκασαν τη ρωσική ηγεσία να αυξήσει κατακόρυφα το έτσι κι αλλιώς μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας της ρωσικής οικονομίας αλλά και αποτέλεσαν κίνητρο για μια σειρά παράλληλες εξελίξεις. Η μεγέθυνση του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος συνδυάστηκε με την παραγωγή νέων καταστρεπτικών οπλικών συστημάτων ενός επιπέδου πάνω από τα δυτικά αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, επιταχύνθηκε η διαδικασία μετασχηματισμού της παραγωγικής της βάσης ώστε να ανταπεξέλθει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Με βάση τα μερίδιά της και τις δυνατότητές της στο ενεργειακό πεδίο, οι κυρώσεις έχουν μάλλον γυρίσει μπούμερανγκ στους δυτικούς εμπνευστές τους. Μάλιστα φαίνεται πως η πολιτική ηγεσία μέσω των διαδικασιών αυτών έχει προκαλέσει σημαντικές ανακατατάξεις στα πρόσωπα αλλά και την ιεραρχία στα πλαίσια της ΝΑΤ, παράγοντας έτσι αποτελέσματα πιο συμβατά με την γεωπολιτική ιεράρχηση των εχθρών και των φίλων του ρωσικού ιμπεριαλισμού.
Η Κίνα θα συνεχίσει την πολιτική της «ήπιας ισχύος», που ένα σημαντικό τμήμα της αφορά την εξής διπλή προσπάθεια: από τη μια διασφάλισης δρόμων και κόμβων που να της παρέχουν ενεργειακές και ευρύτερα πρώτες ύλες, τεχνογνωσία και τεχνολογία αιχμής και από την άλλη χρησιμοποίησης αυτών ή διαφορετικών δρόμων και κόμβων για τη διείσδυση σε κρίσιμες περιοχές και αγορές του πλανήτη.
Η κινέζικη ηγεσία, όπως δείχνει και η ισορροπητική της στάση ή έστω η στάση της ευμενούς προς τη Ρωσία ουδετερότητας στο ζήτημα της Ουκρανίας, δεν θέλει να τοποθετήσει απέναντί της το σύνολο της Δύσης, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο αλλά και να μην θυσιάσει τις οικονομικο-εμπορικές της σχέσεις της με την Ευρώπη και συνολικά τη Δύση. Βέβαια ο κινέζικος ιμπεριαλισμός γνωρίζει πια πως η αμερικανική ανοχή (που υπήρχε για γεωστρατηγικούς λόγους) έχει τελειώσει και πως αν δεν υπερασπιστεί και κατοχυρώσει την πολιτική «ήπιας ισχύος» με την πολιτική και στρατιωτική ισχύ, κινδυνεύει να χάσει πολλά από τα κέρδη της προηγούμενης φάσης. Η περίπτωση της Λιβύης ωχριά μπροστά στα εμπόδια που συναντά και θα συναντήσει από δω και πέρα η κινέζικη διείσδυση: χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα η με αμερικανική πρωτοβουλία, ανταγωνιστική -προς τον κινέζικο σύγχρονο «δρόμο του μεταξιού»- διαδρομή διασύνδεσης της Ινδίας με την Ευρώπη, στην οποία συμμετέχουν εκτός από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Ινδία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Στο εσωτερικό, παρά τα σοβαρά προβλήματα που συνάντησε κατά την πανδημία, συνεχίζει με κλιμακούμενους ρυθμούς την μετατροπή της από μια οικονομία φτηνών προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας σε οικονομία προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και με ενσωματωμένη τεχνολογία αιχμής. Όμως η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης του κινέζικου καπιταλισμού δεν οφείλεται πια μόνο ή κυρίως στην προηγούμενη διαδικασία. Το τέλος της ανοχής της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ, έχουν οδηγήσει εκτός των άλλων στην κατακόρυφη μείωση των εισροών ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Η Κίνα αντιμετωπίζει ένα «κοκτέιλ κρίσεων» με την αγορά ακινήτων -που αντιπροσωπεύει το 30% της οικονομίας της- να καταγράφει πτώση και συνεχείς πτωχεύσεις, τον αποπληθωρισμό να εδραιώνεται και την ανεργία στους νέους να αυξάνεται ανησυχητικά. Τα προηγούμενα έχουν σίγουρα επιπτώσεις στην προσπάθεια του κινέζικου ιμπεριαλισμού να δημιουργήσει μεσαία τάξη. Παράλληλα οδηγούν σε έναν νέο κύκλο επίθεσης, που απειλεί τις κατακτήσεις που με πολύ σκληρούς αγώνες κέρδισε η κινέζικη εργατική τάξη την προηγούμενη περίοδο.
Η πιο χαρακτηριστική έκφραση του αγώνα δρόμου που κάνει ο κινέζικος ιμπεριαλισμός, είναι η ανάπτυξη του στρατιωτικού-στρατηγικού του οπλοστασίου. Ξοδεύει δισεκατομμύρια δολάρια στο διαστημικό του πρόγραμμα, με σκοπό να φτάσει μέσα στην επόμενη δεκαετία τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Ολοκλήρωσε την κατασκευή του δικού της διαστημικού σταθμού το 2022 και μέσα στο 2023 έστειλε επανδρωμένο διαστημικό όχημα σε αυτόν. Προχωρά με φοβερούς ρυθμούς στην κατασκευή πυρηνικών όπλων: μόνο το 2021 οι αμερικανικοί κατασκοπευτικοί δορυφόροι αναφέρθηκαν στην κατασκευή 200 σιλό για να στεγάσουν μια νέα γενιά διηπειρωτικών πυραύλων ικανών να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Η Κίνα κατασκεύασε το τρίτο αεροπλανοφόρο της, που όμως είναι το πρώτο που κατασκευάστηκε εξολοκλήρου από την ίδια. Έχει ξεπεράσει τον αριθμό πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ, μιας και θεωρεί κρίσιμη την ανάπτυξη ενός ισχυρού πολεμικού στόλου για να προστατέψει την θαλάσσια διαδρομή της «Πρωτοβουλίας: Μία Ζώνη - Ένας Δρόμος» (BRI), ενώ έχει δημιουργήσει την πρώτη της στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό (Τζιμπουτί). Ωστόσο απέχει ακόμα αρκετά από το επίπεδο τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Το πιο σημαντικό πρόβλημα του κινέζικου στρατού είναι αυτό που οι ίδιοι οι Κινέζοι ηγέτες ονομάζουν «ασθένεια της ειρήνης»! Το ότι δηλαδή σε αντίθεση με τον στρατό των ΗΠΑ που έχει εμπλακεί σε μια σειρά πολέμους (επεμβάσεις) και της Ρωσίας που παίρνει ταχύρρυθμα μαθήματα στην Ουκρανία, ο κινέζικος στρατός δεν είναι ετοιμοπόλεμος.
Η Κίνα κινείται μεθοδικά και πέρα από τη στρατιωτική της προετοιμασία, εργάζεται εντατικά για τη σύμπτυξη συνεργασιών και συμμαχιών με χώρες της περιοχής, ώστε να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες προκλήσεις των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία (Ταιβάν, AUKUS). Στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο η κατοχύρωση ρόλου και θέσης στη Νοτιοανατολική Ασία και τον Ειρηνικό, ενάντια στην προσπάθεια περίσφιξής της από τις ΗΠΑ συνδυάζεται πια με διπλωματικές πρωτοβουλίες και κινήσεις παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η συμφωνία με το Ιράν, η διαμεσολάβηση μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας και φυσικά η ισχυρή στήριξη που παρέχει στο σχήμα των BRICS.
Τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, η υιοθέτηση του ευρώ και η δημιουργία της ευρωζώνης, η -με γερμανική σφραγίδα- επιλογή της διεύρυνσης της ΕΕ με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ανέδειξαν την προοπτική αναβάθμισης του διεθνούς ρόλου του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ταυτόχρονα όμως αποτέλεσαν και αιτίες ενίσχυσης των εσωτερικών αντιφάσεων του εγχειρήματος. Τα σοβαρά τραύματα που άφησε η παγκόσμια οικονομική κρίση στο σώμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι σπασμοί που δημιούργησε η αποκόλληση της Βρετανίας (ΒREXIT), σε συνδυασμό με τους ολοένα και οξύτερους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις αποκλίνουσες στρατηγικές των ιμπεριαλιστικών κρατών-μελών που κανοναρχούν στα πλαίσιά της, έφεραν στο προσκήνιο τις εγγενείς αντιφάσεις του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού εγχειρήματος, που επίσης δοκιμάστηκε και θα δοκιμαστεί και στο μέλλον από τα προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα. Ρεύματα που δημιουργούν -πρώτα απ’ όλα- οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές των ΗΠΑ και της ίδιας της ΕΕ έναντι φτωχών και εξαρτημένων χωρών και περιοχών.
Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία όχι μόνο πολλαπλασίασε τις αντιφάσεις, τα προβλήματα, τις φυγόκεντρες τάσεις και τα αδιέξοδα της ΕΕ, αλλά την πέταξε βίαια ανάμεσα στις συγκρουόμενες αμερικανορωσικές συμπληγάδες, αυξάνοντας τον κίνδυνο έως και σύνθλιψής της. Μια αξιοσημείωτη διάσταση αυτών των εξελίξεων στο ευρωπαϊκό έδαφος είναι η άνοδος των κοινωνικών και ταξικών αγώνων από τα εργατικά, τα λαϊκά έως και μεσαία στρώματα (όπως οι αγρότες) που βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο και μια σειρά κατακτήσεις και δικαιώματα να καταβυθίζονται και θυσιάζονται χάριν γεωπολιτικών επιλογών και φυσικά στο βωμό του άγριου ανταγωνισμού και της υπερσυσσώρευσης πλούτου στις αστικές τάξεις που αυτός απαιτεί.
Σημαντική πλευρά των εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων. Η κάθε περίπτωση πρέπει να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά και με βάση την ιδιαίτερη διαδρομή της κάθε χώρας. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε πως σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, ή ακόμα η Ολλανδία και η Ιταλία, η άνοδός τους έως και σε κυβερνητικές θέσεις (Ιταλία, Ολλανδία) δεν συνδέεται μόνο με την αξιοποίηση της δυσαρέσκειας των λαϊκών μαζών, και με έναν ιδιαίτερο τρόπο των μεσοστρωμάτων, από την γενίκευση της επίθεσης. Ούτε αντανακλά μόνο την ανυποληψία της ρεφορμιστικής και καθεστωτικής αριστεράς καθώς και την ταυτόχρονη αδυναμία έως ανυπαρξία των επαναστατικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τη δυσαρέσκεια σε αγώνες και σε αριστερό ανατρεπτικό προσανατολισμό. Αντανακλά και εκφράζει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς των αρχουσών τάξεων που αφορούν και συνδέονται με τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο. Έτσι, η άνοδος της Λεπέν στη Γαλλία εκφράζει και τις δεύτερες σκέψεις αλλά και τη διάθεση τμημάτων του γαλλικού ιμπεριαλισμού να αντιμετωπίσει τη γερμανική ηγεμονία στην ΕΕ. Η άνοδος του ακροδεξιού AfD στη Γερμανία εκφράζει και τη δυσαρέσκεια τμήματος του γερμανικού ιμπεριαλισμού για τον αμερικανικό εκβιασμό που οδήγησε στη στροφή 180 μοιρών από την OstPolitic. Φυσικά, η γενική άνοδος της ακροδεξιάς σε πολλές χώρες, και όχι μόνο στην Ευρώπη, φαίνεται να συνδέεται με μια λογική προληπτικής τρομοκράτησης και καταστολής των λαών και των βημάτων της αφύπνισής τους.
Επιπλέον, με βάση τα ζητήματα που έχουν τεθεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στον κόσμο, κοστίζει περισσότερο από ποτέ το γεγονός πως η γαλλογερμανική συνεννόηση (για άξονα ούτε λόγος) περιορίζεται συνεχώς, ενώ και η ισορροπία αλλά και μια ορισμένη ώθηση που έδινε η παρουσία της Βρετανίας δεν υπάρχει πια. Επιπλέον, λιγότερο ισχυρές, αλλά με σημαντική παρουσία, χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία έχουν ανεβάσει τους τόνους διαφοροποίησης, ενισχύοντας το κλίμα διαιρέσεων που έχει αυξηθεί και στο οποίο παίζουν ρόλο πυροδότη οι χώρες της «Νέας Ευρώπης», με ή και χωρίς αμερικανικές υποδείξεις.
Πρόσφατα είχαμε τη με το ζόρι απόφαση για το μεταναστευτικό, τη συμφωνία για την έναρξη (που έχει κατά βάση πολιτικό χαρακτήρα) της διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ, με τον Ορμπάν να πίνει καφέ για να μη χαλάσει την απαραίτητη ομοφωνία, ενώ μένουν οι σοβαρές διαφωνίες μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, αλλά και την αντιμετώπιση της πυρηνικής ενέργειας. Διχασμένες εμφανίστηκαν οι χώρες της ΕΕ, αλλά και αξιωματούχοι που την εκπροσωπούν όσον αφορά τη σφαγή στη Γάζα.
Βέβαια, και παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ένα εγχείρημα που δίνει στο κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών και στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές χώρες που την ελέγχουν και την καθοδηγούν μεγάλες δυνατότητες σε τρία επίπεδα: στη διαιώνιση της ληστείας των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των λαών των μικρότερων χωρών της ΕΕ, στην αποτελεσματικότερη και αγριότερη προώθηση των πολιτικών εκμετάλλευσης του κεφαλαίου στο εσωτερικό κάθε χώρας, καθώς και της επιβολής ενός ολοένα και πιο αντιδραστικού νομικού πλαισίου, στη χρησιμοποίηση από τα ιμπεριαλιστικά κράτη-μέλη του εγχειρήματος για προβολή ισχύος και επιρροής στις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου.
Το μέλλον λοιπόν της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής λυκοσυμμαχίας δεν θα κριθεί μονοσήμαντα, αλλά οπωσδήποτε βασικό ρόλο σ’ αυτό θα παίξουν οι επιλογές που θα καλεστούν να κάνουν και τα διλλήματα στα οποία θα καλεστούν να απαντήσουν οι βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που την ορίζουν, μέσα σε συνθήκες ενός εξελισσόμενου άγριου διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας για την ηγεμονία στον πλανήτη.
Η γερμανική αστική τάξη είχε επιλέξει έναν μακρόσυρτο δρόμο ήπιας ισχύος για την επίτευξη της ηγεμονίας της στην ΕΕ. Έτσι κατάφερε να γύρει το ισοζύγιο υπέρ της έναντι του Παρισιού, αλλά και του Λονδίνου. Κυρίως όμως να αναβαθμίζει τη θέση της μέσω της OstPolitic που συμπεριελάμβανε πια όχι μόνο τη στρατηγική ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία, αλλά και τις εκτεταμένες εμπορικο-οικονομικές σχέσεις με την Κίνα, αναδεικνυόμενη έτσι η χώρα με το μεγαλύτερο εξαγωγικό πλεόνασμα στην Ευρώπη. Θεωρούσε έτσι πως δια της διολισθήσεως θα κατακτούσε την πολυπόθητη χειραφέτηση από την αμερικανική κηδεμονία.
Τώρα η ηγεμονική δύναμη στην ΕΕ, αναγκάζεται, μη μπορώντας ουσιαστικά να κάνει κάτι άλλο, να ανατρέψει «σε μια νύχτα» πολιτικές δεκαετιών, διακυβεύοντας πολλές από τις θέσεις και τους ρόλους που είχε εν τω μεταξύ κατακτήσει.
Καταπίνει αμίλητη το σαμποτάζ στου αγωγούς NordStream 1 και 2, όχι απλά παγώνει τη στρατηγική ενεργειακή συνεργασία με την Ρωσία, αλλά πειθαναγκάζεται να στοιχηθεί απέναντί της στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, πιέζεται από τις ΗΠΑ να περιορίσει δραματικά τις εμπορικοοικονομικές σχέσεις της με την Κίνα. Με καταλύτη την απώλεια του φτηνού φυσικού αερίου από τη Ρωσία, η γερμανική οικονομία, από ατμομηχανή της Ευρώπης, κινδυνεύει να μετατραπεί στον μεγάλο της ασθενή. Ήδη η βιομηχανική της παραγωγή βιώνει σοβαρά προβλήματα με την κατακόρυφη αύξηση του ενεργειακού κόστους ενώ βρίσκεται σε μια πορεία συρρίκνωσής της. Γι’ αυτό και τμήμα του οικονομικού κατεστημένου έχει δείξει τη δυσαρέσκειά του για την ακολουθούμενη αποσύνδεση από τη ρωσική ενέργεια, κάτι που εκδηλώνεται και στο πολιτικό επίπεδο με την άνοδο το ακροδεξιού AfD. Στο εσωτερικό της ΕΕ προσπαθεί με πενιχρά αποτελέσματα να συντονιστεί με τη Γαλλία σε σημαντικά ζητήματα, ενώ οι φυγόκεντρες μετά το BREXIT τάσεις παραμένουν και οι διαφοροποιήσεις χωρών και ομάδων χωρών από την κυρίαρχη ατζέντα που η ίδια θέτει έχουν ενταθεί.
Η εξαγγελία για μαζικό επανεξοπλισμό του γερμανικού στρατού με κονδύλια ύψους 100 δισ. ευρώ μένει να επιβεβαιωθεί στην πράξη. Επιπλέον υπάρχει στο τραπέζι το εξίσου σημαντικό ερώτημα για το πώς αυτή η ενδυνάμωση μπορεί να αξιοποιηθεί, ενόσω τα πολιτικά-στρατιωτικά βήματα που βλέπουμε να κάνει ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, όσον αφορά τη στρατηγική του χειραφέτηση, είναι προβληματικά;
Στο ευρωπαϊκό πεδίο η γαλλική αστική τάξη απαιτεί λιγότερο αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, μεγαλύτερα μερίδια από τη ληστεία των εξαρτημένων χωρών εντός και εκτός Ευρώπης, πιο μεγάλη ευελιξία με τα «ελλείματα», ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται και τη μεγάλη λαϊκή αντίδραση που εκδηλώνεται εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ταυτόχρονα, στο ενεργειακό πεδίο επιχειρεί να προβάλλει ως ευρωπαϊκός προμηθευτής ενέργειας, έχοντας εντάξει στα πλάνα του μια αξιοσημείωτη αύξηση των πυρηνικών αντιδραστήρων, γεγονός που έγινε πολύ πιο σημαντικό μετά τις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία για την εισβολή της στην Ουκρανία.
Βέβαια το ίδιο στριμωγμένος με τον γερμανικό είναι και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός μετά από αυτή την εισβολή, που ανάγκασε το Παρίσι, όπως και το Βερολίνο, να αποδεχτούν μια νέα αμερικάνικη «απόβαση» στη Γηραιά Ήπειρο. Γνωρίζει η αστική τάξη της Γαλλίας ότι μπορεί το πυρηνικό οπλοστάσιό της να της δίνει την ικανότητα να κάνει προβολή ισχύος στο εσωτερικό της ΕΕ έναντι της γερμανικής αστικής τάξης, που είναι στρατηγικά «ανάπηρη», αλλά έναντι της Ρωσίας δεν φτάνει και είναι ικανό να λειτουργεί μόνο συμπληρωματικά στην αμερικανική πυρηνική ομπρέλα.
Επιπρόσθετα, είναι εμφανής η υποχώρηση του γαλλικού ιμπεριαλισμού από την παρουσία του ως ιμπεριαλιστικής «προστάτιδας» δύναμης από μια σειρά χώρες της Ζώνης του Σαχέλ, ενώ και οι προσπάθειές του να παρέμβει σε μια σειρά άλλα μέτωπα (Μέση Ανατολή) δεν του δίνουν χειροπιαστά αποτελέσματα. Εκεί που έχει κάνει ορισμένα βήματα είναι η, δια μέσω της Ελλάδας, αναβάθμιση της παρουσίας και της επιρροής του στην Ανατολική Μεσόγειο, πάντα κάτω από το συνολικό πλαίσιο της αμερικανικής επικυριαρχίας στην περιοχή.
Το αφήγημα της «παγκόσμιας Βρετανίας», που λίγο έως πολύ προέβλεπε ότι η Βρετανία «απελευθερωμένη» πια από τους καταναγκασμούς και τις δεσμεύσεις του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα κατακτούσε μια άλλη θέση στον κόσμο, δεν επαληθεύτηκε.
Οικονομικά παλεύει ώστε να μην αποστερηθεί πλήρως τα προνόμια που είχε κατοχυρώσει από την ειδική σχέση που επί της ουσίας είχε συνάψει με το όλο εγχείρημα της ΕΕ, ενώ οι αυτόνομες επιδόσεις της δεν προκαλούν και ιδιαίτερη αισιοδοξία.
Οι συχνές αλλαγές πρωθυπουργών είναι ένα δείγμα της αστάθειας που κληρονόμησε το βρετανικό πολιτικό σύστημα μετά το BREXIT, πράγμα που αντανακλά τις δυσκολίες της «επόμενης μέρας» που συνεχίζουν να ταλανίζουν τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, όπως άλλωστε και τα ερωτηματικά καθώς και οι αναταράξεις για το τρίγωνο Βρετανία-ΕΕ-(κατεχόμενη) Βόρεια Ιρλανδία.
Στο γεωπολιτικό πεδίο, μπορεί η βρετανική αστική τάξη να κάνει «φιλότιμες» προσπάθειες με παλιούς γνώριμους (Πολωνία, Τουρκία, χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας) ώστε να ανακτήσει μέρος της επιρροής της στις παγκόσμιες εξελίξεις, αλλά κατά βάση προσγειώθηκε και περιορίζεται σε έναν ρόλο (AUKUS, Ουκρανία) «δεξιού χεριού» του υπερατλαντικού αφεντικού (ΗΠΑ) και άντλησης της όποιας ισχύος και επιρροής μέσα από το αγγλοσαξονικό κανάλι. Ο τυχοδιωκτισμός που διακρίνει πολλές από τις κινήσεις και τις επιλογές του πολιτικού της προσωπικού (βλέπε Ουκρανία) είναι χαρακτηριστικός των πιέσεων και της ανάγκης της βρετανικής αστικής τάξης να κατοχυρώσει ρόλο και θέση στα πράγματα.
Ο πρόσφατα δολοφονημένος (2022) πρώην πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Σίνσο Άμπε, μαζί με την προσπάθεια οικονομικής ανάταξης της γιαπωνέζικης οικονομίας, έβαλε ως προτεραιότητα από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και με ένταση από το 2010 και έπειτα την αναθεώρηση του Συντάγματος και συνολικά του δόγματος Γιοσίντα (του πρώτου μεταπολεμικού πρωθυπουργού), που ουσιαστικά εξαρτούσε πλήρως την Ιαπωνία από τις ΗΠΑ και απαγόρευε την μετατροπή της σε υπολογίσιμη στρατιωτικά δύναμη. Μπορεί η αναθεώρηση να μην προχώρησε, αλλά την προηγούμενη δεκαετία ο γιαπωνέζικος ιμπεριαλισμός άρχισε να βάζει τις βάσεις για την αντιστοίχιση της στρατιωτικής τους ισχύος στις σημαντικές του οικονομικές δυνατότητες. Έτσι ώστε η Ιαπωνία να ξεκινήσει, τον Δεκέμβρη του 2022, έναν δραματικό μετασχηματισμό της αμυντικής της στάσης με τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (NSS).
Αυτό φυσικά συναντήθηκε με την αυξανόμενη ανησυχία της Ιαπωνίας από την άνοδο της Κίνας στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας και με το κέρδισμα πόντων σε βάρος της από τον κινέζικο δράκο. Η στήριξη του σχήματος QUAD από την Ιαπωνία, η στρατιωτική συνεργασία με την Αυστραλία και πολύ πρόσφατα το άνοιγμα συζητήσεων με ΗΠΑ, Βρετανία για την αναβάθμιση των στρατιωτικών σχέσεων είναι δείγματα αυτής της «συνάντησης». Επωφελούμενη από το κλίμα, η Ιαπωνία ψηφίζει τον μεγαλύτερο «αμυντικό» προϋπολογισμό στην μεταπολεμική της ιστορία, ενώ μετατρέπει ένα ελικοπτεροφόρο της στο πρώτο γιαπωνέζικο αεροπλανοφόρο.
Ταυτόχρονα, από το 2010 και έπειτα έχει ξεκινήσει μια σταδιακή απεξάρτησή της από την Κίνα, που ωστόσο παραμένει ο μεγαλύτερος εμπορικός της εταίρος. Η Ιαπωνία εξαρτάται από το Πεκίνο ως αγορά πωλήσεων, μεταποιητική βάση και πηγή κρίσιμων πόρων. Καθόλου τυχαία το νέο NSS της Ιαπωνίας υποστηρίζει ότι η οικονομική ανταγωνιστικότητα και η εθνική ασφάλεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες.
Ο γιαπωνέζικος ιμπεριαλισμός έχει πάντως πολλά εμπόδια να υπερπηδήσει για να φτάσει τον στόχο του και εάν το ένα και μεγαλύτερο αφορά την αμερικανική επικυριαρχία, το άλλο αφορά τις εγγενείς του αδυναμίες (έλλειψη πρώτων υλών, ενεργειακής αυτοδυναμίας κ.α.).
Σ’ αυτή τη στρατηγική η Ουκρανία αποτελούσε και αποτελεί μια χώρα-κλειδί, διότι παίζει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση των συσχετισμών δύναμης στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση στον κόσμο. Η Ρωσία, έχοντας δίπλα της τη Λευκορωσία, το Καζακστάν και την Ουκρανία, θα διαμόρφωνε σημαντικούς όρους ώστε να υψωθεί ξανά στο επίπεδο της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης. Αντίστροφα, το κέρδισμα της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ όχι μόνο θα έβαζε σημαντικό φραγμό σε μια τέτοια εξέλιξη, αλλά θα μετέτρεπε την Ουκρανία σε χώρα εφαλτήριο της αμερικανικής περικύκλωσης. Επιπλέον, η Ουκρανία «προσφέρονταν», μια και τόσο η ιστορική της διαδρομή όσο και οι σύγχρονες εξελίξεις αναδείκνυαν τα δισυπόστατα χαρακτηριστικά της και την ευαλωτότητά της. Το ίδιο και η Νέα Αστική Τάξη της Ουκρανίας, που εκτός από αντιδραστική-ανερμάτιστη και τυχοδιωκτική, ήταν και είναι μοιρασμένη μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία λοιπόν αφορά τον έλεγχο της Ουκρανίας από τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσίας, αφορά ζητήματα που άπτονται της διαπάλης των ιμπεριαλιστών αυτών για την παγκόσμια κυριαρχία και γι’ αυτό είναι άδικος και αντιδραστικός απ’ όλες τις πλευρές.
- η αμερικανόπνευστη φιλοδυτική πορτοκαλί «επανάσταση» που ανατρέπει τον νεοεκλεγμένο φιλορώσο Γιανούκοβιτς το 2004,
- η προσπάθεια του Μπους να βάλει στο ΝΑΤΟ Ουκρανία και Γεωργία το 2008, που αποτυχαίνει λόγω αντιρρήσεων Γερμανίας και Γαλλίας, ενώ «απάντηση» δίνει και η Μόσχα με τον πόλεμο στη Γεωργία.
- Το φιλοδυτικό πραξικόπημα του Μεϊντάν το 2014, με τη χρησιμοποίηση από τις ΗΠΑ και την ΕΕ φασιστικών/νεοναζιστικών ομάδων, που ανατρέπει ξανά τον Γιανούκοβιτς, που είχε εν τω μεταξύ επανεκλεγεί και επιχειρούσε φιλορωσική στροφή. Πραξικόπημα που με τη σειρά του οδηγεί στην αυτονόμηση των ρωσόφωνων περιοχών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, καθώς και στην προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Στη συνέχεια είχαμε το «πάγωμα» της κρίσης με τις συμφωνίες του Μινσκ και το σχήμα της Νορμανδίας, που όμως υπονομευμένο απ’ έξω (ΗΠΑ) και από μέσα, όπως ομολόγησε πρόσφατα η ίδια η Μέρκελ, αποτελούσε το αναγκαίο κέρδισμα χρόνου για την αντιρωσική στρατιωτική θωράκιση του καθεστώτος του Κιέβου. Ένα πάγωμα που βέβαια άφησε πίσω του σχεδόν δεκαπέντε χιλιάδες ρωσόφωνους πολίτες σκοτωμένους, εξαιτίας των καθημερινών βομβαρδισμών από το καθεστώς του Κιέβου.
Έτσι έχουμε τον χαρακτηρισμό του Πούτιν ως «δολοφόνο» από τον Μπάιντεν, την τυχοδιωκτική επανέναρξη των συζητήσεων για μια fast-track είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ (άνοιξη του 2021), το ασφυκτικό στρίμωγμα της Γερμανίας, ειδικά μετά την ολοκλήρωση του αγωγού NordStream 2 (Αύγουστος 2021), αλλά και το πρεσάρισμα της ΕΕ για στοίχιση στην αντιρωσική επιθετική πολιτική της Ουάσιγκτον. Η κατάσταση κλιμακώνεται από το φθινόπωρο του 2021 με τον ραγδαίο εξοπλισμό της Ουκρανίας, ενώ λίγο πριν την εισβολή ανοίγει η συζήτηση για το ενδεχόμενο εγκατάστασης πυρηνικών στην ουκρανική επικράτεια (χειμώνας του 2021).
Η ρωσική ηγεσία, παρά τις επιφυλάξεις της, παίρνει τελικά την απόφαση της εισβολής, μια απόφαση υψηλού ρίσκου και στρατηγικής σημασίας, γιατί εκτίμησε ότι μόνο έτσι θα απαντούσε την εξελισσόμενη πια ντε φάκτο ΝΑΤΟποίηση της Ουκρανίας και τις παγκόσμιες συνέπειες αυτής της διαδικασίας.
Γι’ αυτό και ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου υπήρξαν φάσεις/στιγμές που αγγίχτηκαν όρια και επιδιώχθηκε κάποιου είδους συμβιβασμός, αυτός ναυάγησε και η πολεμική σύγκρουση κλιμακώθηκε.
Για πρώτη φορά έχουμε τη συνδυαστική χρησιμοποίηση ντρόουνς, ηλεκτρονικού πολέμου, δορυφόρων παρατήρησης του εχθρού και online καθοδήγηση των πολεμικών επιχειρήσεων, αυτοματοποιημένων οπλικών συστημάτων, πυραυλικών και αντιπυραυλικών συστημάτων μεγάλης καταστρεπτικής ισχύος και εμβέλειας, δίπλα σε μαζική χρησιμοποίηση τεθωρακισμένων, ελικοπτέρων, αεροπλάνων και πυροβολικού κάθε είδους καθώς και το ρίξιμο στην μάχη δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών που γίνονται κρέας για τα κανόνια. Γενικότερα, τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα, αλλά και στον συνδυασμό τους, παρατηρούνται σημαντικές αναβαθμίσεις των μέχρι τώρα πρακτικών. Ταυτόχρονα, όπως ήταν φυσικό για πόλεμο τέτοιας κλίμακας, αναδείχτηκε ξανά η καθοριστική σημασία της βιομηχανικής παραγωγής και του τεχνολογικού επιπέδου που στηρίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά και το καίριο ζήτημα των εφεδρειών στην κάθε πλευρά.
Επίσης, για πρώτη φορά από το 1945, αν εξαιρέσουμε την κρίση στον Κόλπο των Χοίρων, έχουμε ξανά στο τραπέζι, και μάλιστα με ένα διαρκή και αναβαθμισμένο τρόπο, την πυρηνική απειλή, με τον κίνδυνο γενικευμένου παγκόσμιου μακελειού να αυξάνεται διαρκώς.
Οι ΗΠΑ, σε αναφορά με τους επιμέρους στόχους που είχαν βάλει, έχουν κατοχυρώσει μερικές και ατελείς επιτυχίες. Τέτοιες είναι:
Επιτυχίες, όμως, που τελούν υπό αίρεση, ειδικά αυτές που σχετίζονται με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, ενώ συνολικά η συνοχή της Δύσης υπό την αμερικανική ηγεμονία θα δοκιμαστεί σκληρά, ενόσω και τα νέα από το μέτωπο πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Η Ρωσία, αφού δεν εκτίμησε το μέγεθος της στήριξης του Κιέβου από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και βρέθηκε και στρατιωτικά απροετοίμαστη, μετά από πολλά κύματα και προσαρμογές, δημιουργεί τον πιο ετοιμοπόλεμο ίσως στρατό στον πλανήτη. Πέρα από τις περιοχές στην ουκρανική επικράτεια που φαίνεται να παγιώνει την κυριαρχία της, έχει οδηγήσει την «ουκρανική αντεπίθεση» σε αποτυχία, ενώ πλησιάζει στην κατάληψη ορισμένων πόλεων-κλειδιά στην Ανατολική Ουκρανία. Οι επιτυχίες της στο πεδίο των μαχών, συνολικότερα το γεγονός ότι δείχνει έτοιμη για μακρύ πόλεμο, αλλά και η δυνατότητά της να αναβαθμίσει σε πολλές παραπάνω κλίμακες την καταστρεπτική ισχύ των στρατιωτικών επιχειρήσεών της σπάει τη συνοχή της Δύσης. Βοηθά στο να βγουν στην επιφάνεια οι γαλλογερμανικές αντιρρήσεις για την όλη εξέλιξη, πριμοδοτεί τον διχασμό στο εσωτερικό των ίδιων των ΗΠΑ και τα ερωτηματικά γύρω από το αν η μετάθεση στο μέλλον ενός συμβιβασμού θα τον κάνει ολοένα και πιο δυσβάσταχτο για τις αμερικανικές στοχεύσεις.
Η Κίνα, από τη μία δεν ήθελε -ούτε θέλει- να διακινδυνεύσει μια μετωπική αντιπαράθεση με το σύνολο της Δύσης και μαζί τα όποια περιθώρια έχουν παραμείνει ακόμα στην άσκηση της πολιτικής «ήπιας ισχύος» της. Από την άλλη, γνωρίζει πως μετά τη Ρωσία έρχεται η σειρά της, ενώ ήδη έχει μπει για τα καλά στο κάδρο της αμερικανικής επιθετικής πολιτικής. Στη βάση αυτή συνεχίζει μια ισορροπητική στάση ή καλύτερα μια στάση ευμενούς προς τη Ρωσία ουδετερότητας, χρεώνοντας στους Δυτικούς την όλη εξέλιξη. Παράλληλα προσπαθεί και στο πεδίο αυτό να αναγορευτεί ως διαμεσολαβητική δύναμη, ώστε να αναβαθμίσει τον παγκόσμιο πολιτικό-διπλωματικό ρόλο της.
Οι Γερμανοί και Γάλλοι ιμπεριαλιστές, και μαζί τους η ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι οι χαμένοι της υπόθεσης. Στην πιο δεινή θέση βρίσκεται ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, που αναγκάζεται να εγκαταλείψει άρον άρον την «ανατολική πολιτική» (OstPolitic), την πολιτική δηλαδή που του έδωσε τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ηγεμονική οικονομική και πολιτική δύναμη στην ΕΕ. Αυτό δεν είναι παρά αντανάκλαση του στρατηγικού αδιεξόδου που βιώνει ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Αλλά και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός, κάθε άλλο παρά άνετα αισθάνεται από την αναβάθμιση της αμερικάνικης παρέμβασης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Βρετανία προσπαθεί να φανεί χρήσιμη εταίρος στον «αγγλοσαξονικό άξονα», έχοντας αποδεχτεί τη σκιά των Αμερικάνων, και επιχειρεί να διευρύνει στα πλαίσια αυτά τον δικό της, αξιοποιώντας παλιές της «γνωριμίες» (Πολωνία) και προχωρώντας πολλές φορές σε τυχοδιωκτικές κινήσεις και επιλογές.
Μετά τις επιθετικές οικονομικές πολιτικές του Τραμπ σε σχέση με την Κίνα, η πιο σημαντική κίνηση των ΗΠΑ με τη διοίκηση Μπάιντεν ήταν οπωσδήποτε η δημιουργία της AUKUS. Έτσι, μετά από μυστικές συνομιλίες αρκετών μηνών, η νέα διοίκηση ανακοινώνει (Σεπτέμβρης 2021) αιφνιδιαστικά τη δημιουργία της τριμερούς συμφωνίας ασφάλειας AUKUS. Η επίσπευση της συμφωνίας έγινε πιθανά για να αποκαταστήσει μέρος της χαμένης αξιοπιστίας και του κύρους των ΗΠΑ μετά την ατιμωτική τους αποχώρηση έναν χρόνο πριν από το Αφγανιστάν (Σεπτέμβρης 2020). Η ανακοίνωσή της δημιούργησε σημαντικές τριβές με τη Γαλλία, που είδε να χτυπιέται πισώπλατα μιας και ακυρώνονταν παράλληλα η συμφωνία της με την Αυστραλία ύψους 56 δισ. ευρώ για κατασκευή 12 συμβατικών υποβρυχίων.
Στρατιωτικό επίκεντρο της συμφωνίας η ναυπήγηση πυρηνοκίνητων πολεμικών υποβρυχίων στην Αυστραλία με την βοήθεια των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Η συμφωνία βέβαια επεκτείνεται στους τομείς της κυβερνοασφάλειας, της τεχνητής νοημοσύνης και της κβαντικής υπολογιστικής, ενώ εμμέσως αγγίζει και τον τομέα των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων.
Πολιτικό επίκεντρο η ανάσχεση της αναδυόμενης Κίνας. Η συμφωνία έχει στο κάδρο και τη Ρωσία που οι ανατολικές εσχατιές της επικράτειάς της φτάνουν στον Ειρηνικό, ενώ αποτέλεσε και ένα ισχυρό μήνυμα προς στους ιμπεριαλιστές της ηπειρωτικής Ευρώπης (Γαλλία και Γερμανία) ότι δεν μπορεί να γίνουν ανεκτές και χωρίς συνέπειες οι διαφοροποιήσεις τους όσον αφορά τη Ρωσία και την Κίνα.
Ειδικά για την Κίνα, η συμφωνία αντανακλά την εκτίμηση ότι απαιτούνται ακόμα πιο δραστικές πολιτικές περιορισμού των προσπαθειών της να κάνει τη Νοτιοανατολική Ασία και τον Ινδικο-Ειρηνικό πεδίο προβολής ισχύος και εφαλτήριο για την προώθηση των στόχων που έχει παγκόσμια ως ιμπεριαλιστική δύναμη.
Επιπλέον, τόσο οι δηλώσεις Μπάιντεν, που αναιρούσαν την αμφίσημη πολιτικο-διπλωματική τοποθέτηση της Ουάσιγκτον για την Ταϊβάν, όσο και η επεισοδιακή επίσκεψη Πελόζι (Αύγουστος του 2022) στο νησί, που βέβαια γίνονταν σε ένα άλλο διεθνές πλαίσιο (είχε ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία), δείχνουν πως το αμερικανικό κατεστημένο, χωρίς να έχει κατασταλάξει, εν τούτοις ερωτοτροπεί με όλο και πιο τυχοδιωκτικές κινήσεις έναντι της Κίνας. Εξοπλίζει την Ταϊβάν, πριμοδοτεί στο εσωτερικό της τις πιο ακραίες πολιτικές φωνές, χρησιμοποιεί την αντιπαλότητα προς την Κίνα χωρών όπως η Ιαπωνία, για να φτιάξει ένα διαρκές αποτρεπτικό αντικινέζικο μέτωπο.
Η Ρωσία, με μικρότερες προσβάσεις στην περιοχή, αναπτύσσει τις παραδοσιακές της σχέσεις με την Ινδία και ως αντιστάθμισμα των κινήσεων των ΗΠΑ, ενώ έχει αυξήσει τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια με την Κίνα κάνοντας προβολή ισχύος και προειδοποιώντας τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στην περιοχή πως δεν παίζουν πια μόνοι.
Η Γαλλία, που αντέδρασε ισχυρά στην AUKUS, είναι η μόνη ευρωπαϊκή δύναμη που έχει παρουσία στον Ειρηνικό με υπερπόντιες κτήσεις και εφτά χιλιάδες στρατιώτες. Η πιο σημαντική και ουσιαστική απάντηση της Γαλλίας στην AUKUS ήταν η προσπάθεια σφήνας, μέσω της ινδογαλλικής συμφωνίας στην οποία υπογραμμίζονταν με νόημα η κοινή πάλη για έναν ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό που να αποκλείει κάθε μορφή ηγεμονίας.
Όλα τα προηγούμενα δεν είναι παρά οι πιο βασικές και χαρακτηριστικές αλλαγές του γεωπολιτικού «κλίματος» της περιοχής, που προμηνύουν κάθε άλλο παρά ειρηνικό μέλλον για την περιοχή Ασίας- Ειρηνικού.
Οι BRICS είναι η πιο κραυγαλέα θα λέγαμε, αλλά όχι η μοναδική, έκφραση των βημάτων που κάνουν η Ρωσία και η Κίνα για να μετατρέψουν την τακτική συμμαχία (ή οριακά στρατηγική συνεργασία) που έχουν σε αυτή την φάση, σε μια στρατηγική συμμαχία. Κάτι που όμως έχει πολλά και εγγενή εμπόδια και σε κάθε περίπτωση έχει πολύ δρόμο και χρόνο -πολιτικό- να διανύσει για να γίνει, αν γίνει, κατορθωτή.
Όσον αφορά τον ρόλο τους στις BRICS, η μία συμπληρώνει την άλλη. Λαθεύουν για μια ακόμη φορά όσοι, κοιτώντας μονόπλευρα την οικονομική δυναμική της Κίνας, υποτιμούν τις οικονομικές δυνατότητες, το ενεργειακό στάτους και το τεχνολογικό βάθος της Ρωσίας, αγνοώντας ταυτόχρονα πλήρως την γεωπολιτική της ισχύ, και γι’ αυτό θεωρούν ότι συμμετέχει στους BRICS υπό την σκέπη της Κίνας.
Σ’ αυτή την φάση λοιπόν το πολυμερές αυτό σχήμα αντιπροσωπεύει τη συσπείρωση και την αμφισβήτηση της ανυπόφορης πια για όλους δυτικής επικυριαρχίας επί της παγκόσμιας οικονομίας και γεωπολιτικής. Διόλου τυχαία, η διαδικασία διεύρυνσής της επιταχύνθηκε μετά την εισβολή στην Ουκρανία και τις δύο παράλληλες εξελίξεις που ακολούθησαν. Τη χρησιμοποίηση των κυρώσεων ως όπλο από την πλευρά των ΗΠΑ-Δύσης, που χτυπούσε καμπανάκι για χώρες που έχουν βρεθεί ή θεωρούν πως θα βρεθούν στο στόχαστρο των ΗΠΑ. Και τη δυνατότητα που απέδειξε η Ρωσία πως έχει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά όχι μόνο τις κυρώσεις ενάντιά της αλλά και στρατιωτικά στο πεδίο των μαχών -έστω έμμεσα- το ΝΑΤΟ και σχεδόν όλο το συμβατικό του οπλοστάσιο στην Ουκρανία.
Κοιτώντας μάλιστα τις χώρες της διεύρυνσης, αυξάνεται σημαντικά το ειδικό βάρος των BRICS στο ενεργειακό πεδίο και ενισχύονται οι δυνατότητες παρέμβασης της Ρωσίας και της Κίνας στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή. Φυσικά, η διεύρυνση αυτή, που περιλαμβάνει χώρες (π.χ. Ιράν, Σαουδική Αραβία) που παρά την πρόσφατη διαδικασία προσέγγισης διατηρούν ισχυρά στοιχεία ανταγωνισμού, διευρύνει αντικειμενικά και τη δυνατότητα των δυτικών παρεμβάσεων και βραχυκυκλωμάτων στους διευρυμένους BRICS. Ενώ η ακύρωση της εισόδου στο σχήμα από το νέο πρόεδρο της Αργεντινής δίνει ένα μέτρο των προβλημάτων που θα καλεστούν να διαχειριστούν οι BRICS.
Παλιότερα είχαμε την εισβολή, την κατοχή και το βάλτωμα των ΗΠΑ στο Ιράκ, λόγω της ιρακινής αντίστασης. Την παρέμβαση της Ρωσίας (2015) στη Συρία, κόντρα στην επέμβαση των δυτικών (ΗΠΑ, Ευρωπαίων) και δυνάμεων της περιοχής (Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Κατάρ), που «ανέστησε» το ετοιμοθάνατο καθεστώς Άσαντ, σε συνεργασία με το Ιράν, ενώ οδήγησε και στην «ανάρμοστη» σχέση Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας. Η διοίκηση Τραμπ κινήθηκε αποφασιστικά στην ανασύσταση του αντι-ιρανικού μετώπου, ξεκινώντας από την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για τα Πυρηνικά του Ιράν (JPCOA) και καταλήγοντας στις «Συμφωνίες του Αβραάμ»: στόχος, πέρα από το χτύπημα της αυξημένης επιρροής του Ιράν (σε Ιράκ, Συρία, Λίβανο, Υεμένη), ήταν φυσικά οι επιτυχίες της Ρωσίας στην περιοχή και η Κίνα, που αρχίζει δειλά να εμφανίζεται. Στις εξελίξεις αυτές εντάσσεται με αντιδραστικό τρόπο και το παλαιστινιακό: αναγνώριση του Τραμπ της Ιερουσαλήμ ως επίσημης πρωτεύουσας του Ισραήλ και μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ εκεί.
Η διοίκηση Μπάιντεν, μετά από μια αρχική φάση και με καταλυτικό γεγονός την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αφήνει κατά μέρος τις όποιες διαφοροποιήσεις της και ουσιαστικά αντιγράφει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική Τραμπ για τη Μέση Ανατολή. Επιπρόσθετες αιτίες για την αλλαγή πλεύσης των ΗΠΑ αποτελούν οι πυκνές και πρωτόγνωρες εξελίξεις σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική. Η Σαουδική Αραβία αποστασιοποιείται συστηματικά από την πολιτική της Ουάσιγκτον, παίζει με τη Ρωσία στο ενεργειακό πεδίο και αιτείται την ένταξή της στους BRICS, η Αίγυπτος ψάχνεται γεωπολιτικά, η εναπομένουσα αμερικανική παρουσία στο Ιράκ καρκινοβατεί και γενικά η επικυριαρχία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή έχει δεχτεί ισχυρά πλήγματα, μετά και το φιάσκο της αποχώρησης από το Αφγανιστάν.
Ανοίγει λοιπόν το μέτωπο ενάντια στο Ιράν, έχοντας ανησυχήσει βαθιά για τη συνολική αναβάθμιση των σχέσεών του με Ρωσία και Κίνα, αλλά και για να τορπιλίσει την πρόσφατη προσέγγιση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας, που έγινε με τη διαμεσολάβηση του Πεκίνου. Επαναφέρει τη διαδικασία των «Συμφωνιών του Αβραάμ», αυτή την φορά προτάσσοντας την κρίσιμη προσέγγιση Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας.
Οι παλαιστινιακές οργανώσεις σωστά εκτίμησαν ότι οι «Συμφωνίες του Αβραάμ» και η επανέναρξή τους θα ενταφίαζαν οριστικά τη λύση του παλαιστινιακού. Το Ισραήλ θα συνέχιζε ανενόχλητο την πολιτική εξανδραποδισμού του λαού της Παλαιστίνης, το παλαιστινιακό ζήτημα θα διαγράφονταν από τη λίστα των διεθνών προβλημάτων και τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα θα οικοδομούσαν το αντι-ιρανικό μέτωπο με το Ισραήλ. Ταυτόχρονα, είχαμε μια σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης στην Παλαιστίνη, λόγω της κλιμάκωσης της πολιτικής των εποικισμών και του απαρτχάιντ από το κατοχικό σιωνιστικό-φασιστικό κράτος του Ισραήλ. Ενώ προχωρούσε και η πλήρης μετατροπή του ισραηλινού κράτους σε ένα κράτος με θεσμοθετημένο τον ρατσισμό και τις νεοναζιστικές πρακτικές, διαδικασία που εκτός των άλλων παρήγαγε και μια πολύμηνη πολιτική κρίση στο εσωτερικό του.
Η στρατιωτική επιχείρηση της Χαμάς και των άλλων αντιστασιακών παλαιστινιακών οργανώσεων έθεσε στο επίκεντρο το παλαιστινιακό ζήτημα ως ζήτημα κατοχής και άρνησης του δικαιώματος στον λαό της Παλαιστίνης για λεύτερη και ανεξάρτητη πατρίδα και δυναμίτισε την προσέγγιση Ισραήλ-Αραβικών καθεστώτων.
Η εισβολή του κατοχικού σιωνιστικού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας και οι ναζιστικού τύπου βομβαρδισμοί κατοικημένων περιοχών (μεταξύ αυτών και σχολείων, νοσοκομείων, εκκλησιών και τζαμιών) με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς (οι περισσότεροι των οποίων είναι παιδιά και γυναίκες), τραυματίες και αγνοούμενους, οι αλλεπάλληλες δηλώσεις των ισραηλινών αξιωματούχων που ονειρεύονται την «τελική λύση» με τον μαζικό εκτοπισμό του Παλαιστινιακού λαού από τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική όχθη, αποδεικνύουν τη ναζιστική-φασιστική φύση του αντιδραστικού μορφώματος που έχουν φυτέψει οι ΗΠΑ στην περιοχή. Ενός κρατικού μηχανισμού κατοχής, εκτοπισμού και απαρτχάιντ, που μόνο η συντριβή του μπορεί να δώσει χώρο στη δίκαιη υπόθεση για λεύτερη και ανεξάρτητη Παλαιστίνη, από τον Ιορδάνη έως τη Μεσόγειο, με τους Παλαιστίνιους Άραβες, Εβραίους και Χριστιανούς να ζουν με ισοτιμία και πλήρεις δικαιωμάτων. Η γενοκτονική αυτή πολιτική του κράτους-δολοφόνου του Ισραήλ, όχι μόνο συναντά την κατακραυγή των λαών παγκόσμια, παρά τη συντονισμένη σιωνιστική-ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, αλλά πρώτιστα και κυρίως συναντά την ηρωϊκή ένοπλη αντίσταση των παλαιστινιακών οργανώσεων, που έχει ήδη δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στον σιωνιστικό στρατό κατοχής.
Οι ΗΠΑ από τη μια δεν θα κάνουν πίσω από τη στήριξη του σιωνιστικού μαντρόσκυλου που έχουν στην περιοχή, και γι’ αυτό έχουν στείλει τα αεροπλανοφόρα και τα πολεμικά πλοία, και από την άλλη πασχίζουν να βρουν διεξόδους στα βραχυκυκλώματα που προκαλούν στη μεσανατολική τους πολιτική αυτές οι εξελίξεις και η στάση της ισραηλινής ηγεσίας. Η ισραηλινή ηγεσία, που φαίνεται να βρίσκεται σε ανοιχτή γραμμή με κάποια τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου που επιδιώκουν την ένταση, απαντά με ολοένα και μεγαλύτερους τυχοδιωκτισμούς (δολοφονίες στελεχών των «Φρουρών της Επανάστασης» του Ιράν κ.α.), που επεκτείνουν και διαχέουν τους πολεμικούς κινδύνους σε όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Οι αμερικανοβρετανικές επιθέσεις ενάντια στην Υεμένη, καθώς και οι πυραυλικές επιθέσεις του Ιράν ως «απάντηση» στις δολοφονίες στελεχών του από το Ισραήλ και ίσως όχι μόνο, αντικειμενικά δημιούργησαν έναν νέο πιο ευρύ και πιο επικίνδυνο κύκλο έντασης, που επεκτείνεται πέρα από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, στο ανατολικό κομμάτι της Βόρειας Αφρικής και στην Κεντρική Ασία. Το Πακιστάν είναι μια χώρα που λόγω και της θέσης της, της κοινωνικής κατάστασης, της αντίθεσής της με την Ινδία αλλά και των επιλογών της άρχουσας τάξης (αποστασιοποίηση από την επιρροή των ΗΠΑ, προσέγγιση με Κίνα), αποτελεί υποψήφια για το επίκεντρο μιας αποσταθεροποίησης της Κεντρικής Ασίας.
Η συνεχιζόμενη σιωνιστική σφαγή έχει γίνει έτσι το επίκεντρο ενός σεισμού, που τα κύματά του επεκτείνονται, όπως και οι αναταράξεις που προκαλεί. Αυτή η συνεχής αύξηση των πιθανοτήτων για μια ευρύτερη ανάφλεξη στην περιοχή και τα μεγάλα βραχυκυκλώματα που συναντά ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στην προώθηση της μεσανατολικής πολιτικής του φαίνεται να οδηγούν σε μια επιτάχυνση των εξελίξεων και σε κάθε περίπτωση οδηγούν σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι επιλογών, που θα κρίνουν τις εξελίξεις στην περιοχή. Στα προηγούμενα σαφέστατα παίζει τον ρόλο της η διογκούμενη διεθνής κατακραυγή και καταδίκη των εγκλημάτων του σιωνιστικού-φασιστικού κράτους του Ισραήλ, που αποτυπώνεται και στις μεγάλες διαδηλώσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Αυτές οι εξελίξεις μικραίνουν ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα διαχείρισης της κατάστασης από τα αμερικανικά και γενικότερα τα δυτικά επιτελεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το τι έχει επιφέρει η αποικιοκρατία συνολικά στην Αφρική και τι αποτελέσματα έχει η εντεινόμενη προσπάθεια των ιμπεριαλιστών για έλεγχο της Μαύρης Ηπείρου αποτελεί το Σουδάν. Το Σουδάν ήταν ταυτόχρονα υπό Αιγυπτιακή κατοχή και Βρετανική αποικία, οι δύο χώρες εγγυήθηκαν την ανεξαρτησία του το 1954. Όντας μια χώρα τεχνητά φτιαγμένη από τους αποικιοκράτες, από τη στιγμή της «ανεξαρτησίας» του σπαρασσόταν από πολυετείς και αιματηρούς εμφύλιους πολέμους (1964-1972 και 1983-2005), καθώς και από φοβερές εσωτερικές διαμάχες ανάμεσα στον Βορά (αραβικής προέλευσης μουσουλμανικοί πληθυσμοί) και τον Νότο (Αφρικανοί είτε ανιμιστές είτε προσηλυτισμένοι στον χριστιανισμό). Από το 2011 το Νότιο Σουδάν έγινε «ανεξάρτητη» χώρα που εξαρτήθηκε από τις ΗΠΑ-Δύση, ενώ το βόρειο τμήμα, που εξακολουθεί να λέγεται Σουδάν, πήγε μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα στην «αγκαλιά» της Ρωσίας, που έχει πια στρατιωτική βάση στην επικράτειά του, αλλά και στην Κίνα. Και οι δύο χώρες υπέφεραν και υποφέρουν από στρατιωτικά πραξικοπήματα, ενώ η κατάσταση των πλατιών λαϊκών μαζών κάθε άλλο παρά καλυτερεύει.
Η πιο κρίσιμη και σημαντική, είναι η -καθόλου εύκολη- ρυμούλκηση της Σερβίας στην αμερικανική αλλά και ευρύτερα στη δυτική επιρροή. Η άρχουσα τάξη της Σερβίας συνεχίζει να «κάθεται σε δύο καρέκλες»: από τη μια προσπαθεί να προσποριστεί οφέλη από τη σύνδεσή της με την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει διευρύνει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, ενώ από την άλλη έχει ενισχύσει τους δεσμούς και τις εξαρτήσεις από τη Ρωσία (σε κρίσιμα πεδία όπως το στρατιωτικό και το ενεργειακό), αλλά και από την Κίνα (οικονομία, υποδομές). Έτσι, ο ανταγωνισμός στο έδαφός της μαίνεται σε όλα τα επίπεδα (από τον γεωπολιτικό προσανατολισμό μέχρι την ενέργεια και το 5G). Ο πόλεμος στην Ουκρανία πολλαπλασίασε τις δυτικές πιέσεις και εκβιασμούς προς στην άρχουσα τάξη της Σερβίας, η οποία πάντως επιμένει έως τώρα να μην συμμετέχει στις αντιρωσικές κυρώσεις.
Επίσης, παρά τις επιτυχίες της Ουάσιγκτον, η Ρωσία εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικές προσβάσεις, εκτός από τη Σερβία, στους Σερβοβόσνιους, στο Κόσοβο και στο Μαυροβούνιο, αλλά και στη Βουλγαρία. Έτσι, διατηρεί και μια σημαντική δυνατότητα μόχλευσης αντιθέσεων (μεταξύ Σερβίας-Κοσόβου, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη) αλλά και υπονόμευσης των αμερικανικών προσπαθειών για ευθυγράμμισής τους με το ΝΑΤΟϊκό μπλοκ, που υπογραμμίζουν ότι τίποτε δεν έχει κριθεί στην περιοχή. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η αντίθεση Σερβίας-Κοσόβου εκφράζεται μέσω μιας διαρκούς αναζωπύρωσης των αντιπαραθέσεων μεταξύ του προτεκτοράτου του Κοσόβου και της βόρειας περιοχής του, όπου κατοικούν κατά συντριπτική πλειοψηφία Σέρβοι και η οποία έφτασε σε οριακά σημεία.
Τα πρόσφατα γεγονότα στη Σερβία, που μύρισαν «έγχρωμη επανάσταση», αποδεικνύουν ότι παραμένει η χώρα-κλειδί είτε για την ολοκλήρωση της αμερικανικής-δυτικής κυριαρχίας είτε για τη διάρρηξή της. Σε κάθε περίπτωση, η περιοχή των Βαλκανίων, και κυρίως των Δυτικών Βαλκανίων, έχει αρκετό εύφλεκτο υλικό, που μπορεί υπό προϋποθέσεις να δώσει νέες εντάσεις και πολεμικές αναμετρήσεις.
Αποτέλεσμα της ραγδαίας χειροτέρευσης των συνθηκών ζωής των λαϊκών μαζών στη Νότια Αμερική είναι επίσης η ολοένα και συχνότερη εμφάνιση κοινωνικών εξεγέρσεων (Χιλή) και αγώνων μεγάλης κλίμακας σε μια σειρά χώρες της περιοχής (Κολομβία, Ονδούρα, Περού).
Επιπλέον, ο χώρες της Λατινικής Αμερικής μοιάζουν να λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως ένα εκκρεμές ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική και τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Και αυτό γιατί το πρώτο κύμα της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης και του «Σοσιαλισμού του 21 αιώνα» (Λούλα-Ρούσεφ, Μοράλες, Τσάβες-Μαδούρο κ.α.), αφού διέψευσε τις πιο σημαντικές προσδοκίες των λαϊκών μαζών, έδωσε τη θέση του σε ανοιχτά αντιδραστικές πολιτικές. Όμως βρισκόμαστε πια σε μια φάση που και αυτές οι πολιτικές που προωθήθηκαν από τα πάνω και από τα έξω με τον μανδύα της «συνετής διαχείρισης» χάνουν σε μικρό διάστημα κάθε λαϊκή νομιμοποίηση και ανοχή, παραχωρώντας εκ νέου τη διακυβέρνηση σε ορισμένες χώρες σε ένα δεύτερο κύμα σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, ακόμα πιο «ρεαλιστικό», δηλαδή ακόμα πιο υποταγμένο στις αστικές και ιμπεριαλιστικές επιταγές.
Μέσα από αυτό το εκκρεμές, που μπορεί μέχρι στιγμής να ενσωματώνει σπουδαίες κοινωνικές εξεγέρσεις και μαζικούς αγώνες, αναδεικνύεται και η συνεχιζόμενη κυριαρχία στην αριστερά της Λατινικής Αμερικής των δυνάμεων του ρεφορμισμού και του συμβιβασμού και φυσικά οι σοβαρές αδυναμίες της επαναστατικής αριστεράς. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη ήταν το γεγονός ότι η μεγάλη εξέγερση του 2019 στη Χιλή οδηγήθηκε και περιορίστηκε από την αστική τάξη, με τη βοήθεια των ρεφορμιστών, στα κοινοβουλευτικά πλαίσια, με τη διεκδίκηση μιας συνταγματικής αλλαγής που τελικά συντρίφτηκε κάτω από τους δυσμενείς πολιτικούς συσχετισμούς.
Από τις πιο σημαντικές εξελίξεις στη Νότια Αμερική ήταν η αποτυχημένη προσπάθεια πραξικοπήματος των ΗΠΑ (με τη βοήθεια κυρίως της Κολομβίας του Ντούκε) στη Βενεζουέλα, με στόχο την ανατροπή του σοσιαλδημοκρατικού καθεστώτος Μαδούρο και την αντικατάστασή του από τον εγκάθετο της Ουάσιγκτον Γουαϊδό. Η αποτυχία αυτή, που ήρθε ως αποτέλεσμα των μικρότερων δυνατοτήτων επηρεασμού και άσκησης εκβιασμών στην άρχουσα τάξη της Βενεζουέλας, αλλά και της στήριξης του Μαδούρο από τη Ρωσία, αποτελεί ακόμα μια πτυχή της τροποποίησης των συσχετισμών στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ.
Εξίσου σημαντικές, αν και με αντίστροφη πορεία και προσωρινή κατάληξη, είναι οι εξελίξεις στις δύο πιο σημαντικές χώρες της Νότιας Αμερικής, τη Βραζιλία και την Αργεντινή. Η ακραία κοινωνική πόλωση, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των ιμπεριαλιστών να της στοιχίσουν πίσω από το άρμα τους, «μεταφράζονται» σε απότομες πολιτικές στροφές και αναπροσανατολισμούς των ελίτ, που συνυπάρχουν με σοβαρές κοινωνικές εντάσεις και αναταραχές.
Έτσι στη Βραζιλία είχαμε το 2018 την άνοδο του ακροδεξιού Μπολσονάρου, στη βάση της διάψευσης των προσδοκιών των μαζών από τη διακυβέρνηση Ρούσεφ (διαδόχου του Λούλα), του σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος των Εργαζομένων. Στη συνέχεια, η συσσωρευμένη αγανάκτηση των μαζών, η πλήρης αποτυχία στη διαχείριση της πανδημικής κρίσης, η αλλοπρόσαλλη εξωτερική του πολιτική, που έβαζε ερωτηματικά στους ιμπεριαλιστές, και η κρίση των δημητριακών, από την οποία έχασε τη στήριξη τμημάτων της άρχουσας τάξης, οδήγησε στην ολική επαναφορά του «πρώην κατάδικου» Ιγνάσιο Λούλα στη διακυβέρνηση της Βραζιλίας.
Αντίστροφα, στην Αργεντινή, ο κεντροδεξιός Μαουρίσιο Μάκρι, που κυβέρνησε το διάστημα 2015-2019, αντικαταστάθηκε από μια συμμαχία νεοπερονιστών και σοσιαλδημοκρατών υπό τον Φερνάντες. Η διάψευση των προσδοκιών των μαζών και κυρίως η αμερικανική πίεση όσον αφορά την πρόθεση ένταξης της Αργεντινής στους BRICS από τον Φερνάντες, οδήγησαν στην πρόσφατη εκλογή του ακροδεξιού Χαβιέρ Μιλέι, που ήδη αντιμετωπίζει την οργή του αργεντίνικου λαού, ως αποτέλεσμα των υπεραντιδραστικών μέτρων που έχει εξαγγείλει.
Οι εξελίξεις και οι γεωπολιτικοί (ανα)προσανατολισμοί στη Νότια Αμερική αναδεικνύουν και μια ακόμη σημαντική πλευρά: πόσο έωλες ήταν οι απόψεις που υπερεκτιμούσαν μια σειρά δεδομένα και μιλούσαν με μεγάλη σιγουριά για τις λεγόμενες «ολοκληρώσεις» στην περιοχή, υποτιμώντας και εδώ τη συγκρότηση του καπιταλισμού σε εθνική βάση, αλλά και την επίδραση της ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στις χώρες αυτές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αφύπνισης των μαζών είναι η Γαλλία, που με κάθε ευκαιρία φωνάζει: η ταξική πάλη είναι εδώ! Σε συνέχεια του μεγάλου πεντάμηνου ξεσηκωμού εργαζομένων-νέων του 2016 (ενάντια στον αντεργατικό νόμο Βαλς και των αντιδραστικών μέτρων για την νεολαία) αλλά και των μαζικών αγώνων από το φθινόπωρο του 2017 έως το καλοκαίρι του 2018, ήρθε, λίγους μήνες πριν την 9η Συνδιάσκεψη της Οργάνωσής μας, το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» στην αυγή του 2019, που σηματοδότησε την είσοδο των μικρομεσαίων στρωμάτων στην πάλη. Η σκυτάλη ξαναπάρθηκε από τους εργαζόμενους με διαδηλώσεις εκατομμυρίων ενάντια στα αντιασφαλιστικά μέτρα στο τέλος του 2019 και τις αρχές του 2020.
Το 2021, αλλά και το 2022 και το 2023, την Ευρώπη σημάδεψαν μαζικοί αγώνες σε μια σειρά κλάδους εργαζομένων, με επίκεντρο τη Γαλλία. Τα αστικά ΜΜΕ μιλούσαν στα τέλη του 2021 και στις αρχές του 2022 για απεργιακή πανδημία στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, αναφερόμενοι, εκτός της Γαλλίας, στις διαδηλώσεις εκατομμυρίων στη Γερμανία και τους μαζικούς αγώνες σε Βρετανία, Ισπανία, Βέλγιο κ.α. Οι εργαζόμενες τάξεις στη Γαλλία ήρθαν ξανά στο προσκήνιο με τις πολυπληθείς διαδηλώσεις τους, που ανάγκασαν τον Μακρόν να προβεί σε κοινοβουλευτικό πραξικόπημα για να προωθήσει το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο, αλλά και την εξέγερση των φτωχών και περιθωριοποιημένων νέων των σύγχρονων γκέτο των γαλλικών πόλεων, που ακολούθησε μετά από μια ακόμη δολοφονία από τις δυνάμεις καταστολής.
Η αρχή του καλοκαιριού του 2020 σημαδεύτηκε από το παναμερικανικό ξέσπασμα οργής για τη δολοφονία του μαύρου Τζόρτζ Φλόιντ, που έφερε στην επιφάνεια όχι μόνο τον βαθιά ριζωμένο ρατσισμό του αμερικανικού κράτους, αλλά και τις βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις από τη συνεχή καταβύθιση των εργαζόμενων τάξεων στη μητρόπολη του καπιταλισμού. Ένδειξη αφύπνισης σ’ αυτή την πλευρά του Ατλαντικού αποτέλεσαν οι μεγάλοι και πολύμηνοι εργατικοί αγώνες στις ΗΠΑ, ορισμένοι από τους οποίους (όπως στη γνωστή αυτοκινητοβιομηχανία General Motors) κατέληξαν σε σημαντικές κατακτήσεις, αλλά και η δημιουργία σωματείων σε εταιρείες όπως η Amazon. Αξίζει εδώ να υπογραμμίσουμε την εκκωφαντική απουσία του κομμουνιστικού κινήματος, που επιτρέπει στους εκπροσώπους των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, έως και των ίδιων των Μπάιντεν-Τραμπ, να εμφανίζονται στις συγκεντρώσεις των απεργών και να λογίζονται ως συμπαραστάτες των αγώνων αυτών!
Εξάλλου, αυτή η απουσία είναι εμφανής σε μια σειρά ζητήματα. Έτσι έχουμε τη διόγκωση μιας αντιπαράθεσης μεταξύ του λεγόμενου «woke κινήματος» και του «αντι-woke κινήματος» στις ΗΠΑ, που δεν αποτελούν παρά δύο αντιδραστικά συστημικά ρεύματα, και τα οποία λειτουργούν αποπροσανατολιστικά και επικίνδυνα για τις λαϊκές δυνάμεις και κυρίως για τη νεολαία. Μάλιστα, είναι γεγονός πως αυτή η ενδοσυστημική αντιπαράθεση έχει αρχίσει να μεταφέρεται και στη χώρα μας και να επηρεάζει κόσμο.
Η διόγκωση των προβλημάτων διαβίωσης από την επίθεση που διεξάγει το σύστημα και που επιδεινώθηκαν από την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας από τον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό και από τις παρενέργειες του άδικου πολέμου στην Ουκρανία, είναι η μαύρη κλωστή που συνδέει, παρά τις φανερές διαφοροποιήσεις, τους μικρότερους και μεγαλύτερους ξεσηκωμούς από τον Λίβανο και το Σουδάν μέχρι τον Ισημερινό και τη Χιλή. Φυσικά οι εξεγέρσεις, οι ξεσηκωμοί και οι μαζικοί αγώνες έρχονται ως αποτέλεσμα και των ιδιαίτερων πολιτικών και κοινωνικών καταστάσεων που βιώνει κάθε χώρα ξεχωριστά.
Στην προηγούμενη Συνδιάσκεψη αναφέραμε ως κομβικό γεγονός την απεργία του 2016 στην Ινδία ως τη μεγαλύτερη απεργία στη μέχρι τώρα ιστορία της ανθρωπότητας. Το ίδιο αξιοσημείωτη ήταν η μεγαλύτερη σε μέγεθος και χρονικό διάστημα κινητοποίηση των αγροτών της Ινδίας, που κατέληξε στην απόσυρση των τριών αντιαγροτικών νομοσχεδίων της αντιδραστικής κυβέρνησης Μόντι.
Δεν γίνεται επίσης να μην υπογραμμιστούν οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενάντια στον άδικο πόλεμο στην Ουκρανία, που όμως δεν κατάφεραν να αποκτήσουν σημαντική μαζικότητα, ενώ είχαν να αντιμετωπίσουν και τις τάχα «αντιπολεμικές», στην ουσία φιλοπόλεμες στο πλευρό του ΝΑΤΟ, διαδηλώσεις στην Ευρώπη που προωθούνταν από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Ωστόσο, το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυταπάρνησης και θυσιών, πίστης στην τελική νίκη, παράδειγμα που δείχνει πως οι λαοί δεν θα σταματήσουν να παλεύουν, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, για λευτεριά, για ψωμί, για το δίκιο, είναι η ηρωϊκή, ένοπλη ή μη, παλαιστινιακή αντίσταση, ενάντια στο σιωνιστικό κράτος της κατοχής, του εποικισμό και του απαρτχάιντ και τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ αλλά και της ΕΕ που το στηρίζουν!
Εκτιμώντας τη γενική κατάσταση των ομάδων, των οργανώσεων και των κομμάτων που αναφέρονται στην επαναστατική κομμουνιστική κατεύθυνση, θα λέγαμε πως βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου κύκλου. Οι ομάδες, οι οργανώσεις και τα κόμματα αυτά βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη αντιμετώπισης με ουσιαστικό τρόπο των ζητημάτων που θέτει η εποχή μας.
Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η μικρή, στις περισσότερες των συλλογικοτήτων και με ελάχιστες εξαιρέσεις, σύνδεση με τις εργατικές και λαϊκές μάζες. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την αντικατάσταση της λενινιστικής αρχής «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», οδηγεί στην ανάδειξη πολλών στοιχείων δογματισμού, που οδηγούν ορισμένες φορές σε τελείως ανυπόστατες εκτιμήσεις για τον χαρακτήρα της πάλης του κομμουνιστικού κινήματος σε κάθε χώρα.
Εξίσου σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η έλλειψη της κατανόησης του βάθους και των συνεπειών της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος. Γεγονός που επηρεάζει την ανάλυση για τη σημερινή κατάσταση του κινήματος, προς την κατεύθυνση της υπερτίμησης των δυνατοτήτων που φτάνουν σε εκτιμήσεις ότι βρισκόμαστε στη φάση έως και αντεπίθεσης του κομμουνιστικού κινήματος. Μεγάλη έλλειψη εμφανίζεται επίσης στην εμβάθυνση των αιτιών της παλινόρθωσης, αλλά και της ενσωμάτωσης στην καθημερινή πάλη, τη φυσιογνωμία και τη στρατηγική των συμπερασμάτων από την παλινορθωτική αντεπαναστατική πορεία. Έλλειψη που δεν δίνει τη δυνατότητα στις δυνάμεις που αναφέρονται στο επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα να αντιμετωπίσουν το μεγάλο πρόβλημα της συκοφάντησης του σοσιαλισμού στις πλατιές μάζες της νεολαίας, των εργατών και των λαών, αλλά και να αναβαθμίσουν την επιρροή τους σ’ αυτές μπροστά στον νέο κύκλο που αντικειμενικά έχει ανοίξει.
Κυρίως και ουσιαστικά λοιπόν, οι οργανώσεις με επαναστατικό κομμουνιστικό προσανατολισμό έχουμε να αντιμετωπίσουμε με προωθητικό, ουσιαστικό και αποφασιστικό τρόπο το τριπλό καθήκον της αναβάθμισης της συμβολής μας στην ταξική πάλη, την ενδυνάμωση της επαναστατικής κατεύθυνσης μέσα σ’ αυτήν και την ενσωμάτωση μέσα στην κίνησή μας εκείνων των στοιχείων φυσιογνωμίας που απορρέουν από τα συμπεράσματα για τις αιτίες της παλινορθωτικής άμπωτης. Παράλληλα, αποτελεί μέγιστη ανάγκη να ανασυνταχθεί η προσπάθεια συνεννόησης, ανταλλαγής απόψεων, εμπειριών και προσανατολισμού ανάμεσα στις οργανώσεις ανά τον κόσμο με αναφορά στην επαναστατική κομμουνιστική κατεύθυνση.