Είναι φανερό ότι οι μέρες που διανύουμε γίνονται ολοένα και πιο κρίσιμες. Ο ιστορικός χρόνος έχει συντομευθεί, «τρέχοντας» σ’ αυτές τις εβδομάδες σαν να έχουν περάσει μήνες και χρόνια. Ενώ βασικές πλευρές του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού παραμένουν σταθερές, ταυτόχρονα συντελούνται σημαντικές ανακατατάξεις στις επιλογές ιμπεριαλιστικών δυνάμεων πρώτης, δεύτερης και τρίτης γραμμής και διαμορφώνονται εν θερμώ οι όροι και οι προϋποθέσεις των επόμενων βημάτων τους. Προπαντός κάθε μέρα που περνά, πραγματοποιούνται άλματα στην κλιμάκωση της επικινδυνότητας για την εργατική τάξη και τους λαούς στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο.
Οι εξελίξεις στο πεδίο των μαχών
Η βύθιση του «Moskva» στις 14 Απριλίου και ενώ εξελισσόταν το ήδη εξαγγελθέν πέρασμα της ρωσικής εισβολής στη δεύτερη φάση με την απόσυρση από το Κίεβο, την αναδιάταξη των δυνάμεων και την επικέντρωση στην Ανατολική Ουκρανία, αποτέλεσε αντικειμενικά ένα σημαντικό χτύπημα στο κύρος της ρωσικής πολεμικής μηχανής και τραυμάτισε (θα δούμε σε ποιο βαθμό) και τις επιχειρησιακές δυνατότητές του πολεμικού ναυτικού της. Αντικειμενικά, επίσης, αποτέλεσε μια «τρικλοποδιά» στην έναρξη της δεύτερης φάσης, αλλά και ένα μήνυμα ότι αυτή η δεύτερη φάση θα είναι κλίμακες πιο σκληρή και πιο επικίνδυνη. Ταυτόχρονα, μια και είναι σχεδόν βέβαιο ότι για να πληγεί η ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας βοήθησαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, ήταν μια επιβεβαίωση της διπλής επισήμανσης που και εμείς έχουμε κάνει: ότι πρώτον ο ουκρανικός στρατός λειτουργεί σαν αμερικανικό άβαταρ, αντλώντας και χρησιμοποιώντας πληροφορίες που δέχεται σε πραγματικό χρόνο από την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο και δεύτερον ότι οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν συνεχώς και κλιμακούμενα την εμπλοκή τους δι’ αντιπροσώπων στον πόλεμο. Βάσει αυτού του σημαντικού γεγονότος πέρασε σχεδόν απαρατήρητη η παράδοση 1.000 Ουκρανών πεζοναυτών που ήταν ταμπουρωμένοι στην τεράστια χαλυβουργία «Αζόφσταλ» της Μαριούπολης.
Σαν «απάντηση» στη βύθιση της «Moskva» αλλά και ως προετοιμασία της δεύτερης φάσης, η Ρωσία πραγματοποίησε πυραυλικές επιθέσεις με πιο σημαντικές την καταστροφή, νοτιοδυτικά του Κιέβου εργοστασίου αντιπλοϊκών πυραύλων Neptune, σαν κι αυτούς που χτύπησαν τη «Moskva», διυλιστηρίων πετρελαιοειδών και αεροπορικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, τόσο στη Δυτική Ουκρανία, όσο και στο βορειοδυτικό Ντονμπάς.
Η Ρωσία ξεκίνησε επίσημα στις 18/4 την προσπάθεια κατάληψης της περιοχής του Ντονμπάς, με έναν καταιγισμό πυραυλικών επιθέσεων (315 στον αριθμό) με πιο σημαντικές την καταστροφή μιας γιγάντιας αποθήκης στο Λβιβ (με δικιά της σιδηροδρομική γραμμή…) όπου φαίνεται να είχαν συγκεντρωθεί μεγάλες ποσότητες του πολεμικού υλικού που είχαν αποστείλει οι δυτικοί, καθώς και τριών σιδηροδρομικών σταθμών που μείωσαν σημαντικά τη δυνατότητα ανεφοδιασμού των ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Ντονμπάς. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ρωσική επίθεση ξεκίνησε από τον Βορρά, κατάφερε να σπάσει τις γραμμές άμυνας του ουκρανικού στρατού που είχε βαριές απώλειες και να καταλάβει την πόλη Κρεμέναγια, που απέχει 50 χιλιόμετρα από την πόλη Κραματόρσκ, που αποτελεί ίσως τον πιο βασικό στόχο των ρωσικών δυνάμεων.
Τις επόμενες ημέρες, είχαμε εντατικοποίηση των πυραυλικών επιθέσεων που επεκτάθηκαν στον Νότο (Μικολάιφ, Ζαπορίζια), ξεπερνώντας τα 1000 χτυπήματα ανά ημέρα, σε στόχους που αφορούν κυρίως αποθήκες καυσίμων και εγκαταστάσεις ανεφοδιασμού των ουκρανικών δυνάμεων με οπλικά συστήματα. Εν τω μεταξύ, μετά τις 20/4 που ανακοινώθηκε η κατάληψη της στρατηγικής πόλης-λιμανιού της Μαριούπολης, υπήρξε σταδιακή απελευθέρωση στρατιωτικών δυνάμεων των αυτονομιστών του Ντονέτσκ και των Τσετσένων του Καντίροφ. Κατά τη διάρκεια της νύχτας προς τις 26/4, είχαμε ένα νέο σφυροκόπημα των ρωσικών δυνάμεων σε πάνω από 90 στρατιωτικούς στόχους στην Ουκρανία, σκοτώνοντας τουλάχιστον 500 Ουκρανούς στρατιώτες και καταστρέφοντας δεκάδες τεθωρακισμένα οχήματα και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό. Αυτή η κλιμάκωση, σε συνδυασμό με το ότι στην περιοχή του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ έχει φτάσει το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών δυνάμεων που προορίζονταν για την περιοχή, μετά την απόσυρσή τους από τον Βορρά, προϊδεάζει για την έναρξη της σφοδρής επίθεσης κατά του ουκρανικού στρατού από ανατολικά και από τον Νότο, που θα σημάνει ταυτόχρονα και την ουσιαστική έναρξη της προσπάθειας περικύκλωσης των ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων που βρίσκονται στην Ανατολική Ουκρανία.
Χωρίς σε καμιά περίπτωση να μπορούμε να προδικάσουμε την εξέλιξη των μαχών, ωστόσο έχουμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε κάποιες επισημάνσεις για ορισμένα σημεία που θα παίξουν ρόλο στην πορεία τους. Καταρχάς, περνάμε από τη φάση που κυριαρχούσε (λόγω και των επιλογών της ουκρανικής ηγεσίας) η πολιορκία των μεγάλων πόλεων, σε έναν πόλεμο ανοιχτού πεδίου και μάλιστα στις μεγάλες πεδιάδες -χωρίς βλάστηση- του Ντονμπάς και ενώ έχει περάσει η περίοδος της λάσπης. Αυτό ευνοεί τον ρωσικό στρατό, που διατηρεί, παρά τα προβλήματα που εμφάνισε και τις απώλειες που υπέστη, σαφή υπεροχή σε τεθωρακισμένα και βαρύ πυροβολικό, που επιπλέον υποστηρίζονται από κάθε είδους πυραυλικά συστήματα και φυσικά την αεροπορία, που αν δεν κυριαρχεί πλήρως στον ουκρανικό ουρανό, έχει τουλάχιστον τον σημαντικό έλεγχό του (αυτό μαρτυρά και η εναγώνια προσπάθεια των ΗΠΑ, της Βρετανίας και των δυτικών για εξοπλισμό του Κιέβου με αντιαεροπορικά συστήματα και ραντάρ αντιπυροβολικού). Το ίδιο ευνοούν τον ρωσικό στρατό οι βραχύτερες γραμμές ανεφοδιασμού, όχι μόνο σε σχέση με αυτές που ο ίδιος είχε στην πρώτη φάση, αλλά και σε σχέση με τις αντίστοιχες ουκρανικές. Είναι, επιπλέον, δεδομένο ότι ταυτόχρονα υπάρχει μια κλιμακούμενη προσπάθεια πια από την πλευρά της Ρωσίας να αποκόψει σε μεγάλο βαθμό την τροφοδοσία των ουκρανικών στρατευμάτων από τη δυτική Ουκρανία, ενώ το αντίστροφο δεν μπορεί να συμβεί εύκολα. Ρόλο θα παίξει και η στάση των ρωσόφωνων πληθυσμών της περιοχής, στον βαθμό που συνεχίζουν να προσβλέπουν προς τη Ρωσία. Φυσικά ο ρωσικός στρατός είναι κουρασμένος, αλλά το ίδιο μπορεί να πει κάποιος και για τον ουκρανικό. Στα πλεονεκτήματα των ουκρανικών δυνάμεων πρέπει να προσμετρηθεί η πολύχρονη εμπειρία που έχουν αποκτήσει στο οχτάχρονο 2014-2022 στην περιοχή του Ντονμπάς, καθώς και ο μετασχηματισμός του ουκρανικού στρατού με την αμέριστη βοήθεια των ΗΠΑ αυτή την περίοδο. Ωστόσο και σε βασικές γραμμές τα πλεονεκτήματα των ουκρανικών δυνάμεων είναι τα μείον που έχουν ή θα εμφανίσουν οι ρωσικές δυνάμεις επί του πεδίου. Φυσικά, ρόλο θα παίξει ο κλιμακούμενος δυτικός υπερεξοπλισμός της Ουκρανίας, που στον βαθμό που επιτευχθεί, ίσως να μην μπορέσει να δώσει τη νίκη στο καθεστώς του Κιέβου, αλλά να φθείρει σε σημαντικό βαθμό τις ρωσικές δυνάμεις. Αρκεί, όμως, αυτό πια για τις ΗΠΑ;
Από τη «γενοκτονία» στη διάσκεψη των εμπρηστών (Ραμστάιν)
Η έμμεση εμπλοκή των ΗΠΑ-Βρετανίας-Δύσης το τελευταίο διάστημα κλιμακώνεται και γεννά μεγάλους κινδύνους. Λίγο πριν τη βύθιση του «Moskva», ο Μπάιντεν κλιμάκωνε με τις δηλώσεις του περί «γενοκτονίας», για μια ακόμη φορά και όχι τυχαία, τις φραστικές του επιθέσεις προς τη Ρωσία, ενώ παράλληλα ανακοίνωνε πρόσθετη «βοήθεια» 800 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ουκρανία. Ο Μακρόν διαφοροποιήθηκε άμεσα, λέγοντας πως «η λεκτική κλιμάκωση δεν εξυπηρετεί την επίτευξη ειρήνης», ενώ και ο Ιταλός ομόλογός του δήλωνε πως πρέπει να υπάρξει διερεύνηση πριν την εξαγωγή συμπερασμάτων. Γάλλος δημοσιογράφος της «LeFigaro» προέβαινε παράλληλα σε αποκαλύψεις για την διεύθυνση του ουκρανικού στρατού από Αμερικανούς και τη δράση των κομάντος της βρετανικής SAS στο ουκρανικό έδαφος. Η ρωσική διπλωματία, «βλέποντας» όχι μόνο αυτό που συνέβαινε ήδη, αλλά κι αυτό που έρχονταν, έστελνε ρηματική διακοίνωση προς τις ΗΠΑ, όπως αποκάλυψε η Ουάσιγκτον Ποστ, «για να σταματήσει την ανεύθυνη στρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας, η οποία συνεπάγεται απρόβλεπτες συνέπειες για την περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια». Παράλληλα, στις 20/4 η Ρωσία ανέβασε βίντεο και ανακοίνωση με την πετυχημένη δοκιμή του διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου «Sarmat», που μπορεί να φέρει πυρηνικές κεφαλές και που έχει τη δυνατότητα να ξεπερνά τις υπάρχουσες αντιπυραυλικές ασπίδες, με τον Πούτιν να δηλώνει πως «θα υποχρεώσει να το ξανασκεφθούν εκείνοι που μέσα από την απροκάλυπτη επιθετική τους ρητορική προσπαθούν να απειλήσουν τη χώρα μας».
Την ίδια περίοδο είχαμε το διπλωματικό επεισόδιο Γερμανίας-Ουκρανίας, με την απαγόρευση εισόδου στην τελευταία του Γερμανού προέδρου Στάινμάγιερ. Το καθεστώς Ζελένσκι έδρασε για πολλοστή φορά σαν ενεργούμενο των ΗΠΑ. Όχι τυχαία, τις ίδιες μέρες οι NewYorkTimes έγραφαν «για διαφαινόμενο σκεπτικισμό, αν όχι διαφαινόμενη μεταστροφή της Γερμανίας, όσον αφορά την απόφασή της να έρθει σε ρήξη με τη Ρωσία», προσθέτοντας ότι ο Σολτς «σέρνει τα πόδια του» και στην αποστολή όπλων στην Ουκρανία και στο ζήτημα των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας. Η καθοδηγούμενη άσκηση πίεσης προς τη γερμανική ηγεσία, με δεδομένο τον διχασμό τόσο στο κυβερνητικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο αστικής τάξης, συνεχίστηκε χωρίς εμφανές αποτέλεσμα στην τηλεδιάσκεψη του G7 στις 19/4, όπου οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την αποστολή περισσότερων συστημάτων πυροβολικού, με τον εκπρόσωπο του αμερικανικού πενταγώνου να αναφέρει ότι ΝΑΤΟϊκές χώρες έστειλαν «επιπλέον αεροπλάνα» στο Κίεβο. Ομολογία και ταυτόχρονα επιδίωξη μεγαλύτερης εμπλοκής και έντασης!
Οι Αμερικάνοι και από κοντά οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές, αν από τη μια «προβλέπουν» παρατεταμένη σύγκρουση στην Ουκρανία και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους να πετύχουν οι προβλέψεις τους, από την άλλη έχουν ανησυχήσει πολύ σοβαρά από τις κινήσεις του ρώσικου ιμπεριαλισμού όσον αφορά την Ανατολική Ουκρανία. Διαβλέποντας, λοιπόν, πως οι επόμενες εβδομάδες, με τη «μάχη του Ντονμπάς» να είναι σε πλήρη εξέλιξη, θα είναι πολύ κρίσιμες για τη συνολική πορεία του πολέμου, επιτάχυναν τον βηματισμό τους. Διότι γνωρίζουν καλά και από πρώτο χέρι ότι αυτό που διαμορφώνεται στο πεδίο των μαχών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τροποποιεί δεδομένα, «συμπεριφορές» και στάσεις αντιπάλων, ανταγωνιστών, συμμάχων και υποτακτικών. Ήδη τους έχει θορυβήσει η αντοχή της ρωσοκινέζικης συνεργασίας, η άρνηση της Ινδίας να συναινέσει σε κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία, αλλά και η επαύξηση των ινδορωσικών σχέσεων, η στάση της Σαουδικής Αραβίας, της Βραζιλίας, της Αιγύπτου.
Γι’ αυτό τόσο μετά την επίσκεψη Όστιν-Μπλίνκεν στο Κίεβο και τη συνάντησή τους με τον Ζελένσκι, όσο και στη διάσκεψη που οι ΗΠΑ οργάνωσαν και σημειολογικά πραγματοποίησαν στη μεγαλύτερη αμερικανική στρατιωτική βάση στον κόσμο, στη γερμανική πόλη Ραμστάιν, με τη συμμετοχή σχεδόν 40 χωρών, οι Αμερικάνοι αξιωματούχοι εμφανίστηκαν άκρως επιθετικοί. Ο Αμερικανός υπουργός άμυνας Όστιν δήλωνε ότι οι «Ηνωμένες Πολιτείες είναι αποφασισμένες να “κινήσουν γη και ουρανό”» για να βοηθήσουν τη νίκη της Ουκρανίας στον πόλεμο, ενώ ο αμερικανός ΥΠΕΞ Μπλίνκεν ομολογούσε ανοιχτά πως «οι ΗΠΑ θέλουν να δουν τη Ρωσία αποδυναμωμένη στρατιωτικά σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορεί πλέον να εισβάλλει σε γειτονική της χώρα»! Και επιπλέον, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ, στρατηγός Μίλεϋ προειδοποίησε πως το Κίεβο χρειάζεται περισσότερη βοήθεια «τώρα», λέγοντας χαρακτηριστικά πως «ο χρόνος δεν είναι με την πλευρά της Ουκρανίας». Η διάσκεψη στο Ράμσταιν δίκαια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως διάσκεψη των εμπρηστών!
Εξίσου, αν όχι περισσότερο, ηχηρό και σημαντικό γεγονός αποτέλεσε η αλλαγή στάσης της γερμανικής ηγεσίας, που δια στόματος της Γερμανίδας υπουργού Άμυνας Λάμπρεχτ, «άναβε το πράσινο φως» για τη διάθεση βαρέος οπλισμού στην Ουκρανία, διευρύνοντας το ρήγμα στις ρωσογερμανικές σχέσεις. Συνολικά μέσω της διάσκεψης, η «Δύση» αναβαθμίζει τον εξοπλισμό της Ουκρανίας με οπλικά συστήματα βαρέος τύπου και μαζί με αυτή και την εμπλοκή της στον πόλεμο. Ο Λαβρόφ όχι τυχαία πριν τη διάσκεψη στο Ραμστάιν δήλωσε πως «το NATO, στην ουσία, ενεπλάκη σε πόλεμο με τη Ρωσία δια αντιπροσώπου. Πόλεμος σημαίνει πόλεμος», για να υπογραμμίσει πως η Ρωσία δεν θέλει, όπως πολλοί, να αυξήσει τεχνητά τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου, αλλά ο κίνδυνος αυτός είναι πραγματικός και δεν πρέπει να τον υποτιμούμε.
Σε μια παράλληλη εξέλιξη που ρίχνει λάδι στη φωτιά, Φινλανδία και Σουηδία συντονίζουν τα βήματά τους με στόχο την ταχεία ένταξή τους στο ΝΑΤΟ με τη Ρωσία να απαντά πως αυτό μπορεί να σημαίνει και εγκατάσταση πυρηνικών στον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ.
Αρχίζει η διαφοροποίηση της Κίνας;
Ανήμερα της δοκιμής του Sarmat, ο Κινέζος ΥΠΕΞ διαβεβαιώνει τον Ρώσο πρέσβη στην Κίνα ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει τον «στρατηγικό συντονισμό» με τη Μόσχα, επικαλούμενος την αύξηση κατά 30% των εμπορικών συναλλαγών των δύο πλευρών. Πέντε μέρες μετά, μέσω του εκπροσώπου του κινέζικου ΥΠΕΞ, γίνονται ασυνήθιστα σκληρές δηλώσεις απέναντι στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ χαρακτηρίζονται άρχοντες της παραπληροφόρησης, ότι χρησιμοποιούν τις «δήθεν δημοκρατικές ευαισθησίες», για να «καταστρέφουν ολοσχερώς κυρίαρχες χώρες», κατηγορώντας τις για μία σειρά εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου, για δολοφονία 300.000 αμάχων και για τον ξεριζωμό 26.000.000 ανθρώπων ανά τον κόσμο σε Αφγανιστάν και Ιράκ. Ταυτόχρονα, απευθυνόμενος προς την ΕΕ δήλωσε πως «ελπίζουμε η Ευρώπη να σταματήσει να κρατάει το κεράκι στον διάβολο».
Μπορεί η κινέζικη ηγεσία να μην θέλει να διακινδυνεύσει την επιβολή κυρώσεων εναντίον της, μιας και έχει αντλήσει σημαντικά οφέλη από τις εκτεταμένες οικονομικές της σχέσεις με τη Δύση (πολύ περισσότερο από τη Ρωσία, που οι σχέσεις της ήταν ακόμα και στις καλύτερες εποχές υπό περιορισμό). Ωστόσο, γνωρίζει καλά πως εάν δεν στηρίξει τη Ρωσία, ο επόμενος στόχος είναι η ίδια. Άλλωστε, από την αρχή της ρωσικής εισβολής, που φυσικά δεν καταδίκασε, είχε διατυπώσει την άποψη πως θεωρεί νόμιμες τις ρωσικές ανησυχίες όσον αφορά την ασφάλεια, χρεώνοντας στις ΗΠΑ την αιτία την όξυνσης. Αυτή η θέση συνδέεται άμεσα με την πίεση που η ίδια δέχεται όσον αφορά την Ταϊβάν, όσο και γενικότερα από τις κινήσεις των ΗΠΑ στον Ειρηνικό (AUKUS, Quad). Επιπλέον, δεν πέρασε απαρατήρητη από την κινέζικη ηγεσία η αντίδραση των ΗΠΑ αλλά και της Αυστραλίας, στην ανακοίνωση «συμφωνίας ασφάλειας» που φαίνεται να υπέγραψε η Κίνα με τα Νησιά του Σολομώντα.
Ο ορίζοντας βαραίνει πολύ
Όλα δείχνουν πως βαδίζουμε σε ολοένα και πιο επικίνδυνα και συνάμα αχαρτογράφητα «νερά» σε όλα τα επίπεδα! Και αυτό γιατί τα διακυβεύματα είναι πολλά και μεγάλα. Μας το θυμίζει η πρόσφατη Έκθεση της CIA που μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι «η Ρωσία θα παραμείνει ο μεγαλύτερος και ισχυρότερος αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών σε όπλα μαζικής καταστροφής στο εγγύς μέλλον». Μας το υπογραμμίζει το άρθρο του επικεφαλής του Atlantic Council που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» στις 17/4, που καταλήγει ότι «για να διαμορφώσουν τη μελλοντική παγκόσμια τάξη, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, πρέπει να αντιστρέψουν την πορεία της δυτικής και δημοκρατικής παρακμής στην Ουκρανία».
Σταχυολογούμε ενδεικτικά μερικές μόνο από τις πολύ τελευταίες εξελίξεις. Σε απάντηση στις πολωνικές κυρώσεις προς τη Gazprom, η τελευταία δήλωσε πως διακόπτει την παροχή φυσικού αερίου προς την Πολωνία, ενώ μία μέρα μετά δήλωσε πως πράττει το ίδιο και με τη Βουλγαρία, μιας και αρνείται να πληρώσει σε ρούβλια. Εν τω μεταξύ, στη γειτονική Βουλγαρία έχει ξεσπάσει κρίση στον κυβερνητικό συνασπισμό, με το Σοσιαλιστικό Κόμμα να δηλώνει πως θα αποσύρει τη στήριξή του στην κυβέρνηση Πετκόφ, εάν προχωρήσει στην αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στο Κίεβο. Οι ειδήσεις αυτές ήδη εκτοξεύουν την τιμή του φυσικού αερίου ακόμα πιο πάνω, ενώ διακινούνται φήμες για αντίστοιχες κινήσεις και προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ρωσική ηγεσία φαίνεται ότι «ρίχνει» στη μάχη όλο και περισσότερα «όπλα», εκτός από τα όπλα που χρησιμοποιεί στο πεδίο των μαχών.
Αν η προηγούμενη εξέλιξη στο πολιτικο-οικονομικό πεδίο αυξάνει τη ρωσική πίεση προς τις ευρωπαϊκές χώρες, επιτείνοντας τους διχασμούς στα πλαίσια της ΕΕ και μεγαλώνοντας τα ερωτηματικά των κυρίαρχων τάξεων για τις συνέπειες της ευθυγράμμισης με τις ΗΠΑ, οι εξελίξεις στην Υπεδνειστερία μυρίζουν μπαρούτι! Οι υποψήφιοι για τη δημιουργία της έντασης δεν είναι πολλοί!
Καταρχάς, οι ΗΠΑ και το υποχείριό τους καθεστώς του Κίεβου θα είχαν κάθε λόγο να δημιουργήσουν ένα νέο θερμό μέτωπο την ώρα που η Ρωσία επικεντρώνεται στην Ανατολική Ουκρανία, δημιουργώντας στην «καλύτερη» περίπτωση έναν σχετικά σύντομο αντιπερισπασμό, που θα αποσπάσει δυνάμεις και τελικά θα καθυστερήσει τη ρώσικη επίθεση στο Ντονμπάς, ώστε να κερδηθεί χρόνος για τον εξοπλισμό των ουκρανικών δυνάμεων. Στη χειρότερη περίπτωση να διευρυνθεί το μέτωπο της σύγκρουσης για μια αναγκαστική «απασχόληση» διαρκείας των ρωσικών δυνάμεων σε ένα δεύτερο μέτωπο. Αν και κατά τη γνώμη μας, συγκεντρώνει λιγότερες πιθανότητες, δεν μπορεί να αποκλειστεί η κίνηση να γίνεται από τη μεριά της Ρωσίας ώστε να ανοίξει σταδιακά το μέτωπο προς τα νοτιοδυτικά (Οδησσός) με τελικό σκοπό την εδαφική ένωση της στενής ζώνης της Υπερδνειστερίας με τα την Κριμαία, την κατειλημμένη περιοχή της Χερσώνας και φυσικά την περιοχή του Ντονμπάς. Αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον υπαίτιο των επιθέσεων στην αποσχισθείσα από το 1991 φιλορωσική περιοχή που άνηκε στην Μολδαβία, και με την επιφύλαξη αν τα γεγονότα των επόμενων ημερών θα μας διαφωτίσουν περισσότερο, η εξέλιξη αυτή αντικειμενικά ανεβάζει τον κίνδυνο διεύρυνσης του πολέμου!
Άλλωστε, το ότι οι κίνδυνοι αυξάνουν αλματωδώς ήρθε να μας το υπογραμμίσει για άλλη μια φορά, η προβοκατόρικη δήλωση του Βρετανού υπουργού Άμυνας ότι η Βρετανία υποστηρίζει τις ουκρανικές αεροπορικές επιθέσεις (που πραγματοποιούνται τελευταία) σε ρωσικό έδαφος προσθέτοντας ότι είναι απολύτως νόμιμο να χρησιμοποιηθούν βρετανικά όπλα σε τέτοιες επιθέσεις, παρόλο που προς το παρόν δεν πιστεύει ότι χρησιμοποιούνται.
Τότε υπήρξε άμεσα η άκρως ανησυχητική ερώτηση-δήλωση της Ζαχάροβα: «Αντιλαμβανόμαστε σωστά ότι για χάρη της διακοπής του εφοδιασμού του στρατιωτικού εξοπλισμού, η Ρωσία θα μπορούσε να πλήξει στρατιωτικούς στόχους στο έδαφος εκείνων των χωρών του ΝΑΤΟ που προμηθεύουν όπλα στο καθεστώς του Κιέβου; Εξάλλου, αυτό οδηγεί άμεσα σε θανάτους και αιματοχυσία στο ουκρανικό έδαφος».