Όπως αναμενόταν (και σύμφωνα με τις «οδηγίες» των δημοσκόπων), ο Εμανουέλ Μακρόν επανεξελέγη για δεύτερη θητεία στην προεδρία της Γαλλίας, κάτι που είχε να συμβεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο εκβιασμός του εκλογικού σώματος, σύμφυτος στο σύστημα ψηφοφορίας σε δύο γύρους που δημιουργεί απόλυτο διπολισμό, έφθασε στο αποκορύφωμα με την τηλεμαχία που έγινε στις αρχές της προηγούμενης βδομάδας, με χαρακτηριστικά που μάλλον θύμιζαν ψυχαγωγικό θέαμα και όχι πολιτική συζήτηση ουσίας.
Πράγματι, οι διοργανωτές του ντιμπέιτ τόνιζαν την κάθε λεπτομέρεια του τηλεοπτικού θεάματος, πώς είναι ντυμένος ο κάθε υποψήφιος, τις κινήσεις και εκφράσεις του σώματος, μέχρι και τη θερμοκρασία στο στούντιο, ώστε να φανεί στο κοινό πως πρόκειται για προσωπική αντιπαράθεση των πρωταγωνιστών και όχι για πραγματική σύγκρουση δύο πολιτικών γραμμών. Παρά ταύτα, έγιναν φανερές οι διαφορετικές αντιλήψεις για τη γαλλική κοινωνία και το ρόλο του γαλλικού ιμπεριαλισμού στην παγκόσμια σκακιέρα. Ο μεν Μακρόν προσπάθησε να υπερασπιστεί τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της πενταετίας, που είχαν την απόλυτη στήριξη των μεγαλοαστικών κύκλων της χώρας και των ετοιμοθάνατων παραδοσιακών αστικών κομμάτων, των Ρεπουμπλικάνων και των Σοσιαλιστών. Από την άλλη, η Λεπέν πόνταρε στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων, εργαλειοποιώντας την αγανάκτηση που εκφράστηκε με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων και τις κινητοποιήσεις διαφόρων κλάδων. Με αρκετή δόση λαϊκισμού, αλλά και τηρώντας τις αποστάσεις από ακραίες φασιστικές θέσεις, που επιδίωκε να τις στολίσει με φιλολαϊκό και δήθεν πατριωτικό περίβλημα, η Λεπέν κατεδάφιζε μία μία όλες τις μη υλοποιηθείσες πολιτικές επιλογές του Μακρόν (για οικολογική μετάβαση, συνταξιοδοτικό σύστημα κ.λπ.) που οδήγησαν στην απογοήτευση μεγάλα τμήματα των λαϊκών μαζών.
Και οι δύο, ωστόσο, απευθύνονταν στους ψηφοφόρους της ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας (της «Ανυπότακτης Γαλλίας» του Μελανσόν), που στον πρώτο γύρο έλαβε το αξιόλογο ποσοστό του 21,95%, ακριβώς επειδή πόνταρε στην ίδια αυτή δυσαρέσκεια και απογοήτευση. Και καθώς ο Μελανσόν έριξε τη γραμμή για «μη ψήφιση της Λεπέν» (και όχι για υπερψήφιση του Μακρόν), οι δύο μονομάχοι προσπάθησαν απελπισμένα να αποτρέψουν την αποχή αυτού του τμήματος του εκλογικού σώματος, με περιοδείες στις περιοχές όπου ο Μελανσόν επικράτησε στον πρώτο γύρο (φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων, υπερπόντια διαμερίσματα), χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η αποχή στον δεύτερο γύρο, περίπου 28%, έσπασε κάθε ιστορικό ρεκόρ, ενώ μόλις οι μισοί ψηφοφόροι της «Ανυπότακτης Γαλλίας» ψήφισαν τον Μακρόν, που κατάφερε με κόπο να αποσπάσει το 58% των ψήφων. Η ακροδεξιά της Λεπέν, με 42% -επίσης ιστορικό ρεκόρ- εμφανίζεται σαν μια επικίνδυνη ανερχόμενη δύναμη, που δείχνει ότι η λαϊκίστικη ρητορεία έχει πέραση ιδίως στα μεσαία στρώματα σε καταστάσεις απανωτών κρίσεων (οικονομική, πανδημία, πόλεμος).
Οι βουλευτικές εκλογές του Ιούνη, που θεωρούνται από τους αναλυτές σαν «τρίτος γύρος των προεδρικών», θα αποτελέσουν σοβαρή δοκιμασία για το προσωποπαγές κόμμα του Μακρόν («Η Δημοκρατία Μπροστά»), που μέχρι σήμερα ήταν πόλος συσπείρωσης δεξιών και κεντροδεξιών πολιτικών τάσεων. Ίσως τώρα μπόρεσαν να διατηρηθούν οι βασικές κατευθύνσεις πολιτικής της μεγαλοαστικής τάξης της Γαλλίας (γαλλογερμανικός άξονας, ευθυγράμμιση με το ΝΑΤΟ), αλλά είναι αμφίβολο αν θα πετύχουν οι δυνάμεις του κατεστημένου να κρατήσουν αυτή τη συσπείρωση. Ήδη προβάλλει ένα νέο δίπολο ανάμεσα στην «Ανυπότακτη Γαλλία» και την ακροδεξιά, που αναμένεται να κυριαρχήσουν στις βουλευτικές εκλογές και να δημιουργήσουν μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην κοινοβουλευτική και την εκτελεστική εξουσία, οδηγώντας σε «συγκατοίκηση» του Μακρόν με κάποιον πρωθυπουργό ο οποίος θα ανήκει σε αντιπολιτευτικό κόμμα. Ένας δύσκολος γρίφος που η γαλλική αστική τάξη καλείται να λύσει το επόμενο χρονικό διάστημα.