Ο χιονιάς, μέσω των αποκαλύψεων που έφερε στο πανελλήνιο, πρόσθεσε σημαντικά προβλήματα στην κυβέρνηση και συνολικά στο πολιτικό σύστημα, γιατί ανέδειξε με δραματικό και οδυνηρό τρόπο τους γενικούς και ειδικούς όρους στη βάση των οποίων είναι άθλια -ακόμα και ασήμαντη για το σύστημα- η ζωή του λαού. Επιβεβαίωσε ότι το κράτος είναι ανελέητο και εγκληματικό για τα λαϊκά δικαιώματα, για την περίφημη «ασφάλεια» του λαού για την οποία τόσο «κόπτεται» η κυβέρνηση της ΝΔ. Ταυτόχρονα, επιβεβαίωσε πως αυτό το κράτος είναι όργανο πλουτισμού και αρπαχτών του κεφαλαίου και των μεγάλων συμφερόντων. Τόσο στην τερατούπολη της Αθήνας που έχει διαμορφώσει ο εξαρτημένος καπιταλισμός, όσο και στη λεηλατημένη από κάθε υποδομή και εγκαταλελειμμένη στο έλεός της περιφέρεια και ύπαιθρο. Οι πολιτικές που διαμόρφωσαν -«ξεκινώντας» από τη μετεμφυλιακή περίοδο- αυτή την κατάσταση οξύνθηκαν πολύ περισσότερο όλη την τελευταία «δωδεκαετία των μνημονίων» και έδωσαν απτά τα εγκληματικά τους αποτελέσματα μέσα στον χιονιά. Έφτασαν στο σημείο να μην υπάρχει ένα όχημα που να μπορεί να καθαρίσει το χιόνι στις πιο κεντρικές λεωφόρους της πρωτεύσας και να μην είναι «δυνατόν» να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε μεγάλα νοσοκομεία! Ακόμα και τα «διαμάντια της ανάπτυξης» -όπως η Αττική οδός- αποδείχτηκαν παγίδες για τον λαό, αφού δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανεξέλεγκτο τσιφλίκι του κεφαλαίου, που θησαυρίζει από τους ιδιωτικούς(!) και πανάκριβους δρόμους που φτιάχτηκαν με τον ιδρώτα των εργατών και τα λεφτά του λαού. Η κατάσταση αυτή προστίθεται σε όλα τα πρόσφατα και παλιότερα προηγούμενα ανάλογα εγκλήματα του συστήματος και του κράτους του, αλλά τα τωρινά δεν προσφέρονταν να κρυφτούν πίσω από τα θεωρήματα της «κλιματικής κρίσης» που πλάσαραν κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Η ωμή αλήθεια είναι πως όσα τραγικά και επώδυνα συνέβησαν στην Αττική και σε όλη τη χώρα με τον χιονιά δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας «ύμνος» στο σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης, στις πολιτικές της αρπαχτής από τη μια και της βαναυσότητας ενάντια στον λαό από την άλλη.
Αντιδραστικές και αμήχανες πολιτικές μανούβρες
Πιεσμένη από όλα αυτά, η κυβέρνηση -που ξέρει πολύ καλά πως θα συνεχίσει στην ίδια εγκληματική για τον λαό ρότα- επιστράτευσε τις κλασικές μεθοδεύσεις. Ήταν ψεύτικη και θρασύδειλη η «συγγνώμη» του Μητσοτάκη, ίδια με τη «συγγνώμη» που είχε ζητήσει λίγους μήνες πριν για τις πυρκαγιές που ρήμαξαν μεγάλο κομμάτι της Ελλάδας και άφησαν άστεγους και «πρόσφυγες» μέσα στη χώρα τους χιλιάδες εργαζόμενους και φτωχούς αγρότες. Ήταν μια «συγγνώμη» έπαινος στην κυβερνητική πολιτική, αφού μαζί με αυτήν ισχυρίστηκε πως η κυβέρνηση και το κράτος «πήραν το μάθημά τους» από την περσινή «Μήδεια» και γ’ αυτό στην τωρινή «Ελπίδα» έμειναν χωρίς ηλεκτροδότηση ολόκληρες περιοχές μόλις… μια εβδομάδα! Δίπλα σε αυτή τη «συγγνώμη», η κυβέρνηση έβαλε την καθόλου βέβαιη και ιδιαίτερα προκλητική υπόσχεση ενός διχίλιαρου ως αποζημίωση για τους εγκλωβισμένους στη Αττική οδό! Λες και αυτή η αμφίβολη υπόσχεση καλύπτει όλα όσα πέρασαν οι άνθρωποι εκεί, λες και για τους εγκλωβισμούς, τις ζημιές και τις καταστροφές στο βιός των χιλιάδων άλλων στην πρωτεύουσα και στην περιφέρεια δεν έχει καμιά ευθύνη. Αυτοί οι αντιδραστικοί χειρισμοί συμπληρώθηκαν με το γνωστό «παιχνίδι» που τάχα ψάχνει αλλά δεν βρίσκει ποιο από τα πολλά πρόσωπα του συστήματος και του κράτους «έχει ευθύνες» για την κατάσταση. Επιδιώκουν, δηλαδή, να παραζαλίσουν τον λαό με τους «προβληματισμούς» για τις αρμοδιότητες Υπουργείων, Δήμων, Περιφέρειας, Ιδιωτών και τελικά να τον παραμυθιάσουν ότι την επόμενη φορά θα έχουν κάνει ένα «πιο καλό συντονισμό» όλων αυτών. Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί που είναι συνεργοί και συνένοχοι στο έγκλημα, το μόνο που θα κάνουν είναι να συνεχίσουν την εφαρμογή της ίδιας πολιτικής, να χειροτερεύουν τους όρους της ζωής του λαού.
Δίπλα στη «συγγνώμη» αποποίησης των πολιτικών ευθυνών της κυβέρνησης, υπήρξε η αντιπολιτευτική ενεργοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ με την κατάθεση πρόταση μομφής. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτής της ενεργοποίησης αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτό που είναι και στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια κοινοβουλευτική φασαρία με τον λαό θεατή της, χωρίς ούτε ίχνος αιτήματος διεκδίκησης, χωρίς ούτε ψήγμα λογικής για προτάσεις πάλης. Ακριβώς γιατί και ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει τον λαό στη γωνία αδρανή και παραιτημένο, με μόνη του «ελπίδα» την κυβερνητική αλλαγή. Γι’ αυτό -και παρά το ότι ακόμα λείπει από την αξιωματική αντιπολίτευση ένα κόμμα με μαζικές οργανωμένες δυνάμεις- ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κόψει κάθε γέφυρα με το κίνημα από αυτές που είχε και χρησιμοποίησε πολύ για να γίνει η «πρώτη φορά» της κυβερνητικής του θητείας. Τώρα, με τη φωνασκία περί «προοδευτικής κυβέρνησης» και το αίτημα των εκλογών μαζί με το σχέδιο Τσίπρα για εκλογή προέδρου και οργάνων από τη βάση του ενόψει συνεδρίου, για να καταφέρει να «μαζέψει» το κόμμα, επιχειρεί να διεκδικήσει από τα κέντρα εξουσίας μέσα και έξω από τη χώρα αυτό που δεν έχει από τον λαό. Την προτίμησή τους και τη στήριξή τους για να προκριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως η επόμενη κυβερνητική λύση.
Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε την πρόταση μομφής για να «θυμίσει» από το βήμα της Βουλής στον λαό -αλλά και κυρίως στα κέντρα του συστήματος- ότι είναι εδώ και μπορεί να αποτελέσει τη διάδοχη κυβερνητική λύση, μιας και η ΝΔ φθείρεται ήδη σημαντικά. Ταυτόχρονα, η πρόταση μομφής ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ και μια προσπάθεια να φέρει το ΚΙΝΑΛ του Ανδρουλάκη πιο κοντά του ή τουλάχιστον πιο μακριά από τη ΝΔ. Μια προσπάθεια πετυχημένη, αφού το ΚΙΝΑΛ -έστω με ορατούς δισταγμούς- κάτω από την πίεση των γεγονότων δεν είχε άλλη επιλογή. Το κοντράρισμα που δέχτηκε ο Ανδρουλάκης από τον πρόεδρο της Βουλής είναι άλλη μια έκφραση αυτής της εξέλιξης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς, είναι ικανοποιημένοι από αυτή την κοινοβουλευτική οπερέτα και προφανώς δεν θέλουν ούτε να θυμούνται ότι λίγα χρόνια πριν διακήρυτταν πως θα «έφερναν την ελπίδα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη» κόντρα στο «παλιό πολιτικό σύστημα». Και αν βέβαια το ακροδεξιό ΑΝΕΛ κάθε άλλο παρά «νέο πολιτικό σύστημα» δεν ήταν, πολύ περισσότερο δεν είναι το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, που αποτέλεσε οργανική πολιτική δύναμη και πυλώνα του συστήματος από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα!
Η «Ελλάδα μετά τα μνημόνια»
Το «αφήγημα» με το οποίο ξεκίνησε και πορεύτηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν και είναι πως οικοδομεί την «Ελλάδα μετά τα μνημόνια». Πως συγκροτεί, δηλαδή, μια χώρα που περνάει από τη διάλυση στην «ανάπτυξη», γίνεται «πόλος επενδύσεων» και αναβαθμίζει τον γεωπολιτικό της ρόλο στην περιοχή. Το «αφήγημα» αυτό είχε εξαρχής αποκλειστική απεύθυνση στην αστική τάξη, αφού το όλο σχέδιο βασιζόταν και βασίζεται στην πολύ μεγαλύτερη εκμετάλλευση, φτώχεια, καταπίεση και τρομοκρατία. Το βέβαιο είναι ότι το αφήγημα αυτό δέχεται διαρκώς πλήγματα και ο χιονιάς προστέθηκε σε αυτά. Το σχέδιο αυτό και οι μωροφιλοδοξίες του τρακάρουν ξανά και ξανά στα πραγματικά δεδομένα που διαμορφώνει η κρίση, ο οξυμένος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και οι περιπλοκές που έφερε διεθνώς η πανδημία. Το «πάνω χέρι» στον ανταγωνισμό με την Τουρκία δεν επιβεβαιώνεται, οι ονειρώξεις για κυρίαρχο ρόλο στη ΝΑ Μεσόγειο βυθίζονται, οι σχέσεις με τα Βαλκάνια οξύνονται, οι όροι δανεισμού απειλούνται με διαρκή χειροτέρευση, τα λεφτά του Ταμείου ανάκαμψης δεν έρχονται, στον ορίζοντα βρίσκονται νέα «μνημόνια». Είναι χαρακτηριστική η ανεπίσημη διαρροή από την Κομισιόν για την ανάγκη να «αντικατασταθεί» η κυβέρνηση της ΝΔ από «κυβέρνηση τεχνοκρατών», η οποία «θα έχει το θάρρος» για τα νέα απαιτούμενα μέτρα. Η διαρροή επισήμως διαψεύστηκε, αλλά το ότι υπήρξε έχει τη σημασία της.
Συνεπώς, από το όλο σχέδιο αυτό που μένει είναι η ένταση της καταλήστευσης και της εκμετάλλευσης των εργατικών και λαϊκών μαζών, μαζί με τη σκλήρυνση της πολιτικής της φασιστικοποίησης. Ταυτόχρονα, διαψεύδονται ελπίδες και προσδοκίες που αφορούσαν σε βελτίωση για τα μικρομεσαία ακόμα και για τα «μεγαλομεσαία» κοινωνικά στρώματα. Η εκτίναξη των τιμών, κυρίως της ενέργειας, αλλά και συνολικά τα διαρκώς πιο μεγάλα κύματα της ακρίβειας, αν από τη μια σημαίνουν μαζική εξαθλίωση για τον λαό, από την άλλη φέρνουν μεγάλα προβλήματα στην «αγορά» σε μικρές, αλλά και μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Συνεπώς, η επιδίωξη τα μεγαλοαστικά τζάκια να διευρύνουν την οικονομική και τελικά κοινωνική και πολιτική βάση στήριξής τους μένει μετέωρη.
Τα πλήγματα αυτά στο σχέδιο της «Ελλάδας μετά τα μνημόνια», που απειλείται με κατάρρευση και με αντικατάστασή του με την «Ελλάδα μπροστά στα νέα μνημόνια», ασκούν σοβαρή πίεση πριν από όλα στην κυβέρνηση, αλλά όχι μόνο σε αυτήν! Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πυλώνας και κόμμα του συστήματος, βρίσκεται μέσα στο ίδιο πλαίσιο αδιεξόδων και δεν έχει, δεν μπορεί να έχει απαντήσεις σε αυτά. Εξάλλου, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που στην κυβερνητική του θητεία, αντί να φέρει το «τέλος των μνημονίων» έφερε και υλοποίησε το τρίτο μνημόνιο.
Γι’ αυτό ακριβώς διαπιστώνεται ξανά και ξανά –και με τον χιονιά έγινε ακόμα πιο έντονο- το «παράδοξο»: Γίνεται πιο φανερή η φθορά της κυβέρνησης και δίπλα σε αυτή πιο έντονη η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει στα κέντρα του συστήματος και ήδη εκδηλώνεται διάχυτη ανησυχία για τις πολιτικές εξελίξεις, για το με ποιους τρόπους και ποιες θα είναι οι νέες κυβερνητικές λύσεις. Με βάση αυτά τα προβλήματα, υπήρξε και υπάρχει και «εθνικό ενδιαφέρον» για το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, μαζί με συγκρούσεις για το ποια κυβερνητικά και πολιτικά σενάρια θα υπηρετήσει η ανασυγκρότησή του.
Πώς θα «γιορτάσουν» τα 70 χρόνια ΝΑΤΟ;
Από το σχέδιο «της Ελλάδας μετά τα μνημόνια» που «αναβαθμίζεται γεωπολιτικά» διαμορφώθηκε και άλλη μια πραγματικότητα: η πλήρης στοίχιση και πρόσδεση της Ελλάδας στις απαιτήσεις και τους πολεμικούς σχεδιασμούς των αμερικανοΝΑΤΟϊκών. Η Ελλάδα έγινε ολόκληρη μια πολιτικοστρατιωτική πλατφόρμα στην υπηρεσία της περικύκλωσης της Ρωσίας. Στο φόντο της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης ΗΠΑ και Δύσης με τη Ρωσία, αυτή η πραγματικότητα μπορεί να αναδειχτεί πολύ πιο βαριά και επικαθοριστική για τις τύχες της χώρας και του λαού μας, από τα αδιέξοδα που εκδηλώνονται στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.
Γιατί η αμερικανοΝΑΤΟϊκή αντιπαράθεση έχει πρώτο και βασικό επίδικο τον έλεγχο της Ουκρανίας, αλλά έχει ήδη απλωθεί και έχει οξύνει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς σε όλη την ευρύτερη περιοχή, από τις χώρες της Βαλτικής ως τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μ. Ανατολή και την Αφρική. Δηλαδή, σε ολόκληρο το τόξο που η χώρα έχει αναλάβει ευθύνες «υπηρεσιών», με βάση τις συμφωνίες με Γαλλία και κύρια με ΗΠΑ.
Γιατί η Αλεξανδρούπολη -αλλά και η Σούδα- είναι σε άμεση εμπλοκή της πρώτης πολεμικής γραμμής του μετώπου που διαμορφώνει η σύγκρουση των ιμπεριαλιστών, την οποία τροφοδοτεί με πολεμικό υλικό. Ταυτόχρονα, αυτές και όλες οι υπόλοιπες βάσεις στη χώρα, είναι βάσεις των πολεμικών εξορμήσεων των ΑμερικανοΝΑΤΟϊκών προς όλες τις κατευθύνσεις στην ευρύτερη περιοχή.
Ήδη καταγράφονται δύο σημαντικές εξελίξεις που αναδεικνύουν τους τεράστιους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο λαός μας, στη βάση της πολιτικής του «ανήκουμε στη Δύση», στη βάση της κυβερνητικής διακήρυξης «να χύσουμε το αίμα μας για τους Αμερικάνους».
Πρώτον, η ελληνική πλευρά αποφάσισε την «αναβάθμιση του εμπορικού γραφείου της στο Κόσσοβο», κινούμενη στην κατεύθυνση της αναγνώρισης αυτού του προτεκτοράτου ως «χώρα». Η εξέλιξη αυτή προφανώς «υποδείχτηκε» από τις ΗΠΑ, που εγκατέστησαν κιόλας ειδικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Αλβανία για διενέργεια στρατιωτικών ασκήσεων στην περιοχή. Ταυτόχρονα, προφανώς με αμερικάνικη καθοδήγηση, ανακηρύχτηκε μια «κοινή διασυνοριακή ζώνη» μεταξύ Αλβανίας και Κοσσόβου πλάτους 60 χιλιομέτρων. Είναι προφανές ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ -αξιοποιώντας τους θερμοκέφαλους μεγαλοϊδεατισμούς για τη «Μεγάλη Αλβανία», κλιμακώνουν στρατιωτικά την πίεση στη Σερβία, για να την αποσπάσουν από τη ρώσικη επιρροή και η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στην επιχείρηση αυτή! Το πρώτο αποτέλεσμα ήταν η οξεία αντίδραση του Σέρβου προέδρου, που δημόσια σχεδόν κατήγγειλε ότι η ελληνική κυβέρνηση σιωπηρά παραβιάζει τις δεσμεύσεις της για μη αναγνώριση του Κοσσόβου, ενώ δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει με νόημα το ανάλογο πρόβλημα με τα κατεχόμενα της Κύπρου.
Δεύτερον, η Ρωσία επέδωσε ήδη από τις 2 Φεβρουάριου μια επιστολή-τελεσίγραφο στην ελληνική κυβέρνηση. Με την επιστολή αυτή, απαιτεί απάντηση στο ερώτημα αν θα συνεχίσει η Αλεξανδρούπολη να αποτελεί βάση αποστολής δυνάμεων και πολεμικού υλικού στην Ουκρανία και τη γύρω περιοχή, ώστε να αποφασίσει και η Ρωσία τις δικές της απαντήσεις!
Για τα δύο αυτά ζητήματα, μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, όχι μόνο δεν υπάρχει επίσημη κυβερνητική τοποθέτηση και ούτε λέξη από τα αστικά κόμματα, αλλά επιπλέον υπάρχει αφωνία και πέπλο σιωπής από όλα τα συστημικά -κυβερνητικά και «αντιπολιτευτικά»- μέσα ενημέρωσης! Η αφωνία αυτή από τη μια είναι έκφραση των αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση και τα ντόπια κέντρα. Αλλά, κυρίως, είναι μια σαφής έκφραση της απόφασής τους να υπηρετήσουν τους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς με κάθε κόστος, γιατί για όλες αυτές οι δυνάμεις της εξάρτησης και της υποτέλειας δεν έχουν άλλο δρόμο να ακολουθήσουν. Είναι επίσης χαρακτηριστικό των εξελίξεων ότι και η ηγεσία του ΚΚΕ –που τόσο πολύ «πολεμάει» την «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα- δεν έχει πει λέξη για τα δύο αυτά ζητήματα! Συμμορφώνεται δηλαδή στη γραμμή σιωπής των αστικών δυνάμεων, από τις οποίες περιμένει να δει ποιες και τι αντιδράσεις είναι αποδεκτές από το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης.
Είναι τραγική ειρωνεία ότι η αστική τάξη θα «γιορτάσει» στις 18 Φλεβάρη τα 70 χρόνια από την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, που σύμφωνα με τα κηρύγματα της αστικής υποτέλειας αποτελεί «βάθρο της ασφάλειας» για το λαό και τη χώρα, την ίδια στιγμή που, στη βάση αυτής της ένταξης, σέρνει τη χώρα και το λαό στους κινδύνους ενός ματοκυλίσματος των λαών της περιοχής!
Γι’ αυτό είναι απολύτως άμεση και επιτακτική αναγκαιότητα ο λαός και η νεολαία της χώρας να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν ενάντια σε αυτήν την πολιτική, ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό! Να διαδηλώσουν την αλληλεγγύη τους σε όλους τους λαούς της περιοχής, την ανάγκη να διαμορφωθεί Μέτωπο πάλης των λαών ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Συνεπώς, στις 19 Φλεβάρη η ευρύτερη δυνατή αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική κινητοποίηση δυνάμεων που προτείνει το ΚΚΕ(μ-λ) δεν είναι -η έτσι κι αλλιώς αναγκαία- καταγγελία της μαύρης για το λαό επετείου των 70 χρόνων. Είναι κρίσιμη και πρωτεύουσα αναγκαιότητα για την ίδια τη ζωή του λαού, βασικό και καθοριστικό ζήτημα της συνολικής πάλης που χρειάζεται να αναπτυχθεί για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του και την προοπτική να πάρει τις τύχες του στα χέρια του.