Σε αμηχανία βρίσκονται τα επιτελεία του συστήματος μπροστά στις τεράστιες ελλείψεις που παρατηρούνται σε προσωπικό σε μια σειρά κλάδους το τελευταίο διάστημα. Το φαινόμενο αυτό ούτε τυχαίο είναι, ούτε αφορά αποκλειστικά τη χώρα μας, αλλά απορρέει απ’ τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα απ’ το χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων που συντελέστηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και των απανωτών lock down. Στη χώρα μας, οι χιλιάδες κενές θέσεις που καταγράφονται αφορούν κυρίως τους κλάδους του τουρισμού, των κατασκευών και το χώρο των αεροδρομίων (όπου οι ελλείψεις αναμένεται να κορυφωθούν τους επόμενους μήνες), δηλαδή κλάδους στους οποίους οι εργαζόμενοι έμειναν εντελώς ξεκρέμαστοι το διάστημα της καραντίνας. Και μπορεί οι επιπτώσεις που έχει δημιουργήσει η έλλειψη προσωπικού σε κλάδους κομβικής σημασίας για την ελληνική οικονομία να οδήγησε κυβερνητικά και αντιπολιτευόμενα στελέχη να προχωρήσουν σε μια σειρά υποκριτικές δηλώσεις, αλλά καμία από αυτές δεν εξασφαλίζει καλύτερες συνθήκες δουλειάς για τους εργαζόμενους, αν αυτό δεν γίνει δική τους υπόθεση.
Τα δεδομένα λοιπόν που έχουν διαμορφωθεί είναι πολύ συγκεκριμένα και πρέπει να κατανοηθούν απ’ τον κόσμο της δουλειάς προκειμένου να βγάλει τα συμπεράσματά του, τόσο σε σχέση με τις προθέσεις της ντόπιας άρχουσας τάξης και του πολιτικού συστήματος, όσο ιδιαίτερα σε σχέση με τις δικές του δυνατότητες και καθήκοντα. Σχετικά με την «ευαισθησία» των κυβερνητικών -κι όχι μόνο- στελεχών, που «ξαφνικά» συνειδητοποίησαν πως οι εργαζόμενοι, κυρίως οι νέοι, δεν αντέχουν να δουλεύουν κάτω απ’ τις συνθήκες που επιβάλλει ο σύγχρονος εργασιακός μεσαίωνας, με διαλυμένες εργασιακές σχέσεις, εξοντωτικά ωράρια και αμειβόμενοι με ψίχουλα, οι αντίστοιχες δηλώσεις τους βρίθουν από υποκρισία. Οι ίδιοι που δηλώνουν πως κατανοούν το πρόβλημα και προτίθενται να το λύσουν, είναι οι ίδιοι που εφαρμόζουν την αντεργατική πολιτική, ψηφίζουν νόμους-εκτρώματα που τσακίζουν στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα και έχουν ήδη δεσμευτεί στα ξένα αφεντικά τους πως η πολιτική αυτή θα υπηρετηθεί κι όλο το επόμενο διάστημα. Οι «υποσχέσεις» που δίνουν προκειμένου να δελεάσουν τους εργαζόμενους έχουν στόχο να διαχειριστούν το άμεσο πρόβλημα της ομαλής διεξαγωγής της τουριστικής σεζόν, χωρίς να λείπουν κι οι προεκλογικές αγωνίες.
Κομμάτι της ίδιας στην ουσία τοποθέτησης είναι κι οι δηλώσεις στελεχών που κάνουν λόγο για τους «τεμπέληδες» εργαζόμενους, τους «βολεμένους» που θέλουν να ζουν με επιδόματα και να μη δουλεύουν κ.ο.κ. Με μεγαλύτερη ειλικρίνεια (παρά τη χυδαιότητά τους), οι δηλώσεις αυτές μαρτυρούν ποια είναι η κατεύθυνση που οραματίζεται το πολιτικό προσωπικό της χώρας και το κεφάλαιο για τον κόσμο της εργασίας. Δηλαδή, η ακόμη μεγαλύτερη εντατικοποίηση και το ακόμη μεγαλύτερο ξεζούμισμά του. Είναι η κατεύθυνση που ήδη αντιμετωπίζουν όσοι εργαζόμενοι έχουν παραμείνει στους παραπάνω κλάδους, προκειμένου «να βγει η δουλειά».
Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσονται οι ακόμη πιο έντονοι εκβιασμοί προς τους ανέργους, οι οποίοι, ύστερα κι από τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις που έγιναν για τον ΟΑΕΔ, είναι υποχρεωμένοι ν’ αποδεχτούν τη θέση εργασίας που τους προτείνει ο Οργανισμός, αλλιώς διαγράφονται και χάνουν το πενιχρό επίδομα ανεργίας. Με τέτοιου είδους εκβιασμούς έχουν ξεκινήσει να καλύπτονται οι κενές θέσεις στον τουρισμό, ενώ έχει ήδη κατατεθεί η πρόθεση του ντόπιου κεφαλαίου και της κυβέρνησης να εκμεταλλευτούν τους μετανάστες και ιδιαίτερα τους πολύπαθους Ουκρανούς πρόσφυγες (οι οποίοι πληρούν και τις «προδιαγραφές» που απαιτούν τα δυτικά πρότυπα). Αυτή είναι η «αλληλεγγύη» κι ο «ανθρωπισμός» που διατυμπανίζει σε δηλώσεις του ο υπ. Τουρισμού… Τόση εκμετάλλευση και εκβιασμός, προκειμένου να περισώσουν το «θαύμα του τουρισμού» και την ελληνική οικονομία για φέτος.
Πέρα όμως απ’ την κοροϊδία, την οποία ούτως ή άλλως οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται, πρέπει να γίνει κατανοητό και κάτι ακόμη. Πως η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με τις χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας κι η διευρυμένη δυσαρέσκεια που εκφράζεται, έστω υπόγεια προς το παρόν, απ’ τον κόσμο της δουλειάς, έχει όντως ασκήσει πολιτική πίεση στους παράγοντες του συστήματος. Κι αυτό το συμπέρασμα, την πίεση δηλαδή που μπορούν ν’ ασκήσουν απ’ το δικό τους μετερίζι οι εργαζόμενοι, πρέπει να το εμπεδώσουν, να μην το υποτιμήσουν και να το αξιοποιήσουν. Όχι στην κατεύθυνση της παραίτησης και της αναμέτρησης με το τέρας της ανεργίας, η οποία εξακολουθεί ν’ αποτελεί σοβαρή απειλή για τους εργαζόμενους (τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που καταγράφουν άνοδο του ποσοστού ανεργίας για το 1ο τρίμηνο του 2022 είναι ενδεικτικά), αλλά στην κατεύθυνση του αγώνα και της συλλογικής διεκδίκησης. Μέσα από μαζικές και δυναμικές απεργιακές μάχες, μέσα απ’ τον ανυποχώρητο αγώνα για εργασιακά δικαιώματα, κάθε κλάδου και συνολικά του εργατικού κινήματος. Μόνο μέσα απ’ αυτή την κατεύθυνση οι εργαζόμενοι μπορούν να ασκήσουν πραγματικές πιέσεις, να κοντράρουν την κυβερνητική πολιτική και να καταχτήσουν ζωή και δουλειά με δικαιώματα.