Σε πολλά δημοσιεύματα στα ΜΜΕ, αλλά και σε απόψεις που εκφέρονται από διάφορους αναλυτές διατυπώνεται το ερώτημα περί του αν ο Πούτιν εισβάλλοντας στην Ουκρανία «έπεσε στην παγίδα» που επιδέξια του έστησαν οι ΗΠΑ. Ορισμένοι, μάλιστα, απαντάνε στο ερώτημα καταφατικά. Την άποψή τους αυτή τη στηρίζουν πρώτον σε δηλώσεις που έγιναν από μεριάς ΗΠΑ, ΝΑΤΟ αλλά και του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ, Μπάιντεν.
Ότι δηλαδή ΗΠΑ-ΝΑΤΟ δεν προτίθενται να στείλουν στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφος της Ουκρανίας ή να εμπλακούν σε άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Τις δηλώσεις Μπάιντεν που διαχώρισε κατά κάποιο τρόπο την πιθανότητα εισβολής, ανάμεσα σε μια εισβολή περιορισμένης κλίμακας και σε μια ευρύτερης. Το ότι γενικότερα η αντίδραση της Δύσης, καθώς περιοριζόταν στην εξαγγελία οικονομικών, πολιτικών κυρώσεων, λειτουργούσε κατά μια έννοια σαν «πράσινο φως» στον Πούτιν για να πραγματοποιήσει την εισβολή.
Δεύτερο, τη στηρίζουν στα δεδομένα που εμφανίστηκαν «επί του πεδίου» και γενικότερα μετά την εισβολή. Στο γεγονός ότι η ουκρανική αντίσταση εμφανίζεται πολύ πιο σκληρή από όσο ίσως αναμενόταν. Στο ότι ο ρωσικός στρατός -πάντα κατά ορισμένες εκτιμήσεις- δεν φαίνεται να πετυχαίνει τους στόχους του μετά από ένα μήνα επιχειρήσεων. Η παράταση των μαχών δημιουργεί περιθώρια μεγαλύτερης ενίσχυσης των ουκρανικών δυνάμεων με πιο σύγχρονα και αποτελεσματικότερα οπλικά συστήματα από τη Δύση.
Ταυτόχρονα συντελεί στο να εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος, ενώ γίνεται λόγος για σημαντικές απώλειες σε άνδρες και στρατιωτικό υλικό. Οι κυρώσεις ήδη δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη ρωσική οικονομία και μέλλεται να δημιουργήσουν περισσότερα, αυξάνοντας έτσι τις πιέσεις στη ρωσική πλευρά. Η ρωσική εισβολή οδήγησε στη μεγαλύτερη συσπείρωση των δυτικών δυνάμεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και ενάντια στη Ρωσία. Γενικότερα η εικόνα της Ρωσίας φθίνει με ραγδαίους ρυθμούς σε παγκόσμια κλίμακα, όπως μάλιστα χαρακτηριστικά εμφανίστηκε στη μεγάλη πλειοψηφία που καταδίκασε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τη ρωσική εισβολή.
Δεν θα σταθώ εδώ στο πόσο βάσιμες είναι αυτές οι εκτιμήσεις. Όπως συνήθως συμβαίνει, άλλες έχουν μια μικρότερη ή μεγαλύτερη βάση και άλλες απλώς υπηρετούν προπαγανδιστικές στοχεύσεις. Με απασχολεί η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε.
Όσο με αφορά, έχω επίγνωση ότι σχεδιασμοί κάθε μορφής εκπονούνται συνεχώς στα διάφορα επιτελεία, όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά όλων των ιμπεριαλιστικών χωρών. Μόνο που αυτοί οι σχεδιασμοί δεν εκπονούνται από σεναριογράφους του Χόλλυγουντ, αλλά από επιτελείς που καλούνται να συνυπολογίσουν όλα τα πραγματικά δεδομένα και κινούνται στη βάση των πολιτικών κατευθύνσεων και στοχεύσεων των πολιτικών τους ηγεσιών. Μόνο σε μια τέτοια βάση μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις κινήσεις τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας.
Ένα πρώτο ερώτημα αφορά την ερμηνεία της αδιάλλακτης στάσης των ΗΠΑ πριν την εισβολή. Μια εισβολή που όπως δήλωσε Αμερικανός βουλευτής αλλά και πολλοί άλλοι, δεν θα επιχειρούνταν, αν οι ΗΠΑ προέβαιναν σε μια δήλωση-δέσμευση ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ. Το αν αρκούσε μια τέτοια δήλωση είναι βέβαια ένα ερώτημα, το γεγονός ωστόσο είναι άλλο. Είναι το ότι οι ΗΠΑ διακήρυξαν το ακριβώς αντίθετο. Το ότι δηλαδή το ΝΑΤΟ και για «λόγους αρχής»(!) κρατά πάντα ανοιχτή την πόρτα σε όποια χώρα (όπως η Ουκρανία λ.χ.) προτίθεται να ενταχθεί σε αυτό. Ταυτόχρονα, απέρριπταν συλλήβδην τις ρωσικές προτάσεις για μια συνολική διευθέτηση τόσο του «ουκρανικού» ζητήματος όσο και μιας συνολικής «αρχιτεκτονικής ασφάλειας» στον ευρωπαϊκό χώρο και ευρύτερα.
Το να ερμηνευτεί μια τέτοια στάση σαν παρώθηση της Ρωσίας στο να επέμβει σημαίνει ότι προσπερνιέται το τι θα σήμαινε η αντίθετή της. Θα σήμαινε πολύ απλά ότι οι ΗΠΑ παραιτούνται από μια στρατηγική κατεύθυνση την οποία προωθούν εδώ και τρεις δεκαετίες και ακόμη χειρότερα, ότι υποχωρούν μπροστά στην απειλή της Ρωσίας να επέμβει στρατιωτικά στην Ουκρανία.
Ας θυμίσουμε, λοιπόν, κάποια πράγματα. Βασική στρατηγική κατεύθυνση των ΗΠΑ αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες η διαμόρφωση όρων παγκόσμιας κυριαρχίας τους. Αυτός ο στόχος προωθήθηκε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο μετά τις ανατροπές του 1989-1991, καθώς αυτές θεωρήθηκε ότι παρέχουν στις ΗΠΑ την «ιστορική ευκαιρία» για την επίτευξή του. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής προώθησαν την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας και σε μια κατεύθυνση περικύκλωσης, περίσφιξης και τελικά εξουθένωσης της. Για το κλείσιμο αυτής της «λαβίδας» έλλειπε το «κομμάτι» της Ουκρανίας, που στην περίπτωσή της συμπυκνώνονταν μια σειρά κρίσιμα ζητήματα οικονομικού, πολιτικού, στρατιωτικού και πάνω απ’ όλα γεωστρατηγικού χαρακτήρα. Οι ΗΠΑ, όπως και από τη μεριά της η Ρωσία, δεν θα μπορούσαν να παραιτηθούν από τη διεκδίκησή της.
Δεύτερο. Βασικό στοιχείο, επίσης, της στρατηγικής των ΗΠΑ ήταν η προσπάθεια σύσφιξης της ενότητας του δυτικού μπλοκ και για την ακρίβεια η «πειθάρχηση» των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στους σχεδιασμούς και τις επιταγές των ΗΠΑ, πολύ περισσότερο σε μια περίοδο που εκδηλώνονται αντιθέσεις ή και «φυγόκεντρες» τάσεις, όπως μάλιστα πολύ πιο έντονα εμφανίζονταν στο ενεργειακό ζήτημα. Ως προς αυτό, πέρα από τις πιέσεις που ασκούσαν οι ΗΠΑ, διέθεταν μια ήδη «δοκιμασμένη» πολλές φορές στο παρελθόν μεθόδευση. Τη «μεταφορά» του όποιου ζητήματος αναδεικνυόταν στο πεδίο της έντασης. Τη δημιουργία εντάσεων σε τέτοια κλίμακα που θα έθετε το δίλημμα στους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές (και όχι μόνο) να επιλέξουν αν είναι με τον σύμμαχο (ΗΠΑ) ή με τον «εχθρό».
Τρίτο. Μια συμφωνία με τη Ρωσία (απίθανο βέβαια, αλλά ας αναφερθεί έστω σαν υπόθεση εργασίας) θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο που θα μπορούσε να ερμηνευτεί από άλλες πλευρές με τρόπο που θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στις ΗΠΑ. Αναφέρομαι κυρίως στην περίπτωση της Κίνας και της διένεξής της με τις ΗΠΑ για το ζήτημα της Ταϊβάν. Μια υποχώρηση των ΗΠΑ στο ουκρανικό ζήτημα θα μπορούσε να θεωρηθεί από την Κίνα ως ότι ανάλογες υποχωρήσεις θα μπορούσε να κάνει και στο ζήτημα της Ταϊβάν.
Τέταρτο. Το γεγονός ότι κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει με ασφαλή τρόπο το πώς θα εξελισσόταν η ρωσική εισβολή από στρατιωτική άποψη. Από «μετά» ξεπετάγονται πολλοί «σοφοί», αλλά από τα πριν τίποτα δεν είναι δεδομένο. Πολύ περισσότερο που οι περισσότερες εκτιμήσεις συνέκλιναν στην άποψη ότι ο ουκρανικός στρατός δεν θα μπορούσε να αντέξει περισσότερο από μερικές μέρες. Αναφέρονταν, μάλιστα, η εμπειρία του Αφγανιστάν, όπου ο «άρτια εκπαιδευμένος» και εξοπλισμένος από τις ΗΠΑ στρατός του κατέρρευσε μέσα σε λίγες μέρες απέναντι στους «ατάκτους» των Ταλιμπάν, οι οποίοι φθάσανε δια περιπάτου στην Καμπούλ.
Βεβαίως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Αλλά ποια ηγεσία (των ΗΠΑ εν προκειμένω) θα έπαιρνε το ρίσκο να ωθήσει τους Ρώσους σε μια εισβολή με υπαρκτή την πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης;
Πέμπτο. Αναμφίβολα η ουκρανική αντίσταση δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στη ρωσική πλευρά. Ωστόσο, υπάρχει και μια «ανάγνωση» των εξελίξεων αρκετά διαφορετική από αυτήν που εμφανίζεται στα ΜΜΕ της Δύσης. Ας εξηγηθώ.
Η κατάληψη της Μαριούπολης ολοκληρώνει τη διαμόρφωση μιας ζώνης ελεγχόμενης από τους Ρώσους μέχρι τη Χερσώνα και μετατρέπει τη θάλασσα του Αζόφ σε ρωσική λίμνη. Ταυτόχρονα αυτό που διαφαίνεται και το οποίο επισημαίνεται και από στρατιωτικούς αναλυτές είναι ορισμένες κινήσεις των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων. Πρόκειται για κινήσεις από τον Βορρά και τον Νότο που συγκλίνουν σε μια κατεύθυνση περικύκλωσης των κύριων δυνάμεων (του «ανθού» όπως χαρακτηρίζεται) του ουκρανικού στρατού και ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο της ανατολικής Ουκρανίας και στα όρια του Ντονμπάς. Είναι πιθανό, μάλιστα, αυτό να σημαίνει η ανακοίνωση του ρωσικού επιτελείου ότι η ρωσική επιχείρηση περνάει στη δεύτερη φάση της.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι αυτό είναι το σχέδιο του ρωσικού επιτελείου ούτε ότι θα μπορέσει να ολοκληρωθεί με επιτυχία. Μπορεί, όμως, να ειπωθεί το εξής. Το αποφασιστικό πεδίο αυτή την ώρα δεν ορίζεται ούτε από τις οικονομικές ή τις πολιτικές κυρώσεις. Είναι αυτό που διαμορφώνουν οι μάχες που διεξάγονται και που μέλλεται να διεξαχθούν. Η έκβασή τους είναι που θα διαμορφώσει σε καθοριστικό βαθμό και τους όρους των μετέπειτα εξελίξεων. Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι η πλάστιγγα του πολέμου θα γείρει υπέρ της ρωσικής πλευράς, πράγμα άλλωστε αρκετά πιθανό με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων, τότε για ποια «παγίδα» ποιων σε ποιους θα μπορούμε να μιλάμε;
Τέλος και προς αποφυγήν τυχόν παρανοήσεων. Τα όσα αναφέρονται εδώ το μόνο που δεν θέλουν να πουν είναι πως η Ρωσία βγαίνει νικήτρια σ’ αυτή την αναμέτρηση. Αντίθετα και με βάση το σύνολο των δεδομένων του προβλήματος, δεν μπορεί να αποκλεισθεί καθόλου η πιθανότητα να βρεθεί τελικά η Ρωσία «με την πλάτη στον τοίχο».
Μόνο που αυτό δεν θα είναι αποτέλεσμα κάποιων σχεδιασμών «παγίδευσης» της Ρωσίας από τις ΗΠΑ. Θα αποτελεί έκφραση και αποτέλεσμα του κατά πόσο η ρωσική πλευρά εκτίμησε σωστά από τη μεριά της το σύνολο των δεδομένων του προβλήματος, τους πραγματικούς συσχετισμούς στον κόσμο, αλλά και τις δικές της δυνατότητες.
Έτσι ή αλλιώς, είναι πολλά και άκρως σημαντικά τα όσα μέλλεται να ακολουθήσουν και τα οποία θα καθορίσουν την πορεία των πραγμάτων.