Το πλαίσιο
Αδιαμφισβήτητα οι εξελίξεις στην Ουκρανία και ο ανταγωνισμός ΝΑΤΟ-Ρωσίας στην περιοχή έχουν πυροδοτήσει μια σειρά από επικίνδυνες εξελίξεις. Τον φόβο για το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου τον συνοδεύει ένα γιγάντιο κύμα ακρίβειας, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας (φυσικό αέριο, πετρέλαιο κ.τ.λ.). Επίσης, το τελευταίο διάστημα όλα τα δυτικά ειδησεογραφικά πρακτορεία μιλούν για την εκτίμηση μιας διεθνούς επισιτιστικής κρίσης, λόγω του αποκλεισμού από την αγορά της παραγωγής σίτου από τη Ρωσία (λόγω οικονομικών κυρώσεων) αλλά και από την Ουκρανία (λόγω πολέμου). Μάλιστα, εκτιμάται ότι η απώλεια αυτή αναλογεί περίπου στο 1/3 του εμπορίου σταριού παγκόσμια.
Στη χώρα μας το ζήτημα της επισιτιστικής κρίσης έχει τεθεί ήδη. Αυτό δεν αφορά μόνο το κομμάτι της προμήθειας σιταριού. Για αυτό ήδη οι εγχώριες αλευροβιομηχανίες αναζητούν απεγνωσμένα να αναπληρώσουν το 30% -περίπου- που εισήγαγαν από Ρωσία-Ουκρανία, γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσμα την επιπλέον άνοδο στις τιμές σε βασικά είδη (ψωμί). Ενδεικτικά από τους 900.000 τόνους μαλακού σιταριού που χρειάζεται η χώρα, οι 250.000 τόνοι εισάγονται από τις δύο αυτές χώρες. Εκτιμήσεις λένε ότι θα ενταθεί ακόμα περισσότερο το πρόβλημα και με τα νωπά λαχανικά και φρούτα, καθώς η εκτίναξη του κόστους παραγωγής -και λόγω αύξησης των τιμών στα λιπάσματα-, συσκευασίας και μεταφοράς μπορεί να κάνει ασύμφορη μέχρι και τη συγκομιδή τους!
Τα αίτια
Σίγουρα καταλύτης σε αυτή την κατάσταση αποτέλεσε το «Ουκρανικό». Η ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσίας οξύνθηκε και βρήκε ξανά πεδίο έκφρασης στην πολύπαθη διχοτομημένη Ουκρανία. Τη ρώσικη επέμβαση ακολούθησε ο «οικονομικός πόλεμος» της Δύσης με μια σειρά μέτρα, κυρώσεις και αποκλεισμούς. Αυτό γιγάντωσε με τη σειρά του το κύμα ακρίβειας και αύξησης τιμών της ενέργειας, αλλά και των πρώτων υλών, που συνόδευε την πανδημία.
Η αστική τάξη στη χώρα μας, από την πρώτη στιγμή, μας ενέπλεξε σε αυτή την αντιπαράθεση. Αναπαρήγαγε όλη την αντιρωσική δυτική προπαγάνδα, έστειλε πολεμικά εφόδια για να δείξει τη στήριξή της στην κυβέρνηση Ζελένσκι (βλέπε δυτικό μπλοκ) και υιοθέτησε όλο το οικονομικό πλαίσιο των κυρώσεων. Βασικό της μέλημα αποτέλεσε η πολιτική δήλωση υποταγής στα σχέδια των ιμπεριαλιστών της Δύσης και η προσφορά της χώρας αλλά και του λαού ως θυσία σε αυτά. Δεν την απασχόλησαν -ούτε θα την απασχολήσουν- ποτέ οι συνέπειες όλων αυτών των κινήσεων πάνω στον λαό.
Η όξυνση της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης εξωθεί στη συγκρότηση «μπλοκ δυνάμεων» -άσχετα αν δεν είναι απόλυτα ενιαίες-. Ένα από τα αποτελέσματα αυτού θα είναι και η επισιτιστική κρίση που θα χτυπήσει την πόρτα, όχι μόνο των χωρών του λεγόμενου 3ου κόσμου (οι οποίες φυσικά θα το βιώσουν με πολύ πιο άσχημους όρους), αλλά και τις χώρες της ανεπτυγμένης δύσης. Άλλο ένα δείγμα ότι οι λαοί θα πληρώσουν ξανά το «τίμημα» των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Οι ελληνικές …ιδιαιτερότητες
Αναφέραμε και παραπάνω ότι τον ρόλο του καταλύτη σε αυτή την κρίση αποτέλεσαν οι εξελίξεις στον πόλεμο στην Ουκρανία. Σε ό,τι αφορά βέβαια τη χώρα μας, η «εξίσωση» είναι λίγο πιο σύνθετη.
Η διπλή εξάρτηση, από Ευρωπαίους και Αμερικάνους, έχει επιβάλλει τις τελευταίες δεκαετίες τη συγκρότηση μιας οικονομίας παραρτηματοποιημένης στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και επιδιώξεις, στηριγμένης στις υπηρεσίες και στον τουρισμό. Ανάλογα με τα σχέδια των ιμπεριαλιστών, προσαρμόζανταν και οι «σχεδιασμοί» της άρχουσας τάξης. «Στροφή» στις ΑΕΠ από την «Ευρώπη»; Αγορά ανεμογεννητριών (γερμανικών, ολλανδικών κ.τ.λ.) και «απολιγνιτοποίηση» στη χώρα μας.
Αντίστοιχα και στο κομμάτι της διατροφικής επάρκειας. Η Ελλάδα έχει καταλήξει να είναι ελλειμματική στα περισσότερα αγροτικά προϊόντα. Ενδεικτικά στοιχεία: το 70% του αγελαδινού γάλακτος είναι εισαγόμενο, όπως και το 90% του βόειου κρέατος, το 70% του χοιρινού και το 30% των πουλερικών. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο 2015-2019 από τις συνολικές εισαγωγές τροφίμων το 33% (περίπου 9,3 δις ευρώ) αφορούσε τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, γάλα, αυγά, τυριά, γαλακτοκομικά προϊόντα κ.τ.λ.).
Τα παραπάνω δείχνουν ξανά το έωλο του κυρίαρχου αφηγήματος της αστικής τάξης εδώ και δεκαετίες για τη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού. Επί της ουσίας, όλες αυτές οι πολιτικές είχαν σαν αποτέλεσμα μια ισχυρή εξάρτηση της χώρας από την εισαγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας. Αυτό πολλαπλασιάζει τα προβλήματα που προκύπτουν στον λαό σε περιόδους κρίσης. Αντίστοιχα ζητήματα αντιμετώπισαν νησιά το προηγούμενο διάστημα, που σχεδόν το 100% του ΑΕΠ τους στηριζόταν στον τουρισμό.
Κοινή Αγροτική Πολιτική
Επιμέρους -αλλά καθοριστικό- κομμάτι της διατροφικής εξάρτησης αποτέλεσε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ. Χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο της αγροτική οικονομίας, για τη συρρίκνωση και καταστροφή της γεωκτηνοτροφικής παραγωγής με αποτέλεσμα την εξάρτηση της χώρας μας από τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων (βασικά από χώρες της ΕΕ).
Η συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού από το 30% στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 σε μονοψήφια ποσοστά σήμερα, σε συνδυασμό με την αποξήλωση της κτηνοτροφίας, μετέτρεψε τη χώρα από διατροφικά επαρκή σε εξαρτημένη. Από μια χώρα εξαγωγής σημαντικών ποσοτήτων αγροτικών προϊόντων, κατέληξε σε μια χώρα εισαγωγής ακόμη και ομοειδών προϊόντων. Όλα αυτά τα δεδομένα θα δημιουργήσουν επιπλέον επιβαρυμένες συνθήκες στον λαό μας στην επικείμενη επισιτιστική κρίση.
Συμπεράσματα
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, το καλοκαίρι του 2021, από τα 7,5 δις πληθυσμό της γης πάνω από το 1 δις πεινάει (με βάση τα δεδομένα εκείνης της περιόδου), με τους εκτιμητές να λένε ότι το νούμερο αυτό θα μεγαλώσει. Η όξυνση της ενδοϊμπεριαλιστικής κόντρας και τα αποτελέσματά της βαθαίνουν τα προβλήματα αυτά και τα μεταφέρουν γιγαντωμένα στις «χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης».
Η αστική τάξη της χώρας μας «νίπτει τας χείρας της» απέναντι στον λαό και στήνει το δικό της αφήγημα. Από τη μία, επικαλείται το παγκόσμιο της κρίσης, λες και αυτό το καθιστά φυσικό φαινόμενο, δικαιολογώντας την εμπλοκή της χώρας μας στην αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσίας. Από την άλλη, στηρίζεται στη δυνατότητα να βρεθούν εναλλακτικές πηγές σταριού και στο ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει επάρκεια στη χώρα. Όσον αφορά αυτό, πέρα από το γεγονός ότι το ζήτημα είναι μεγαλύτερο -δεν αφορά μόνο την εισαγωγή του σταριού-, ακόμα και οι πιο κυβερνητικοί παράγοντες της «ελληνικής αγοράς» κάνουν δυσοίωνες προβλέψεις. Ήδη λένε ότι οι ήδη αυξημένες τιμές σε είδη πρώτης ανάγκης (π.χ. ψωμί) πρέπει να συναρτηθούν με τον τριπλασιασμό του κόστους ενέργειας για την παραγωγή τους (άλλωστε «στην αγορά δεν μπορεί να παράγεται κάτι που να μην βγάζει κέρδος»).
Από την άλλη, κάποιες φωνές του αστικού πολιτικού προσωπικού που προσβλέπουν σε «αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου» της χώρας, δεν πατάνε πάνω σε πραγματικά δεδομένα, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι αυτή η «παραγωγική ανασυγκρότηση» θα γίνει με τις ευλογίες και τη βοήθεια του ΕΣΠΑ.
Διανύουμε πράγματι μια περίοδο κατάρρευσης των συστημικών αφηγημάτων. Πριν μια 10ετία περίπου, οι δημοσιογράφοι του συστήματος φώναζαν στον αγωνιζόμενο λαό ότι «αν βγούμε έξω από την ΕΕ θα πεινάσουμε, δεν θα χουμε επάρκεια σε κρέας κ.τ.λ.», για να τον εκβιάσουν να αποδεχτεί την επίθεση. Τώρα είμαστε μπροστά σε μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση, παράγωγο του «ανήκομεν εις τη Δύση». Δύο τα συμπεράσματα για τον λαό μας: Από τη μια το σύστημα παράγει συνεχώς τις νέες του κρίσεις -κάθε είδους- (που φυσικά τις φορτώνει στις πλάτες των λαών), των οποίων οι επιπτώσεις πολλαπλασιάζονται λόγω της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης στη χώρα μας. Από την άλλη, διέξοδος για τον λαό αποτελεί μόνο η συγκρότησή του σαν μπλοκ που θα διεκδικεί τις ανάγκες του (σε πραγματικές αυξήσεις, δουλειά, ειρήνη κ.τ.λ.) κόντρα και ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις του συστήματος.