Κλιμακώνεται η αντιδραστική αντιπαράθεση στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Δεν περνά μέρα πλέον που να μη γίνουν προκλητικές δηλώσεις κι από τις δύο μεριές. Κάθε μια, φυσικά, ρίχνει τον ρόλο του προβοκάτορα στην άλλη, με τα ΜΜΕξαπάτησης να τον χρεώνουν στην αντίπαλη πλευρά από αυτή της οποίας τα συμφέροντα υπηρετούν. Οι δύο λαοί ποτίζονται συνεχώς με τόνους εθνικιστικής και σοβινιστικής υστερίας. Πίσω απ’ αυτούς, μαίνεται η αντιπαράθεση για το κέρδισμα γεωπολιτικών, ενεργειακών και οικονομικών πόντων. Οι εξαρτημένες αστικές τάξεις Τουρκίας και Ελλάδας προσπαθούν εναγωνίως να προσποριστούν κέρδη, κάθε μια για λογαριασμό της και σε βάρος της άλλης. Οι δύο λαοί βρίσκονται στη μέγγενη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ΗΠΑ-Δύσης απ’ τη μια και Ρωσίας-Ανατολής απ’ την άλλη, αλλά και των τυχοδιωκτικών βλέψεων των δύο αρχουσών τάξεων, που επιτείνουν το πρόβλημα. Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι…
Το αστικό αφήγημα στη χώρα μας επιρρίπτει όλη την ευθύνη για τη “θέρμανση” αυτή στην προκλητικότητα της Άγκυρας, που αμφισβητεί το στάτους της περιοχής, εντάσσεται στις λεγόμενες αναθεωρητικές δυνάμεις και προσβάλλει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Βάση αυτής της τοποθέτησης είναι το Διεθνές Δίκαιο. Ιδιαίτερα κραδαίνεται το “όπλο” των διεθνών συμμαχιών της χώρας. Είναι φανερό ότι υπονοούνται οι δύο πρόσφατες συμφωνίες με ΗΠΑ για τις αμερικανοΝΑΤΟϊκές βάσεις, αλλά και εκείνη με τη Γαλλία. Αν κάποιος δώσει προσοχή στις δηλώσεις όλων των στελεχών της κυβέρνησης, αυτό το τελευταίο θεωρείται και προβάλλεται ως το μεγάλο “ατού”. Η αναβάθμιση του πολεμικού οπλοστασίου και στα τρία όπλα, όσο κι αν εμφανίζεται ως “αμυντικού και αποτρεπτικού” χαρακτήρα, εκλαμβάνεται από μόνη της ως μια ευθεία πρόκληση προς τη γείτονα, πέρα από την κοινωνικοοικονομική αιμορραγία στο σώμα του ελληνικού λαού.
Το πρόσφατο ταξίδι Μητσοτάκη στις ΗΠΑ έχει δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για ανέβασμα των από εδώ τόνων. Μέχρι και για “κατάλληλη” στιγμή για την επέκταση των χωρικών υδάτων κάνουν λόγο ορισμένοι! Οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας που συμπληρώνουν το αφήγημα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια εμφάνισης της ντόπιας πλευράς ως δήθεν πιο διαλλακτικής. Στην πραγματικότητα, δύσκολα μπορούν να κρυφτούν σκέψεις για αξιοποίηση της -ευνοϊκής (;) θεωρούν- συγκυρίας, για στρίμωγμα της τουρκικής πλευράς, πάντα με τις πλάτες των υπερατλαντικών κυρίως προστατών.
Στον ίδιο καμβά εμπίπτουν και οι εκ νέου φρούδες ελπίδες και μωροφιλοδοξίες για έναν de facto αποκλεισμό της Τουρκίας από τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής, με όχημα πλέον -μετά τη “βύθιση” του EastMed- το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), αλλά και η εκφρασμένη στην πράξη προθυμία σημαιοφόρου στο αντιρωσικό μέτωπο (με όλα τα υπαρκτά σημάδια διάρρηξής του), που μεταφράζονται σε ολοένα πιο ενεργή εμπλοκή στο ουκρανικό μακελειό, με τις επίσημες και ανεπίσημες αποστολές πολεμικού υλικού προς την πλευρά του Κιέβου. Μάλιστα, η ανάδειξη της Αλεξανδρούπολης σε νέα Σούδα έχει πολλές φορές μπει στο στόχαστρο, πέρα απ’ τη Ρωσία, και από την τουρκική πλευρά. Ο “εκνευρισμός” που η ελληνική πλευρά αποδίδει στην τουρκική, ακόμη κι αν θεωρηθεί ως τέτοιος, εδράζεται επομένως σε μια σειρά ενέργειες που καθορίζονται κυρίαρχα από τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε επί εβδομάδες ένα κρεσέντο υπερπτήσεων και παραβίασης του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά αεροσκάφη, που έφτασαν λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη (!) πριν από μερικές μέρες. Η τουρκική πλευρά επικαλείται με τη σειρά της το Διεθνές Δίκαιο, ενώ επικεντρώνεται τελευταία στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, που παραβιάζεται από την Ελλάδα και την “αναγκάζει” να εγείρει θέμα κυριαρχίας στα νησιά αυτά. Μάλιστα, δεν λείπουν δηλώσεις του συνόλου της τουρκικής ηγεσίας που θέτουν ζήτημα έμπρακτης απάντησης επί του πεδίου, όπως λέγεται κομψά ένα ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο ή μια πολεμικού χαρακτήρα εμπλοκή. Το κυβερνόν κόμμα του Ερντογάν συναγωνίζεται σε εμπρηστική ρητορική τους Κεμαλιστές, ενώ τα ακροδεξιά-φασιστικά κόμματα υπερθεματίζουν. Η “γαλάζια πατρίδα” δίνει και παίρνει, όλοι οι πρώην στρατιωτικοί και νυν απόστρατοι στα τουρκικά μίντια “προτρέπουν στην επίδειξη πυγμής”. Στον λογαριασμό μπαίνουν αντικειμενικά τόσο το casus belli που υπενθυμίζεται από τουρκικής πλευράς για την περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων και του ελληνικού εναέριου χώρου, όσο και η παρατεινόμενη κατοχή της Βόρειας Κύπρου. Σ’ αυτή την τελευταία, ήδη “προτρέπεται” στο εσωτερικό η τουρκική ηγεσία να προχωρήσει σε ένωση-ενσωμάτωση. Αυτό κι αν θα ‘ναι πρόκληση.
Η αιτιολογία που αναφέρεται ότι η τουρκική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος είναι στριμωγμένοι ενόψει των επικείμενων εκλογών έχει οπωσδήποτε μια βάση. Πράγματι, δεν θα ήθελε να βρεθεί ηττημένος και παραδίδων την εξουσία. Όπως και δεν του κακοπέφτει να χρησιμοποιήσει τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό ως αντιπερισπασμό στη δεινή οικονομική κατάσταση των λαών της τουρκικής επικράτειας και τη δυσφορία τους. Μόνο που αυτό είναι τουλάχιστον η μισή αλήθεια. Πέρα από τα πρόσωπα, κάθε αστική τάξη ενδιαφέρεται για την ευόδωση των συνολικών της συμφερόντων και, από την άποψη αυτή, με βάση τα χαρακτηριστικά και της τουρκικής, τίθενται όντως ζητήματα κυριαρχίας και υπερίσχυσης απέναντι στην ελληνική πλευρά, που διεκδικεί τον ίδιο ζωτικό χώρο. Έχουμε έναν υπαρκτό και όχι εικονικό αντιδραστικό ανταγωνισμό, που είναι η κύρια πλευρά της σχέσης-αντίθεσης ανάμεσα στις δύο άρχουσες τάξεις, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε γενικευμένο πόλεμο. Κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι σαφές γιατί ΗΠΑ και ΕΕ προτρέπουν τις δύο πλευρές να ρίξουν τους τόνους και να επιδιώξουν έναν μεταξύ τους συμβιβασμό μέσω της διπλωματικής οδού. Ωραίο ακούγεται, μόνο που δεν απηχεί “θέσεις αρχής” και στηρίζεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον, στην πολεμική σύγκρουση που μαίνεται στην Ουκρανία και απαιτεί μια αρραγή νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Δεύτερον, στα συμφέροντα της αμερικανικής, γερμανικής και γαλλικής πολεμικής βιομηχανίας, που κανοναρχούν το μπαράζ πολεμικών εξοπλισμών για πολλές δεκαετίες. Αρκεί να θυμηθούμε το διαβόητο 7 προς 10, η παραβίαση του οποίου εθεωρείτο περίπου αιτία πολέμου. Έτσι, λοιπόν, θέλουν απ’ τη μια να “δένουν” και να στοιχίζουν τις δύο χώρες στο άρμα τους και στις εκστρατείες τους, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, ενώ απ’ την άλλη, πριμοδοτώντας στην πράξη πότε τον έναν και πότε τον άλλον, δημιουργούν τους όρους και υποδαυλίζουν τη σύγκρουση.
Ο κίνδυνος να ξεφύγει από τον έλεγχό τους η αντιπαράθεση είναι υπαρκτός. Οι ίδιοι δημιουργούν τις προϋποθέσεις για “ατυχήματα”. Οι ζωές των δύο λαών δεν μπορούν να στηρίζονται σε πιθανότητες, παρά μόνο στις βεβαιότητες της φιλίας, της αλληλεγγύης και της μαζικής αντιπολεμικής κι αντιιμπεριαλιστικής πάλης!