Η ρωσική ιμπεριαλιστική εισβολή και η πολεμική σύγκρουση της Μόσχας με το καθεστώς του Κιέβου, τον «αντιπρόσωπο» των αμερικανονατοϊκών ιμπεριαλιστών, μετράει πια πάνω από 100 μέρες. Η πολεμική αυτή κρίση, η μεγαλύτερη και πιο κρίσιμη στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, δείχνει ήδη πως θα έχει καταλυτικές συνέπειες στο σύνολο των σχέσεων-αντιθέσεων μεταξύ όλων ιμπεριαλιστικών κρατών, στα οποία «επιβάλλει» επαναξιολόγηση των μέχρι τώρα ιεραρχήσεών τους, επιταχύνει σε κάποιες περιπτώσεις ή αντίθετα ακυρώνει ή μεταθέτει για αργότερα σε άλλες περιπτώσεις τις γεωπολιτικές τους φιλοδοξίες. Τροποποιεί με τρελούς ρυθμούς τα δεδομένα για το σύνολο του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, βάζοντας σε μεγάλη δοκιμασία αλλά και σε μεγάλους πειρασμούς όχι μόνο τις «μεγάλες δυνάμεις» της εποχής μας αλλά τους πάντες και φυσικά και τις εξαρτημένες άρχουσες τάξεις. Προκαλεί μια φρενίτιδα πολεμικών εξοπλισμών, προπαντός απειλεί ανοιχτά τη ζωή της εργαζόμενης ανθρωπότητας, φέρνοντας πιο κοντά το εφιαλτικό ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου και επιχειρώντας «εδώ και τώρα» μια άνευ προηγουμένου στρατιωτικοποίηση των χωρών για την αδιαμαρτύρητη αποδοχή ενός τέτοιου εφιάλτη από την εργατική τάξη, το λαό και τη νεολαία.
Διαψεύσεις και αποτελέσματα
Στον πρώτο μήνα του πολέμου διαψεύστηκαν οι προσδοκίες της Ρωσίας για έναν «πόλεμο αστραπή» με ασφυκτική πίεση της πρωτεύουσας και των μεγάλων ουκρανικών πόλεων, που θα δημιουργούσε όρους για μια άμεση κατάρρευση της πολιτικής ηγεσίας του Κιέβου και αποδοχή των ρωσικών απαιτήσεων «ασφαλείας». Το ίδιο πανηγυρικά διαψεύστηκαν και όσοι από το καθεστώς του Κιέβου, τις δυτικές χώρες και κυρίως τις ΗΠΑ εκτιμούσαν ότι το μπαράζ των αλλεπάλληλων κυρώσεων ενάντια στη Μόσχα, σε συνδυασμό με τον διαρκή και κλιμακούμενο εξοπλισμό του Κιέβου με δυτικά όπλα, θα δημιουργούσε όρους αποδιοργάνωσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας ώστε να μπλοκαριστεί η κίνησή της στα πεδία των μαχών.
Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δεν επιτρέπουν θριαμβολογίες από καμία πλευρά (ΗΠΑ-Ρωσία), ενώ ειδικά για την «Ευρώπη» τα δεδομένα είναι αποκαρδιωτικά.
Μπορεί οι ΗΠΑ σ΄ αυτούς τους μήνες της σύγκρουσης να στοίχισαν εν μέρει τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές πίσω από την αντιρωσική τους κατεύθυνση, ωστόσο ήδη διαπιστώνουν πως αυτή η στοίχιση όχι μόνο δεν είναι ολική, αλλά τελεί υπό αμφισβήτηση που διαρκώς μεγαλώνει, απειλώντας έτσι ανοιχτά πια τη συνοχή της Δύσης έναντι της Ρωσίας. Επιπλέον, έχουν βαθύνει για τις ίδιες τις ΗΠΑ τα διλήμματα που είχαν από την αρχή της σύγκρουσης και που αφορούν το κρίσιμο ερώτημα μέχρι πού θα κλιμακώσουν τη σύγκρουση με τη Μόσχα.
Τα προηγούμενα καταδεικνύουν το ιταλικό σχέδιο ειρήνευσης, οι πιέσεις Γαλλίας και Γερμανίας για να ανοίξει ο δρόμος για συνομιλίες μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Το επιβεβαιώνουν οι δηλώσεις Κίσιγκερ, κεντρικά άρθρα των «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», «αξιόπιστες πηγές του CNN». Βέβαια, αξίζει να σημειώσουμε πως το ρήγμα που κατάφεραν οι ΗΠΑ στη στρατηγική ενεργειακή σχέση Ρωσίας – Γερμανίας θα απαιτήσει από τις δύο δυνάμεις μεγάλες προσπάθειες για να περιοριστεί, αν υποθέσουμε (όχι αβάσιμα) ότι στο μέλλον θα υπάρξει μια τέτοια βούληση εκατέρωθεν. Μπορεί οι εξελίξεις να έδωσαν «το φιλί της ζωής» στο «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ, ωστόσο οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι με την πρώτη ευκαιρία τα «ισχαιμικά επεισόδια» δεν είναι διόλου απίθανο να συνεχιστούν!
Από αυτή την άποψη, η προοπτική ένταξης της Φιλανδίας και της Σουηδίας στη νατοϊκή συμμαχία, εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις πως η τουρκική ηγεσία θα κάνει εν τέλει πίσω, θα αποτελέσει – αποτελεί ήδη με έναν τρόπο- μια χειροπιαστή γεωπολιτική επιτυχία των ΗΠΑ. Που όχι μόνο θα προσθέσουν άλλα 1.300 χιλιόμετρα κοινών νατοϊκών συνόρων με τη Ρωσία και θα μετατρέψουν τη Βαλτική σε σχεδόν περίκλειστη νατοϊκή θάλασσα, αλλά κερδίζουν πόντους στον ανταγωνισμό για την Αρκτική. Από την άλλη, οι κινήσεις της Τουρκίας, που θεωρεί πως είναι ο κατάλληλος χρόνος για να ανεβάσει τις απαιτήσεις της στη διαπραγμάτευση που κάνει με τις ΗΠΑ, καταδεικνύει πως όλα τα προβλήματα της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας είναι εδώ!
Μετά την αναγκαστική εφαρμογή του plan b, της επικέντρωσης δηλαδή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Ουκρανία, η Ρωσία καταγράφει μια αργή αλλά σταθερή προέλαση. Μετά τη Χερσώνα και τη Μαριούπολη, κατέκτησε την πόλη Λίμαν, ενώ βαίνει στην ολοκλήρωσή της η κατάκτηση του Σεβεροντονιέτσκ. Κατέχει ήδη πάνω από το 65% του Ντονμπάς, ενώ πριν από την 24η Φεβρουαρίου οι αποσχισθείσες περιοχές αντιστοιχούσαν στο 30%. Η περιοχή του Λουγκάνσκ έχει καταληφθεί κατά 95%.
Συνολικά η Ρωσία κατέχει το 20% της Ουκρανίας, που αντιστοιχεί σε μια Ελλάδα! Παρά τις σημαντικές απώλειες που έχει και παρά την συνεχιζόμενη τροφοδοσία του Κιέβου με δυτικά όπλα, κανείς δεν φαίνεται ικανός να σταματήσει την κατάκτηση όλου του Ντονμπάς (επαρχίες Λουγκάνσκ και Ντονιέτσκ), τη βιομηχανική καρδιά της Ουκρανίας, από τον ρώσικο στρατό και τους ρωσόφωνους αυτονομιστές της περιοχής. Καθημερινά σφίγγει ο κλοιός με στόχο την κατάκτηση των τελευταίων μεγάλων πόλεων (Λισιτσάνκ, Σλαβιάνσκ και Κραματόρσκ), που με τη βοήθεια αμερικανών συμβούλων την τελευταία οχταετία έχει μετατρέψει σε φρούρια ο ουκρανικός στρατός. Μάλιστα σημαντικές ουκρανικές δυνάμεις κινδυνεύουν σε υποτμήματα της περιοχής αυτής να υποστούν περικύκλωση και εξουδετέρωση από τις ρωσικές δυνάμεις, κάτι που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε μερική ή ολική κατάρρευση του μετώπου.
Τα εδαφικά κέρδη διαμορφώνουν για τη Ρωσία σημαντικά διαπραγματευτικά ατού για την «επόμενη μέρα», ενώ η έως τώρα εξέλιξη έχει ντε φάκτο απωθήσει μακριά όχι μόνο την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αλλά και οποιασδήποτε άλλης περιοχής που κάποτε ανήκε στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο οι επιτυχίες στο πεδίο των μαχών, παρά το γεγονός ότι θα παίξουν σπουδαίο ρόλο στην «επόμενη μέρα», δεν είναι σίγουρο ότι αντισταθμίζουν τις «απώλειες» που υφίσταται η Ρωσία, όπως αυτές που αναφέραμε πριν. Επιπλέον, μπορεί η Ρωσία να μην είναι απομονωμένη με τον τρόπο που το θέτουν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, μιας και διατηρεί ένα αξιοσημείωτο επίπεδο σχέσεων με την Κίνα αλλά και με τεράστιες χώρες όπως η Ινδία, όμως πραγματικά τής κοστίζει (περισσότερο γεωπολιτικά, αν και δεν είναι αμελητέα και η οικονομική πλευρά) το ρήγμα στις ευρωρωσικές και ειδικότερα στις γερμανορωσικές σχέσεις.
Οι γερμανοί και γάλλοι ιμπεριαλιστές και μαζί τους η ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ολοφάνερο ότι βρίσκονται στην πιο δυσχερή θέση. Είναι -μέχρι στιγμής- οι χαμένοι της υπόθεσης. Στην πιο δεινή θέση βρίσκεται ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Τμήματα του πολιτικού κατεστημένου ρίχνουν στο «πυρ το εξώτερο» την OSTPOLITIC, την «ανατολική πολιτική», αυτή δηλαδή που ειδικά μετά και την ενοποίηση των δύο Γερμανιών έδωσε τη δυνατότητα στη Γερμανία να υπερκεράσει τη Γαλλία στους ενδοευρωπαϊκούς συσχετισμούς και να αναδειχθεί η ηγεμονική οικονομική και πολιτική δύναμη στην ΕΕ!
Αυτή η «σχιζοφρένεια» δεν είναι παρά αντανάκλαση του στρατηγικού αδιεξόδου που βιώνει ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Μια κάθετη αντίθεσή του στην αντιρωσική αμερικανική στρατηγική εν μέσω ρωσικής εισβολής θα καθιστούσε τη Γερμανία το «μαύρο πρόβατο» στη Δύση και με σημαντικές συνέπειες σε όλα τα επίπεδα των σχέσεων που έχει διαμορφώσει έως τώρα (με τις ΗΠΑ και μέσα στην ΕΕ). Μία άνευ όρων και για μεγάλο διάστημα συνέχιση της στοίχισης πίσω από τις ΗΠΑ υποθηκεύει κάθε φιλοδοξία για μια πορεία χειραφέτησής της από τον «αμερικανό φίλο». Η έγκριση, βέβαια, με μεγάλη πλειοψηφία, του πακέτου – μαμούθ των 100 δισ. ευρώ για τον στρατιωτικό επανεξοπλισμό της, εάν δεν ξεχαστεί στην πορεία, μπορεί να σηματοδοτήσει μια τέτοια χειραφετητική προσπάθεια που έχει απαράγραπτη προϋπόθεση την αντιμετώπιση των στρατιωτικών και στρατηγικών της αδυναμιών και την αντιστοίχισή τους με την οικονομική της δύναμη. Φυσικά, αν και δεν φαίνεται τόσο ζορισμένη, και η Γαλλία αισθάνεται κι αυτή ολόενα και πιο άβολα από την αναβάθμιση της αμερικάνικης παρέμβασης στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η Γερμανία αλλά και η Γαλλία καλούνται πάντως να δουν πώς οι ίδιες αλλά και συνολικά η ΕΕ θα κινηθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες που διαμορφώνει η όξυνση του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Ρωσίας, πώς θα αντιμετωπίσει τη διαρκή υποβάθμισή της στις παγκόσμιες υποθέσεις, την αύξηση των αντιθέσεων και των διχασμών στο εσωτερικό της. Ενδεικτικά όσον αφορά την τελευταία επισήμανση, αρκεί να αναλογιστούμε τις νέες ρηγματώσεις που έχουν δημιουργηθεί στο ταλαιπωρημένο σώμα της ΕΕ αλλά και τις σφήνες που έχουν μπει στις φιλοδοξίες ειδικά της Γερμανίας για έλεγχο και επιρροή στην Κεντρική Ευρώπη από το ολοένα και πιο φιλοατλαντικό «παιχνίδι» της Πολωνίας και των Βαλτικών από τη μια και τη φιλορωσική στάση της Ουγγαρίας από την άλλη, που σημειωτέον επέβαλε στην ΕΕ τη μόνιμη εξαίρεσή της από το εμπάργκο στο ρώσικο πετρέλαιο!
Η Βρετανία διεκδικεί κάποιο δικό της χώρο και ρόλο στις εξελίξεις («παγκόσμια Βρετανία»), εκμεταλλευόμενη τις εγγενείς αντιφάσεις της ΕΕ και πριμοδοτώντας τον αγγλοσαξονικό άξονα, αποδεχόμενη μ’ έναν τρόπο ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σκιά του αμερικανικού αετού. Οι πρόσφατες φήμες που κυκλοφόρησαν μέσω της γνωστής ιταλικής εφημερίδας Corierre della Sera πως ο Τζόνσον προωθεί ένα σχέδιο Ευρωπαϊκής Κοινοπολιτείας υπό την ηγεσία του Λονδίνου και η οποία θα περιλαμβάνει την (παλιά της γνώριμη) Πολωνία, τις τρεις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), φυσικά την Ουκρανία, ενώ σε δεύτερο χρόνο θα προσκληθεί και η Τουρκία, είναι χαρακτηριστικές εκφράσεις των φιλοδοξιών της Βρετανίας. Και αν αποτελεί ερωτηματικό πώς και πόσο εμπλέκονται σ’ αυτό οι ΗΠΑ και εάν τελικά θα προωθηθεί, ωστόσο ένα τέτοιο σχέδιο είναι επίσης χαρακτηριστική έκφραση της μεγάλης ρευστότητας των εξελίξεων και κυρίως του γεγονότος ότι το ζήτημα των στρατηγικών συμμαχιών κάθε άλλο παρά έχει λυθεί!
Κλιμάκωση της σύγκρουσης ή προς ένα νέο όριο;
Η απόφαση Μπάιντεν για αποστολή εκτοξευτήρων πολλαπλών ρουκετών μεσαίου βεληνεκούς (80 χιλιόμετρα) ανακοινώθηκε μέσω των «Τάιμς της Νέας Υόρκης». Στο ίδιο άρθρο η απόφαση αυτή δικαιολογήθηκε με το σκεπτικό να αυξήσει την αμυντική δύναμη της Ουκρανίας ώστε το Κίεβο να βρίσκεται σε όσο πιο δυνατή θέση σε περίπτωση ειρηνευτικών συνομιλιών με τη Ρωσία. Ο αμερικανός πρόεδρος έκφρασε έτσι με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη διπλή και αντιφατική ανάγκη των ΗΠΑ. Να ενισχύσουν από τη μια το καθεστώς του Κιέβου μιας και διακυβεύεται το κύρος τους ως «προστάτη» αλλά και για να συνεχίσουν την πίεση προς την Ευρώπη, πριμοδοτώντας όμως έτσι την ένταση και την κλιμάκωση της σύγκρουσης. Από την άλλη, η «προσγείωση» των στόχων τής ενίσχυσης του Κιέβου απηχεί το γεγονός των ρωσικών επιτυχιών στην Ανατολική Ουκρανία αλλά και την ανάγκη να τεθεί η πιθανότητα, στο όχι μακρινό μέλλον, μιας αναγκαστικής προσφυγής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μπροστά στο σοβαρό κίνδυνο να χαθούν πολύ περισσότερα από μια ενδεχόμενη κατάρρευση του ουκρανικού μετώπου.
Φυσικά η αντίδραση της Ρωσίας ήταν οργισμένη και με δηλώσεις εξίσου ανησυχητικές για ένταξη στους στρατιωτικούς στόχους όχι μόνο των κέντρων λήψης αποφάσεων του Κιέβου, αλλά και των «τελικών κέντρων λήψης αποφάσεων» που «δυστυχώς» βρίσκονται εκτός Ουκρανίας! Ενώ ο Λαβρόφ δήλωσε πως όσο μεγαλύτερο βεληνεκές έχουν τα όπλα που αποστέλνουν οι Δυτικοί στο Κίεβο τόσο περισσότερο θα απωθούνται οι Ουκρανοί προς τα δυτικά!
Σημαντικό ρόλο στα διλήμματα των ΗΠΑ και στα συνεχή μπρος πίσω παίζει η συνέχιση της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό τους για το ποια είναι εκείνη η στρατηγική για την αντιμετώπιση της σχετικής αποδυνάμωσης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έναντι αντιπάλων, ανταγωνιστών και συμμάχων. Το casus belli που επανέλαβε για δεύτερη φορά μετά τον περσινό Οκτώβρη ο Μπάιντεν προς την Κίνα για το ζήτημα της Ταϊβάν έχει επαναφέρει στο προσκήνιο την κρίσιμη συζήτηση που και ο Κίσιγκερ προ μηνός έθεσε: άραγε είναι το πιο σοφό εκ μέρους των ΗΠΑ να αντιμετωπίζουν τους δύο αντιπάλους τους με τον ίδιο τρόπο, σπρώχνοντας έτσι τον ένα πιο κοντά στον άλλο; Η κοινή 14ωρη πτήση των στρατηγικών βομβαρδιστικών Ρωσίας και Κίνας πάνω από τη Θάλασσα της Ιαπωνίας, όταν στο Τόκιο διεξαγόταν η Σύνοδος Κορυφής της QUAD, παρουσία του Μπάιντεν, μάλλον ενίσχυσε την ερώτηση του Κίσιγκερ!
Φυσικά η αναζήτηση ενός συμβιβασμού, έστω προσωρινού και εύθραστου, δεν είναι διόλου εύκολη και απλή υπόθεση γιατί τα διακυβεύματα ξεπερνούν την Ουκρανία και αφορούν συνολικά τους συσχετισμούς δύναμης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τον βαθμό επιρροής και ελέγχου από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Για αυτό και η κυρίαρχη τάση στα επιτελεία των ΗΠΑ εξακολουθεί, παρά τις προσαρμογές της, να σπρώχνει στην ένταση. Δεν θεωρούμε τις ΗΠΑ αμέτοχες στο πρόσφατο γεγονός της ματαίωσης της επίσκεψης του Λαβρόφ στη Σερβία, αφού Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία και Μαυροβούνιο έκλεισαν τον εναέριο χώρο τους. Δεν ήταν μόνο χτύπημα κάτω από τη μέση στη Ρωσία, αλλά αποτέλεσε και μήνυμα προς τη σέρβικη ηγεσία για την προ ημερών συμφωνία τριετούς ανανέωσης της προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Γι’ αυτό οι δηλώσεις των σέρβων αξιωματούχων ήταν ίσως και πιο οργισμένες από αυτές της ρωσικής ηγεσίας!
Εν κατακλείδι, ακόμα και εάν η πλάστιγγα ανάμεσα σε μια κλιμάκωση και επέκταση της σύγκρουσης από τη μια και στην αναζήτηση ενός νέου ορίου της άγριας αμερικανορωσικής σύγκρουσης από την άλλη γύρει κάποια στιγμή προς το δεύτερο, αυτό δεν θα σημάνει παρά το ξεκίνημα ενός ακόμη πιο επικίνδυνου κύκλου αντιπαράθεσης. Επί του παρόντος, οι συνέπειες είναι ήδη και θα είναι κάθε μέρα που περνάει ακόμα περισσότερο καταλυτικές, έχοντας εισέλθει ανεπιστρεπτί σε μια φάση μεγάλων κινδύνων για τους λαούς!