Γαλλία, Γερμανία, Ουκρανία και Ρωσία συμφώνησαν σε νέες συνομιλίες σε δύο εβδομάδες, στο Βερολίνο, σε μια προσπάθεια «ανάτασης» της συμφωνίας του 2015. Ο Ουκρανός ηγέτης επισήμανε την πρόοδο στις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι, λέγοντας ότι ελπίζει να διατηρηθεί η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην ανατολική Ουκρανία. Η κίνηση αυτή, σε συνδυασμό με το ξεκίνημα των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο (όπου αναμένεται να δώσει το «παρών» και ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι), προϊδεάζει ότι για τις επόμενες δυο τρεις βδομάδες, οι εξελίξεις θα παραμείνουν (εκτός απροόπτου) στο διπλωματικό πεδίο. Πάντως, το ενδιαφέρον για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς στο Πεκίνο δεν εντοπίζεται στο αγωνιστικό κομμάτι. Τόσο οι απουσίες ηγετών, όσο και οι παρουσίες κατά την έναρξή τους, σηματοδοτούν γενικότερες τάσεις. Η πρωτοβουλία της Ουάσιγκτον για διπλωματικό μποϊκοτάρισμα των αγώνων μπορεί να μην είχε ιδιαίτερη απήχηση, αλλά έχουν προγραμματιστεί διάφορες παρεμβάσεις από ΜΚΟ, που θέλουν να αναδείξουν τις… «παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στην Κίνα.
Σε ό,τι αφορά, ωστόσο, την «ουκρανική κρίση», μετά τη Γαλλία και τη Γερμανία, μπαίνει και η Βρετανία στο παιχνίδι των διπλωματικών επαφών το επόμενο διάστημα. Εκτός της τηλεφωνικής επικοινωνίας του Βρετανού πρωθυπουργού με τον Ρώσο πρόεδρο, προγραμματίζεται η μετάβασή του στο Κίεβο, το οποίο ήδη δέχεται πολλές επισκέψεις δυτικών αξιωματούχων. Επίσης, οι γραπτές απαντήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στα αιτήματα της Ρωσίας παρελήφθησαν από το Κρεμλίνο στις 26 Ιανουαρίου. Σχολιάζοντάς τες, ο Λαβρόφ δηλώνει ότι οι αμερικανικές προτάσεις είναι καλύτερες από τις προτάσεις που διατυπώθηκαν από το ΝΑΤΟ και ότι η αμερικανική απάντηση «δίνει ελπίδες για έναρξη μιας σοβαρής συζήτησης σε δευτερεύοντα ερωτήματα»!
Ωστόσο, το τοπίο παραμένει εξαιρετικά ρευστό, με τις δύο πλευρές να κινδυνολογούν γύρω από υποθετικές κινήσεις, που τροφοδοτούν διαφόρων ειδών σενάρια. Όμως, γίνεται ολοένα και πιο φανερό (από κοινά ανακοινωθέντα και συμπεράσματα των υπουργικών συνόδων ή ακόμη και των συνόδων κορυφής του ΝΑΤΟ και της ΕΕ), πως η ευρωπαϊκή και διατλαντική ομοφωνία στην κρίση της Ουκρανίας κινείται σε ένα εύρος από προσχηματική μέχρι… εικονική! Το αποτέλεσμα της «προσωρινής λύσης» του '14 -΄15 (που διαμορφώνει τη σημερινή αβέβαιη και ασταθή κατάσταση στη Ουκρανία), δοκιμάζει έντονα την νέα ευρωατλαντική πραγματικότητα που αναδύθηκε μετά το 1990.
Η «ουκρανική κρίση» θέτει για τη Ρωσία ζήτημα επανασχεδιασμού του μεταψυχροπολεμικού χάρτη, επιδιώκοντας να επανακτήσει μέρος από την επιρροή της στην Α. Ευρώπη, στη βάση εγγυήσεων της δικής της ασφάλειας. Αυτό σημαίνει ότι οι πρώην σοβιετικοί γείτονές της δεν θα πρέπει να προσχωρήσουν σε οποιεσδήποτε συμμαχίες που θεωρούνται εχθρικές προς τη Μόσχα, ιδιαίτερα στο ΝΑΤΟ. Αυτό διασαφηνίζει ο Πούτιν στις «δύο Συνθήκες» που προτάθηκαν στις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, οι οποίες απαιτούν από μετασοβιετικές χώρες -αλλά και από Σουηδία και Φινλανδία- να δεσμευθούν στη μόνιμη ουδετερότητα και να μην επιδιώξουν την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Για τη Ρωσία, όπως φαίνεται από την προτεινόμενη ατζέντα των διαπραγματεύσεων με την Ουάσινγκτον, γίνεται σαφές ότι πρώτα θα αναζητηθεί ένα συνολικό, κοινά αποδεκτό πλαίσιο για την Ευρώπη και μετά θα αναζητηθεί συμβιβαστική φόρμουλα για την Ουκρανία, δηλαδή η «ουκρανική κρίση» από επίδικο, να γίνει ένα από τα επίδικα…
Από ό,τι φαίνεται, δεν είναι ίσως μόνο ο Πούτιν που αμφισβητεί αυτή την τάξη πραγμάτων. Αρκετοί Ευρωπαίοι βρίσκουν αρκετή λογική στις απαιτήσεις του! Και δεν εννοούμε τον πρώην καγκελάριο της Γερμανίας, Σρέντερ, που ως πρόεδρος της κοινοπραξίας του Nord Stream 2, δεν έχει την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Υπάρχουν, λοιπόν, προσεγγίσεις που δείχνουν πως η τρέχουσα κρίση πηγαίνει 30 χρόνια πίσω και αφορά κάτι πολύ περισσότερο από την Ουκρανία και την πιθανή ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Αφορά το μέλλον της ευρωπαϊκής τάξης που διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της ΣΕ.
Σίγουρα, στο Κίεβο αντιλαμβάνονται ότι η δύσκολη και περίπλοκη, στην εξέλιξή της, διαπραγμάτευση Ουάσινγκτον-Μόσχας έχει βασικό σημείο αναφοράς τη χώρα τους, αλλά οι στοχεύσεις είναι ευρύτερες. Το αντιλαμβάνονται και το φοβούνται. Όταν, πρόσφατα,
ο ΥΠΕΞ της Ουκρανίας δηλώνει ότι… «κανείς δεν πρόκειται να επιβάλει στη χώρα μου να κάνει παραχωρήσεις στο όνομα του κατευνασμού της Ρωσίας»… έχει ως αποδέκτη τις ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν, ισορροπώντας ανάμεσα σε διάλογο/σκληρή ρητορική και διπλωματία/κυρώσεις, δείχνει να προσπαθεί να ελέγξει τη διασυμμαχική …πολυφωνία, αποφεύγοντας κινήσεις υψηλού ρίσκου. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να κρατήσει πολύ, με την έννοια ότι διαμορφώνονται καταστάσεις που από εκεί και μετά η κλιμάκωση επιδέχεται μία μόνο απάντηση: την κλιμάκωση!
Σήμερα, για τις ΗΠΑ, η κλιμάκωση αφορά μόνο επιλογές του Πούτιν. Πέρα από τη γενική εισβολή, τα άλλα πιθανά σενάρια αφορούν: επιπλέον στήριξη στις ανατολικές επαρχίες που ελέγχει η Μόσχα ή την πραγματοποίηση περιορισμένης κλίμακας εισβολής, ώστε να αποσταθεροποιηθεί ο Ζελένσκι. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο βλέπει να μεθοδεύονται προβοκατόρικες κινήσεις, ώστε να εξαναγκαστεί σε εισβολή.
Ωστόσο, πάνω σε αυτά τα σενάρια διαρθρώνονται οι απαντήσεις των ΗΠΑ, που όμως αναδεικνύουν σημαντικές διαστάσεις απόψεων στον δυτικό κόσμο. …«Το ΝΑΤΟ δεν έχει σχέδια να αναπτύξει μάχιμα στρατεύματα στην Ουκρανία, χώρα η οποία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, σε περίπτωση ρωσικής εισβολής», δήλωσε ο γγ της συμμαχίας, Στόλτενμπεργκ. Σε ποιον απαντά ο γγ; Το Κίεβο δεν έχει υποβάλει κάποιο επίσημο αίτημα προς το ΝΑΤΟ. Ο Μπάιντεν το προχώρησε παραπέρα, προσθέτοντας ότι «στην περίπτωση επιδρομής μικρής κλίμακας (;) δεν θα υπάρχει ομοφωνία των συμμάχων των ΗΠΑ για επιβολή κυρώσεων». Πρόκειται για ένα σαφές μήνυμα στην Ουκρανία, που υπογραμμίζει την ασάφεια των μηνυμάτων από την Ευρώπη. Η Γερμανία έχει αρνηθεί να εξάγει όπλα στην Ουκρανία και δεν έχει ξεκαθαρίσει τη σχέση του αγωγού Nord Stream 2 στο ζήτημα των κυρώσεων. (Ο καγκελάριος Σολτς έκανε λόγο για «ιδιωτικό σχέδιο», το οποίο δεν θα πρέπει να αναμιγνύεται με πολιτικά ζητήματα!). Εκτός από τη Γερμανία, που δηλώνει ότι δεν πρόκειται να διακυβεύσει την Ειδική Σχέση της με τη Ρωσία, προστέθηκε και η Ιταλία με τους επιχειρηματίες της, στέλνοντας το δικό της μήνυμα. Αλλά και ο Μακρόν υπονομεύει την εικόνα ενός ενιαίου μετώπου, καλώντας την ΕΕ να διεξάγει τον δικό της διάλογο με τη Ρωσία. Τελικά, οι Βρυξέλλες κινούνται σε μια προσέγγιση προσαρμοζόμενων κυρώσεων (βλέποντας και κάνοντας), ανάλογα με τη σοβαρότητα των ενεργειών της Μόσχας.
Μετά από όλα αυτά, ο Ουκρανός πρόεδρος, Ζελένσκι, εμφανίζεται ενοχλημένος με την πολιτική Μπάιντεν. Αναφέρεται πως σε τηλεφωνική συνομιλία τού ζήτησε να παίρνει τις πληροφορίες του για την κατάσταση στη χώρα του από τον ίδιο και όχι από «ενδιάμεσους» και τον κάλεσε να «αποκλιμακώσει» τα μηνύματα που ενισχύουν τον πανικό και τις επιπτώσεις του. Αλλά και σε συνέντευξη που παραχώρησε στα δυτικά ΜΜΕ, ζήτησε το ίδιο πράγμα, συνολικά από τη Δύση, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «…αν κάποιος άκουγε τα διεθνή ΜΜΕ, ακόμη και ηγέτες κρατών, θα πίστευε ότι είμαστε ήδη σε πόλεμο σε όλη τη χώρα και ότι υπάρχουν στρατιώτες που προελαύνουν στους δρόμους».
Επίσης, χαρακτήρισε «λάθος» την απόφαση, με την οποία κάποιες δυτικές πρεσβείες, όπως των ΗΠΑ και του Καναδά, ανακάλεσαν ένα μέρος του προσωπικού τους, λόγω της απειλής της ρωσικής εισβολής. Τόνισε πως ο βασικός κίνδυνος για την Ουκρανία είναι η αποσταθεροποίηση εκ των έσω, συμπεριλαμβανομένης και μιας οικονομικής κρίσης. Πάντως, καθόλου τυχαίο δεν είναι που και το Der Spiegel πρόσφατα παρουσίασε νυν και πρώην στενούς συνεργάτες του Ζελένσκι σε θέματα άμυνας, να διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει κάποια σοβαρή αλλαγή στην ανάπτυξη, αλλά και την ισχύ των ρωσικών δυνάμεων, έτσι όπως διαμορφώθηκαν μετά το 2014!
Χωρίς αμφιβολία, η Ρωσία σήμερα είναι ισχυρότερη γεωπολιτικά, από τότε που εισήλθε στη μετασοβιετική περίοδο. Αυτό σε μεγάλο βαθμό δικαιολογεί την απαίτησή της να διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο στην άλλοτε σφαίρα προνομιακών συμφερόντων, που σήμερα ορίζει τον μετασοβιετικό χώρο.
Πάντως, και η φημολογούμενη προσέγγιση της Μόσχας με το Πεκίνο, αν έχει πραγματικά τη διάσταση που της αποδίδεται, ενισχύει την απαίτηση της Ρωσίας για μια νέα μεταδυτική τάξη, που κάτω από προϋποθέσεις, θα ήθελε και το Πεκίνο. Αυτό θα οξύνει παραπέρα τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και με ό,τι κινδύνους συνεπάγεται αυτό για τους λαούς.
ΧΒ