Μέρα τη μέρα ελέγχεται και καθοδηγείται η κυβέρνηση -και όχι μόνο αυτή- από τα υπερατλαντικά αλλά βέβαια και τα ευρωπαϊκά αφεντικά της χώρας. Η κάθε μέρα και πιο οξυμένη και επικίνδυνη κατάσταση στο ουκρανικό πεδίο και το κρίσιμο ζήτημα των εξελίξεων στη ΝΑ Μεσόγειο, η διάταξη και ο ρόλος της χώρας σε σχέση με τα ζητήματα αυτά αποτελούν το βασικό περιεχόμενο των τακτικών επαφών –όσες τουλάχιστον δημοσιοποιούνται- της κυβέρνησης με αμερικάνους και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές.
Με αυτά τα ζητήματα ασχολήθηκε και η τελευταία (24/10) τηλεφωνική συνομιλία Μητσοτάκη με τον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Μπλίνκεν, την οποία οι συνομιλητές και βασικά οι ΗΠΑ θεώρησαν σκόπιμο να δημοσιοποιήσουν, καταγράφοντας για άλλη μια φορά τη «δέσμευση» της Ελλάδας να υποστηρίξει «την ασφάλεια της Ουκρανίας». Δηλαδή να καταγράψουν τη δέσμευση της χώρας να χρησιμοποιηθεί με όποιον τρόπο απαιτήσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στο κρίσιμο και στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντά τους ουκρανικό μέτωπο. Αλλά επιπλέον η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ καταγράφει και την ανάγκη της «σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο», μια σαφής αναφορά στον εξελισσόμενο αντιδραστικό ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό που οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν ώστε να διατάξουν και τις δύο χώρες σύμφωνα με τις ανάγκες του μετώπου περικύκλωσης της Ρωσίας.
Βέβαια, εκτός από την καθοριστική αμερικάνικη καθοδήγηση για το ρόλο και τη στάση της χώρας στην περιοχή και στο ουκρανικό ζήτημα, υπάρχει και… το Βερολίνο! Η επίσκεψη Σόλτς στην Αθήνα ήρθε για να υπενθυμίσει, να ανανεώσει και να ενισχύσει τον ρόλο του γερμανικού ιμπεριαλισμού που είναι «ριγμένος» με βάση την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ που αν μη τι άλλο καθορίζουν τη στάση της Δύσης στο ουκρανικό πεδίο. Γι’ αυτό ενόψει της επίσκεψης του γερμανού καγκελάριου η ατζέντα δεν είχε βέβαια αναφορά στο καθαυτό Ουκρανικό αλλά σε όλα τα άλλα. «Διμερή», «οικονομικά», «ενεργειακό» και βέβαια το ζήτημα των «ελληνοτουρκικών σχέσεων» καθώς το Βερολίνο όλο και λιγότερο ελέγχει την εξέλιξη στο ζήτημα αυτό και με όσα αυτό σημαίνει και για τον έλεγχο της σχέσης του με την Τουρκία.
Είναι σαφές ότι με τα «διμερή» και τα «οικονομικά» το Βερολίνο ασκεί σημαντικές πιέσεις στην ελληνική πλευρά και πριν ακόμα έρθει ο Σολτς δημοσιεύτηκε η γερμανική επιδίωξη για αγορά από την Ελλάδα νέου εξοπλιστικού πακέτου ύψους 2 έως 4 δισ. ευρώ! Αυτό το «αίτημα» του Βερολίνου -που δεν αμφιβάλλουμε ότι θα ικανοποιηθεί με το παραπάνω από την κυβέρνηση- είναι μια πρώτη απάντηση στα εξοπλιστικά προγράμματα που έχει πάρει η χώρα από ΗΠΑ αλλά και από Γαλλία. Αλλά είναι βέβαιο ότι το «αίτημα» αυτό δεν θα είναι και το τελευταίο. Είναι βέβαιο ότι το Βερολίνο θα συνεχίσει στη γραμμή της πίεσης για μια χώρα που ελέγχει τους όρους δανεισμού της, ο οποίος αποτελεί βάση λειτουργίας της οικονομίας της. Ήδη στην τελευταία επανέκδοση 5ετούς ομολόγου η κυβέρνηση… «κατέφυγε» στην επιλογή του κυμαινόμενου επιτοκίου μιας και το σταθερό επιτόκιο βρίσκεται ήδη περίπου στο 5%!
Είναι νομίζουμε προφανές το τι σημαίνουν όλα αυτά για τη χώρα και το λαό μας. Η χώρα βυθίζεται ολοένα περισσότερο στην εμπλοκή της στον πόλεμο, γίνεται προπύργιο των αμερικανονατοϊκών φονιάδων σε μια σύγκρουση που φορτώνει διαρκώς παραπάνω, αλλά γίνεται και «εργαλείο» των περιφερειακών εντάσεων που παράγονται και συνοδεύουν την κεντρική σύγκρουση. Ταυτόχρονα και στα πλαίσια αυτής της πορείας μακραίνει διαρκώς το γαϊτανάκι των εξοπλισμών, αλλά κυρίως σφίγγει η μέγγενη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών επί της χώρας και του λαού. Μέσα σε αυτήν τη μέγγενη βρίσκεται η ήδη άθλια κοινωνική και οικονομική κατάσταση και κάθε άλλο παρά μπορούν να αποκλειστούν απότομες και δραματικές επιδεινώσεις της κατάστασης αυτής.
Εξάλλου, και όσο γίνεται πιο συγκεκριμένο το τι είναι το «καλάθι του νοικοκυριού», γίνεται πιο φανερό ότι αποτελεί μια επίσημη κυβερνητική ομολογία πως δεν μπορεί και δεν επιδιώκει να εξασφαλίσει τίποτε για τη ζωή και την επιβίωση ακόμα του λαού. Η εκτεταμένη φτώχεια και εξαθλίωση που ήδη αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος λαός, ζώντας μέσα σε συνθήκες εργασιακής και κοινωνικής βαρβαρότητας, θα βαθαίνει και θα απλώνεται ευθέως ανάλογα με την πολιτική που τα δίνει όλα στα ιμπεριαλιστικά αφεντικά και στα μεγάλα τζάκια. Μια πολιτική που στηρίζεται σε όλα τα βασικά της ζητήματα από όλα τα αστικά κόμματα. Μια πολιτική που δεν έχει και δεν μπορεί να έχει «αντιπολίτευση» από ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ κ.ά., γιατί εκφράζει τα συνολικά αδιέξοδα του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης που όλοι υπηρετούν.
Μια πολιτική που για να στηριχτεί και να επιβληθεί απαιτεί ολοένα και περισσότερο τρομοκρατία και καταστολή, που είναι η μόνη πραγματική απάντηση του συστήματος και της κυβέρνησής του απέναντι σε κάθε κίνηση, αίτημα και διεκδίκηση. Η κυβέρνηση έχει στήσει με το «δάχτυλο στη σκανδάλη» τις δυνάμεις των πραιτοριανών του συστήματος για να αποτρέψουν τον «μεγάλο κίνδυνο»: το ξέσπασμα μαζικών κινητοποιήσεων και αγώνων. Ενώ ταυτόχρονα οι καθεστωτικές δυνάμεις στο συνδικαλιστικό πεδίο και στους χώρους της νεολαίας έχουν αναλάβει ενεργητικά ρόλο κατάπνιξης κάθε κίνησης που θα συγκροτεί όρους μαζικής πάλης.
Όλη αυτή η κατάσταση προστίθεται και συσσωρεύεται πάνω στις πολιτικές «γύψου» και καταπίεσης ακόμα και ατομικών ελευθεριών της περιόδου της καραντίνας. Όλη αυτή η κατάσταση τροφοδοτεί και αναδεικνύει τις πιο σκοτεινές πλευρές του καπιταλισμού που σάπισε, αναδεικνύει περίπου νομιμοποιητικά το σκοτάδι του Κολωνού με «αναλυτές» του ζητήματος τους… «συνδικαλιστές» της Αστυνομίας. Όλη αυτή η κατάσταση τροφοδοτεί και ενισχύει τις ανοιχτά φασίζουσες και φασιστικές δυνάμεις και κραυγές αφού οι δικές τους κραυγές ενάντια στον εργάτη, τη γυναίκα, τον μετανάστη, τον λαό, τους λαούς γίνονται η πολιτική τού επίσημου αστικού συστήματος.
Πάνω από όλα ωστόσο όλη αυτή η κατάσταση απαιτεί από τις αριστερές, αγωνιστικές, επαναστατικές δυνάμεις να δείξουν εμπιστοσύνη στη δύναμη της μαζικής πάλης, να δείξουν εμπιστοσύνη στο λαό και τη νεολαία. Η πρόταση συντονισμού για την ανάπτυξη της μαζικής πάλης που έχει καταθέσει το ΚΚΕ(μ-λ) δεν είναι μια πρόταση της συγκυρίας, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κοντόθωρα, δεν πρόκειται να «ξεπεραστεί» από τις αυταπάτες και τις απάτες των εκλογικών σχεδιασμών. Ενισχύεται καθημερινά από την απαιτητική και σκληρή πραγματικότητα και παρά τους φανερούς εχθρούς και κρυφούς αντιπάλους της έχει δρόμο να παλευτεί αποφασιστικά μέσα στο λαό και τη νεολαία! Είναι το βασικό ζήτημα που οφείλουμε να αναδείξουμε παλεύοντας για την απεργία της 9 Νοέμβρη που θέλουμε να συμβάλουμε να είναι μέρα γενικευμένου ξεσηκωμού. Αλλά πρέπει να είναι φανερό ότι η πρόταση αυτή θα είναι και το βασικό ζήτημα και ζητούμενο και την επομένη της 9 του Νοέμβρη.