Είναι κοινός τόπος πως εδώ και αρκετούς μήνες η χώρα έχει εισέλθει σε μια άτυπη και παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Η ημερομηνία των εκλογών, φυσικά, εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό ζήτημα για την ντόπια άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, δεδομένων των αντιθέσεων και των πολλαπλών διαφορετικών προτεραιοτήτων των ξένων αφεντικών της, καθώς και της μεγάλης αβεβαιότητας των εγχώριων υποτακτικών αναφορικά με το τι τους επιφυλάσσουν αυτά για το μέλλον.
Η παρόξυνση της γενικευμένης κρίσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, που φτάνει πολλαπλασιασμένη σε μια χώρα εξαρτημένη και ξετιναγμένη παραγωγικά, με τις προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας να είναι κάθε άλλο παρά αισιόδοξες, οι όλο και πιο αναβαθμισμένες απαιτήσεις εμπλοκής στον άδικο πόλεμο της Ουκρανίας από τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά και η αναζωπύρωση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού με όλα τα κρίσιμα επίδικα που εμπεριέχει αποτελούν για την άρχουσα τάξη της χώρας παράγοντες μιας πρωτόγνωρης περιδίνησης. Πόσο μάλλον όταν σε ένα τέτοιο πλαίσιο το συμβόλαιο του 1974 για το «μοίρασμα» της εξάρτησης ανάμεσα σε Αμερικάνους και Ευρωπαίους υφίσταται νέες αναταράξεις, με τη χώρα να γίνεται πεδίο ενός άγριου ανταγωνισμού των κάθε λογής κέντρων των «προστατών», όπως αναδεικνύει εμφατικά και το σκάνδαλο των υποκλοπών. Ακόμα περισσότερο, όταν στη βάση της κρίσης και της αντιλαϊκής επίθεσης είναι δεδομένη η ακόμα μεγαλύτερη καταβύθιση μικρών και μεσαίων στρωμάτων στη φτώχεια και η διάρρηξη κάθε στοιχείου συνοχής του κοινωνικού ιστού, με τους κινδύνους εκρήξεων που συνεπάγεται κάτι τέτοιο για την ντόπια αστική τάξη.
Έχει τεθεί εκ των πραγμάτων, επομένως, το ζήτημα της αναδιάταξης του αστικού πολιτικού σκηνικού της χώρας, ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί τα συσσωρευμένα αδιέξοδα του ντόπιου εξαρτημένου αστικού συστήματος εξουσίας. Οι ιμπεριαλιστές πάτρωνες δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση την «επανάληψη» μιας συνθήκης παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας και κατακερματισμού του πολιτικού προσωπικού, όπως αυτή που παρήγαγε στο παρελθόν το δίχρονο 2010-12. Γι' αυτό και οι δύο βασικοί πυλώνες ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ στηρίζονται και προετοιμάζονται για τη διεκδίκηση του κυβερνητικού θώκου, ενώ πρόθυμη για κάθε πιθανή χρήση εμφανίζεται και η εφεδρεία του ΠΑΣΟΚ.
Με την κήρυξη της έναρξης της προεκλογικής περιόδου από τις περιοδείες Μητσοτάκη και Τσίπρα να είναι πλέον γεγονός, στήνεται ένα αντιδραστικό προεκλογικό σκηνικό και κατασκευάζονται ψεύτικα διλήμματα για τη χειραγώγηση του λαού και της νεολαίας. Παράλληλα με την επιχείρηση εγκλωβισμού των μαζών, φυσικά, εξελίσσονται και οι προσπάθειες αμφότερων για να αποσπάσουν την έγκριση ντόπιων και ξένων κέντρων εξουσίας.
«Πάμε μπροστά ή πίσω», λέει ο Μητσοτάκης, εκβιάζοντας τον κόσμο της δουλειάς για αυτά που τον περιμένουν αν ξεστρατίσει από την υποταγή στην κυρίαρχη πολιτική. Ταυτόχρονα, υπενθυμίζει και στην άρχουσα τάξη τις «περιπέτειες» που έζησε την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τα capital controls και τις απειλές περί Grexit. «Αδικία ή δικαιοσύνη παντού», το δίλημμα των εκλογών κατά Τσίπρα, που πασχίζει να βρει σημεία διαφοροποίησης από την πολιτική της ΝΔ και να αναδείξει σε πρώτο πλάνο το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, θέλοντας να το εμφανίσει σαν ζήτημα του «παρακράτους Μητσοτάκη». Κάνει τον ανήξερο για το γεγονός ότι το σύνολο του αστικού πολιτικού προσωπικού είναι απόλυτα έρμαιο των αντιθέσεων στους κόλπους του ξένου παράγοντα και ότι τα στριμώγματα δεν αφορούν μόνο το «κόντεμα» Μητσοτάκη, αλλά είναι κοινά για όλους.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, επισείεται για άλλη μια φορά ο «μπαμπούλας» της ακυβερνησίας, στη βάση και των προβλημάτων που δημιουργεί η απλή αναλογική, μόνο που τώρα οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί! Ως φορέας της «προοδευτικής διακυβέρνησης» με το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοπαρουσιάζεται σήμερα προς το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό σαν ο υπ' αριθμόν ένα παράγοντας σταθερότητας, σε αντίθεση με τη ΝΔ, που είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει τη χώρα σε διπλές εκλογές. Από την άλλη, η ΝΔ εμφανίζεται να μη διαπραγματεύεται τίποτε λιγότερο από την αυτοδυναμία, δίνοντας τη μάχη κατά της «χαλαρής» ψήφου και παλεύοντας για την πλήρη και άνευ όρων συστράτευση της «δεξιάς πολυκατοικίας». Παρά την πολιτική φθορά που έχει σωρεύσει, διατηρεί το ατού της δημοσκοπικής διαφοράς από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι φανερό ότι μέχρι στιγμής αδυνατεί να καρπωθεί την κοινωνική δυσαρέσκεια, όσο και αν το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να σηκώσει επικοινωνιακά τους αντιπολιτευτικούς τόνους.
Την ίδια στιγμή με όλα αυτά, παίζεται και η κωμωδία για το ποιος από τους επίδοξους διαχειριστές του συστήματος ακολουθεί πιο «φιλολαϊκή» πολιτική. Ο Μητσοτάκης δήθεν τα βάζει με τις τράπεζες και φορολογεί τα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας, ενώ ο Τσίπρας καταγγέλλει την «αισχροκέρδεια». Στο ζήτημα της ακρίβειας ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται, μάλιστα, τους «μέσους όρους» στην ΕΕ, αποκρύπτοντας τον εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα που βασιλεύει στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών και του καπιταλιστικού κόσμου. Τα ψίχουλα των επιδομάτων είναι η μόνη «κοινωνική παρέμβαση» που μπορούν να υποσχεθούν και οι δύο, θέλοντας το λαό στο ρόλο του εξαθλιωμένου επαίτη. Χωρίς δημοσιονομικές υπερβάσεις, όμως, γιατί υπάρχει και ο στόχος της «επενδυτικής βαθμίδας», καθώς και το Ταμείο Ανάκαμψης, που είναι και για τους μεν και για τους δε κάτι σαν ιερό δισκοπότηρο.
Τι έχει να περιμένει ο λαός από αυτόν το σκυλοκαβγά; Απολύτως τίποτα! Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι όποιο κυβερνητικό σχήμα και να αναδειχτεί στις επερχόμενες εκλογές θα κληθεί να εφαρμόσει απαρέγκλιτα την πολιτική που υπαγορεύουν τα ξένα και ντόπια αφεντικά. Οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους ιμπεριαλιστές και το κεφάλαιο είναι δεδομένες και δεν μπορούν να ακυρωθούν. Δεσμεύσεις για τη συνέχιση της γραμμής της υποταγής στα πολεμικά σχέδια του ΝΑΤΟ και την παραπέρα εμπλοκή της χώρας σε αυτά, για τη συνέχιση του ξεπουλήματος της χώρας στο ξένο κεφάλαιο, για την κλιμάκωση της αντεργατικής-αντιλαϊκής επιδρομής, για την καθυπόταξη του λαού και την ένταση της φασιστικοποίησης. Όλα αυτά που, άλλωστε, υπηρετεί αυτή τη στιγμή και με το παραπάνω η ΝΔ και υπηρέτησε επάξια ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο που κατείχε την κυβερνητική εξουσία.
Η εργατική τάξη, ο λαός και η νεολαία δεν πρέπει να ξεχάσουν τα πεπραγμένα αυτών των κυβερνήσεων που τους μαύρισαν τη ζωή. Δεν πρέπει να ξεχάσουν, επίσης, την αντιδραστική πολιτική συναίνεση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ που οικοδομήθηκε την περίοδο της πανδημίας, που τους στοίχισε χιλιάδες νεκρούς και πετσοκομμένα δικαιώματα. Δεν πρέπει να ξεχάσουν ούτε το «θα χύσουμε το αίμα μας για τους Αμερικάνους» της ΝΔ ούτε τον «διαβολικά καλό Τραμπ» και την αμερικανοδουλία του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρέπει να ξεχάσουν τα δισ. σε εξοπλιστικά, τα αντεργατικά μέτρα, τα μνημόνια, τους πλειστηριασμούς, τις ιδιωτικοποιήσεις, το γκρέμισμα της περίθαλψης, τους περιορισμούς στο απεργιακό δικαίωμα, είτε πρόκειται για τον νόμο Χατζηδάκη είτε για το 50%+1 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τις διώξεις, τις απαγορεύσεις, την καταστολή. Με λίγα λόγια, δεν πρέπει να ξεχάσουν όλα αυτά που προώθησε το ντόπιο αστικό πολιτικό σύστημα ενάντια στα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα τα τελευταία χρόνια και φέρουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ και λοιπών παρατρεχάμενων.
Ακόμα περισσότερο, ο κόσμος της δουλειάς πρέπει να αντισταθεί στην εξελισσόμενη επιχείρηση εγκλωβισμού της οργής του στην κάλπη. Μια επιχείρηση που εκπορεύεται από τα βασικά αστικά κόμματα, αλλά λαμβάνει και την απαραίτητη συνδρομή από την αριστερά της ήττας και της υποταγής. Με την οργάνωσή τους και την ανάπτυξη των αναγκαίων για την περίοδο αγώνων, οι εργάτες, ο λαός και η νέα γενιά θα γυρίσουν την πλάτη στους εκλογικούς εκβιασμούς.